ΕΔΔΑ, Θρησκευτική ένωση της Αρχαίας Βαλτικής «Romuva» κατά Λιθουανίας της 08.06.2021 (αριθ. προσφ. 48329/19), Άρνηση αναγνώρισης θρησκευτικής ένωσης από το κράτος. Μεροληπτική απόφαση και απουσία αποτελεσματικού ενδίκου μέσου

Πηγή: http://www.echrcaselaw.com/

ΑΠΟΦΑΣΗ

Θρησκευτική ένωση της Αρχαίας Βαλτικής «Romuva» κατά Λιθουανίας της 08.06.2021 (αριθ. προσφ. 48329/19)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Άρνηση Λιθουανικού Κοινοβουλίου (Seimas) να παραχωρήσει στην προσφεύγουσα  ένωση το καθεστώς αναγνωρισμένης από το κράτος θρησκευτικής ένωσης. Απουσία ενδίκου μέσου κατά της απορριπτικής απόφασης.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι οι κρατικές αρχές δεν παρείχαν εύλογη και αντικειμενική αιτιολογία για τη διαφορετική μεταχείριση της προσφεύγουσας ένωσης από άλλες θρησκευτικές ενώσεις που βρισκόταν σε παρόμοια κατάσταση, και ότι τα μέλη του Seimas δεν είχαν παραμείνει ουδέτερα και αμερόληπτα κατά την άσκηση των κανονιστικών τους εξουσιών. Συγκεκριμένα, τα μέλη του Κοινοβουλίου (Seimas) που είχαν ψηφίσει κατά της έννομης αναγνώρισης της ένωσης, είχαν ουσιαστικά αμφισβητήσει τη νομιμότητα των πεποιθήσεών της, οι οποίες ήταν ασυμβίβαστες με το καθήκον ουδετερότητας και αμεροληψίας του κράτους. Επιπλέον, σύμφωνα με το ΕΔΔΑ η ύπαρξη επικρατούσας θρησκείας ή η αντίθεση των αρχών αυτής στην συγκεκριμένη θρησκεία, δεν ήταν μια λογική και αντικειμενική δικαιολογία για την άρνηση αναγνώρισης από το κράτος.

Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η προσφεύγουσα ένωση δεν είχε αποτελεσματικά εγχώρια ένδικα μέσα  κατά της επίμαχης απόφασης του Seimas, και η κυβέρνηση δεν είχε προσφέρει άλλα ένδικα μέσα που θα μπορούσαν να πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 13 της ΕΣΔΑ.

Παραβίαση του άρθρου 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) σε συνδυασμό με το άρθρο 9 (ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας) της ΕΣΔΑ, και παραβίαση του άρθρου 13 (δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής).

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 9,

Άρθρο 13,

Άρθρο 14

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα Senovės baltų religinė bendrija “Romuva”, είναι θρησκευτική ένωση στη Λιθουανία με έδρα στο Βίλνιους. Περιλαμβάνει πολλές θρησκευτικές κοινότητες που ακολουθούν την παλιά Βαλτική ειδωλολατρική πίστη, μια από τις οποίες αναγνωρίστηκε και καταχωρήθηκε επίσημα στη Λιθουανία το 1992.

Το 2017, η προσφεύγουσα ένωση ζήτησε να της χορηγηθεί το καθεστώς μίας θρησκευτικής αναγνωρισμένης από το κράτος ένωσης. Αυτό το καθεστώς θα της επέφερε ορισμένα πρόσθετα προνόμια, όπως το δικαίωμα παροχής θρησκευτικής εκπαίδευσης στα σχολεία, και το δικαίωμα εκτέλεσης θρησκευτικών γάμων, με ισχύ πολιτικού γάμου. Όπως ορίζεται στην εθνική νομοθεσία, το Υπουργείο Δικαιοσύνης αξιολογεί εάν ο σύλλογος πληροί τις σχετικές νομικές απαιτήσεις και αναφέρεται στο Seimas, το οποίο στη συνέχεια υιοθετεί απόφαση με την έκδοση ψηφίσματος. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα ένωση πληρούσε τα κριτήρια αναγνώρισης από το κράτος αφού λειτουργούσε στη Λιθουανία για περισσότερα από 25 χρόνια, οι διδασκαλίες δεν παραβίαζαν το νόμο ή τα χρηστά ήθη  και είχε επαρκή δημόσια υποστήριξη. Τον Απρίλιο του 2018, τα 24 μέλη του Seimas παρουσίασαν ένα σχέδιο ψηφίσματος προτείνοντας να χορηγηθεί στην προσφεύγουσα ένωση το καθεστώς μιας αναγνωρισμένης από το κράτος θρησκευτικής ένωσης

Στις 25 Ιουνίου 2019, το Seimas πραγματοποίησε μια πρώτη συζήτηση για το σχέδιο ψηφίσματος. Το κείμενο εγκρίθηκε και η ψηφοφορία για το αν θα εγκρίνει οριστικά είχε προγραμματιστεί για δύο ημέρες αργότερα. Εν τω μεταξύ, στις 26 Ιουνίου 2019, επιστολή από τη Διάσκεψη των Λιθουανών Επισκόπων απεστάλη στην Κοινοβουλευτική ομάδα για την προστασία της Οικογένειας, η οποία περιελάμβανε 81 μέλη του κοινοβουλίου (Seimas). Υποστήριξε κυρίως ότι ποτέ δεν υπήρξε μια καθολική και ομοιόμορφη «παλιά πίστη της Βαλτικής» καθώς οι Πρώσοι, οι Λιθουανοί και οι Λετονοί είχαν ακολουθήσει διαφορετικές θεότητες, τελετές και έθιμα. Υποστήριξε επίσης ότι η προσφεύγουσα ένωση δεν απέδειξε ότι είχε επαρκή δημόσια υποστήριξη.

Την επομένη, το Seimas πραγματοποίησε συζήτηση και ψηφοφορία επί του σχεδίου ψηφίσματος. Επιχειρήματα των μελών του Seimas κατά του σχεδίου ψηφίσματος περιελάμβαναν ισχυρισμούς ότι η προσφεύγουσα ένωση ήταν μια πολιτιστική αλλά όχι μια θρησκευτική οργάνωση, η κρατική αναγνώριση θα επηρέαζε αρνητικά τις σχέσεις της Λιθουανίας με τον χριστιανικό κόσμο, και ότι η αποδυνάμωση του χριστιανισμού στη Λιθουανία ήταν από καιρό στόχος του KGB και του Κρεμλίνου. Κάποια μέλη του Seimas αναφέρθηκαν στην επιστολή της Διάσκεψης των Λιθουανών Επισκόπων. Το σχέδιο ψηφίσματος δεν υιοθετήθηκε, καθώς δεν επιτεύχθηκε η απαιτούμενη απλή πλειοψηφία. Σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο, η προσφεύγουσα ένωση θα έχει τη δυνατότητα να υποβάλει νέο αίτημα σχετικά με την αναγνώριση της μετά από περίοδο δέκα ετών.

Βασιζόμενη στο άρθρο 9 (ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας) της Σύμβασης αυτοτελώς και σε συνδυασμό με το άρθρο 14 (απαγόρευση των διακρίσεων), η προσφεύγουσα ένωση παραπονέθηκε ότι, αν και πληρούσε όλα τα κριτήρια που προβλέπονται από το νόμο για την  κρατική αναγνώριση, τα μέλη του Seimas δεν είχαν βασιστεί στα συμπεράσματα των σχετικών αρχών που εξέτασαν τις δραστηριότητές της, αλλά είχαν βασίσει την απόφασή τους στις δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις και πολιτικά συμφέροντα.

Η προσφεύγουσα ένωση ισχυρίστηκε ότι ήταν η πρώτη μη χριστιανική θρησκευτική ένωση που είχε ζητήσει αναγνώριση από το κράτος της Λιθουανίας, και υποστήριξε ότι είχε διαφορετική μεταχείριση από άλλες θρησκευτικές ενώσεις που είχαν λάβει το καθεστώς αυτό.

Επιπλέον, επικαλούμενη το άρθρο 13 (δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής), η προσφεύγουσα ένωση ισχυρίστηκε ότι δεν υπήρχε αποτελεσματικό εγχώριο ένδικο μέσο.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 9

Απαντώντας στην ένσταση της κυβέρνησης ότι η προσφεύγουσα ένωση δεν είχε εξαντλήσει τα διαθέσιμα εγχώρια ένδικα μέσα, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε αποδειχθεί επαρκώς και πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η απόφαση του Seimas ενέπιπτε στην κατηγορία των πράξεων της δημόσιας διοίκησης και ότι θα μπορούσε να εξεταστεί από τα διοικητικά δικαστήρια. Το δικαστήριο επομένως, έκρινε ότι η προσφεύγουσα ένωση δεν είχε αποτελεσματικό εγχώριο ένδικο μέσο.

Σημειώνοντας ότι η παλιά βαλτική πίστη είχε συμπεριληφθεί στις εθνικές απογραφές ως μία από τις διαθέσιμες επιλογές για τα άτομα ώστε να περιγράψουν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, και ότι το 2002 η προσφεύγουσα ένωση είχε εγγραφεί ως θρησκευτικός σύλλογος αφού οι εγχώριες αρχές εξέτασαν το καταστατικό και τις βασικές αρχές της πίστης της, το Δικαστήριο δεν βρήκε λόγους να αμφισβητήσει τη θρησκευτική φύση της ένωσης.

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι οι κρατικές αρχές είχαν την υποχρέωση να παραμείνουν ουδέτερες και αμερόληπτες όταν ασκούν τις κανονιστικές τους εξουσίες στον τομέα της θρησκείας. Σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, μια θρησκευτική ένωση ήταν σε θέση να υποβάλει αίτηση για αναγνώριση από το κράτος εάν είχε εγγραφεί για τουλάχιστον 25 χρόνια, εάν είχε επαρκή δημόσια υποστήριξη και εάν οι διδασκαλίες της δεν παραβίαζαν το νόμο ή τα χρηστά ήθη. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, σε μερικές περιπτώσεις, το Seimas είχε αναγνωρίσει θρησκευτικούς συλλόγους οι οποίοι είχαν λιγότερους οπαδούς από την προσφεύγουσα ένωση, κρίνοντας ότι η δημόσια υποστήριξη που απολάμβαναν ήταν επαρκής για την κρατική αναγνώριση. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν είχε κανένα λόγο να αμφισβητήσει το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Υπουργείο Δικαιοσύνης ότι η προσφεύγουσα ένωση πληρούσε τη νομική προϋπόθεση για τη χορήγηση κρατικής αναγνώρισης.

Το Δικαστήριο εξέτασε τις δηλώσεις των μελών του Seimas κατά τη διάρκεια των συζητήσεων. Διαπίστωσε ότι τα μέλη του Seimas που είχαν ψηφίσει κατά του σχεδίου ψηφίσματος είχαν ουσιαστικά αμφισβητήσει τη νομιμότητα των πεποιθήσεων της ένωσης, οι οποίες ήταν ασυμβίβαστες με το καθήκον ουδετερότητας και αμεροληψίας του κράτους. Κατά το Δικαστήριο η ύπαρξη επικρατούσας θρησκείας ή η αντίθεση των αρχών αυτής στη συγκεκριμένη θρησκεία, δεν ήταν μια λογική και αντικειμενική δικαιολογία για την άρνηση αναγνώρισης αυτής από το κράτος. Επομένως, το Δικαστήριο έκρινε ότι, όταν αρνούνταν να αναγνωρίσουν  την προσφεύγουσα ένωση, οι κρατικές αρχές δεν είχαν παράσχει μια εύλογη και αντικειμενική αιτιολογία για τη διαφορετική μεταχείριση που υπέστη η ένωση σε σχέση με άλλες θρησκευτικές ενώσεις που ήταν σε παρόμοια κατάσταση, και τα μέλη του Seimas δεν είχαν παραμείνει ουδέτερα και αμερόληπτα στην άσκηση των κανονιστικών τους εξουσιών. Επομένως, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση των δικαιωμάτων της προσφεύγουσας ένωσης.

Άρθρο 13

Έχοντας ήδη κρίνει ότι η προσφεύγουσα ένωση δεν είχε στη διάθεσή της αποτελεσματικό εγχώριο ένδικο μέσο, και με την κυβέρνηση να μην έχει αναφέρει άλλα ένδικα μέσα που θα μπορούσαν να πληρούν τα κριτήρια σύμφωνα με το άρθρο 13 της Σύμβασης, το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση της εν λόγω διάταξης.

Δίκαιη ικανοποίηση: Η προσφεύγουσα ένωση δεν υπέβαλε αξιώσεις για δίκαιη ικανοποίηση ή για δικαστικά ή άλλα έξοδα.

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *