ΕΔΔΑ, Adana TAYAD κατά Τουρκίας της 21.07.2020 (αριθ. προσφ. 59835/10), Διάλυση ένωσης ανθρωπιστικού σκοπού για δήθεν προπαγάνδα υπέρ της τρομοκρατίας. Παραβίαση ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι

Πηγή: http://www. echrcaselaw.com

ΑΠΟΦΑΣΗ

Adana TAYAD κατά Τουρκίας της 21.07.2020 (αριθ. προσφ.  59835/10)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και δημοκρατική κοινωνία. Η προσφεύγουσα είναι ένωση που σκοπό έχει την υποστήριξη των οικογενειών των κρατουμένων. Κινήθηκαν  ποινικές διαδικασίες εναντίον ορισμένων διευθυντών της ένωσης για προπαγάνδα υπέρ τρομοκρατικής οργάνωσης. Τα εγχώρια Δικαστήρια με αμετάκλητη απόφαση διέταξαν την διάλυση της ένωσης.

Το Στρασβούργο επανέλαβε ότι η πλήρης διάλυση μιας ένωσης είναι  πολύ σκληρό μέτρο που δημιουργεί σοβαρές συνέπειες για τα μέλη της και θα μπορούσε να αποφασιστεί μόνο υπό αυστηρές προϋποθέσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 11, τα κράτη έχουν αυξημένο καθήκον να αιτιολογήσουν ένα τέτοιο μέτρο.

Στην περίπτωση της ένωσης Adana, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι ακόμα και αν ισχυρισμοί για προπαγάνδα υπέρ τρομοκρατίας ήταν αληθινοί, τα εγχώρια Δικαστήρια δεν είχαν εξετάσει λιγότερο αυστηρά μέτρα και η κυβέρνηση δεν είχε παράσχει επαρκείς αποδείξεις  ότι η διάλυση της ένωσης ήταν η μόνη επιλογή ικανή να επιτύχει τους στόχους των αρχών. Κατά συνέπεια οι αρχές δεν εκπλήρωσαν το αυξημένο καθήκον τους για προστασία του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι. Το εν λόγω μέτρο δεν ήταν απαραίτητο σε μία δημοκρατική κοινωνία. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπήρχε παραβίαση του άρθρου 11 της ΕΣΔΑ.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 11

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα, η Ένωση Αμοιβαίας Συνδρομής και Αλληλεγγύης για τις Οικογένειες Κρατουμένων και Καταδίκων  στην Adana (Adana Tutuklu ve Hükümlü Aileleriyle Yardımlaşma ve Dayanışma Derneği – κοινώς γνωσή ως “Adana TAYAD”), είναι μια ένωση σύμφωνα με την τουρκική νομοθεσία. Ο δηλωμένος στόχος της ήταν η παροχή βοήθειας και υποστήριξης σε οικογένειες κρατουμένων και καταδικασθέντων.

Στις 18 Ιανουαρίου 2008, η Επαρχιακή Διεύθυνση Ασφάλειας της Adana έλαβε εμπιστευτικές πληροφορίες ότι, για τρεις ή τέσσερις ημέρες, είχαν συλλεχθεί υπογραφές για υποστήριξη του Abdullah Öcalan σε μια περιοχή της πόλης  και ότι οι υπογεγραμμένες αυτές αναφορές  είχαν παραδοθεί στην Adana TAYAD. Προκειμένου να επαληθευτούν αυτές οι πληροφορίες, οι αρχές πραγματοποίησαν έρευνα στις  εγκαταστάσεις της ένωσης.

Από τις 21 Απριλίου έως τις 13 Μαΐου 2008, επιτροπή που  είχε συσταθεί στις 31 Ιανουαρίου 2008 με τη σύμφωνη γνώμη του κυβερνήτη της Adana πραγματοποίησε επιθεώρηση των εγκαταστάσεων της ένωσης. Αποδείχθηκε ότι η ένωση αδυνατούσε να προσκομίσει το πρωτότυπο ή αντίγραφο ενός εγγράφου σχετικά με το εισόδημά της και ότι μια σύγκριση του καταλόγου των συμμετεχόντων στη γενική συνέλευση της 24ης Δεκεμβρίου 2006 με τον κατάλογο των συμμετεχόντων στη γενική συνέλευση της 8ης Ιουλίου 2007 αποκάλυψε διαφορές στις υπογραφές.

Προηγουμένως, στις 7 Απριλίου 2006, κινήθηκε ποινική διαδικασία για παραβίαση του νόμου περί Ενώσεων εναντίον των διευθυντών της ένωσης ενώπιον του Ποινικού Δικαστηρίου της Adana. Στις 10 Απριλίου 2006 το Ποινικό Δικαστήριο είχε καταδικάσει τους κατηγορούμενους σε φυλάκιση έξι μηνών, ποινή η οποία στη συνέχεια μετατράπηκε σε πρόστιμο. Το Ακυρωτικό Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση αυτή στις 27 Μαρτίου 2012.

Ως αποτέλεσμα της έρευνας, κινήθηκαν ποινικές διαδικασίες ενώπιον του Κακουργιοδικείου της Adana εναντίον ορισμένων διευθυντών της ένωσης για διάδοση προπαγάνδας υπέρ τρομοκρατικής οργάνωσης. Στις 31 Μαρτίου 2009 το Κακουργιοδικείο τους καταδίκασε σε φυλάκιση δύο ετών. Στις 19 Νοεμβρίου 2012 το Ακυρωτικό Δικαστήριο ανέτρεψε την απόφαση, και παρέπεμψε την υπόθεση στο Κακουργιοδικείο για νέα αξιολόγηση. Σημείωσε ότι το εν λόγω αδίκημα εμπίπτει στον Νόμο αρ. 6352, ο οποίος είχε τεθεί σε ισχύ στις 5 Ιουλίου 2012, σύμφωνα με τον οποίο «στο στάδιο της έρευνας, η δίωξη αναστέλλεται”. Στις 24 Οκτωβρίου 2013 το Κακουργιοδικείο εξέτασε την υπόθεση και στη συνέχεια συμμορφώθηκε με την απόφαση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου αναστέλλοντας την ποινική διαδικασία.

Στις 12 Αυγούστου 2008, η εισαγγελία της Adana υπέβαλε αίτημα σύμφωνα με τις αστικές διαδικασίες ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου της Adana και ζήτησε τη διάλυση της ένωσης.  Στις 17 Σεπτεμβρίου 2009 το δικαστήριο δέχθηκε το αίτημα του εισαγγελέα και διέταξε τη διάλυση της ένωσης. Παρατήρησε ότι η ένωση συμμετείχε σε δραστηριότητες που δεν  αντιστοιχούσαν πλέον με τον σκοπό που ορίζεται στο καταστατικό της, ότι διέδιδε προπαγανδιστικές ιδέες υπέρ μιας παράνομης τρομοκρατικής οργάνωσης και ότι, ως εκ τούτου, «ήταν ασυμβίβαστη με το νόμο και με τα ήθη» και το αντικείμενο της είχε καταστεί παράνομο σύμφωνα με το άρθρο 89 του Αστικού Κώδικα. Στις 7 Οκτωβρίου 2009, η προσφεύγουσα ένωση άσκησε αναίρεση στο Ακυρωτικό Δικαστήριο. Στις 3 Δεκεμβρίου 2009, το δικαστήριο αυτό επικύρωσε την απόφαση, η οποία κατέστη αμετάκλητη.

Στηριζόμενη στο άρθρο 11 (ελευθερία του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι), η προσφεύγουσα ένωση κατήγγειλε τη διάλυσή της από τις εθνικές αρχές.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 11

Το Δικαστήριο διαπίστωσε εξαρχής ότι τα εθνικά δικαστήρια διέταξαν τη διάλυση τις προσφεύγουσας  ένωσης και τον τερματισμό της ίδιας της ύπαρξης της, εμποδίζοντας τη διεξαγωγή δραστηριοτήτων της. Το μέτρο αυτό ισοδυναμούσε με παρέμβαση στην άσκηση του δικαιώματός της στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι  σύμφωνα με το άρθρο 11 της Σύμβασης. Η παρέμβαση  ήταν σύμφωνη με το νόμο, δηλαδή το άρθρο 89 του Αστικού Κώδικα, και είχε ως στόχο την πρόληψη της αναταραχής. Το Δικαστήριο έπρεπε να  αποφασίσει εάν η παρέμβαση ήταν «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία».

