ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 660/2020
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄ΤΡΙΜΕΛΕΣ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24 Οκτωβρίου 2019 με δικαστές τους: Ανδρέα Θεοδωρίδη, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Μαρία Σιμιτσή, Ελισσάβετ Βαλάση (Εισηγήτρια), Πρωτοδίκες Δ.Δ. και γραμματέα την Πηνελόπη – Θεοφανία Καρικοπούλου, δικαστική υπάλληλο,
για να δικάσει την αγωγή με αρ. κατ/σης στο Δικαστήριο …./28.2.2013 (Γ.Α.Κ …../13.3.2006 Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθήνας),
των: 1. ….και 2….., οι οποίοι δεν εμφανίστηκαν μεν στο ακροατήριο, ωστόσο από τα από 12.9.2011 και 17.4.2019 έγκυρα ιδιωτικά έγγραφά τους προκύπτει ότι ενέκριναν την άσκηση της αγωγής,
κατά του Ελληνικού Δημοσίου και της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας, που εκπροσωπούνται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε με την από 22.10.2019 δήλωση, του αρ. 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, της Παρέδρου του ΝΣΚ Μαρίας Γραμματικάκη.
Εξάλλου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο παραστάθηκε ο Δευτεροβάθμιος Οργανισμός Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία «Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας», όπως νομίμως εκπροσωπείται, με την από 23.10.2019 δήλωση, του αρ. 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, του πληρεξουσίου δικηγόρου, Αθανασίου Ζαρκάδα.
Μετά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Η κρίση του είναι η εξής:
1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, η οποία με την 12917/2012 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας παραπέμφθηκε στο παρόν Δικαστήριο ως κατά τόπον αρμόδιο, οι ενάγοντες ζητούν να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο και η Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, όπως καταβάλουν στον καθένα τους ποσό 58.208,505 ευρώ, ως αποζημίωση κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., για την υλική ζημία που υπέστησαν από την παράνομη, κατά τους ισχυρισμούς τους, ανάκληση του …../27.4.2004 εγγράφου του Δασάρχη Λαμίας με το …./19.1.2005 έγγραφο της Διεύθυνσης Δασών Νομού Φθιώτιδας και το …./16.2.2005 έγγραφο του Δασαρχείου Λαμίας και συνακόλουθα την ανάκληση της …./26.11.2004 χορηγηθείσας σ’ αυτούς οικοδομικής άδειας με την αρ. …./28.2.2005 απόφαση της Διεύθυνσης Χωροταξίας και Πολεοδομικών Εφαρμογών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Φθιώτιδας. Τα παραπάνω ποσά ζητούνται νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής (30.6.2006) και μέχρι πλήρους εξόφλησης.
2. Επειδή, στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α’ 97), ορίζεται στο άρθρο 71 ότι: «1. Αγωγή μπορεί να ασκήσει εκείνος ο οποίος έχει κατά του Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου χρηματική αξίωση από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου. 2. …» και, στο άρθρο 72, ότι: «Η αγωγή ασκείται κατά του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, που είναι υπόχρεο προς ικανοποίηση της κατά την παρ. 1 του προηγούμενου άρθρου αξίωσης».
3. Επειδή, εξάλλου, με το πρώτο άρθρο του ν. 2218/1994 (Α’ 90) ιδρύθηκαν οι Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις ως δευτεροβάθμιοι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ενώ με τον ν.3852/2010 «Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης – Πρόγραμμα Καλλικράτης» (Α΄ 87), με έναρξη ισχύος από 01.01.2011 (άρθρο 286), συστάθηκαν οι Περιφέρειες ως δευτεροβάθμιοι Ο.Τ.Α. και οι Αποκεντρωμένες Διοικήσεις, ως ενιαίες μονάδες για τις αποκεντρωμένες υπηρεσίες του κράτους που ασκούν γενική αποφασιστική αρμοδιότητα στις κρατικές υποθέσεις της περιφέρειας τους. Ειδικότερα, στον προαναφερόμενο νόμο ορίζεται στο άρθρο 3 ότι: «1. Οι περιφέρειες είναι αυτοδιοικούμενα κατά τόπο νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και αποτελούν το δεύτερο βαθμό τοπικής αυτοδιοίκησης. 2. … 3. Συνιστώνται οι εξής περιφέρειες:… η) Στερεάς Ελλάδας, η οποία περιλαμβάνει τους Νομούς Βοιωτίας, Ευβοίας, Ευρυτανίας, Φθιώτιδος και Φωκίδος. …. . Κάθε νομός αποτελεί και περιφερειακή ενότητα και κάθε πρωτεύουσα νομού είναι έδρα της αντίστοιχης περιφερειακής ενότητας».
