Πηγή: http://www.humanrightscaselaw.gr/
ΕΔΔΑ 8.11.2018, Μαλλιακού και άλλοι κατά Ελλάδας (78005/11)
[κατόπιν της απόφασης ΣτΕ 925/2011]
Δικαίωμα περιουσίας (άρ. 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ) – Ρύθμιση χρήσεων γης, με σκοπό την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος – Ζώνη απόλυτης προστασίας αρχαιολογικού χώρου, που καλύπτει ακίνητο λατομείου
(Α) Χαρακτηρισμός χώρου ως αρχαιολογικού στην περιοχή της Ιτέας Φωκίδας το 1976 – Περαιτέρω, καθορισμός με ΥΑ του Μαρτίου του 1991 ζώνης απόλυτης προστασίας Α του αρχαιολογικού χώρου των Δελφών, καλύπτουσα σχεδόν το σύνολο του ακινήτου των προσφευγόντων (45 από περίπου 49 στρέμματα), στο οποίο λειτουργούσε λατομείο, βάσει αδείας δεκαετούς διάρκειας (με δυνατότητα ανανέωσης), που είχε χορηγηθεί το 1981 με νομαρχιακή απόφαση, κατόπιν σχετικής θετικής γνώμης της εφορείας αρχαιοτήτων, υπό την προϋπόθεση ότι το λατομείο θα λειτουργούσε εντός συγκεκριμένων ορίων, ώστε να προστατεύονται τα μνημεία – Ανανέωση, για διετία, της άδειας λειτουργίας λατομείου με νομαρχιακή απόφαση του Ιουλίου 1991, που περιελάμβανε υποχρέωση τήρησης των επιβληθέντων από την αρχαιολογική υπηρεσία όρων – Το 2000, οι προσφεύγοντες υπέβαλαν στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών αγωγή αποζημίωσης, βάσει του άρθρου 24 παρ. 6 του Συντάγματος, ζητώντας συνολικά περίπου 1.900.000 ευρώ, ποσό που αντιστοιχούσε στην αξία του ακινήτου τους, στην αξία των εγκαταστάσεων και μηχανημάτων του λατομείου καθώς και στο κέρδος που θα είχαν, εάν τους είχε επιτραπεί η εξακολούθηση της λατομικής δραστηριότητας – Η αγωγή απορρίφθηκε με απόφαση του 2002, με το σκεπτικό ότι το επίδικο μέτρο δεν επέβαλλε ουσιώδη δέσμευση της ιδιοκτησίας των προσφευγόντων, καθώς το ακίνητό τους εκτός σχεδίου πόλεως και ο βασικός προορισμός του αφορούσε σε γεωργικές και κτηνοτροφικές δραστηριότητες, που δεν απαγορεύονταν από τις σχετικές ΥΑ περί προστασίας των αρχαιοτήτων, η δε νόμιμη χρήση του ακινήτου ως λατομείου από το 1981 έως το 1993 δεν ασκούσε ουσιώδη επιρροή, δεδομένου ότι ο ν. 1428/1984 επέτρεπε μόνο κατ’ εξαίρεση τέτοια χρήση – Όλοι οι προσφεύγοντες, εκτός από τον Χ, άσκησαν έφεση ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, υποστηρίζοντας ότι η διάκριση μεταξύ βασικού και δευτερεύοντος προορισμού του ακινήτου ήταν αυθαίρετη και ότι δεν προβλεπόταν ούτε το Σύνταγμα ούτε από τη νομοθεσία ότι η χρήση ή ο προορισμός του ακινήτου ήταν κριτήριο για το δικαίωμα αποζημίωσης – Το Νοέμβριο του 2003, το Εφετείο απέρριψε την έφεση, με αιτιολογία παρόμοια με εκείνη της πρωτόδικης απόφασης – Όλοι οι προσφεύγοντες, εκτός από τον Χ, άσκησαν αίτηση αναίρεσης ενώπιον του ΣτΕ, με την οποία επανέλαβαν τον ανωτέρω λόγο – Επίσης, με υπόμνημά τους, προέβαλαν ότι, συνεπεία των σχετικών ΥΑ, στερήθηκαν του δικαιώματος ανοικοδόμησης του εναπομένοντος τμήματος του ακινήτου τους (έκτασης 3,8 στρεμμάτων), που ήταν μικρότερο από το ελάχιστο απαιτούμενο από το νόμο – Η αίτηση αναίρεσης απορρίφθηκε με την ΣτΕ 925/2011, με την οποία κρίθηκε, αφενός, ότι το Εφετείο και όχι το Αναιρετικό ήταν αρμόδιο να αποφανθεί επί του προορισμού του επίμαχου ακινήτου και, αφετέρου, ότι το Εφετείο, εφόσον έκρινε ότι η έκταση προοριζόταν για αγροτικές δραστηριότητας, ορθώς εφάρμοσε το νόμο και απέρριψε την έφεση
(Β) Η προσφυγή κρίνεται απαράδεκτη (α) κατά το μέρος που ασκείται από τον Χ, ελλείψει εξάντλησης εκ μέρους του των εσωτερικών ενδίκων μέσων, παράλειψη μη δυνάμενη να αναπληρωθεί από την άσκηση έφεσης και αίτησης αναίρεσης από τους λοιπούς προσφεύγοντες, (β) κατά το μέρος που αναφέρεται στο εναπομένον τμήμα του επίμαχου ακινήτου (3,8 στρεμμάτων), δεδομένου ότι η αντίστοιχη αιτίαση προβλήθηκε το πρώτον με υπόμνημα ενώπιον του Αναιρετικού και δεν είχε διατυπωθεί τέτοιος ισχυρισμός και συναφές αίτημα με την αγωγή – Αντίθετα, απορρίπτεται το επιχείρημα της Ελληνικής Κυβέρνησης ότι οι προσφεύγοντες δεν επικαλέσθηκαν το άρ. 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, δεδομένου ότι αρκεί ότι οι προσφεύγοντες είχαν κατ’ ουσίαν προβάλει το σχετικό παράπονό τους στα εθνικά δικαστήρια
(Γ) Όσον αφορά την τήρηση της αρχής της δίκαιης ισορροπίας, το ΕΔΔΑ σημειώνει, εν πρώτοις, ότι δεν τεκμηριώνεται ότι οι προσφεύγοντες υπέβαλαν αίτηση ανανέωσης της άδειας ή ότι έλαβαν σχετική απορριπτική απόφαση – Ενόψει τούτου, το ΕΔΔΑ δεν μπορεί να κρίνει εάν υπήρχε αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του χαρακτηρισμού του ακινήτου ως ζώνης απόλυτης προστασίας αρχαιοτήτων και της ζημίας που επικαλούνται – Δεδομένου ότι δεν είναι έργο του ΕΔΔΑ να κάνει συναφώς υποθέσεις, στο πλαίσιο του ελέγχου αναλογικότητας είναι αρκετό να εξεταστεί εάν ο χαρακτηρισμός του ακινήτου των προσφευγόντων ως ζώνης απόλυτης προστασίας ενέχει δίκαιη εξισορρόπηση μεταξύ του γενικού συμφέροντος και των θεμελιωδών δικαιωμάτων των προσφευγόντων
(Δ) Όταν οι προσφεύγοντες απέκτησαν τη γη, το 1980, γνώριζαν ότι αυτή είχε χαρακτηρισθεί ως αρχαιολογική περιοχή – Εξάλλου, οι προσφεύγοντες δεν σεβάστηκαν τα εδαφικά όρια εντός των οποίων μπορούσαν να ασκούν λατομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη σχετική άδεια, πράγμα που οδήγησε, όπως προκύπτει από στοιχεία της δικογραφίας, σε σοβαρή βλάβη των αρχαιοτήτων που βρίσκονταν στο ακίνητό τους, σε αντίστοιχη ποινική