Οι διαδικασίες για τη διάλυση της ένωσης είχαν αρχίσει κατόπιν αιτήματος του Εισαγγελέα της Adana. Το Επαρχιακό Δικαστήριο της Adana είχε δεχθεί το αίτημα και διέταξε τη  διάλυση της ένωσης.

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο στηρίχθηκε στην απόφαση του Κακουργιοδικείου της Adana της 31ης Μαρτίου 2009, η οποία δεν είχε ακόμη καταστεί αμετάκλητη και ότι στην απόφαση διάλυσης αναφέρθηκε  κυρίως στις πληροφορίες του φακέλου της υπόθεσης και στην απόφαση του Ποινικού Δικαστηρίου  της Adana όπου καταδίκαζε μερικούς από τους διευθυντές της ένωσης σε καταβολή προστίμου.

Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι οι κατηγορίες που άσκησε ο εισαγγελέας εναντίον μελών και διευθυντών της προσφεύγουσας ένωσης ήταν σοβαρές. Ωστόσο, σύμφωνα με την άποψη του Δικαστηρίου,  τα αστικά δικαστήρια θα έπρεπε να έχουν πραγματοποιήσει μια ανεξάρτητη εκτίμηση και να μην αρκεστούν σε απλή  αναπαραγωγή των πορισμάτων  των ποινικών δικαστηρίων κατά των μεμονωμένων μελών της ένωσης, ειδικά επειδή οι καταδίκες τους δεν ήταν αμετάκλητες.

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η πλήρης διάλυση μιας ένωσης είναι πολύ σκληρό μέτρο το οποίο δημιουργεί σημαντικές συνέπειες για τα μέλη του και θα μπορούσε να αποφασιστεί μόνο σε πολύ σοβαρές υποθέσεις και υπό αυστηρές προϋποθέσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 11, τα κράτη είχαν αυξημένο καθήκον να αιτιολογήσουν ένα τέτοιο μέτρο.

Κατά την άποψη του Δικαστηρίου ορισμένα από τα γεγονότα στα οποία το Επαρχιακό Δικαστήριο στήριξε τα πορίσματά του δεν μπορούσαν να αποτελέσουν  υποκίνηση στην τρομοκρατία. Η μόνη πράξη στην παρούσα περίπτωση που μπορούσε να ισοδυναμούσε με κάποια μορφής προπαγάνδα ήταν η διανομή της εφημερίδας Sope Roje, ωστόσο, η απόφαση δεν εξήγησε πειστικά πώς αποτελούσε το περιεχόμενο αυτής της εφημερίδας υποκίνηση σε τρομοκρατία.

Επομένως, το Δικαστήριο έκρινε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν στήριξε την απόφαση διάλυσης σε αποδεκτούς  και πειστικούς λόγους. Αυτό θα μπορούσε να έχει αρνητική επίδραση στην προσφεύγουσα ένωση και στα μέλη της, αλλά και γενικά και σε οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Τέλος, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι ισχυρισμοί είχαν αποδειχθεί, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι τα εγχώρια δικαστήρια δεν είχαν εξετάσει λιγότερο αυστηρά μέτρα και η κυβέρνηση δεν είχε παράσχει επαρκείς αποδείξεις  ότι η διάλυση της ένωσης ήταν η μόνη ικανή επιλογή να επιτύχει τους στόχους των αρχών.

Δεδομένου ότι δεν είχαν αποδείξει την ύπαρξη επιτακτικών λόγων για την απόφαση διάλυσης,  οι εθνικές αρχές δεν είχαν εκπληρώσει το αυξημένο καθήκον τους να δικαιολογήσουν το μέτρο, το οποίο εξασθένησε την ίδια την ουσία του δικαιώματος στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι η  παρέμβαση δεν είχε αποδειχθεί «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία». Υπήρξε λοιπόν παραβίαση του άρθρου 11 της Σύμβασης (επιμέλεια echrcaselaw).

 

 
Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *