ΑΠΟΦΑΣΗ
Tena Arregui κατά Ισπανίας της 11.01.2024 (αρ. προσφ. 42541/18)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Υποκλοπή και δημοσιοποίηση ηλεκτρονικών μηνυμάτων του προσφεύγοντος. Απόρριψη της μήνυσης που υπέβαλε σε σχέση με τα γεγονότα αυτά στο πλαίσιο πολιτικού κόμματος, η ηγεσία του οποίου προσέλαβε ιδιωτική εταιρεία για να παρακολουθεί ένα από τα μέλη του προκειμένου να διαπιστωθεί η αξιοπιστία του. Ο προσφεύγων ήταν μέλος του κόμματος και ηγετικό στέλεχός του.
Ορισμένες πληροφορίες σχετικά με τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που ανακάλυψε η εταιρεία παρακολούθησης διέρρευσαν στον Τύπο και τουλάχιστον δύο εφημερίδες αναφέρθηκαν στην παρακολούθηση των μηνυμάτων και στην πρόθεση ορισμένων μελών του κόμματος να δημιουργήσουν ένα νέο πολιτικό κόμμα, αναφέροντας τον προσφεύγοντα ως ένα από τα εμπλεκόμενα πρόσωπα.
Ο προσφεύγων κατέθεσε μήνυση κατά του ατόμου που διέρρευσε τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ωστόσο το εθνικό δικαστήριο έπαυσε την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου, με το σκεπτικό ότι δεν υπήρχαν αποδείξεις ότι διαπράχθηκε το αδίκημα.
Ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι η υποκλοπή και η δημοσιοποίηση των ηλεκτρονικών του μηνυμάτων και η απόρριψη της μήνυσης που είχε υποβάλει σε σχέση με τα γεγονότα αυτά συνεπάγονται παραβίαση του δικαιώματός του για σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής και αλληλογραφίας, ιδίως του απορρήτου των ιδιωτικών επικοινωνιών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.
Το Δικαστήριο απέδωσε μεγάλη σημασία στο γεγονός ότι η επέμβαση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της ιδιότητός του ως μέλους πολιτικού κόμματος, επισημαίνοντας τον ουσιαστικό ρόλο των πολιτικών κομμάτων στις δημοκρατικές κοινωνίες. Επιπλέον, υπενθύμισε ότι ο ρόλος του ποινικού δικαστηρίου, περιοριζόταν στο να διαπιστώσει αν συνέτρεχαν τα στοιχεία των φερόμενων αδικημάτων και, σε καταφατική περίπτωση, να επέβαλε την κατάλληλη ποινική κύρωση. Το Δικαστήριο επανέλαβε περαιτέρω ότι δεν μπορούσε να πάρει τη θέση των εθνικών αρχών στην αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης, ούτε μπορούσε να αποφασίσει σχετικά με την ποινική ευθύνη των φερόμενων ως δραστών.
Λαμβάνοντας υπόψη το περιθώριο εκτίμησης του εναγόμενου κράτους, το Δικαστήριο δε μπόρεσε να διακρίνει ότι οι εγχώριες αρχές δεν παρείχαν επαρκή προστασία του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και της αλληλογραφίας του προσφεύγοντος και κατόπιν αυτού δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.