ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Πρόσβαση στο δικαστήριο. Αδυναμία υποψηφίου δικαστή μετά την ολοκλήρωση της εκπαίδευσης στη Σχολή Δικαστών να ζητήσει δικαστικό έλεγχο της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε ο διορισμός του στο δικαστικό σώμα. Δικαίωματων υποψηφίων σε εκπαίδευση στο εσωτερικό δίκαιο και στην εσωτερική πρακτική κατά αυθαίρετου διορισμού ή αυθαίρετης απόρριψης.
Ο προσφεύγων αποφοίτησε από την εθνική Σχολή Δικαστών και ζήτησε το διορισμό του στο δικαστικό σώμα. Το Δικαστικό Συμβούλιο (HSK)χωρίς αιτιολογημένη απόφαση απέρριψε το αίτημα διορισμού του. Το HSK, συγκροτείται κυρίως από δικαστές και είναι το αρμόδιο όργανο στην Τουρκία που κρίνει το διορισμό των δικαστών. Στην εγχώρια νομοθεσία δεν προβλέπονταν ένδικο βοήθημα κατά των αποφάσεων του Δικαστικού Συμβουλίου.
Ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή για παραβίαση της πρόσβασης σε δικαστήριο, του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή και του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής.
Το Δικαστήριουπενθύμισε τη σημασία που αποδίδεται στη δικαστική ανεξαρτησία και στην αμεροληψία σε υποθέσεις που αφορούν την επιλογή, τον διορισμό και τηνπροαγωγή των δικαστών.Στην υπόθεση αυτή διαπίστωσε ότι προσφεύγων δεν είχε την δυνατότητα να προσβάλει την απόφαση που απέρριψε τον διορισμό του ως δικαστή σε δικαστήριο και ότι η απόφαση δεν παρείχε επαρκή αιτιολογία.
Κατά το Δικαστήριο του Στρασβούργου ο αποκλεισμός του προσφεύγοντος, ο οποίος πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις επιλεξιμότητας, κατά το τελικό στάδιο της διαδικασίας διορισμού, χωρίς δυνατότητα δικαστικούελέγχου κατά της απόφασης του Δικαστικού Συμβουλίου, δεν είναι προς το συμφέρον ενός κράτους δικαίου και ότι δεν υπήρχαν εξαιρετικοί και επιτακτικοί λόγοι που να δικαιολογούν την απουσία δικαστικού ελέγχου κατά της παραπάνω απόφασης.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της πρόσβασης σε δικαστήριο (άρθρο 6§1 της ΕΣΔΑ) και έκρινε ότι δεν συνέτρεχε λόγος χωριστής εξέτασης τωναιτουμένων παραβιάσεων των άρθρων 8 και 13 της ΕΣΔΑ.
ΣΧΟΛΙΟ
Σημαντική η απόφαση αυτή για τους δικαστές και κυρίως για τις αποφάσεις των Δικαστικών Συμβουλίων που αφορούν το διορισμό, την προαγωγή ή μη των δικαστών,τις πειθαρχικές διώξεις, την απόλυση, την αναστολή, την μείωση του μισθού τους κλπ.
Το ΕΔΔΑ στην υπόθεση αυτή εφήρμοσετα κριτήρια της νομολογίας του (υπόθεση VilhoEskelinen), τα οποία επεκτείνει σε όλα τα είδη διαφορών που αφορούν δικαστές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν την πρόσληψη/διορισμό (βλ. Juričić, §§ 52-57 και Gloveli, §§ 43-47), προαγωγή (βλ. Dzhidzheva-Trendafilovaκατά Βουλγαρίας της 09.10.2012 αρ. προσφ. 12628/09και Tsanova-Gechevaκατά Βουλγαρίας της 15.09.2015αρ. προσφ. 43800/12§§ 85-87), την αναστολή καθηκόντων(βλ. Paluda κατά Σλοβακίας της 23.05.2017, αριθ. προσφ. 33392/12 §§ 33-34, και Camelia Bogdan κατά Ρουμανίας της 20.10.2020, αριθ. προσφ.. 36889/18, § 70), πειθαρχική διαδικασία (βλ. RamosNunes de Carvalho e Sáκατά Πορτογαλίας [GC] της 06.11.2018, αριθ. προσφ. 55391/13 § 120, Ντι Τζιοβάνι vκατά Ιταλίας της 09.07.2013, αρ.προσφ. 51160/06 §§ 36-37 και Eminağaoğluκατά Τουρκίας της 09.03.2021, αρ.προσφ. 76521/12 § 80, απόλυση (βλ. Olujićκατά Κροατίας της 05.02.2009, αρ.προσφ. 22330/05 §§ 31-43, OleksandrVolkovκατά Ουκρανίας, αρ. προσφ. 21722/11 §§ 91 και 96, Mnatsakanyanκατά Αρμενίας της 06.12.2022, αρ. προσφ. 2463/12 §§ 49-59), μείωση μισθού μετά από καταδίκη για σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα (βλ. Harabinκατά Σλοβακίας της 20.11.2012, αρ.προσφ. 58688/11 §§ 118-23), παύση από τη θέση (Broda και Bojara κατά Πολωνίας της 29.06.2021, αριθ.προσφ. 26691/18 και 27367/18 §§ 121-23), καθήκοντα διαφορετικά από την κύρια δραστηριότητα του δικαστήενόσω παραμένει δικαστής (βλ. Grzęda§§ 289-327) ή δικαστής που εμποδίζεται να ασκήσει τα δικαστικά του καθήκοντα μετά τη νομοθετική μεταρρύθμιση (βλ. Gumenyuk κ.α. κατά Ουκρανίας της 22.07.2021, αριθ. προσφ. 11423/19, §§ 61 και 65-67), πρόωρη λήξη της θητείας εισαγγελέα (βλ. Kövesi κατά Ρουμανίας της 05.05.2020, αριθ. προσφ. 3594/19, §§ 124-25).
Κατά την παρουσιαζομένη απόφαση του Στρασβούργου η «..σχέση εργασίας των δικαστών με το κράτος πρέπει να νοείται υπό το πρίσμα των ειδικών εγγυήσεων που είναι απαραίτητες για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης. Έτσι, όταν αναφερόμαστε στην «ειδική εμπιστοσύνη και πίστη» που πρέπει να τηρούν, είναι η πίστη στο κράτος δικαίου και τη δημοκρατία και όχι στους κατόχους της κρατικής εξουσίας. Αυτή η περίπλοκη πτυχή της σχέσης εργασίας μεταξύ δικαστή και κράτους καθιστά αναγκαία την επαρκή απόσταση των δικαστών από τους άλλους κλάδους του κράτους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ώστε να μπορούν να εκδίδουν αποφάσεις κατά μείζονα λόγο βάσει των απαιτήσεων του νόμου και της δικαιοσύνης, χωρίς φόβο ή εύνοια. Θα ήταν πλάνη να υποθέσουμε ότι οι δικαστές μπορούν να υποστηρίξουν το κράτος δικαίου και να θέσουν σε ισχύ τη Σύμβαση εάν το εσωτερικό δίκαιο τους στερούσε τις εγγυήσεις των άρθρων της Σύμβασης σε θέματα που άπτονται άμεσα της ατομικής ανεξαρτησίας και αμεροληψίας τους…».
Η απόφαση του ΕΔΔΑ είναι ξεκάθαρη. Πρέπει να θεσμοθετείται ένδικο μέσο ενώπιον δικαστηρίων κατά των αποφάσεων των Δικαστικών Συμβουλίων. Έτσι περιορίζεται η τυχόν αυθαιρεσία στις αποφάσεις των οργάνων αυτών.
Ενδιαφέρουσα απόφαση και προστατευτική για το θεμελιώδες λειτούργημα του δικαστή, που χρήζει μεγαλύτερης ανάλυσης. Βρίσκεται αναμφίβολα στην ορθή κατεύθυνση και συμβάλει στην ανεξαρτησία και προστασία του θεσμικού ρόλου των δικαστών αλλά και των δικαστηρίων.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6§1
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγωνείναι Τούρκος υπήκοος που γεννήθηκε το 1992 και ζει στην Άγκυρα. Η υπόθεση αφορούσε την άρνηση του Συμβουλίου Δικαστών (HSK) να επικυρώσει τον διορισμό του ως δικαστή, μολονότι είχε πρόσφατα ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του στη Σχολή Δικαστών.
