ΑΠΟΦΑΣΗ
Donev κατά Βουλγαρίας της 26.10.2021 (αρ. προσφ.72437 /11)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Καθήκον δικαστών για αμερόληπτη, δίκαιη και αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης.
Ο προσφεύγων δικαστής και Πρόεδρος δικαστηρίου απολύθηκε από το σώμα με αμετάκλητη απόφαση του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου γιατί διέπραξε παραβάσεις κατά την απονομή της δικαιοσύνης. Ειδικότερα δίκασε υπόθεση παρόλο που το δικαστήριο του δεν είχε την απαιτούμενη κατά τόπον αρμοδιότητα, ανέθεσε την υπόθεση στον εαυτό του κατά παράβαση των κανόνων για την τυχαία κατανομή των υποθέσεων, και αποφάνθηκε υπέρ του ενάγοντος. Επίσης απήλλαξε τον ενάγοντα από την καταβολή δικαστικού ενσήμου, παρόλο που η αξία της διαφοράς ανέρχονταν σε πολλά εκατομμύρια λέβ. Το αρμόδιο όργανο για πειθαρχικές παραβάσεις δικαστών, το SJC, αποφάσισε κατά πλειοψηφία την απόλυση του. Η απόφαση αυτού του οργάνου επικυρώθηκε από τα διοικητικά Δικαστήρια. Ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή για παραβίαση της δίκαιης δίκης όσον αφορά τις αποφάσεις του SJC και των εγχώριων δικαστηρίων και παραβίαση της ιδιωτικής του ζωής.
Το Στρασβούργο θεώρησε το SJC, κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου, ως δικαστικό όργανο επί του οποίου ίσχυαν οι εγγυήσεις του άρθρου 6. Ωστόσο το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε προφανή προσωπική μεροληψία εκ μέρους οποιωνδήποτε συγκεκριμένων μελών του SJC. Επιπλέον το Δικαστήριο επισήμανε ότι ο προσφεύγων δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι δικαστές ήταν προκατειλημμένοι, σημειώνοντας ότι δεν υπήρχε έλλειψη ανεξαρτησίας και αμεροληψίας στο Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο. Επιπλέον, η δικαστική εποπτεία από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο είχε συμβάλει στη διασφάλιση της συμμόρφωσης από το SJC με τους διαδικαστικούς κανόνες και είχε διασφαλίσει τη νομιμότητα των αποφάσεών του. Συνοψίζοντας τα παραπάνω, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 της Σύμβασης ως προς αυτό.
Όσον αφορά την καταγγελία του για παραβίαση της ιδιωτικής ζωής λόγω της απόλυσης του , το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι οι εγχώριες αρχές είχαν δικαιολογήσει την απόφαση με εκτίμηση της σοβαρότητας των πλημμελειών που διέπραξε ο προσφεύγων, δηλαδή αφενός, τις καταστροφικές συνέπειες για το κύρος της δικαστικής εξουσίας, και από την άλλη πλευρά, την παρατεταμένη αδυναμία του προσφεύγοντος να συμμορφωθεί στις υποχρεώσεις του ως προέδρου δικαστηρίου κατά την ανάθεση υποθέσεων. Έκρινε ότι η πειθαρχική κύρωση της απόλυσης που του επιβλήθηκε ήταν ανάλογη των παραβάσεων που διέπραξε κατά συνέπεια δεν διαπίστωσε παραβίαση της ιδιωτικής του ζωής (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ).