ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Κράτος δικαίου και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων. Οι προσφεύγοντες με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις αναγνωρίστηκαν κύριοι ακινήτου που ανήκε στη μητέρα τους αλλά είχε καταπατηθεί από τρίτους και διατάχθηκε η απόδοση του ακινήτου σε αυτούς και η κατεδάφιση των παράνομων κτισμάτων που είχαν κτιστεί στο ακίνητο. Οι αρχές, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις των προσφευγόντων, δεν έλαβαν τα κατάλληλα μέτρα για την εκτέλεση των αποφάσεων τόσο για απόδοση του ακινήτου όσο και για την κατεδάφιση των παρανόμων κτισμάτων.
Το Στρασβούργο υπενθυμίζει ότι τα κράτη έχουν τη θετική υποχρέωση να θεσπίσουν ένα σύστημα το οποίο να είναι πρακτικά και νομικά αποτελεσματικό και να διασφαλίζει την εκτέλεση των αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων μεταξύ ιδιωτών.
Στην υπό κρίση περίπτωση το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι οι καταπατητές δεν είχαν την πρόθεση να συμμορφωθούν στην εκτέλεση των αποφάσεων. Επομένως, η συνδρομή του κράτους, ήταν αναγκαία. Δεδομένου ότι οι ιδιοκτήτες ουδέποτε εκδήλωσαν πρόθεση εκτέλεσης των αποφάσεων, η αδράνεια του κράτους δεν δικαιολογείται. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το κράτος δεν μπόρεσε για μεγάλο χρονικό διάστημα να εφαρμόσει τις αποφάσεις υπέρ των προσφευγόντων και η καθυστέρηση οδήγησε σε προσβολή του δικαιώματος της δίκαιης δίκης. Παραβίαση του άρθρου 6§1 της ΕΣΔΑ.
ΣΧΟΛΙΟ – ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ
Ιδιαίτερα χρήσιμη η απόφαση του Στρασβούργου για την μη εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων. Η εκτέλεση αυτών ολοκληρώνει τη δίκαιη δίκη, που διαφορετικά είναι ατελής αφού το κύριο σημείο της είναι η εκτέλεση των αποφάσεων. Χωρίς την εκτέλεση η δικαστική απόφαση στερείται χρησιμότητας και αποτελεσματικότητας και το αναγνωρισθέν δικαίωμα του διαδίκου καθίσταται εικονικό και όχι πραγματικό. Η απόφαση του ΕΔΔΑ δημιουργεί καθεστώς υποχρέωσης του κράτους για την αποτελεσματικότητα της εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων. Είναι απαράδεκτο και επικίνδυνο για ένα κράτος δικαίου να μην μπορούν να εκτελεστούν δικαστικές αποφάσεις από δυστροπούντες διαδίκους!
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες Γεώργιος Ι. Νικολουδάκης και Εμμανουήλ Νικολουδάκης, είναι Έλληνες υπήκοοι οι οποίοι γεννήθηκαν το 1939 και 1946 αντίστοιχα. Ζουν στα Χανιά στην Κρήτη.
Οι προσφεύγοντες διαμαρτύρονται για την μη δυνατότητα εκτέλεσης των αποφάσεων των πολιτικών και διοικητικών δικαστηρίων οι οποίες αναγνώρισαν τη μητέρα τους ως ιδιοκτήτρια σε οικόπεδο στα Σφακιά (Ελλάδα) και διέταξαν οκτώ άτομα που κατέλαβαν παράνομα το οικόπεδο να το αποδώσουν και να κατεδαφίσουν τα κτίρια που ανεγέρθηκαν εκεί.
Επικαλούνται το άρθρο 6 (δικαίωμα δίκαιης δίκης) και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου (προστασία της ιδιοκτησίας).
Το ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη που εγγυάται το άρθρο 6 προστατεύει επίσης την εφαρμογή των αμετάκλητων και δεσμευτικών δικαστικών αποφάσεων οι οποίες, σε κράτος που σέβεται το κράτος δικαίου, δεν μπορούν να παραμείνουν ανεκτέλεστες σε βάρος του ενός μέρους. Κατά συνέπεια, η εκτέλεση δικαστικής απόφασης δεν μπορεί να αποτραπεί, να ακυρωθεί ή να καθυστερήσει αδικαιολόγητα.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει επίσης ότι τα κράτη έχουν τη θετική υποχρέωση να θεσπίσουν ένα σύστημα το οποίο να είναι πρακτικά και νομικά αποτελεσματικό και να διασφαλίζει την εκτέλεση οριστικών δικαστικών αποφάσεων μεταξύ ιδιωτών.
Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η κυβέρνηση υποστήριξε ότι η διοίκηση διέθετε διακριτική ευχέρεια και όχι δέσμια αρμοδιότητα, όταν επρόκειτο να συμμορφωθεί με μια απόφαση η οποία είναι δυνητική. Σημειώνει ότι η Κυβέρνηση επικαλείται συναφώς τη διατύπωση της παραγράφου 5 του άρθρου 17 του ν. 1337/1983 που ορίζει ότι «η αρμόδια αρχή σχεδιασμού μπορεί να διεξάγει αυτομάτως την κατεδάφιση παράνομης κατασκευής», πράγμα που σημαίνει, σύμφωνα με την Κυβέρνηση, ότι η διοίκηση έχει διακριτική ευχέρεια, και όχι δέσμια αρμοδιότητα, να αποφασίσει αν θα προβεί στην κατεδάφιση ή όχι.
Το Δικαστήριο δεν μπορεί να δεχθεί την θέση αυτή της κυβέρνησης.
Εν προκειμένω, το Δικαστήριο σημείωσε ότι με την απόφαση με αριθ. 367/1995 και την απόφαση με αριθ. 361/1997 αντίστοιχα, το Πρωτοδικείο και το Εφετείο αναγνώρισαν τη μητέρα των προσφευγόντων, ως ιδιοκτήτρια ακινήτου και διέταξε τους καταπατητές να αποδώσουν την χρήση του ακινήτου σε αυτήν. Με την απόφαση με αριθ. 400/1999 και την απόφαση αριθ. 50/2000, το Πρωτοδικείο και το Εφετείο Κρήτης, αντίστοιχα, απορρίφθηκαν αντίθετες αγωγές των αντιδίκων εναντίον της μητέρας των προσφευγόντων. Η απόφαση με αριθ. 27/2007 του Διοικητικού Εφετείου, που επιβεβαιώθηκε με την απόφαση με αριθ. 3355/2008 του Συμβουλίου της Επικρατείας απέρριψε αίτηση ακύρωσης την οποία άσκησαν οι κάτοχοι της γης κατά της απόφασης με αριθ. 61/1998 του Νομάρχη που διέταξε την κατεδάφιση των παράνομων κατασκευών στο ακίνητο.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, μετά τη δημοσίευση αυτών των έξι δικαστικών αποφάσεων, το καθεστώς ιδιοκτησίας του αμφισβητούμενου ακινήτου ήταν σαφές και ότι η υποχρέωση των παράνομων κατόχων – καταπατητών να την αποδώσουν και να κατεδαφίσουν τις παράνομες κατασκευές ήταν δεδομένη πέρα από κάθε αμφιβολία. Ωστόσο, από τον φάκελο και από τα μέτρα που έλαβαν οι καταπατητές φαίνεται ότι δεν είχαν την πρόθεση να συμμορφωθούν με τις αποφάσεις αυτές. Επομένως, η συνδρομή του κράτους, υπό την ιδιότητά του ως εκτελεστική εξουσία με την συνδρομή της αστυνομίας, ήταν αναγκαία για την εφαρμογή των προαναφερθεισών αποφάσεων.
Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η διοίκηση είχε λάβει μέτρα, με δική της πρωτοβουλία, για να εφαρμόσει αυτές τις αποφάσεις. Έτσι, στις 13 Ιανουαρίου 1998, ο Nομάρχης διέταξε την κατεδάφιση των παράνομων κατασκευών. Για την εφαρμογή της απόφασης αυτής, η διεύθυνση χωροταξίας των Χανίων και η Νομαρχιακή Επιτροπή Χανίων δρομολόγησαν το 2001, το 2002, το 2005 και το 2010 αρκετές προσκλήσεις υποβολής προσφορών για να αναθέσουν , μεταξύ των εταιρειών δημοσίων έργων ανάδοχο έργου ο οποίος θα ήταν υπεύθυνος για την κατεδάφιση των παράνομων κατασκευών. Ωστόσο, όλες αυτές οι προσκλήσεις ήταν ανεπιτυχείς, καθώς καμία εταιρεία δεν εξέφρασε ενδιαφέρον για συμμετοχή στη δημοπρασία.
Από την πλευρά τους, οι προσφεύγοντες ζήτησαν επανειλημμένα – στις 05.11.2010, στη συνέχεια στις 20.07, 27.10, 31.10 και 15.12.2011 – από τις αρχές να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για την επιτάχυνση της διαδικασίας κατεδάφισης. Κατά συνέπεια, η Κυβέρνηση δεν μπορούσε βασίμως να επικαλεστεί την αμέλεια των προσφευγόντων να ζητήσουν την εκτέλεση των εν λόγω δικαστικών αποφάσεων.
Ωστόσο, αυτή η κατεδάφιση των παράνομων κτιρίων αποτελούσε προοίμιο της απόδοσης των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων στους προσφεύγοντες διότι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των τελευταίων, που δεν αμφισβητήθηκαν από την Κυβέρνηση, οι καταπατητές έζησαν εκεί και οι προσπάθειες της αστυνομίας να τους απομακρύνουν ήταν ανεπιτυχείς, καθώς πυροβολήθηκαν και τραυματίστηκαν αστυνομικοί. Υπό τις συνθήκες αυτές, το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι οι ιδιοκτήτες έπρεπε να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για να εκδιώξουν τους καταπατητές είναι εντελώς αβάσιμο. Επιπλέον, το Δικαστήριο σημείωσε ότι μετά την απόφαση με αριθμ. 61/1998 του Νομάρχη, δεν δόθηκε καμία επίσημη εντολή στην αστυνομία για να προχωρήσει στην κατεδάφιση.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μιας δικαστικής απόφασης μπορεί να δικαιολογηθεί σε ειδικές περιστάσεις, αλλά η καθυστέρηση δεν μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της ίδιας της ουσίας του δικαιώματος που προστατεύεται από το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης. Εν προκειμένω, όμως, επισημαίνει ότι οι αρχές δεν μπόρεσαν, για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, να εφαρμόσουν τις αποφάσεις που εκδόθηκαν υπέρ των προσφευγόντων ή να τους προσφέρουν εναλλακτικές λύσεις.
Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαίο να εξεταστεί χωριστά η καταγγελία βάσει του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου.
Δίκαιη ικανοποίηση: Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 12.000 ευρώ για ηθική βλάβη των προσφευγόντων