Επικαλούμενος το άρθρο 6 (δικαίωμα σε πρόσβαση σε δικαστήριο), το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) και το άρθρο 13 (δικαίωμα πραγματικής προσφυγής), ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι δεν υπήρχε δικαστήριο για να αμφισβητήσει την απόφαση του Συμβουλίου, η οποία επιπλέον δεν περιείχε αιτιολογία για την άρνηση διορισμού του, και ότι του είχαν τεθεί ερωτήματα σχετικά με την ιδιωτική του ζωή για την έκδοση της απόφασης αυτής.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του κράτους δικαίου, το οποίο απαιτεί όλοι οι διάδικοι να έχουν αποτελεσματική δικαστική προσφυγή που θα τους επιτρέπει να διεκδικούν τα αστικά τους δικαιώματα. Με αυτόν τον τρόπο, το άρθρο 6 § 1 ενσωματώνει το δικαίωμα προσφυγής σε δικαστήριο, που αποτελεί ειδικότερη πτυχή του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη.
Το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του προοιμίου της Σύμβασης, το οποίο δηλώνει ότι το κράτος δικαίου αποτελεί μέρος της κοινής κληρονομιάς των συμβαλλομένων κρατών.
Το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη δεν είναι απόλυτο, αλλά μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς. Αυτοί επιτρέπονται εμμέσως, δεδομένου ότι το δικαίωμα πρόσβασης, από την ίδια τη φύση του, απαιτεί ρύθμιση από το κράτος, το οποίο διαθέτει συναφώς ορισμένο περιθώριο εκτίμησης. Τούτου δοθέντος, οι περιορισμοί αυτοί δεν πρέπει να περιορίζουν την πρόσβαση ενός προσώπου κατά τρόπο ή σε τέτοιο βαθμό ώστε να θίγεται η ίδια η ουσία του δικαιώματος. Επιπλέον, τέτοιοι περιορισμοί δεν θα είναι συμβατοί με το άρθρο 6 § 1 εάν δεν επιδιώκουν νόμιμο σκοπό ή εάν δεν υπάρχει εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του επιδιωκόμενου στόχου.
Το Δικαστήριο υπενθύμισε, καταρχάς, ότι το συμπέρασμά του σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 6 δεν προδικάζει το ζήτημα του τρόπου με τον οποίο πρέπει να εφαρμόζονται οι διάφορες εγγυήσεις του άρθρου αυτού (συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης σε δικαστήριο) σε διαφορές που αφορούν δημοσίους υπαλλήλους, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται με κάποιες θεσμικές διακρίσεις οι δικαστές.
Στο πλαίσιο αυτό, τα μέρη συμφωνούν ότι το Δικαστικό Συμβούλιο δεν είναι «δικαστήριο» και ότι η απόφασή του της 13 Μαΐου 2020 με την οποία αρνήθηκε να διορίσειτον προσφεύγονταστο δικαστικό σώμα δεν επανεξετάστηκε, ούτε ήταν δυνατή η επανεξέταση, από τακτικό δικαστήριο ή άλλο όργανο που ασκεί δικαστικές εξουσίες. Ωστόσο, η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι ο αποκλεισμός του δικαστικού ελέγχου ήταν αναλογικός υπό τις παρούσες περιστάσεις της υπόθεσης, δεδομένου ότι το HSK, μετά τη συνταγματική τροποποίηση του 2017, ήταν όργανο αποτελούμενο κυρίως από δικαστές και ασκούσε τα καθήκοντά του σύμφωνα με την αρχή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και ότι δεν απαιτείτο χωριστός δικαστικός έλεγχος στις αποφάσεις που αφορούν αρχικούς διορισμούς στο δικαστικό σώμα.
Το επιχείρημα αυτό δεν έπεισε το Δικαστήριο. Επανέλαβε επίσης ότι οι μηχανισμοί εσωτερικού ελέγχου του HSK δεν συνιστούν αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα και, ως εκ τούτου, δεν επαρκούν για να δικαιολογήσουν την έλλειψη δικαστικού ελέγχου. Το Δικαστήριο σημείωσε περαιτέρω ότι η σημερινή σύνθεση του HSK είναι διαφορετική από εκείνη που εκτιμήθηκε στις προηγούμενες υποθέσεις. Εντούτοις, τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι διάδικοι σχετικά με τη σημερινή σύνθεση του HSK και τις ανησυχίες που εξέφρασαν τα όργανα του Συμβουλίου της Ευρώπης όσον αφορά τη σύνθεση και την ανεξαρτησία του HSK (βάσει των ισχυόντων συνταγματικών κανόνων) δεν μπορούν να εξεταστούν στην παρούσα απόφαση, διότι το αρχικό έντυπο της προσφυγής του προσφεύγοντος δεν περιείχε τέτοια αιτίαση. Επομένως, η πτυχή αυτή δεν εμπίπτει στο πεδίο της υπόθεσης.
Σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο υπενθύμισε τη σημασία που αποδίδουν οι διεθνείς πράξεις και οι πράξεις του Συμβουλίου της Ευρώπης, καθώς και η νομολογία των διεθνών δικαστηρίων και η πρακτική άλλων διεθνών οργάνων στη δικονομική αμεροληψία σε υποθέσεις που αφορούν την επιλογή, τον διορισμό και τη σταδιοδρομία των δικαστών. Το Δικαστήριο σημείωσε συναφώς ότι, όταν αρνήθηκε να επιβεβαιώσει το διορισμό του προσφεύγοντος στο δικαστικό αξίωμα, το HSK δεν αιτιολόγησε τον τρόπο με τον οποίο ο προσφεύγων δεν εκπλήρωσε τις απαιτήσεις του αξιώματος εκτός από την παράθεση των διατάξεων του νόμου για το διορισμό στο δικαστικό σώμα. ΗΚυβέρνηση άφησε να εννοηθεί με τις παρατηρήσεις της ότι ο έλεγχος ιστορικού του προσφεύγοντος μπορούσε να διαδραματίσει ρόλο στην εκτίμηση τουHSK. Όμως ούτε η στοιχειώδηςαιτιολογία τουΔικαστικού Συμβουλίου ούτε το κείμενο της απόφασης είχαν επαρκή στοιχεία. Εν πάση περιπτώσει, η κυβέρνηση δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο ενώπιον του Δικαστηρίου που να αποδεικνύει ότι ο προσφεύγων απέτυχε σε έναν τέτοιο έλεγχο. Υπό το πρίσμααυτό, το Δικαστήριο δεν μπόρεσε βασίμως να διαπιστώσει ότι η διαφορά αφορούσε εξαιρετικούς ή επιτακτικούς λόγους που να μπορούσαν να δικαιολογήσουν τον αποκλεισμό της απόφασης του Δικαστικού Συμβουλίου από το δικαστικό έλεγχο .
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης του προσφεύγοντος σε δικαστήριο, όπως διασφαλίζεται από το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ.
Τέλος το Δικαστήριο έκρινε ότι λαμβάνοντας υπόψη τα συμπεράσματά του βάσει του άρθρου 6 σχετικά με τις διαρθρωτικές και διαδικαστικές ελλείψεις ενώπιον του HSK, οι οποίες συνδέονται στενά με τη διαδικασία λήψης αποφάσεων που εμπλέκονται στην εικαζόμενη παρέμβαση στο άρθρο 8 της Σύμβασης, το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν ήταν απαραίτητο να εξεταστεί χωριστά το παραδεκτό και το βάσιμο των καταγγελιών του προσφεύγοντος βάσει των άρθρων 8 και 13 της ΕΣΔΑ.
Δίκαιη ικανοποίηση:ο προσφεύγων δεν υπέβαλε αίτημα για αποζημίωση(επιμέλεια echrcaselaw.com).