καταδίκη τους και σε ανάκληση της άδειας λατομείου το 1989, καθώς και σε επανειλημμένες επεμβάσεις της τοπικής εφορείας αρχαιοτήτων – Συναφώς σημειώνεται ότι, κατά το εθνικό δίκαιο, άδεια εκμετάλλευσης λατομείου εκτός περιοχών που έχουν καθοριστεί ως λατομικές περιοχές επιτρεπόταν μόνο κατ’ εξαίρεση και βάση ειδικής διοικητικής διαδικασίας, με τη συναίνεση διαφόρων αρμοδίων υπηρεσιών – Ενόψει των ανωτέρω, δεν προκύπτει ότι οι προσφεύγοντες εκμεταλλεύονταν το λατομείο ανεμπόδιστα ή ότι η Διοίκηση τους είχε δημιουργήσει εύλογη προσδοκία εξακολούθησης λειτουργίας του λατομείου – Επομένως, οι προσφεύγοντες γνώριζαν ότι οι διοικητικές πράξεις που επέτρεπαν τη λειτουργία του λατομείου ήταν προσωρινές και μπορούσαν να ανακληθούν, καθώς και ότι παραβίαζαν τους όρους της άδειας λειτουργίας του λατομείου – Από την άλλη πλευρά, η Διοίκηση και, ιδίως, η εφορεία αρχαιοτήτων και το ΥΠΠΟ, δεν φαίνεται να επέδειξαν αμέλεια όσον αφορά την εκμετάλλευση του λατομείου και τις επιπτώσεις της επί των αρχαιοτήτων, παρά το ότι η Νομαρχία δεν φαίνεται να έδειξε παρόμοιο ενδιαφέρον – Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω στοιχεία, το ΕΔΔΑ κρίνει ότι η απουσία αποζημίωσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δυσανάλογο μέτρο περιορισμού της χρήσης της περιουσίας των προσφευγόντων, προς το γενικό συμφέρον – Αντίθετα προς τα προβαλλόμενα με την προσφυγή, τα εθνικά δικαστήρια εξέτασαν πλήρως τους ισχυρισμούς τους και απέρριψαν την αγωγή τους με το σκεπτικό ότι η άδεια λατομείου είχε χορηγηθεί κατ’ εξαίρεση και αυτοί δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν αποζημίωση με βάση την εν λόγω εξαιρετική χρήση, που είχε επιτραπεί υπό συγκεκριμένους όρους και για συγκεκριμένη χρονική περίοδο – Το ΕΔΔΑ λαμβάνει υπόψη του το επιχείρημα των προσφευγόντων ότι τα εθνικά δικαστήρια εφάρμοσαν ένα αμάχητο τεκμήριο σε σχέση με την κατά προορισμό χρήση του ακινήτου, αλλά σημειώνει, πρώτον, ότι η εθνική νομολογία επί του ζητήματος έχει μεταβληθεί, συνεπεία της οικείας νομολογίας του ΕΔΔΑ, και, δεύτερον, ότι, εν προκειμένω, τα εθνικά δικαστήρια εξέτασαν ειδικώς την κατά προορισμό χρήση του ακινήτου και έκριναν ότι αυτό δεν βρισκόταν εντός λατομικής περιοχής, καθώς και ότι η άδεια λατομείου είχε χορηγηθεί κατ’ εξαίρεση – Το ΕΔΔΑ δεν βρίσκει κάποια αυθαίρετη ή εμφανώς εσφαλμένη αιτιολογία σε αυτό το σκεπτικό των αποφάσεων των εθνικών δικαστηρίων – Το ΕΔΔΑ συμπεραίνει ότι ο χαρακτηρισμός της γης των προσφευγόντων ως ζώνης απόλυτης προστασίας δεν τους επέβαλε ένα ατομικό και υπέρμετρο βάρος – Ως εκ τούτου, δεν παραβιάσθηκε το άρ. 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