ΕΔΔΑ, Ghailan κ.α. κατά Ισπανίας της 23.03.2021 (αρ. προσφ. 36366/14), Αποβολή από κατοικία και κατεδάφισή της λόγω ανέγερσης σε δημόσια έκταση και χωρίς άδεια οικοδομής. Μη παραβίαση δικαιώματος σεβασμού της κατοικίας

ΑΠΟΦΑΣΗ

Ghailan κ.α.  κατά Ισπανίας της 23.03.2021  (αρ. προσφ. 36366/14)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Δικαίωμα σεβασμού της κατοικίας. Αποβολή από οικία και κατεδάφισή της λόγω πολεοδομικών παραβιάσεων και ανέγερσης σε δημόσια έκταση.

Οι προσφεύγοντες αποβλήθηκαν από την κατοικία τους για το λόγο ότι είχε ανεγερθεί κατά παράβαση πολεοδομικών διατάξεων σε κοινόχρηστη δημόσια έκταση. Η απόφαση κατεδάφισης κοινοποιήθηκε νομίμως σε αυτούς, παρέλειψαν όμως να ασκήσουν τα προβλεπόμενα ένδικα βοηθήματα προκειμένου οι εγχώριες αρχές να εξετάσουν την αναλογικότητα της παρέμβασης.

Το Στρασβούργο επανέλαβε  ότι το άρθρο 8 δεν αναγνωρίζει, ως τέτοιο, δικαίωμα παροχής κατοικίαςΠαρά ταύτα μία τέτοια παρέμβαση θα έπρεπε να ήταν σύμφωνη με το νόμο και απαραίτητη σε μία δημοκρατική κοινωνία.

Διαπίστωσε ότι η απόφαση κατεδάφισης του αυθαίρετου κτίσματος ήταν σύμφωνη με τις πολεοδομικές διατάξεις και αποσκοπούσε στην πρόληψη της αναταραχής και της οικονομικής ευημερίας των πολιτών.

Ακολούθως το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι προσφεύγοντες είχαν μια αποτελεσματική ευκαιρία να αμφισβητήσουν την αναλογικότητα της κατεδάφισης προτού εκτελεστεί όμως δεν χρησιμοποίησαν τα υφιστάμενα ένδικα βοηθήματα που είχαν στη διάθεσή τους. Ούτε έκαναν χρήση τις δυνατότητες εναλλακτικής στέγασης που παρείχε το κράτος, ισχυριζόμενοι ότι φιλοξενήθηκαν από οικείους τους.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 8

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες Abdelilah Ghailan, Fatima Zahra Alami Wahabi και τα δύο ανήλικα παιδιά τους, είναι μαροκινοί υπήκοοι που γεννήθηκαν το 1977, 1984, 2004 και 2007 αντίστοιχα και ζουν στο Cañada Real Galiana στη Μαδρίτη.

Η υπόθεση αφορούσε  την έξωση των προσφευγόντων και την κατεδάφιση της κατοικίας τους  από τις αρχές.

Οι δημοτικές αρχές υποστήριξαν ότι, εκτός από την παράνομη κατοχή δημόσιας περιουσίας, η συνεχιζόμενη κατασκευή αυθαίρετων κατοικιών στην περιοχή προκάλεσε προβλήματα δημόσιας τάξης, ασφάλειας, καθώς και προβλήματα υγείας, εκπαίδευσης και κοινωνικά θέματα. Στη συνέχεια, οι αρχές ζήτησαν δικαστική άδεια να εισέλθουν στην κατοικία των προσφευγόντων  με σκοπό την αποβολή τους και την επακόλουθη κατεδάφιση της κατοικίας. Στις 18 Οκτωβρίου 2007 οι προσφεύγοντες  εκδιώχθηκαν και το σπίτι τους κατεδαφίστηκε.

Οι αρχές ανέφεραν σοβαρά επεισόδια που είχαν ως αποτέλεσμα τραυματισμό ορισμένων ατόμων, συμπεριλαμβανομένων και αστυνομικών. Μερικά άτομα συνελήφθησαν κατά τη διάρκεια των γεγονότων.

Στηριζόμενοι στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της κατοικίας) της Σύμβασης, οι προσφεύγοντες  παραπονέθηκαν  ότι η κατεδάφιση της κατοικίας τους μετά από δεκαετίες ανοχής εκ μέρους των αρχών παραβίασε τα δικαιώματά τους.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο εξ αρχής σημείωσε  ότι οι προσφεύγοντες  υποστήριξαν ότι η έξωση από το σπίτι τους και η κατεδάφισή του συνιστούσαν παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης στο σύνολό του. Το Δικαστήριο επανέλαβε  ότι το άρθρο 8 δεν αναγνωρίζει, ως τέτοιο, δικαίωμα παροχής κατοικίας.

Το Δικαστήριο θεώρησε  χρήσιμο να επαναλάβει ότι η έννοια της «κατοικίας» κατά την έννοια του άρθρου 8 δεν περιορίζεται σε εκείνους τους χώρους που κάποιος κατοικεί δυνάμει εμπράγματου δικαιώματος ή που έχει νόμιμα αναγερθεί. Η «κατοικία» είναι μια αυτόνομη έννοια που δεν εξαρτάται από την εθνική νομοθεσία. Το κατά πόσον συγκεκριμένοι χώροι αποτελούν «κατοικία» που προσελκύει την προστασία του άρθρου 8 § 1 εξαρτάται από τις πραγματικές περιστάσεις, συγκεκριμένα από την ύπαρξη επαρκών και συνεχών συνδέσεων με ένα συγκεκριμένο μέρος. Αυτή η παρέμβαση θα οδηγήσει σε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης, εκτός εάν μπορεί να αποδειχθεί ότι «ήταν σύμφωνη με το νόμο», επιδίωκε έναν ή περισσότερους από τους νόμιμους στόχους που αναφέρονται στην παράγραφο 2 και ήταν «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία».

(α) Εάν η παρέμβαση ήταν «σύμφωνη με το νόμο»

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, σε αντίθεση με όσα ισχυρίστηκε ο πρώτος προσφεύγων στην εγχώρια διαδικασία, οι προσφεύγοντες δεν αμφισβήτησαν τη νομιμότητα της παρέμβασης στην προσφυγή τους στο Δικαστήριο. Όπως προαναφέρθηκε, η κατεδάφιση της κατοικίας των προσφευγόντων έγινε βάσει των άρθρων 194 και 195 του  νόμου περί πολεοδομικών διατάξεων, ο οποίος ήταν αρκετά σαφής και προβλέψιμος. Επομένως, διαπίστωσε στην παρούσα υπόθεση, ότι το επίμαχο μέτρο ήταν «σύμφωνο με το νόμο» κατά την έννοια του άρθρου 8§2 της ΕΣΔΑ.

(β) Αν η παρέμβαση επιδίωκε «θεμιτό σκοπό»

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι είναι νόμιμο για τις αρχές να επιδιώκουν να ανακτήσουν την κατοχή της γης από άτομα που δεν έχουν δικαίωμα να την καταλάβουν. Επιπλέον, ακόμη και αν ο μόνος σκοπός της παρέμβασης ήταν  να διασφαλίσει την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου ότι κανένα κτίριο δεν μπορεί να κατασκευαστεί χωρίς άδεια οικοδομής, μπορεί να θεωρηθεί ότι επιδιώκει θεμιτό σκοπό. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το επίμαχο μέτρο αποσκοπούσε στην προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων (ως δικαίωμα σε κοινόχρηστη γη ή ιδιωτική περιουσία), στην πρόληψη της αναταραχής και στην προώθηση της οικονομικής ευημερίας της χώρας.

Επομένως, το επίμαχο μέτρο επιδίωκε θεμιτό σκοπό σύμφωνα με το άρθρο 8 § 2 της ΕΣΔΑ. Το κυρίαρχο ζήτημα στην παρούσα υπόθεση όμως αφορούσε  εάν ήταν «αναγκαίο σε μια δημοκρατική κοινωνία» κατά την έννοια αυτής της διάταξης και τη νομολογία του Δικαστηρίου.

(γ) Εάν η παρέμβαση ήταν ανάλογη με τους νόμιμους στόχους

(i) Γενικές αρχές

Μια παρέμβαση θα θεωρηθεί «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία» για έναν νόμιμο σκοπό εάν εξυπηρετεί  μια «επιτακτική κοινωνική ανάγκη» και, ιδίως, εάν είναι ανάλογη με τον θεμιτό στόχο που επιδιώκεται. Όσον αφορά την αυθαίρετη κατασκευή, οι παράγοντες που ενδέχεται να είναι καθοριστικοί  κατά τον καθορισμό της αναλογικότητας του μέτρου είναι εάν το κτίριο κατασκευάστηκε αυθαίρετα ή όχι, είτε οι ιδιοκτήτες  το έπραξαν εν γνώσει είτε όχι, ποια είναι η φύση και ο βαθμός της αυθαιρεσίας, ποια είναι η ακριβής φύση των συμφερόντων που επιδιώκονται να προστατευθούν από την κατεδάφιση, εάν διατίθεται κατάλληλη εναλλακτική στέγαση στα άτομα που πλήττονται από την κατεδάφιση και εάν υπάρχουν λιγότερο αυστηροί τρόποι αντιμετώπισης της υπόθεσης ·

(ii) Εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση

Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η κατασκευή της κατοικίας των προσφευγόντων  ήταν παράνομη. Το Δικαστήριο σημείωσε  επίσης ότι ο πρώτος προσφεύγων  ανήγειρε  εν γνώσει του σε δημόσια έκταση, χωρίς άδεια οικοδομής, κατά κατάφωρη παραβίαση των πολεοδομικών διατάξεων.  Οι προσφεύγοντες με πλήρη επίγνωση ανήγειραν το κτίριο  σε μια ζώνη όπου απαγορεύονταν η δόμηση.

Εν προκειμένω, το Δικαστήριο παρατήρησε  περαιτέρω ότι η παράνομη κατοχή δημόσιας γης στο Cañada Real Galiana ήταν de facto ανεκτή από τις αρχές για δεκαετίες. Όμως, οι αρχές ενήργησαν αμέσως όταν ενημερώθηκαν για την ανοικοδόμηση του κτιρίου από τους προσφεύγοντες την επομένη της επιβολής της πρώτης απόφασης κατεδάφισης.

Το Δικαστήριο θεώρησε  επίσης σημαντικό να σημειωθεί ότι η υπόθεση δεν αφορούσε  αποφάσεις που διατάσσουν την αποβολή ολόκληρης της κοινότητας και οι προσφεύγοντες δεν ισχυρίστηκαν ότι το επίμαχο μέτρο είχε επιπτώσεις στον τρόπο ζωής τους ή επηρέασε την ικανότητά τους να διατηρήσουν την ταυτότητά τους. Μόλις η εντολή κατεδάφισης είχε καταστεί οριστική, ο πρώτος προσφεύγων  κλήθηκε να συμμορφωθεί με αυτήν οικειοθελώς. Δεν το έπραξε εγκαίρως και οι αρχές κίνησαν διαδικασία για την εκτέλεσή της.  Η κοινοποίηση της απόφασης απαριθμούσε ρητά τα διαθέσιμα  ένδικα βοηθήματα κατά της απόφασης. Και πάλι, οι προσφεύγοντες δεν άσκησαν διοικητική προσφυγή ή αίτηση για δικαστικό έλεγχο της απόφασης αυτής, παρά το γεγονός ότι τέτοια ένδικα βοηθήματα θα απαιτούσαν από τις αρχές, ιδίως τα δικαστήρια, να λάβουν δεόντως υπόψη τα διάφορα εμπλεκόμενα συμφέροντα και να εξετάσουν και την αρχή της αναλογικότητας.

Βάσει των ανωτέρω, το Δικαστήριο απέδωσε  ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός ότι οι προσφεύγοντες  δεν αμφισβήτησαν την απόφαση αποβολής ούτε την απόφαση κατεδάφισης.

Παρ’όλα αυτά, ο ισπανικός νόμος προέβλεπε ένα πρόσθετο σύνολο διασφαλίσεων. Προκειμένου να εκτελεστεί η κατεδάφιση – όταν η απόφαση ήταν οριστική και εκτελεστή – οι δημοτικές αρχές, ελλείψει της συγκατάθεσης των προσφευγόντων, υποχρεώθηκαν να ζητήσουν δικαστική συνδρομή  να εισέλθουν στο σπίτι των προσφευγόντων με σκοπό την αποβολή τους και την κατεδάφιση του.

Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι προσφεύγοντες είχαν επίσης την ευκαιρία να προβάλουν τα επιχειρήματά τους σχετικά με την αναλογικότητα του μέτρου σε  δικαστικές διαδικασίες σχετικά με την άδεια εισόδου στην κατοικία τους.

Επιπλέον, το Δικαστήριο επανέλαβε  ότι σε υποθέσεις όπως η παρούσα, σχετικά με την αποβολή των καταπατητών από δημόσια γη, προκειμένου να εκτιμηθεί η αναλογικότητα της παρέμβασης, είναι επίσης σκόπιμο να εξεταστούν οι υπάρχουσες δυνατότητες εναλλακτικής στέγασης.

Σε αυτό σχετικά, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι οι εγχώριες αρχές δεν είχαν λάβει υπόψη τις ελάχιστες εγγυήσεις για αναγκαστικές αποβολές, όπως η εναλλακτική στέγαση. Ωστόσο, παρόλο που ισχυρίστηκαν στην εγχώρια διαδικασία ότι η κατοικία που πρόκειται να κατεδαφιστεί ήταν η μόνη κατοικία τους, δεν δήλωσαν ότι δεν θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν άλλο μέρος διαμονής. Επίσης, οι προσφεύγοντες αρνήθηκαν την επείγουσα βοήθεια με το επιχείρημα ότι έλαβαν υποστήριξη και βοήθεια από το κοινωνικό τους περίγυρο και την οικογένειά τους, οι οποίοι τους φιλοξένησαν αφού έμεναν στην ίδια περιοχή. Δεν παρείχαν πληροφορίες σχετικά με την κατάστασή τους μετά την κατεδάφιση σε σχέση με τη στέγαση τους.

Το Δικαστήριο κατέληξε  στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη απόφαση ενέπιπτε  στο περιθώριο εκτίμησης που παρέχεται στο καθ’ού κράτος και δεν ήταν δυσανάλογη προς τους επιδιωκόμενους νόμιμους σκοπούς. Προκειμένου να καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη τις περιστάσεις της υπόθεσης και έλαβε ιδιαίτερα υπόψη το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες είχαν μια αποτελεσματική ευκαιρία να αμφισβητήσουν την αναλογικότητα της κατεδάφισης προτού εκτελεστεί. Επιπλέον, οι προσφεύγοντες δεν παρείχαν ικανοποιητική εξήγηση γιατί δεν το έπραξαν. Κατά συνέπεια, η έλλειψη διεξοδικής και εμπεριστατωμένης εξέτασης της αναλογικότητας της κατεδάφισης μπορεί να αποδοθεί στο γεγονός ότι οι προσφεύγοντες δεν χρησιμοποίησαν τα υφιστάμενα ένδικα βοηθήματα που είχαν στη διάθεσή τους. Άλλες εκτιμήσεις που θα μπορούσαν να έχουν στηρίξει ένα άλλο αποτέλεσμα σε εθνικό επίπεδο δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως βάση για τη διαπίστωση του Δικαστηρίου που θα ισοδυναμούσε με εξαίρεση των προσφευγόντων από τις πολεοδομικές διατάξεις και την υποχρέωση σεβασμού του δικαιώματος ιδιοκτησίας άλλων.

Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της κατοικίας (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ). (επιμέλεια echrcaselaw.com).

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *