ΑΠΟΦΑΣΗ
Broda και Bojara κατά Πολωνίας της 29.06.2021 (αριθ. προσφ. 26691/18 και 27367/18)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δικαστές και δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Απουσία ενδίκου μέσου για αμφισβήτηση αποφάσεων του Υπουργού Δικαιοσύνης, με τις οποίες έθεσε πρόωρα τέλος στη θητεία των προσφευγόντων Αντιπροέδρων του Περιφερειακού Δικαστηρίου Kielce.
Το Στρασβούργο τόνισε τη σημασία της διασφάλισης της ανεξαρτησίας του δικαστικού σώματος και του σεβασμού της διαδικαστικής δικαιοσύνης σε υποθέσεις που αφορούν τη σταδιοδρομία των δικαστών. Παρατήρησε ότι το εθνικό νομικό πλαίσιο που ισχύει για την απομάκρυνση των προσφευγόντων δεν διευκρίνιζε τους όρους υπό τους οποίους οι προϊστάμενοι/ανώτατοι λειτουργοί του δικαστηρίου θα μπορούσαν να απομακρυνθούν από το αξίωμα, κατ’ εξαίρεση από την αρχή ότι θα πρέπει ο δικαστής να απολαμβάνει ασφάλεια θητείας. Σχεδόν όλες οι εξουσίες σχετικά με τέτοια ζητήματα συγκεντρώθηκαν στα χέρια του εκπροσώπου της εκτελεστικής εξουσίας, και το Εθνικό Συμβούλιο Δικαιοσύνης εξαιρέθηκε από τη διαδικασία. Το Δικαστήριο περαιτέρω σημείωσε ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν εξεταστεί ή ενημερωθεί για τους λόγους της υπουργικής απόφασης. Τέλος, δεν υπήρξε δυνατότητα αναθεώρησης αυτών των αποφάσεων από έναν οργανισμό που ήταν ανεξάρτητος από το Υπουργείο Δικαιοσύνης.
Δεδομένου ότι η πρόωρη λήξη της θητείας των προσφευγόντων ως Αντιπροέδρων του δικαστηρίου δεν εξετάστηκε ούτε από τακτικό δικαστήριο, ούτε από άλλο όργανο που να ασκεί δικαστικά καθήκοντα, το εναγόμενο κράτος είχε παραβιάσει την ουσία του δικαιώματος πρόσβασης των προσφευγόντων σε δικαστήριο.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο (άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ) και επιδίκασε σε καθέναν από τους προσφεύγοντες ποσό 20.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες Mariusz Broda και Alina Bojara, είναι πολωνοί υπήκοοι οι οποίοι γεννήθηκαν το 1969 και το 1960 και ζουν στο Kielce της Πολωνία.
Έχοντας υπηρετήσει ως δικαστές από το 1998 και το 1988 αντίστοιχα, διορίστηκαν ενώπιον του περιφερειακού δικαστηρίου Kielce στις 14.04.2014 και στις 25.10.1995. Τον Οκτώβριο και τον Μάιο του 2014, διορίστηκαν Αντιπρόεδροι του ίδιου δικαστηρίου από τον Υπουργό Δικαιοσύνης για εξαετή θητεία.
Στις 2 Ιανουαρίου 2018, ο Αναπληρωτής Υφυπουργός Δικαιοσύνης τους ενημέρωσε με επιστολή σχετικά με τη λήξη της θητείας τους ως Αντιπροέδρων, σύμφωνα με το άρθρο 17 (1) του Νόμου της 12 Ιουλίου 2017 για την οργάνωση των τακτικών δικαστηρίων.
Οι προσφεύγοντες ζήτησαν από τον Αναπληρωτή Υφυπουργό Δικαιοσύνης να τους ενημερώσει σχετικά με τους λόγους των υπουργικών αποφάσεων και τα ένδικα μέσα που είχαν στη διάθεσή τους.
Ως απάντηση ενημερώθηκαν ότι, σύμφωνα με το άρθρο 17 του Νόμου της 12ης Ιουλίου 2017, ο Υπουργός Δικαιοσύνης εξουσιοδοτήθηκε, εντός έξι μηνών από την έναρξη ισχύος του, δηλαδή από τις 12 Αυγούστου 2017 έως 12 Φεβρουαρίου 2018, για την απομάκρυνση των προϊσταμένων των δικαστηρίων χωρίς να χρειάζεται να ικανοποιηθούν οι όροι που καθορίζονται στα άρθρα 23 έως 25 του παραπάνω Νόμου, και χωρίς καμία υποχρέωση για τον Υπουργό να κοινοποιήσει τους λόγους της απόφασής του στους ενδιαφερόμενους. Ενημερώθηκαν επίσης ότι δεν μπορούσαν να ασκήσουν προσφυγή κατά των αποφάσεων του Υπουργού Δικαιοσύνης.
Ο προσφεύγοντες επανέλαβαν το αίτημά τους. Υποστήριξαν ότι ήταν σαφές από τις υπουργικές επιστολές που τους απευθύνθηκαν ότι η απομάκρυνσή τους οφείλονταν σε φερόμενες «διοικητικές ελλείψεις» στο περιφερειακό δικαστήριο του Kielce και ότι η διατήρησή τους θεωρήθηκε επιζήμια για την «ορθή λειτουργία των δικαστηρίων». Θεώρησαν ότι αυτές οι δηλώσεις ήταν εντελώς αβάσιμες και είχαν βλάψει τη φήμη τους ως Αντιπροέδρων και δικαστών. Υποστήριξαν ότι η εκτέλεση των καθηκόντων τους δεν αμφισβητήθηκε ποτέ, αλλά, αντίθετα, πάντα τους εκτιμούσαν στον επαγγελματικό τους κύκλο.
Στις 16 Μαΐου και 13 Ιουνίου 2018, το Υπουργείο Δικαιοσύνης τους ενημέρωσε με επιστολή ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης είχε ασκήσει το δικαίωμά του να απομακρύνει από τη θέση τους του προϊσταμένους των δικαστηρίων σύμφωνα με το άρθρο 17 (1) του Νόμου της 12ης Ιουλίου 2017 και ότι οι προσφεύγοντες είχαν παρερμηνεύσει την Υπουργική απόφαση σχετικά με τους λόγους που τους αφορούσαν. Το Υπουργείο πρόσθεσε ότι ο Υπουργός είχε το δικαίωμα να εφαρμόσει τα διάφορα μέτρα που έχει στη διάθεσή του όχι μόνο για την αποκατάσταση των ελλείψεων που είχαν παρατηρηθεί στα δικαστήρια, αλλά και να προβεί σε βελτιώσεις ακόμα και όταν η κατάσταση ήταν ικανοποιητική.
Την 1η Απριλίου 2019 η προσφεύγουσα κα Bojara βγήκε σε πρόωρη συνταξιοδότηση.
Βασιζόμενοι στο άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο), οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν ότι απομακρύνθηκαν από τις θέσεις τους ως Αντιπρόεδροι δικαστηρίου, ισχυριζόμενοι ότι η απομάκρυνσή τους ήταν παράνομη και αυθαίρετη και ότι δεν υπήρχε συγκεκριμένη δικαστική προσφυγή που να τους επιτρέπει να αμφισβητήσουν την απόφαση.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6 § 1
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι από τις Υπουργικές αποφάσεις ήταν σαφές ότι οι αποφάσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης για την απομάκρυνση των προσφευγόντων από το αξίωμα δεν μπορούσαν να αμφισβητηθούν και να ασκηθεί προσφυγή εναντίον τους. Μπορούσε να εντοπιστεί από τις παρατηρήσεις της κυβέρνησης ότι ο αποκλεισμός προσφυγής κατά της απομάκρυνσης, αποσκοπούσε στη διευκόλυνση της εφαρμογής υπουργικών μεταρρυθμίσεων του πολωνικού δικαστικού συστήματος.
Το Δικαστήριο τόνισε την αυξανόμενη σημασία του Συμβουλίου της Ευρώπης και άλλων διεθνών πράξεων και την νομολογία των διεθνών δικαστηρίων, που συνδέονται με την αρχή σεβασμού της διαδικαστικής δικαιοσύνης σε υποθέσεις που αφορούν την απομάκρυνση ή την απόλυση δικαστών, και ειδικότερα την παρέμβαση μιας αρχής ανεξάρτητης από τα εκτελεστικά και νομοθετικά τμήματα της κυβέρνησης σε κάθε απόφαση που επηρεάζει τη λήξη της θητείας ενός δικαστή.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι προσφεύγοντες απομακρύνθηκαν πρόωρα από τις θέσεις τους ως προϊστάμενοι δικαστηρίου σύμφωνα με τη δικαιοδοσία που δίδεται στον Υπουργό Δικαιοσύνης σύμφωνα με το άρθρο 17 του Νόμου της 12ης Ιουλίου 2017. Η νομοθεσία αυτή ήταν μεταβατική και είχε εξουσιοδοτήσει τον Υπουργό να απομακρύνει τους προϊσταμένους ενός δικαστηρίου βάση της διακριτικής του ευχέρειας χωρίς να δεσμεύεται από ουσιαστικούς ή διαδικαστικούς όρους. Οι επίμαχες αποφάσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης δεν περιείχαν αιτιολογίες και δεν υπόκεινταν σε έλεγχο από εξωτερικό οργανισμό που ήταν ανεξάρτητο από τον ενδιαφερόμενο Υπουργό.
Λαμβανομένων υπόψη όλων των διαθέσιμων πληροφοριών, το Δικαστήριο κατέληξε, πρώτον, στο συμπέρασμα ότι η απομάκρυνση των προσφευγόντων βασίστηκε σε νομοθετική διάταξη της οποίας η συμβατότητα με τις απαιτήσεις του κράτους δικαίου φαίνονταν αμφίβολη και, δεύτερον, ότι το μέτρο δεν περιβαλλόταν από καμία από τις θεμελιώδεις διασφαλίσεις της διαδικαστικής δικαιοσύνης. Οι Υπουργικές αποφάσεις σχετικά με την απομάκρυνση των προσφευγόντων δεν είχαν συνοδευτεί από κανέναν λόγο.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι το εθνικό νομικό πλαίσιο που ίσχυε κατά την απομάκρυνση των προσφευγόντων δεν τους προστάτευσε με κανέναν τρόπο από τον πρόωρο και αυθαίρετο τερματισμό των καθηκόντων τους ως Αντιπρόεδρων του δικαστηρίου. Ωστόσο, οι δικαστές έπρεπε να απολαμβάνουν προστασία έναντι αυθαίρετων ενεργειών από το εκτελεστικό σώμα και μόνο μια επανεξέταση της νομιμότητας αυτής της απόφασης από ανεξάρτητο δικαστικό σώμα θα ήταν ικανή να καταστήσει το εν λόγω δικαίωμα αποτελεσματικό.
Το Δικαστήριο τόνισε τη σημασία της διασφάλισης της ανεξαρτησίας του δικαστικού σώματος και το σεβασμό της διαδικαστικής δικαιοσύνης σε υποθέσεις που αφορούν τη σταδιοδρομία των δικαστών. Παρατήρησε ότι το εθνικό νομικό πλαίσιο που ισχύει για την απομάκρυνση των προσφευγόντων δεν διευκρίνιζε τους όρους υπό τους οποίους οι προϊστάμενοι του δικαστηρίου θα μπορούσαν να απομακρυνθούν από το αξίωμα, κατ’ εξαίρεση από την αρχή ότι θα πρέπει ο δικαστής να απολαμβάνει ασφάλεια θητείας. Σχεδόν όλες οι εξουσίες στα εν λόγω θέματα συγκεντρώθηκαν στα χέρια του εκπροσώπου της εκτελεστικής εξουσίας και των οργάνων της δικαστικής αυτοδιοίκησης, καθώς το Εθνικό Συμβούλιο Δικαιοσύνης, ειδικότερα, εξαιρούνταν από τη διαδικασία. Το Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν ενημερωθεί για τους λόγους της Υπουργικής απόφασης. Τέλος, δεν υπήρξε δυνατότητα αναθεώρησης αυτών των αποφάσεων από έναν οργανισμό που ήταν ανεξάρτητο από το Υπουργείο Δικαιοσύνης.
Το Δικαστήριο σημείωσε με ανησυχία ότι στις παρατηρήσεις της η εναγόμενη κυβέρνηση είχε δηλώσει ότι το νομοθετικό πλαίσιο για την πρόωρη απομάκρυνση των δικαστηρίων τους επέτρεψε να παρακάμψουν τις σχετικές διαδικασίες. Το Δικαστήριο επισήμανε, ωστόσο, ότι ακριβώς αυτές ήταν οι διαδικασίες που παρείχαν τις εγγυήσεις που διέπουν την αρχή, οι οποίες κατοχυρώνονται στο άρθρο 6 της Σύμβασης, ότι ένα «ανεξάρτητο δικαστήριο» – κατά την έννοια αυτής της διάταξης της Σύμβασης – πρέπει απαραίτητα να διασφαλίσει την ασφάλεια της θητείας, ανεξάρτητα από το εάν ο ενδιαφερόμενος δικαστής απομακρύνθηκε από τα δικαστικά καθήκοντα ή μόνο από τα διοικητικά καθήκοντα του δικαστικού σώματος. Εν όψει της σημασίας του ρόλου των δικαστών στην προστασία των δικαιωμάτων της Σύμβασης, το Δικαστήριο θεώρησε επιτακτικό να θεσπιστούν διαδικαστικές εγγυήσεις για να διασφαλιστεί η σωστή προστασία της δικαστικής αυτονομίας από οποιαδήποτε αδικαιολόγητη επιρροή. Διακυβεύτηκε η εμπιστοσύνη του κοινού στη δικαιοσύνη.
Δεδομένου ότι η πρόωρη λήξη της θητείας των προσφευγόντων ως Αντιπροέδρων δικαστηρίου δεν είχε εξεταστεί είτε από τακτικό δικαστήριο είτε από άλλο όργανο που ασκεί δικαστικά καθήκοντα, το εναγόμενο κράτος είχε παραβιάσει την ίδια την ουσία του δικαιώματος πρόσβασης των προσφευγόντων σε δικαστήριο. Επομένως, υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο που εγγυάται το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Πολωνία έπρεπε να καταβάλει σε καθέναν από τους προσφεύγοντες 20.000 ευρώ ως αποζημίωση και ηθική βλάβη.
Ξεχωριστή γνώμη
Ο δικαστής Wojtyczek εξέφρασε χωριστή γνώμη, η οποία επισυνάπτεται στην απόφαση.