ΕΔΔΑ: Chong κ.α. κατά Ηνωμένου Βασιλείου 4.10.2018 (αριθ. προσφ. 29753/16)-Μπορεί να ευθύνεται για παραβίαση της ΕΣΔΑ ένα κράτος όταν η παραβίαση έγινε προ της επικύρωσης της ΕΣΔΑ;

Πηγή: http://www.echrcaselaw.com

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ratione temporis. Κριτήριο αξιών της ΕΣΔΑ. Ένα κράτος είναι υποχρεωμένο να διεξάγει αποτελεσματική διερεύνηση των θανάτων πριν από τη θέση σε ισχύ της Σύμβασης στην επικράτειά του αν υπήρχε «πραγματική σχέση» μεταξύ του γεγονότος και της έναρξης ισχύος της σύμβασης. Η σχέση αυτή μπορούσε να διαπιστωθεί, αν η χρονική περίοδος μεταξύ του γεγονότος και της ενάρξεως της ισχύος της ΕΣΔΑ δεν υπερέβαινε τα δέκα έτη και αν το μεγαλύτερο μέρος της έρευνας είχε πραγματοποιηθεί μετά την έναρξη ισχύος της σύμβασης. Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι, ακόμη και αν δεν τηρήθηκε το κριτήριο της «πραγματικής σύνδεσης», θα μπορούσε να υπάρξουν έκτακτες καταστάσεις στις οποίες η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου θα μπορούσε να διαπιστωθεί από την ανάγκη προστασίας των αξιών της Σύμβασης «κριτήριο αξιών της Σύμβασης».

Στην προκειμένη περίπτωση υπήρξε 18ετής περίοδος μεταξύ των θανάτων (το 1948) και του δικαιώματος της ατομικής προσφυγής στο Ηνωμένο Βασίλειο (1966), που υπερέβαινε το όριο των 10 ετών και δεν μπορούσε να υπάρξει «πραγματική σύνδεση» μεταξύ των δύο. Ούτε θα μπορούσε να εφαρμοστεί το κριτήριο αναφορικά με τις «αξίες της σύμβασης» σε γεγονότα που είχαν συμβεί πριν από την υιοθέτηση της σύμβασης το 1950, διότι μόνο τότε η σύμβαση άρχισε να ενεργεί ως διεθνής συνθήκη για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν ήταν αρμόδιο να εξετάσει την καταγγελία των προσφευγόντων διότι δεν εμπίπτει στη χρονική του αρμοδιότητα (ratione temporis).

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 2

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η υπόθεση αφορά τη δολοφονία 24 ανδρών το Δεκέμβριο του 1948 από Βρετανούς στρατιώτες στο χωριό Batang Kali στο Selangor, το οποίο αποτελεί τώρα κρατίδιο της Μαλαισίας αλλά εκείνη τη στιγμή αποτελούσε τμήμα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Οι δολοφονίες σημειώθηκαν λίγο μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου κατά τη διάρκεια κομμουνιστικής εξέγερσης η οποία έγινε γνωστή ως «έκρηξη Μαλαισίας».

Οι προσφεύγοντες, είναι συγγενείς των ατόμων που σκοτώθηκαν. Πρόκειται για υπηκόους της Μαλαισίας και ζουν όλοι εκεί.

Ο επίσημος απολογισμός των δολοφονιών ήταν ότι μια περιπολία σκωτσέζων συνοριοφυλάκων οι οποίοι εστάλησαν στο χωριό για να αιφνιδιάσουν αντάρτες, είχαν κρατήσει ομήρους ανθρώπους που πίστευαν ότι ήταν «ληστές» και άνοιξαν πυρ εναντίον τους όταν προσπάθησαν να ξεφύγουν. Οι επιζώντες χωρικοί ισχυρίστηκαν από την άλλη πλευρά ότι οι χωρικοί, οι οποίοι ήταν άοπλοι, είχαν περικυκλωθεί, και οι άνδρες είχαν χωριστεί από τις γυναίκες και τα παιδιά και στη συνέχεια δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ.

Οι βρετανικές αρχές διεξήγαγαν ορισμένες έρευνες το 1948 και το 1970 καθώς και η Βασιλική Μαλαισιανή Αστυνομία το 1993, αλλά δεν ολοκληρώθηκε ποτέ πλήρης κρατική έρευνα.

Η έρευνα του 1970 κινήθηκε από διάφορους εθνοφρουρούς που προέβησαν σε δηλώσεις στα μέσα ενημέρωσης ότι οι χωρικοί δεν είχαν προσπαθήσει να ξεφύγουν και ότι είχαν διαταχθεί να τους σφαγιάσουν.

Οι φρουροί επιβεβαίωσαν τους ισχυρισμούς τους όταν ερωτήθηκαν από τις εισαγγελικές αρχές. Ωστόσο, ο Γενικός Εισαγγελέας αποφάσισε ότι η έρευνα δεν έπρεπε να συνεχιστεί επειδή ήταν απίθανο να συγκεντρωθούν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για τη στήριξη της δίωξης.

Ομοίως, το αρχείο της Βασιλικής Αστυνομίας της Μαλαισίας έκλεισε το 1997, προφανώς επειδή δεν υπήρχαν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία.

Μετά την άρνηση δύο Υπουργών να διεξαγάγουν έρευνα, οι προσφεύγοντες κίνησαν τις διαδικασίες για δικαστικό έλεγχο το 2011. Τα εθνικά δικαστήρια, τελικά το Ανώτατο Δικαστήριο το 2015, απέρριψαν τα αιτήματα των προσφευγόντων ως απαράδεκτων, είτε επειδή δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ευρωπαϊκού δικαίου (Ratione materiae) ή ήταν εκπρόθεσμα (ratione temporis).

Στηριζόμενοι στο άρθρο 2 (δικαίωμα στη ζωή), οι προσφεύγοντες διαμαρτύρονται για την έλλειψη διεξαγωγής ανεξάρτητης έρευνας για τους θανάτους στο Batang Kali το 1948.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Κανείς δεν αμφισβητεί ότι, αν τα γεγονότα στο Batang Kali επαναλαμβάνονταν σήμερα, το Ηνωμένο Βασίλειο θα ήταν υποχρεωμένο να διεξάγει έρευνα σύμφωνα με το άρθρο 2. Εξάλλου, μολονότι ορισμένες Βρετανικές και Μαλαισιανές αρχές διεξήγαγαν ορισμένες έρευνες,  δεν υπήρχε καμία υπόνοια ότι θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις της εν λόγω διάταξης.

Το Δικαστήριο επανέλαβε την προηγούμενη νομολογία του ότι ένα κράτος ήταν υποχρεωμένο να διεξάγει αποτελεσματική διερεύνηση των θανάτων πριν από τη θέση σε ισχύ της Σύμβασης στην επικράτειά του αν υπήρχε «πραγματική σχέση» μεταξύ του συγκεκριμένου γεγονότος και της έναρξης ισχύος της σύμβασης. Η σχέση αυτή μπορούσε να διαπιστωθεί, αφενός, αν η χρονική περίοδος μεταξύ του γεγονότος και της ενάρξεως της ισχύος της συμβάσεως δεν υπερέβαινε τα δέκα έτη και, αφετέρου, αν το μεγαλύτερο μέρος της έρευνας είχε πραγματοποιηθεί (ή έπρεπε να είχε πραγματοποιηθεί) μετά την έναρξη ισχύος της σύμβασης. Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι, ακόμη και αν δεν τηρήθηκε το κριτήριο της «πραγματικής σύνδεσης», θα μπορούσαν να υπάρξουν έκτακτες καταστάσεις στις οποίες η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου θα μπορούσε να διαπιστωθεί από την ανάγκη προστασίας των υποκείμενων αξιών της Σύμβασης («κριτήριο αξιών της Σύμβασης»).

Μεγάλο τμήμα της νομολογίας του Δικαστηρίου αφορούσε χώρες που είχαν χορηγήσει το δικαίωμα ατομικής προσφυγής ταυτόχρονα με τη έναρξη ισχύος της σύμβασης στην επικράτειά τους. Αυτό δεν συνέβη στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου η Σύμβαση είχε τεθεί σε ισχύ το 1953 και το δικαίωμα της ατομικής υποβολής αιτήσεων χορηγήθηκε το 1966. Ως εκ τούτου, πριν από την εφαρμογή του κριτηρίου της «πραγματικής σύνδεσης», το Δικαστήριο έπρεπε να καθορίσει ποιες από τις δύο αυτές ημερομηνίες ήταν η κατάλληλη ημερομηνία για τον καθορισμό των ορίων της χρονικής αρμοδιότητάς του. Θεώρησε ότι η νομολογία κατέδειξε κατά συντριπτική άποψη την κρίσιμη ημερομηνία, ημερομηνία κατά την οποία αναγνωρίστηκε το δικαίωμα υποβολής προσφυγής.

Επειδή υπήρξε 18ετής περίοδος μεταξύ των θανάτων (το 1948) και του δικαιώματος της ατομικής προσφυγής στο Ηνωμένο Βασίλειο (1966), υπερβαίνοντας έτσι το όριο των δέκα ετών που καθορίζεται στη νομολογία του Δικαστηρίου, δεν μπορούσε να υπάρξει «πραγματική σύνδεση» μεταξύ των δύο. Ούτε θα μπορούσε να εφαρμοστεί το κριτήριο αναφορικά με τις «αξίες της σύμβασης» σε γεγονότα που είχαν συμβεί πριν από την υιοθέτηση της σύμβασης το 1950, διότι μόνο τότε η σύμβαση άρχισε να ενεργεί ως διεθνής συνθήκη για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Εν κατακλείδι, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν ήταν αρμόδιο να εξετάσει την καταγγελία των προσφευγόντων διότι δεν εμπίπτει στη χρονική του αρμοδιότητα (ratione temporis).

Εν πάση περιπτώσει, η υπόθεση των προσφευγόντων κατατέθηκε πολύ μετά την εξάμηνη προθεσμία υποβολής της προσφυγής. Οι προσφεύγοντες έπρεπε να γνώριζαν την έλλειψη αποτελεσματικής ποινικής έρευνας ήδη από τη δεκαετία του 1970, όταν αποκαλύφθηκαν σημαντικά νέα αποδεικτικά στοιχεία. Παρ όλο που επιπρόσθετα στοιχεία προέκυψαν μετά, απλώς επιβεβαίωναν αυτά που οι προσφεύγοντες ισχυρίζονταν. Επομένως, δεν μπορούσε να λεχθεί ότι η προσφυγή είχε κατατεθεί «με την απαιτούμενη ταχύτητα»

 

Βλ. το πλήρες κείμενο εδώ

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *