ΕΔΔΑ-Απόφαση ΑΕΑ κατά Ελλάδας-Καθυστέρηση πρόσβασης στη διαδικασία ασύλου

Κείμενο απόφασης στα γαλλικα: hudoc.echr.coe.int

Ανεπίσημη περίληψη

Πραγματικά περιστατικά:

Η υπόθεση αφορά έναν Σουδανό υπήκοο ο οποίος έφθασε στην Ελλάδα (Νερονήσι Πάτμου) τον Απρίλιο του 2009 και καταγράφηκε ως U.H., υπήκοος Σομαλίας. Κατά το χρόνο αυτό, η Κυβέρνηση ισχυρίσθηκε ότι του χορηγήθηκε φυλλάδιο με τα δικαιώματά του, ο ίδιος όμως ισχυρίσθηκε ότι δεν έλαβε τέτοιο φυλλάδιο. Στη συνέχεια, διατάχθηκε η απέλασή του, χωρίς κράτηση (τελικώς), καθώς δεν θεωρήθηκε ύποπτος φυγής και διατάχθηκε να εγκαταλείψει τη χώρα εντός τριάντα ημερών. Αναχώρησε για την Αθήνα και προσπαθούσε να υποβάλει ανεπιτυχώς αίτηση χορήγησης ασύλου από Απρίλιο του 2009 έως τον Ιούλιο του 2012, καθώς η αίτησή του δεν καταγράφονταν. Στο διάστημα αυτό, αναγνωρίσθηκε ως πρόσφυγας από την Υπατη Αρμοστία του ΟΗΕ και το αίτημά του στήριξαν πολλές ΜΚΟ, καθώς διαπιστώθηκε (ιατρικώς) ότι είχε υποβληθεί σε βασανιστήρια στο Σουδάν γιατί μετείχε σε κίνημα κατά της κυβέρνησης. Ωστόσο, παρά τα αιτήματα και τις παρεμβάσεις του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες προκειμένου να καταγραφεί το αίτημά του, τελικώς αυτό κατέστη εφικτό στις 25-7-2012 και εξετάσθηκε από την Επιτροπή Ασύλου το Μάρτιο 2013. Ενώπιον της Επιτροπής εμφανίσθηκε ο αιτών και ανέπτυξε τα επιχειρήματά του, τελικώς όμως η αίτησή του απορρίφθηκε τον Ιούλιο 2013 και ο αιτών άσκησε έφεση. Η έφεση απορρίφθηκε το Νοέμβριο 2015. Στο μεταξύ, σε άγνωστο χρόνο, ο αιτών έφυγε από τη χώρα και εγκαταστάθηκε στη Γαλλία. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα, ο αιτών εργάσθηκε περιστασιακά στο Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες (συνολικά έλαβε 334 ευρώ), γιατί είχε απορρίφθεί αίτημά του για χορήγηση άδειας εργασίας και δεν μπορούσε να γίνει κανονική πρόσληψή και έλαβε μικρή οικονομική βοήθεια από ΜΚΟ (260 ευρώ). 

Κρίση του Δικαστηρίου:

Όσον αφορά την καταγγελία του προσφεύγοντος βάσει του άρθρου 13 της ΕΣΔΑ, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ,

 Σχετικά με το παραδεκτό, το Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς της Κυβέρνησης περί μη εξάντλησης των εσωτερικών ενδίκων μέσων, δεδομένου ότι ο αιτών δεν άσκησε κατάλληλη και αποτελεσματική προσφυγή καθώς δεν υπέδειξε το ένδικο βοήθημα που θα μπορούσε να ασκηθεί κατά της μη δυνατοτήτας πρόσβασης στη διαδικασία ασύλου για μεγάλο χρονικό διάστημα. Περαιτέρω, το Δικαστήριο απορρίψε τους λόγους που προβλήθηκαν από  την Κυβέρνησης σχετικά με τη μη τήρηση του κανόνα των έξι μηνών από τη σύλληψη και την απέλασή του, θεωρώντας ότι καθώς η αίτηση ασύλου κατέστη δυνατό να υποβληθεί στις 25-7-2012, δηλαδή μετά την άσκηση της προσφυγής στο ΕΔΔΑ, η εν λόγω εξαίρεση δεν βρίσκει εφαρμογή. Τέλος, το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό ότι ο αιτών δεν έφερε την ιδιότητα του θύματος, καθώς δεν ήταν το ίδιο άτομο με τον U.H. που καταγράφηκε αρχικώς, για το λόγο ότι από τα στοιχεία (ιδίως δε τα έγγραφα της διαδικασίας αίτησης ασύλου) προέκυπτε ότι ήταν το ίδιο άτομο.

Ως προς την ουσία, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε ο αιτών, περιλαμβανομένων των ιατρικών εγγράφων που πιστοποιούν την ιδιότητά του ως θύματος βασανιστηρίων, απέδειξαν ότι prima facie αυτός πιθανον να αντιμετώπιζε  κίνδυνο να υποστεί μεταχείριση αντίθετη με το  άρθρο 3, σε περίπτωση επιστροφής του στο Σουδάν, υπογραμμίζοντας βεβαίως ότι δεν μπορεί να υποκαταστήσει τα εθνικά Δικαστήρια στην εκτίμηση του εν λόγω κινδύνου. Σημειώνοντας ότι η υπόθεση αφορά την αδυναμία του αιτούντος να υποβάλει αίτηση ασύλου στην Αθήνα, το Δικαστήριο παρέπεμψε στις εκθέσεις της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (UNHCR) και αρκετών ΜΚΟ που επισημαίνουν τις σοβαρές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι αιτούντες άσυλο κατά τη διαδικασία υποβολής της αίτησης στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στο Περιφερειακό Ασύλου Γραφείο στην Αττική. Το Δικαστήριο υπενθύμισε επίσης τα συμπεράσματά του στο M.S.S. κατά του Βελγίου και της Ελλάδας σχετικά με τις συστημικές ελλείψεις του ελληνικού συστήματος ασύλου εκείνη την εποχή καθώς και ότι ενώ είχε θεσπιστεί εσωτερική νομοθεσία που εξασφάλιζε το ανασταλτικό αποτέλεσμα ενός διορθωτικού μέτρου, δεν είχε αλλάξει τίποτα όσον αφορά την αδυναμία εγγραφής της αίτησης στην περιοχή της Αττικής.

Εξάλλου, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι το διεθνές δίκαιο σύμφωνα με την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καθώς και το εσωτερικό δίκαιο αναγνώρισαν το δικαίωμα υποβολής αίτησης χορήγησης ασύλου και ότι η Οδηγία για τις διαδικασίες ασύλου που μεταφέρθηκε στην ελληνική νομοθεσία απαιτεί από τις αρχές να εξασφαλίσουν  ώστε κάθε ενήλικας να έχει το δικαίωμα να υποβάλει σχετική αίτηση. Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι παρά τις ρητές αυτές υποχρεώσεις, ο αιτών δεν είχε τη δυνατότητα να ζητήσει άσυλο στις αρμόδιες αρχές, αφού η πρόσβαση στην Αττική ήταν εξαιρετικά περιορισμένη, αν όχι αδύνατη.

Το Δικαστήριο τόνισε, επίσης, ότι η δυνατότητα υποβολής αίτησης ασύλου στην πράξη αποτελεί προϋπόθεση για την αποτελεσματική προστασία των ατόμων που χρήζουν διεθνούς προστασίας. Εάν η πρόσβαση στη διαδικασία ασύλου δεν διασφαλίζεται από τις εθνικές αρχές, οι αιτούντες άσυλο δεν μπορούν να επωφεληθούν από τις εγγυήσεις που παρέχονται  στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, επιτρέποντας την ανά πάσα στιγμή κράτησή τους. Εν προκειμένω, ο αιτών δεν ήταν σε θέση να υποβάλει αίτηση ασύλου για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, λόγω των ελλείψεων στη διαδικασία ασύλου, και ως εκ τούτου, το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 13 της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ.

Επίσης, ο αιτών ισχυρίσθηκε ότι παραβιάσθηκε το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, καθόσον, αφενός μεν όφειλε να έχει σταθερή διαμονή για τα τρία χρόνια που παρέμεινε στην Ελλάδα, ωστόσο, παρότι καταγράφηκε ως άτομο χωρίς σταθερή διαμονή, κι άρα ήταν γνωστό στις αρχές ότι δεν είχε κατοικία, δεν του παρασχέθηκε καμία βοήθεια, αφετέρου δε, δεν έλαβε άδεια εργασίας κι άρα τα μοναδικά του εισοδήματα αυτό το διάστημα ήταν από την εργασία του ύψους 334 ευρώ και από το βοήθημα που έλαβε ύψους 260 ευρώ. Το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του, δεχόμενο τα επιχειρήματα της Κυβέρνησης ότι ο αιτών δεν υπέβαλε καμία αίτηση βοήθειας στις αρμόδιες αρχές υποστηρίζοντας ότι βρίσκεται σε κατάσταση απόλυτης ένδειας. Εξάλλου, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι μόνη η  χορήγηση άδειας εργασίας δεν ήταν ικανή να αλλάξει αυτό το γεγονός.

Για την παραβίαση του άρθρου 13, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ επιδικάσθηκε αποζημίωση ύψους 2.000 ευρώ για ηθική βλάβη, εκ των 10.000 που ζήτησε συνολικά ο αιτών.

 

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *