ΑΠΟΦΑΣΗ
Arutyunov κατά Ρωσίας της 18.12.2018 (αριθ. προσφ. 5552/06)
βλ. εδώ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δικαίωμα στην ειρηνική απόλαυση στην περιουσία. Ο προσφεύγων είχε αγοράσει ένα αυτοκίνητο το 1998 χωρίς να δημιουργηθεί το παραμικρό πρόβλημα. Όταν αποφάσισε να το μεταβιβάσει το 2003 το Υπουργείο Συγκοινωνιών της Ρωσίας αρνήθηκε να καταχωρήσει την μεταβίβαση γιατί το αυτοκίνητό του εμφανιζόταν σε κατάλογο με κλεμμένους κινητήρες. Ο προσφεύγων διαμαρτυρήθηκε γιατί ο κινητήρας του ήταν νόμιμος αλλά οι υπηρεσίες δεν κινήθηκαν να το διερευνήσουν. Τελικά το 2005 ανακαλύφθηκε ότι είχε γίνει λάθος της υπηρεσίας και ότι ο κινητήρας του αυτοκινήτου του δεν ήταν κλεμμένος. Τελικά μετά από 2 χρόνια και 3 μήνες μπόρεσε να μεταβιβάσει το αυτοκίνητο. Στη συνέχεια άσκησε αγωγή για αποζημίωση αλλά απερρίφθη. Το Στρασβούργο τον δικαίωσε διαπιστώνοντας παραβίαση του δικαιώματός του στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας του αφού η απαγόρευση που του επιβλήθηκε οφειλόταν σε λάθος των αρχών και όχι δικό του και συνιστούσε υπερβολική επιβάρυνση.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 1 Πρώτου Πρωτοκόλλου
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Amayakovich Arutyunov, είναι Ρώσος υπήκοος που γεννήθηκε το 1959 και ζει στο Chernogolovka (περιοχή Μόσχας).
Η υπόθεση αφορούσε το γεγονός ότι ο προσφεύγων ήταν αδύνατο να πωλήσει και να διαθέσει το όχημά του για πολλά χρόνια.
Τον Σεπτέμβριο του 2003, ο προσφεύγων συνήψε σύμβαση πώλησης για το όχημά του για περίπου 857 ευρώ. Στη συνέχεια, ζήτησε από την αρχή καταχώρησης οχημάτων να ακυρώσει τον αριθμό κυκλοφορίας του αυτοκινήτου, στοιχείο που ήταν απαραίτητο για να μπορέσει ο αγοραστής να καταχωρίσει το όχημα στο όνομά του.
Το αίτημά του απορρίφθηκε, με την αιτιολογία ότι ο αριθμός κυκλοφορίας του οχήματος εμφανίζονταν σε λίστα με πινακίδες κλεμμένων κινητήρων. Διεξήχθη προκαταρκτική έρευνα και πραγματοποιήθηκε ειδική εξέταση η οποία έδειξε ότι ο αριθμός κυκλοφορίας ήταν γνήσιος και δεν είχε αλλάξει. Ωστόσο, η αρχή αρνήθηκε να καταργήσει τις πινακίδες του αυτοκινήτου του προσφεύγοντος από το μητρώο.
Τον Δεκέμβριο του 2005, μετά από πολλές καταγγελίες του κ. Arutyunov, ο επικεφαλής του περιφερειακού Τμήματος του Υπουργείου Εσωτερικών επέτρεψε, κατ’ εξαίρεση, την διεξαγωγή των διαδικασιών. Τον Ιούνιο του 2006 ο προσφεύγων μεταβίβασε το αυτοκίνητό του για περίπου 176 ευρώ. Στο πιστοποιητικό εγγραφής αυτοκινήτου προστέθηκε ένα σημείωμα το οποίο ανέφερε και διευκρίνιζε ότι ο αριθμός κυκλοφορίας λανθασμένα καταχωρήθηκε στον κατάλογο κλεμμένων κινητήρων. Ο προσφεύγων άσκησε στη συνέχεια αγωγή αποζημιώσεως για την απώλεια που θεωρούσε ότι είχε υποστεί λόγω του γεγονότος ότι δεν μπόρεσε να διαθέσει το όχημά του για αρκετά χρόνια, αλλά αυτή απορρίφθηκε.
Ο προσφεύγων επικαλέστηκε το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία της περιουσίας) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι οι γραφειοκρατικές διατυπώσεις καταχώρησης παρεμπόδιζαν το δικαίωμα του προσφεύγοντος να σεβαστούν την περιουσία του. Θεωρεί ότι το μέτρο αυτό εντάσσεται στο πλαίσιο ενός ελέγχου της χρήσης της ιδιοκτησίας κατά την έννοια του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ.
Εν προκειμένω, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η καλή πίστη του προσφεύγοντος δεν αμφισβητήθηκε ποτέ. Όσον αφορά τη στάση των αρχών, παρατηρεί ότι, δυνάμει των εσωτερικών κανονισμών, η επιθεώρηση έπρεπε να γίνει κατά τον χρόνο που ο προσφεύγων απέκτησε το αυτοκίνητο και ζήτησε την καταχώριση , δηλαδή το 1998, και να αρνηθεί να προβεί στις διατυπώσεις εγγραφής, εφόσον αυτό ήταν αναγκαίο. Ομως η επιθεώρηση δεν διαπίστωσε την ύπαρξη περιστάσεων που να δικαιολογούν την άρνηση της καταχώρησης εκείνη την εποχή. Θεωρεί ότι οι αρχές, προβαίνοντας στην καταχώριση του οχήματος όταν αυτός το αγόρασε, προσέδωσαν στον προσφεύγοντα δικαιολογημένη εμπιστοσύνη και την πεποίθηση ότι θα εξακολουθούσε να απολαμβάνει ειρηνικά την περιουσία του.
Το ΕΔΔΑ παρατηρεί επίσης ότι η καταχώριση του αριθμού κινητήρα στον κατάλογο κλεμμένων αριθμών κινητήρων έγινε κατά λάθος, ότι η σήμανση του αριθμού ήταν γνήσια παρά το γεγονός ότι τοποθετήθηκε σε ασυνήθιστο μέρος.
Το Στρασβούργο εκτιμά ότι η νομική διάταξη, που επέβαλε απόλυτη και αυτόματη απαγόρευση για τη διεκπεραίωση των διατυπώσεων καταχώρησης και η οποία δεν επέτρεπε στις αρχές να λάβουν υπόψη το δικό τους λάθος ούτε να σταθμίσουν τα διάφορα διακυβευόμενα συμφέροντα, οδήγησε τον προσφεύγοντα, του οποίου η καλή πίστη είναι αδιαμφισβήτητη, στην αδυναμία πώλησης του οχήματος του για περίοδο δύο έτη και τρεις μήνες. Θεωρεί ότι μια τέτοια απαγόρευση που επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα συνιστά υπερβολική επιβάρυνση, και δεν συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης). Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση αυτής της διάταξης.
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στον προσφεύγοντα ποσό 2.000 ευρώ για αποζημίωση, 2.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 80 ευρώ για έξοδα
(Πηγή: http://www.echrcaselaw.com).