ΕΔΔΑ, Grzęda κατά Πολωνίας της 15.03.2022 (αρ. προσφ. 43572/18) ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ, Πρόωρη λήξη θητείας δικαστή ως μέλους του Εθνικού Συμβουλίου και αδυναμία δικαστικού ελέγχου. Παραβίαση δίκαιης δίκης

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Πρόωρη λήξη θητείας δικαστή λόγω νομοθετικών παρεμβολών στην Πολωνί α. Αδυναμία προσφυγής σε δικαστήριο. Δικαίωμα σε δίκαιη δίκη. Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής.

Ο προσφεύγων είναι πολωνός υπήκοος και δικαστής από το 1986. Το 2016 εξελέγη στο NCJ με τετραετή θητεία. Σύμφωνα με την νομοθεσία του 2017, η ιδιότητα μέλους του στο NCJ διακόπηκε, όταν 15 νέοι δικαστές εξελέγησαν στο NCJ από την Sejm στις 6 Μαρτίου 2018. Σύμφωνα με τον ίδιο, δεν μπορούσε να αμφισβητήσει την απώλεια της έδρας του.

Επικαλούμενος τα άρθρα 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) και 13 (δικαίωμα πραγματικής προσφυγής), ο προσφεύγων προσέφυγε στο ΕΔΔΑ καταγγέλλοντας ότι του απαγορεύτηκε η πρόσβαση σε δικαστήριο καθώς δεν υπήρχε δυνατότητα αμφισβήτησης της λήξης της ιδιότητας του μέλους του NCJ και για έλλειψη αποτελεσματικής ένδικης προστασίας από την άποψη αυτή. Η απομάκρυνσή του είχε πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο των δικαστικών μεταρρυθμίσεων στην Πολωνία. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές έδωσαν επιπλέον αρμοδιότητες στον Γενικό Εισαγγελέα επί της εσωτερικής οργάνωσης των δικαστηρίων και επί του διορισμού και της παύσης των Πρόεδρων και Αντιπροέδρων των δικαστηρίων, μεταβίβασαν την εξουσία εκλογής δικαστικών μελών του NCJ από το δικαστικό σώμα στη Sejm, απομάκρυναν από τα καθήκοντά τους δικαστικά μέλη του NCJ που ήταν εκλεγμένοι με το προηγούμενο σύστημα, τροποποίησαν σημαντικά την πειθαρχική ευθύνη των δικαστών και δημιούργησαν δύο νέα τμήματα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το Πειθαρχικό και το Τμήμα Έκτακτης Αναθεώρησης και Δημοσίων Υποθέσεων, με μέλη που διορίζονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μετά από προτάσεις του νέου NCJ.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ειδικότερα ότι η έλλειψη δικαστικού ελέγχου είχε παραβιάσει το δικαίωμα πρόσβασης του προσφεύγοντος σε δικαστήριο. Ισχυρίστηκε ότι οι διαδοχικές δικαστικές μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένης αυτής του NCJ που είχαν επηρεάσει τον προσφεύγοντα, είχαν ως στόχο την αποδυνάμωση της δικαστικής ανεξαρτησίας. Ο στόχος αυτός είχε επιτευχθεί καθώς το δικαστικό σώμα επηρεαζόταν από παρεμβάσεις της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η έλλειψη δικαστικού ελέγχου στην υπόθεση συνιστά παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ. Έκρινε ότι η διαπίστωση παραβίασης ήταν επαρκής δίκαιη ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη ο προσφεύγων και επιδίκασε 30.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.

Αυτή ήταν η πρώτη φορά που το Τμήμα Μείζονος Σύνθεσης του Δικαστηρίου εξέτασε αυτά τα ζητήματα.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 6 παρ. 1,

Άρθρο 13

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Στις εκλογές του 2015 το κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη ανέλαβε τον έλεγχο τόσο της Προεδρίας όσο και του Sejm (κάτω Βουλή). Η προηγούμενη Sejm είχε εκλέξει πέντε νέους δικαστές στο Συνταγματικό Δικαστήριο για να καλύψει τρεις έδρες που επρόκειτο να μείνουν κενές κατά τη διάρκεια της θητείας της Sejm και δύο που θα έμεναν κενές αμέσως μετά. Ο νέος Πρόεδρος της Πολωνίας αρνήθηκε να ορκίσει αυτούς τους δικαστές. Στη συνέχεια, η νέα Sejm ανακάλεσε την εκλογή της, εκλέγοντας μια νέα ομάδα πέντε δικαστών, οι οποίοι ορκίστηκαν αμέσως.

Το Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάνθηκε για το θέμα, κρίνοντας ότι κάθε Sejm μπορούσε να εκλέγει τόσους δικαστές όσες θα ήταν οι κενές θέσεις που θα προέκυπταν εντός της κοινοβουλευτικής περιόδου. Άρα, η προηγούμενη Sejm θα έπρεπε να είχε εκλέξει τρεις δικαστές, και η νέα Sejm δύο.

Αυτή η εκλογή δικαστών για έδρες που είχαν ήδη πληρωθεί ήταν η αρχή αυτού που αργότερα χαρακτηρίστηκε ευρέως ως κρίση του κράτους δικαίου στην Πολωνία.

Το 2017 η Κυβέρνηση ψήφισε τρεις Πράξεις με στόχο τη μεταρρύθμιση των τακτικών δικαστηρίων, του Ανώτατου Δικαστηρίου και του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου (NCJ). Μεταξύ άλλων, οι εν λόγω Πράξεις έδωσαν επιπλέον αρμοδιότητες στον Γενικό Εισαγγελέα επί της εσωτερικής οργάνωσης των δικαστηρίων και επί του διορισμού και της παύσης των πρόεδρων και αντιπροέδρων των δικαστηρίων, μεταβίβασαν την εξουσία εκλογής δικαστικών μελών του NCJ από το δικαστικό σώμα στην Sejm, απομάκρυναν από τα καθήκοντά τους δικαστικά μέλη του NCJ που ήταν εκλεγμένοι με το προηγούμενο σύστημα, τροποποίησαν σημαντικά την πειθαρχική ευθύνη των δικαστών και δημιούργησαν δύο νέα τμήματα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το Πειθαρχικό και το Τμήμα Έκτακτης Αναθεώρησης και Δημοσίων Υποθέσεων, με μέλη που διορίζονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μετά από συστάσεις του νέου NCJ.

Το Δικαστήριο είχε ήδη εξετάσει ζητήματα σχετικά με την αναδιοργάνωση των δικαστηρίων και το κράτος δικαίου στην Πολωνία σε πολλές υποθέσεις. Ιδιαίτερης σημασίας είναι οι αποφάσεις: Xero Flor w Polsce sp. Z.o.o. κατά Πολωνίας (αρ. προσφ.4907/18), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) όσον αφορά το δικαίωμα σε «δικαστήριο που έχει συσταθεί με νόμο» λόγω της εκλογής δικαστών του Συνταγματικού Δικαστηρίου σε θέσεις που είχαν ήδη πληρωθεί, Broda και Bojara κατά Πολωνίας (αρ. προσφ. 26691/18 και 27367/18), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι οι προσφεύγοντες είχαν στερηθεί του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο, κατά παράβαση του άρθρου 6 § 1, σε σχέση με τις αποφάσεις του Υπουργού για την παύση τους από τις θέσεις των αντιπροέδρων δικαστηρίων πριν από τη λήξη της αντίστοιχης θητείας τους, Reczkowicz κατά Πολωνίας (αρ. προσφ. 43447/19), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι το πειθαρχικό τμήμα του Ανώτατου Δικαστηρίου δεν ήταν δικαστήριο που ιδρύθηκε με νόμο, διαπιστώνοντας παραβίαση του Άρθρου 6 § 1, Dolińska-Ficek και Ozimek κατά Πολωνίας (49868/19 και 57511/19), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι το Τμήμα Έκτακτης Αναθεώρησης και Δημοσίων Υποθέσεων του Αρείου Πάγου δεν ήταν επίσης δικαστήριο που έχει οριστεί από το νόμο και Advance Pharma SP. z o.o κατά Πολωνίας (1469/20) (όχι οριστική απόφαση), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι ο σχηματισμός του Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, το οποίο εξέτασε την υπόθεση της προσφεύγουσας εταιρείας δεν ήταν επίσης ένα ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που έχει συσταθεί με νόμο.

Αυτή ήταν η πρώτη φορά που το Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως του Δικαστηρίου εξέτασε αυτά τα ζητήματα.

Εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου περίπου 93 προσφυγές σχετικά με την αναδιοργάνωση του πολωνικού δικαστικού συστήματος.

Η περίπτωση του προσφεύγοντος

Ο προσφεύγων, Jan Grzęda, είναι πολωνός υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1956 και ζει στην Piła (Πολωνία). Είναι δικαστής από το 1986. Την περίοδο εκείνη ήταν μέλος του Περιφερειακού Διοικητικού Δικαστηρίου του Gorzów Wielkopolski. Το 2016 εξελέγη στο NCJ με τετραετή θητεία. Σύμφωνα με την τροποποιητική νομοθεσία που εγκρίθηκε το 2017, η ιδιότητα μέλους του στο NCJ διακόπηκε, όταν 15 νέοι δικαστές εξελέγησαν στο NCJ από την Sejm στις 6 Μαρτίου 2018. Σύμφωνα με τον ίδιο, δεν μπορούσε να αμφισβητήσει την απώλεια της έδρας του. Ο προσφεύγων παραμένει δικαστής του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου.

Επικαλούμενος τα άρθρα 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) και 13 (δικαίωμα πραγματικής προσφυγής) ο προσφεύγων κατήγγειλε την μη πρόσβαση σε δικαστήριο καθώς δεν υπήρχε δυνατότητα αμφισβήτησης της λήξης της θητείας του στο NCJ και την έλλειψη αποτελεσματικής θεραπείας από την άποψη αυτή.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 6

Οι διάδικοι διαφώνησαν σχετικά με το εάν ο προσφεύγων θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είχε «δικαίωμα» να υπηρετήσει την τετραετή θητεία του στο NCJ. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι πράγματι το «δικαίωμα» να εκτίσει τη πλήρη θητεία του ήταν αμφισβητήσιμο βάσει του εσωτερικού δικαίου, παραπέμποντας στο Σύνταγμα, τη συνταγματική νομολογία και την σχετική νομοθεσία.

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτό το «δικαίωμα» αφορούσε την προστασία του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ καθώς η εξαίρεση στο δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο δεν είχε αποδειχθεί ότι ήταν αντικειμενικά δικαιολογημένη (η δεύτερη προϋπόθεση των κριτηρίων Eskelinen), και ότι μόνο η επίβλεψη από ένα δικαστικό όργανο ήταν σε θέση να εγγυηθεί στους δικαστές την ουσιαστική προστασία από την αυθαιρεσία εκ μέρους της νομοθετικής ή εκτελεστικής εξουσίας.

Το Δικαστήριο τόνισε ότι η θεμελιώδης αρχή του κράτους δικαίου ήταν εγγενής σε όλα τα άρθρα της Σύμβασης. Η αυθαιρεσία ήταν αντίθετη με το κράτος δικαίου και δεν μπορούσε να γίνει ανεκτή ακόμη και μέσα από τον σεβασμό των δικονομικών δικαιωμάτων. Τόνισε επίσης ότι δεν θα προβεί σε συνταγματική ερμηνεία, παρά μόνο στην ερμηνεία της Σύμβασης όπως ισχύει σε αυτήν την περίπτωση.

Όσον αφορά την ουσία της υπόθεσης, το ΕΔΔΑ τόνισε τη σημασία της εντολής του NCJ να διασφαλίζεται η δικαστική ανεξαρτησία και η σχέση μεταξύ της ακεραιότητας των δικαστικών διορισμών και της απαίτησης της δικαστικής ανεξαρτησίας. Θεώρησε ότι παρόμοιες διαδικαστικές εγγυήσεις με εκείνες που ισχύουν για την απόλυση των δικαστών θα πρέπει επίσης να είναι διαθέσιμες για την απομάκρυνση ενός δικαστικού μέλους του NCJ από τη θέση του.

Η κυβέρνηση υποστήριξε ότι η έλλειψη πρόσβασης σε δικαστήριο δεν ήταν αποτέλεσμα των αμφισβητούμενων μεταρρυθμίσεων. Ισχυρίστηκε ότι δεν υπήρχε ποτέ καμία πιθανότητα ένα μέλος του NCJ να αμφισβητήσει τη λήξη της θητείας του. Ωστόσο, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η κυβέρνηση δεν επιδίωκε στην πραγματικότητα να δικαιολογήσει την απουσία δικαστικού ελέγχου σε τέτοιες περιστάσεις. Τόνισε ότι γνώριζε πλήρως το πλαίσιο της υπόθεσης – την αποδυνάμωση της δικαστικής ανεξαρτησίας και την τήρηση των κανόνων του κράτους δικαίου που προέκυψαν από τις κυβερνητικές μεταρρυθμίσεις. Ειδικότερα, οι διαδοχικές δικαστικές μεταρρυθμίσεις είχαν ως στόχο την αποδυνάμωση της δικαστικής ανεξαρτησίας, ξεκινώντας με τις σοβαρές παρατυπίες στην εκλογή των δικαστών του Συνταγματικού Δικαστηρίου τον Δεκέμβριο του 2015, στη συνέχεια, ειδικότερα, την αναμόρφωση του NCJ και την σύσταση νέων επιμελητηρίων του Ανώτατου Δικαστηρίου, ενώ επεκτείνει τον έλεγχο του Υπουργού Δικαιοσύνης στα δικαστήρια και αυξάνει τον ρόλο του σε θέματα δικαστικής πειθαρχίας. Αναφέρθηκε στις αποφάσεις του σχετικά με την αναδιοργάνωση του δικαστικού συστήματος της Πολωνίας (αναφέρονται παραπάνω), καθώς και των υποθέσεων που έχει εξετάσει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις σχετικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου της Πολωνίας. Έκρινε ότι ως αποτέλεσμα αυτών των διαδοχικών μεταρρυθμίσεων, το δικαστικό σώμα είχε εκτεθεί σε παρεμβάσεις από την εκτελεστική και νομοθετική εξουσία και η ανεξαρτησία του έχει αποδυναμωθεί σημαντικά. Η περίπτωση του προσφεύγοντος ήταν ένα παράδειγμα αυτής της γενικής τάσης.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η έλλειψη δικαστικού ελέγχου στην υπόθεση συνιστά παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ.

Λοιπά άρθρα

Δεδομένου ότι η καταγγελία βάσει του άρθρου 13 ήταν ουσιαστικά η ίδια με εκείνη βάσει του άρθρου 6 § 1, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν απαραίτητο να την εξετάσει ξεχωριστά.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι η διαπίστωση παραβίασης ήταν επαρκής δίκαιη ικανοποίηση για κάθε ηθική βλάβη που υπέστη ο προσφεύγων και επιδίκασε 30.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια: echrcaselaw.com).

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *