ΑΠΟΦΑΣΗ
Bielau κατά Αυστρίας της 27.08.2024 (αρ. προσφ. 20007/22)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων ομοιοπαθητικός γενικός γιατρός τιμωρήθηκε πειθαρχικά με μικρό πρόστιμο με αναστολή για αναρτήσεις στην ιστοσελίδα του για την αναποτελεσματικότητα των εμβολιασμών. Ο προσφεύγων προωθούσε την «ολιστική ιατρική» μέσω της προσωπικής ιστοσελίδας του.
Δημοσίευσε άρθρο του με απόψεις που αμφισβητούσαν την ύπαρξη παθογόνων οργανισμών και την αποτελεσματικότητα των εμβολίων. Στο άρθρο ανέφερε περί μη ύπαρξης παθογόνων ιών, ότι οι εμβολιασμοί δεν προστάτευαν ποτέ από ασθένειες, ότι η φύση δεν γνωρίζει ασθένειες και ότι ούτε μία ασθένεια δεν εξαφανίστηκε μέσω των εμβολιασμών. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί αξιολογήθηκαν από την εγχώρια πειθαρχική επιτροπή ιατρών ως πειθαρχικό αδίκημα. Ο προσφεύγων προσέφυγε στο Διοικητικό Δικαστήριο που επιβεβαίωσε την πειθαρχική απόφαση και υπέβαλλε προσφυγές ενώπιον του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου και του Συνταγματικού Δικαστηρίου, οι οποίες απορρίφθηκαν.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπήρξε νόμιμη παρέμβαση της ελευθερίας της έκφρασης για την προστασία της δημόσιας υγείας. Επισήμανε, ότι οι αναρτήσεις του προσφεύγοντος στην ιστοσελίδα του ήταν επιστημονικά αβάσιμες και ότι οι κυρώσεις διασφαλίζουν τη διατήρηση εμπιστοσύνης μεταξύ κοινού και της ιατρικής πρακτικής. Τα εθνικά δικαστήρια είχαν αιτιολογήσει επαρκώς τη δίκαιη στάθμιση μεταξύ των ανταγωνιστικών συμφερόντων του δημοσίου συμφέροντος και της ελευθερίας έκφρασης του προσφεύγοντος. Η πειθαρχική κύρωση δε που του επιβλήθηκε με τη μορφή προστίμου με αναστολή ήταν μικρή για τη διατύπωση επιστημονικά αβάσιμων δηλώσεων σχετικά με την αναποτελεσματικότητα των εμβολίων και, ως εκ τούτου, σε σχέση με την ιατρική του πρακτική δεν είχε υπερβεί το περιθώριο εκτίμησης, ώστε το προσβαλλόμενο μέτρο να μπορεί να θεωρηθεί ως «αναγκαίο σε μια δημοκρατική κοινωνία».
Το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε – κατά πλειοψηφία – παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10). Ένας δικαστής εξέφρασε ενδιαφέρουσα μειοψηφία, εκφράζοντας αντίθετη κρίση.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων είναι γενικός ιατρός και διαθέτει ιστότοπο «ολιστικής ιατρικής» στον οποίο περιγράφει τον εαυτό του ως ομοιοπαθητικός ιατρός, καθώς και ως συγγραφέα και εμπειρογνώμονα για τους εμβολιασμούς και τις επιβλαβείς συνέπειες των εμβολίων. Μετά από ένα άρθρο σχετικά με την αναποτελεσματικότητα των εμβολίων που αναρτήθηκε στον εν λόγω δικτυακό τόπο, το Πειθαρχικό Συμβούλιο του Αυστριακού Ιατρικού Συλλόγου τον έκρινε ένοχο για πειθαρχικά παραπτώματα. Διαπίστωσε ότι, στο άρθρο για τον εμβολιασμό, είχε προβεί σε δηλώσεις με μονόπλευρο και αρνητικό τρόπο αρνούμενος την ύπαρξη παθογόνων ιών, ισχυριζόμενος ότι οι εμβολιασμοί ποτέ δεν προστάτευαν από ασθένειες, ότι η φύση δεν γνωρίζει ασθένειες και ότι ούτε μία ασθένεια δεν εξαφανίστηκε μέσω των εμβολιασμών. Το πειθαρχικό συμβούλιο κρίνοντας ότι ο προσφεύγων ιατρός παρέχοντας μη αντικειμενικές πληροφορίες, έβλαψε τη φήμη του ιατρικού επαγγέλματος, επέβαλε στον προσφεύγοντα πρόστιμο 2.000 ευρώ, με αναστολή. Ο προσφεύγων προσέφυγε ανεπιτυχώς ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 10
Κατά το ΕΔΔΑ τα εθνικά δικαστήρια, επικυρώνοντας την πειθαρχική ποινή, είχαν στηριχθεί στην ιατρική νομοθεσία, σε συνδυασμό με τον κανονισμό για τους ιατρούς. Οι διατάξεις αυτές ήταν επαρκώς ακριβείς. Η νομολογία του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου που προηγήθηκε καθώς και η μεταγενέστερη της υπόθεσης του προσφεύγοντος επιβεβαίωσε τη συνεπή ερμηνεία των διατάξεων αυτών σε παρόμοιες περιπτώσεις. Η παρέμβαση ήταν επομένως «προβλεπόμενη από το νόμο». Επίσης σύμφωνα με το Δικαστήριο ο σκοπός του μέτρου ήταν η «προστασία της υγείας», καθώς και η «προστασία των δικαιωμάτων των άλλων», όπως προβλέπεται στο άρθρο 10 § 2 της ΕΣΔΑ.
Τα εθνικά δικαστήρια είχαν διαπιστώσει ότι οι πληροφορίες σχετικά με τα θέματα του εμβολιασμού που είχαν αναρτηθεί στην ιστοσελίδα του προσφεύγοντος ήταν καθαρά μονόπλευρες και αρνητικές. Η εγχώρια δικαστηριακή πρακτική δεν απαγόρευε γενικά να ασκείται κριτική στον εμβολιασμό, αλλά μάλλον απαιτούσε μια πιο διαφοροποιημένη κριτική, ιδίως εάν οι δηλώσεις γίνονταν από γιατρούς. Στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο, οι αρνητικές δηλώσεις του προσφεύγοντος ήταν κατηγορηματικές.
Ο προσφεύγων ήταν γιατρός και οι πληροφορίες που δημοσιεύονταν στην ιστοσελίδα του είχαν κριθεί ότι δεν ήταν σύμφωνες με την ιατρική επιστήμη, ορισμένες δε ούτε καν με τη λογική σύμφωνα με τις εκθέσεις των πραγματογνωμόνων. Το Δικαστήριο παρατήρησε τον δυνητικά πολύ ευρύ αντίκτυπο των δηλώσεων του προσφεύγοντος, δεδομένου ότι είχαν δημοσιευθεί σε ιστότοπο ο οποίος συνδεόταν με το ιατρικό του ιατρείο και, ως εκ τούτου, ήταν πολύ εύκολα προσβάσιμος σε όλους, συμπεριλαμβανομένων, ιδίως, των απλών ανθρώπων. Υπογραμμίζοντας τις διαπιστώσεις του στην προηγούμενη νομολογία του σχετικά με τα ειδικά καθήκοντα των γιατρών και τη σημασία και τις θετικές επιπτώσεις του εμβολιασμού, καθώς και τη γενική συναίνεση μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, που υποστηρίζεται σθεναρά από τους εξειδικευμένους διεθνείς οργανισμούς, ότι ο εμβολιασμός είναι μία από τις πιο επιτυχημένες και οικονομικά αποδοτικές παρεμβάσεις στον τομέα της υγείας και ότι κάθε κράτος θα πρέπει να επιδιώκει την επίτευξη του υψηλότερου δυνατού επιπέδου εμβολιασμού στον πληθυσμό του, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι τα κράτη είχαν τη θετική υποχρέωση, δυνάμει ιδίως των άρθρων 2 και 8 της ΕΣΔΑ, να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία της ζωής και της υγείας όσων υπάγονται στη δικαιοδοσία τους.
Οι ασκούντες το επάγγελμα του ιατρού απολάμβαναν την ελευθερία της έκφρασης βάσει του άρθρου 10 και είχαν το δικαίωμα να συμμετέχουν σε συζητήσεις για θέματα δημόσιας υγείας, συμπεριλαμβανομένης της έκφρασης επικριτικών και μειοψηφικών απόψεων. Η άσκηση του δικαιώματος αυτού δεν ήταν, ωστόσο, χωρίς όρια, ιδίως όταν συνδεόταν με την άσκηση του επαγγέλματός τους. Λόγω των εξειδικευμένων γνώσεών τους στον ιατρικό τομέα και των επαγγελματικών υπηρεσιών που προσέφεραν προς όφελος της δημόσιας υγείας, είχαν να διαδραματίσουν βασικό ρόλο στο πλαίσιο των συζητήσεων για τη δημόσια υγεία. Θα μπορούσαν να υποβληθούν σε επαγγελματικές υποχρεώσεις σύμφωνα με τα καθήκοντα και τις ευθύνες τους σύμφωνα με το άρθρο 10 § 2.
Στην προκειμένη περίπτωση, οι δηλώσεις δεν ήταν μόνο κατηγορηματικές, αλλά και επιστημονικά αβάσιμες. Επιπλέον, ο προσφεύγων είχε προβεί στις προσβαλλόμενες αναρτήσεις στην ιστοσελίδα του σε σχέση με την ιατρική του πρακτική, διαφημίζοντας έτσι σαφώς τις υπηρεσίες του.
Τέλος, η κύρωση που επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα αφορούσε πειθαρχική και όχι ποινική κύρωση, με τη μορφή προστίμου 2.000 ευρώ, ποσό το οποίο, σύμφωνα με τα εθνικά δικαστήρια, ήταν μικρότερο από το εκτιμώμενο μέσο μηνιαίο εισόδημα ενός γιατρού. Το ποσό αυτό ήταν πολύ χαμηλό σε σχέση με την πιθανή κλίμακα του προστίμου – το οποίο θα μπορούσε να ανέλθει έως και σε 36.340 ευρώ. Το πρόστιμο είχε επίσης ανασταλεί εν αναμονή μιας δοκιμαστικής περιόδου ενός έτους, η οποία επίσης βρίσκεται στο κατώτερο άκρο του εύρους των δυνατοτήτων που προβλέπει ο νόμος. Συνεπώς, η επίμαχη πειθαρχική κύρωση δεν μπορούσε να θεωρηθεί δυσανάλογη.
Το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν αιτιολογήσει κατάλληλα και επαρκώς τη δίκαιη στάθμιση μεταξύ των ανταγωνιστικών συμφερόντων του γενικού κοινού και της ελευθερίας έκφρασης του προσφεύγοντος. Η πειθαρχική κύρωση που επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα με τη μορφή προστίμου με αναστολή σχετικά χαμηλού ποσού για τη διατύπωση επιστημονικά αβάσιμων δηλώσεων σχετικά με την αναποτελεσματικότητα των εμβολίων στην ιστοσελίδα του και, ως εκ τούτου, σε σχέση με την ιατρική του πρακτική δεν είχε υπερβεί το περιθώριο εκτίμησης, ώστε το προσβαλλόμενο μέτρο να μπορεί να θεωρηθεί ως «αναγκαίο σε μια δημοκρατική κοινωνία».
Το Δικαστήριο, κατά πλειοψηφία, δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ.