Ιδιωτικός βίος και απαραβίαστο της κατοικίας (άρ. 8 ΕΣΔΑ) – Δίκαιη ποινική δίκη (άρ. 6 ΕΣΔΑ) – Αποδεικτικά μέσα – Αδίκημα φοροδιαφυγής – Έρευνα στην κατοικία των προσφευγόντων, ενόψει δεδομένων τραπεζικών λογαριασμών τους σε τράπεζα του εξωτερικού, τα οποία είχε πωλήσει υπάλληλός της σε γερμανική κρατική υπηρεσία
(Α) Το 2006, η μυστική υπηρεσία της Γερμανίας απέκτησε, έναντι αμοιβής, (ηλεκτρονικά αρχεία με) οικονομικά δεδομένα λογαριασμών 800 περίπου προσώπων σε τράπεζα του Λίχνεσταϊν, από πρώην υπάλληλο της τράπεζας αυτής (Κ), ο οποίος τα είχε αντιγράψει παρανόμως – Το 2008 εκδόθηκε ένταλμα έρευνας στην κατοικία των προσφευγόντων, οι οποίοι φέρονταν ότι είχαν φοροδιαφύγει (περίπου 100.000 ευρώ) σε σχέση με (κέρδη από) επενδύσεις που είχαν κάνει μέσω ιδρύματος στην ως άνω τράπεζα – Κατά την έρευνα κατασχέθηκαν έγγραφα της τράπεζας και ηλεκτρονικά αρχεία – Οι προσφεύγοντες προέβαλαν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ότι το ένταλμα ήταν παράνομο, διότι είχε στηριχθεί σε δεδομένα κτηθέντα κατά παράβαση διεθνών συμβάσεων (δεδομένα τα οποία είχε αντιγράψει ο Κ παρανόμως και τα οποία είχε πωλήσει στη γερμανική κρατική υπηρεσία) και του γερμανικού δικαίου – Απόρριψη των αιτιάσεων από τα εθνικά δικαστήρια και τελικά από το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε, ιδίως τα ακόλουθα: (i) δεν υπάρχει απόλυτος κανόνας ότι αποδεικτικά στοιχεία που συλλέγονται κατά παραβίαση διαδικαστικών κανόνων δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε ποινικές διαδικασίες, (ii) εν προκειμένω, το ζήτημα δεν ήταν εάν αποδεικτικά στοιχεία μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στην ποινική δίκη, αλλά το προκαταρκτικό ζήτημα εάν αποδείξεις που ίσως κτήθηκαν κατά παράβαση διαδικαστικών κανόνων μπορούν να αποτελέσουν βάση για ένταλμα έρευνας για ποινικό αδίκημα, (iii) τα επίμαχα δεδομένα είχε προσφέρει ο Κ με δική του πρωτοβουλία, χωρίς να προκύπτει ότι η μυστική υπηρεσία είχε διατάξει ή συντονίσει την κλοπή των δεδομένων από αυτόν, (iv) το κατώτερο δικαστήριο είχε προβεί σε δίκαιη στάθμιση των αντικρουόμενων συμφερόντων, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν υπήρχε επιτακτική απαγόρευση χρήσης των δεδομένων σε ποινική διαδικασία, ακόμα κι αν αυτά είχαν κτηθεί κατά παράβαση διατάξεων του διεθνούς ή του εθνικού δικαίου και ότι τα εν λόγω δεδομένα δεν αφορούσαν στον πυρήνα της ιδιωτικής ζωής των προσφευγόντων αλλά στις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες – Τελικά, οι προσφεύγοντες απαλλάχθηκαν στην ποινική δίκη, με το σκεπτικό ότι δεν αποδείχθηκε, πέραν εύλογης αμφιβολίας, ότι τα κεφάλαια του ιδρύματος είχαν επενδυθεί κατά τρόπο που απέφερε τόκους
(Β) Η επίδικη έρευνα διενεργήθηκε βάσει εντάλματος που είχε έρεισμα στο νόμο – Συναφώς, επισημαίνεται, όσον αφορά την αρχή της προβλεψιμότητας, ότι, κατά πάγια νομολογία, δεν υπήρχε απόλυτος κανόνας που να απαγορεύει τη χρήση στην ποινική διαδικασία αποδεικτικών μέσων που είχαν κτηθεί κατά παραβίαση διαδικαστικών κανόνων – Το μέτρο εξυπηρετούσε θεμιτό σκοπό, αναγόμενο στην καταπολέμηση των εγκλημάτων φοροδιαφυγής
(Γ) Αναλογικότητα – Τα κριτήρια που εξετάζει το ΕΔΔΑ στο πλαίσιο του ελέγχου της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας σε τέτοια υπόθεση αφορούν στην ύπαρξη επαρκών εγγυήσεων έναντι κρατικής αυθαιρεσίας, στη βαρύτητα και στη σοβαρότητα του αδικήματος σε σχέση με το οποίο έγινε η έρευνα και η κατάσχεση, στον τρόπο και στις συνθήκες έκδοσης του εντάλματος έρευνας (ιδίως, δε, αν υπήρχαν και άλλα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία κατά το χρόνο αυτό), στο περιεχόμενο και στην έκταση του εντάλματος, ενόψει και της φύσης του χώρου, στις εγγυήσεις περιορισμού των επιπτώσεων της έρευνας εντός ευλόγων ορίων και στην έκταση των πιθανών επιπτώσεων στη φήμη του υπό έρευνα προσώπου
(Δ) Εν προκειμένω, η εθνική νομοθεσία και πρακτική παρείχε επαρκή και αποτελεσματικά εχέγγυα έναντι τυχόν αυθαιρεσίας των αρχών, δεδομένου ότι το ένταλμα εκδίδεται, κατ’ αρχήν, από δικαστή, με βάση τις περιοριστικές προϋποθέσεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας – Ειδικότερα, η έρευνα προϋποθέτει δικαιολογημένες υπόνοιες διάπραξης αδικήματος και στηρίζεται στην υπόθεση ότι θα οδηγήσει στην αποκάλυψη αποδεικτικών στοιχείων – Πέραν τούτου, ο θιγόμενος μπορεί να αμφισβητήσει τη νομιμότητα του εντάλματος και μετά από την εκτέλεσή του – Εξάλλου, μολονότι δεν υπάρχει απόλυτος κανόνας περί απαγόρευσης χρήσης στην ποινική διαδικασία των αποδείξεων που συνελέγησαν κατά παραβίαση διαδικαστικών κανόνων, το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο θεωρεί ότι η χρήση τέτοιων αποδεικτικών στοιχείων αποκλείεται σε περιπτώσεις σοβαρής, από πρόθεση ή αυθαίρετης παραβίασης των διαδικαστικών κανόνων, που συστηματικά παραγνωρίζει τις συνταγματικές επιταγές – Στην παρούσα υπόθεση, η αίτηση του προσφεύγοντος κατά του εντάλματος έρευνας εξετάσθηκε από τα εθνικά δικαστήρια, τα οποία έκριναν όχι μόνο εάν είχαν τηρηθεί οι διατάξεις της γερμανικής νομοθεσίας, αλλά και εάν η λήψη υπόψη των δεδομένων από την τράπεζα του Λίχνεσταϊν ήταν σύμφωνη με την οικεία νομολογία του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου – Επομένως, υπήρχαν επαρκείς εγγυήσεις έναντι κρατικής αυθαιρεσίας, οι οποίες έγιναν σεβαστές – Εξάλλου, η φοροδιαφυγή συνιστά σοβαρό αδίκημα, δεδομένου ότι επηρεάζει τους οικονομικούς πόρους και την ικανότητα του Κράτους να ενεργεί προς το γενικό συμφέρον και η καταπολέμησή της αποτελεί βασική προτεραιότητα των κρατών μελών – Μάλιστα, σε περιπτώσεις, όπως η επίδικη, διεθνούς κυκλοφορίας κεφαλαίων, μέσω του τραπεζικού συστήματος, τα κράτη αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες δυσκολίες εντοπισμού της φοροδιαφυγής – Επιπλέον, κατά το χρόνο έκδοσης του εντάλματος, τα δεδομένα από την τράπεζα του Λίχνεσταϊν ήταν τα μοναδικά διαθέσιμα που έδειχναν προς την κατεύθυνση της φοροδιαφυγής και, συνεπώς, το ένταλμα έρευνας φαίνεται να αποτελούσε το μοναδικό μέσο ανεύρεσης στοιχείων απόδειξης του εάν είχε πράγματι διαπραχθεί φοροδιαφυγή – Περαιτέρω, ακόμα κι αν υποτεθεί ότι τα επίμαχα τραπεζικά δεδομένα είχαν κτηθεί κατά παράβαση του διεθνούς ή του γερμανικού δικαίου, πάντως δεν προκύπτει ότι οι φορολογικές αρχές παραβίαζαν συστηματικά και εκ προθέσεως τους κανόνες του διεθνούς και εθνικού δικαίου, προκειμένου να αποκτήσουν πληροφορίες σχετικές με φοροδιαφυγή – Άλλωστε, οι επίμαχες αποδείξεις δεν κτήθηκαν συνεπεία παραβίασης κάποιου από τα βασικά δικαιώματα της ΕΣΔΑ και επρόκειτο για δεδομένα της οικονομικής κατάστασης των προσφευγόντων τα οποία αυτοί έπρεπε να έχουν αποκαλύψει στις αρχές και δεν συνδέονταν στενά με το πρόσωπό τους – Το επίμαχο ένταλμα ήταν αρκούντως ειδικό όσον αφορά το περιεχόμενο και το εύρος του, καθώς περιελάμβανε λεπτομερή αναφορά στο υπό έρευνα αδίκημα καθώς και στα υπό αναζήτηση αντικείμενα – Τέλος, δεν προβάλλεται ότι η έρευνα είχε επιπτώσεις στη φήμη των προσφευγόντων – Ενόψει των ανωτέρω και του περιθωρίου εκτίμησης που διαθέτουν οι εθνικές αρχές, όσον αφορά τη νομοθεσία και την πρακτική για έρευνα σε κατοικίες, διαπιστώνεται ότι δεν παραβιάσθηκε η αρχή της αναλογικότητας – Συνακόλουθα, κρίνεται ότι δεν στοιχειοθετείται παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ – Επίσης δεν προκύπτει παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