4. Επειδή, εν προκειμένω, η μια εκ των φερόμενων ως ζημιογόνων πράξεων, ήτοι η …./28.2.2005 ανακλητική απόφαση, έχει εκδοθεί από όργανο της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Φθιώτιδας , κατά της οποίας δεν στράφηκαν οι ενάγοντες, παρά μόνο κατά του Ελληνικού Δημοσίου του οποίου ενιαία αποκεντρωμένη μονάδα διοίκησης και όχι αυτοτελές νομικό πρόσωπο συνιστούσε, κατά τον κρίσιμο χρόνο άσκησης της αγωγής, η κρατική Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας [και ήδη Αποκεντρωμένη Διοίκηση Θεσσαλίας – Στερεάς Ελλάδας – άρθρα 6 παρ. 1 ii, 280 και 283 παρ. 4 του ν.3852/2010 (ΦΕΚ Α΄87)], κατά της οποίας επίσης στρέφεται η αγωγή. Συνεπώς, εσφαλμένα κλήθηκε και παρέστη κατά τη συζήτηση της κρινόμενης αγωγής η Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας, που συνεστήθη δια των παρ. 1 και παρ. 3 περ. η΄ του άρθρου 3 του ως άνω ν. 3852/2010 ως αυτοδιοικούμενο κατά τόπο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, καθώς δε νομιμοποιείται παθητικά στην παρούσα δίκη. Για τον λόγο συνεπώς αυτόν, πρέπει η παράστασή της να κηρυχθεί απαράδεκτη και να αποβληθεί αυτή από τη δίκη, κατά τον αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο λόγο.
5. Επειδή, περαιτέρω, οι ενάγοντες νομίμως ομοδικούν, σύμφωνα με το άρθρο 115 παρ. 1 και 3 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (ΦΕΚ Α΄ 97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), στηρίζοντας τις αξιώσεις τους σε όμοια κατά τα ουσιώδη πραγματική και νομική βάση, η δε υπό κρίση αγωγή, για την οποία καταβλήθηκε το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου (σχετ. τα 349007, 098907, 277874 και 106198/26.9.2011 σειράς Α’ έντυπα δικαστικού ενσήμου και το κατατεθέν στις 17.4.2019 υπόμνημα των εναγόντων), αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και εν γένει παραδεκτώς και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στην ουσία της ως προς το μέρος που αφορά πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου.
6. Επειδή, έχει παγίως κριθεί, ότι, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 117 παρ.3 του Συντάγματος, 38 παρ.1 και 41 παρ. 1 του ν. 998/1979 (Α΄289), κάθε αποψιλούμενη δασική έκταση, δημόσια ή ιδιωτική, κηρύσσεται υποχρεωτικώς αναδασωτέα με μόνη την αντικειμενική διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων που προβλέπει η ως άνω συνταγματική διάταξη, η δε απόφαση περί αναδασώσεως πρέπει να αιτιολογείται ως προς το χαρακτηρισμό της έκτασης ως δάσους ή δασικής έκτασης (ΣτΕ 2939/2014, 4612/2011, 2843/2008, 1289/2008, 3882/2004, 895/2003 κ.ά.). Περαιτέρω, έχει παγίως κριθεί, οι προαναφερόμενες διατάξεις θεσπίζουν για πρώτη φορά ειδική ενδικοφανή διαδικασία για το χαρακτηρισμό μιας εκτάσεως ως δασικής ή μη, προς το σκοπό της επιλύσεως του σχετικού ζητήματος κατά τρόπο δεσμευτικό τόσο για τη Διοίκηση όσο και για τους ενδιαφερόμενους ιδιώτες. Η διαδικασία κινείται είτε αυτεπαγγέλτως από τον αρμόδιο δασάρχη είτε κατόπιν αιτήσεως από τον ενδιαφερόμενο ιδιώτη είτε κατόπιν παραπομπής του ζητήματος από δημόσια αρχή, σε κάθε όμως περίπτωση ο δασάρχης υποχρεούται να ακολουθήσει τη διαδικασία του νόμου και δεν έχει την ευχέρεια να διατυπώσει απλώς προσωπική αντίληψη πληροφοριακού χαρακτήρα. Έτσι ο δασάρχης οφείλει να εκδώσει προσηκόντως αιτιολογημένη απόφαση, σύμφωνα με τα κριτήρια του νόμου, περαιτέρω δε υποχρεούται να κοινοποιήσει την απόφασή του στον υποβαλόντα τη σχετική αίτηση ιδιώτη ή δημόσια αρχή και να τηρήσει τις διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπονται στο νόμο. Η απόφαση του δασάρχη τελειούται ως διοικητική πράξη, από της εκδόσεως και αποστολής της στον ενδιαφερόμενο ιδιώτη ή τον οικείο οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως, μετά δε την κατά τον τρόπο αυτό τελείωση της πράξεως, δεν δικαιούται πλέον ο δασάρχης να επανέλθει επί της υποθέσεως ανακαλώντας ή τροποποιώντας τη απόφασή του, η οποία υπόκειται μόνο εις ακύρωση ή μεταρρύθμιση από τις αρμόδιες επιτροπές κατά τη θεσπιζόμενη από το νόμο ενδικοφανή διαδικασία. Λαμβανομένου όμως υπ’ όψη του δεσμευτικού χαρακτήρα της αποφάσεως και της ανάγκης προστασίας των δασών, οι έννομες συνέπειες, ως προς το χαρακτηρισμό εκτάσεως ως δασικής ή μη, επέρχονται, κατά την ορθή έννοια και το σκοπό του νόμου, μόνον από της τηρήσεως όλων των διατυπώσεων δημοσιότητας, οπότε γίνεται ευρύτερα γνωστή η εξενεχθείσα κρίση και καθίσταται δυνατή η αμφισβήτησή της από τον οικείο Νομάρχη και τους τρίτους ενώπιον των αρμόδιων επιτροπών. Έτσι η απόφαση του δασάρχη προσβάλλεται από τον ενδιαφερόμενο ιδιώτη στην πρωτοβάθμια Επιτροπή μέσα σε δύο μήνες από την κοινοποίησή της σε αυτόν, ενώ δεν δύναται να χρησιμοποιηθεί ενώπιον άλλης δημόσιας αρχής, όπου ανακύπτει ως προκριματικό το ζήτημα του χαρακτήρα της εκτάσεως, πριν από την τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας. Προς τούτο ο ενδιαφερόμενος ιδιώτης οφείλει να προσκομίσει ενώπιον της οικείας δημόσιας αρχής, όπου επικαλείται την απόφαση του δασάρχη, τα οικεία αποδεικτικά στοιχεία της τοιχοκολλήσεως και δημοσιεύσεως (βεβαίωση δημοτικής ή κοινοτικής αρχής, φύλλο Εφημερίδας), δυνάμενος και να επισπεύσει ο ίδιος τις διατυπώσεις δημοσιότητας σε περίπτωση αμέλειας του δασάρχη. Οίκοθεν νοείται ότι, σε περίπτωση ανατροπής της αποφάσεως του δασάρχη από την πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια επιτροπή, η τυχόν εκδοθείσα διοικητική πράξη από άλλη δημόσια αρχή επί τη βάσει της ακυρωθείσης ή τροποποιηθείσης αποφάσεως του δασάρχη, υπόκειται υποχρεωτικώς εις ανάκληση.
7. Επειδή, ο Εισαγωγικός Νόμος του Αστικού Κώδικα ορίζει στο άρθρο 105 ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος…». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνον από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξης ή από τη μη νόμιμη παράλειψη έκδοσης τέτοιας πράξης, αλλά και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή από παραλείψεις οφειλόμενων νόμιμων υλικών ενεργειών αυτών, εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις συνάπτονται με την οργάνωση και λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών. Εξάλλου, υπάρχει ευθύνη του Δημοσίου, πληρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, όχι μόνον όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνου του παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης (ΣτΕ 2669/2015, 4133/2011, 1019/2008, 2741/2007, 2796/2006 7μ). Ο κατά τα ανωτέρω παράνομος χαρακτήρας της ζημιογόνου πράξης, παράλειψης ή υλικής ενέργειας αρκεί για να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη του Δημοσίου, χωρίς να απαιτείται και η διαπίστωση πταίσματος του οργάνου του (ΣτΕ 1413/2006 7μ). Απαραίτητη, πάντως, προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης είναι, μεταξύ άλλων, η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας του δημόσιου οργάνου και της ζημίας που επήλθε. Αιτιώδης δε σύνδεσμος υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή η παράλειψη είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη) και μπορεί αντικειμενικά κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (βλ. ΣτΕ 473/2011, 322/2009 7μ, 334/2008 7μ, 1024/2005, πρβλ. ΑΠ 425/2006). Εξάλλου, η διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου έχει ως προϋπόθεση την παρεμβολή άλλων μεταγενεστέρων όλως εξαιρετικών και απρόβλεπτων γεγονότων, ιδίως δε ενέργειες τρίτων προσώπων (ΣτΕ 2776/2016, 4410-22/2015, 3124/2011, ΑΠ 999/2010). Οι ως άνω προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς (βλ. ΣτΕ 2668/2015, 1828/2020, 322/2009).
8. Επειδή, παράλληλα, η αρχή της νομιμότητας επιβάλλει στη Διοίκηση την ανάκληση κάθε παράνομης διοικητικής πράξης, ενώ η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης απαιτεί τη διατήρηση της ισχύος της ευμενούς για τον καλόπιστο διοικούμενο πράξης. Σύνθεση των αρχών αυτών συνιστούν οι γενικές αρχές της ανάκλησης των διοικητικών πράξεων, σύμφωνα με τις οποίες και οι ευμενείς διοικητικές πράξεις ανακαλούνται, εάν είναι παράνομες, μέσα σε εύλογο χρόνο από την έκδοση τους (βλ. ΣτΕ Ολομ. 2403/1997, ΣτΕ 3578/2014, 2309/2009, 3423/2008, 3557/2007, 227/2006), ο οποίος (εύλογος χρόνος), ελλείψει αντίθετης διάταξης, δεν μπορεί πάντως να είναι μικρότερος των πέντε ετών από την έκδοση της ανακλητέας πράξης, σύμφωνα με το άρθρο μόνο του α.ν. 261/1968 (Α’ 12) [βλ. ΣτΕ 177/2009, 4276,168/2005, 172,527,629,1887,1971/2002 κ.ά.].
9. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Οι ενάγοντες, δυνάμει του υπ’ αρ. …../1.10.2004 συμβολαίου αγοραπωλησίας της Συμβολαιογράφου……., το οποίο μεταγράφηκε νομίμως στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Λαμίας στις 4.10.2004, απέκτησαν κατ’ ισομοιρίαν έναντι τιμήματος 2.033,43 ευρώ από την……., η οποία εκπροσωπείτο από τον……., την πλήρη κυριότητα ενός εκτός σχεδίου πόλης, ζώνης και οικισμού αγροτεμαχίου, κειμένου στη θέση «…..» της κτηματικής περιφέρειας Αγριλιάς του Δημοτικού Διαμερίσματος Λυγαριάς του Δήμου Λαμιέων, επιφάνειας 2.013,70 τ.μ., προκειμένου να ανεγείρουν επ’ αυτού οικοδομή. Στο 5ο φύλλο του συμβολαίου αυτού αναφερόταν ότι «[…] το πωλούμενο αγροτεμάχιο δεν προέρχεται από κατάτμηση μεγαλύτερης έκτασης ιδιοκτησίας της, δεν αποτελεί δασική ή αναδασωτέα έκταση, ούτε προέρχεται από αγροτική αποκατάσταση και β) το μεταβιβαζόμενο ακίνητο δεν είναι δάσος ή δασική έκταση, ούτε έχει κηρυχθεί αναδασωτέο, σύμφωνα με το αρ. 280 του ΝΔ 86/1969, ούτε έχει καταστραφεί από πυρκαγιά τα τελευταία τριάντα (30) χρόνια, σύμφωνα με το άρθρο 35 του Ν. 998/1979», ενώ στο 6ο φύλλο ότι «υπέμνησα στους συμβαλλομένους: […] τις διατάξεις του Αγροτικού και Δασικού Κώδικα […], που απαγορεύουν την ανέγερση οικοδομών και την πώληση σε ορισμένα ακίνητα». Στο συμβόλαιο αυτό προσαρτήθηκαν σε φωτοαντίγραφα το …/21.4.2004 έγγραφο της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας (Διεύθυνση Αγροτικής Ανάπτυξης, Τμήμα Εποικισμού Αναδασμού) και το …./27.4.2004 έγγραφο της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας (Δασαρχείο Λαμίας), από τα οποία προέκυπτε, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο συμβόλαιο, ότι το τμήμα 187 της οριστικής διανομής του έτους 1958 του κτήματος «Ανατολικής – Δυτικής Δαϊτσάς – Αγριλιάς» εκτάσεως 127 στρεμμάτων εξαιρέθηκε από την επιτροπή απαλλοτρίωσης υπέρ των ιδιοκτητών και χαρακτηρίστηκε από την ίδια επιτροπή ως λιβάδιον και καταχωρήθηκε στο από 1.10.1965 απόσπασμα του κτηματολογικού πίνακα με τον χαρακτηρισμό «Πίναξ 3 Λιβάδια – Ιδιοκτησία» στο όνομα…… Η Διεύθυνση Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Φθιώτιδας, αιτήσει των εναγόντων, αφού έλαβε υπ’ όψιν της τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, σύμφωνα με το οποίο η εν θέματι έκταση δεν έχει δασικό χαρακτήρα, προχώρησε στην έκδοση της …./26.11.2004 οικοδομικής άδειας. Οι τελευταίοι συνήψαν στη συνέχεια δανειακή σύμβαση ύψους 176.000 ευρώ με την Εμπορική Τράπεζα και ξεκίνησαν τις εργασίες κατασκευής διώροφης οικοδομής, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην προαναφερθείσα οικοδομική άδεια. Ωστόσο και ενώ είχε ήδη ξεκινήσει η κατασκευή του φέροντος οργανισμού, η Διεύθυνση Δασών της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας, σε συνέχεια της …./28.11.2004 έγγραφης καταγγελίας του «….», εξέδωσε το …../9.12.2004 έγγραφο, με το οποίο έδινε την εντολή στο Δασαρχείο Λαμίας να επιληφθεί άμεσα της υπόθεσης, ενεργώντας σύμφωνα με τους νόμους περί προστασίας των δασών και δασικών εκτάσεων. Το Δασαρχείο Λαμίας με το …../16.12.2004 έγγραφό του ζήτησε περαιτέρω οδηγίες από τη Διεύθυνση Δασών της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας προκειμένου να ξεκινήσει τις διαδικασίες ανάκλησης των εκδοθεισών διοικητικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένου του …../27.4.2004 εγγράφου του. Η Διεύθυνση Δασών με το …../21.12.2004 έγγραφό της ανέφερε ότι το επίδικο τμήμα δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο της απαλλοτριωτικής διαδικασίας και ως εκ τούτου εξαιρέθηκε της απαλλοτρίωσης, δηλαδή δεν εμπίπτει στις εξαιρεθείσες υπέρ ιδιοκτητών εκτάσεις και συνεπώς η εν λόγω έκταση δεν υπάγεται στις διαδικασίες του ν. 3147/2003 και ως εκ τούτου το ……/27.4.2004 έγγραφο καθίσταται μη σύννομο και η έκταση υπάγεται στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, και ότι, σε κάθε περίπτωση, η ευρύτερη έκταση έχει κηρυχθεί αναδασωτέα με την 3482/11.11.1998 απόφαση του Διευθυντή Δασών Νομού Φθιώτιδας, η οποία επικυρώθηκε με την 2122/2000 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Κατόπιν τούτου, το Δασαρχείο Λαμίας με το …./24.12.2004 έγγραφό του ανακάλεσε το …../27.4.2004 έγγραφό του ως μη σύννομο, με επιφύλαξη, το έγγραφο δε αυτό κοινοποιήθηκε στη Διεύθυνση Χωροταξίας (Τμήμα Πολεοδομίας και Πολεοδομικών Εφαρμογών) της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Φθιώτιδας, προκειμένου η τελευταία να διερευνήσει την τυχόν παραγωγή διοικητικών εγγράφων ως απόρροια του πλέον ανακληθέντος …./27.4.2004 εγγράφου και σε καταφατική περίπτωση να εφαρμόσει τις προβλεπόμενες πολεοδομικές διατάξεις, ενημερώνοντάς το σχετικά επί των ενεργειών της. Ακολούθως, η Διεύθυνση Δασών Νομού Φθιώτιδας με το …/19.1.2005 έγγραφό της ανακάλεσε χωρίς επιφύλαξη το …../27.4.2004 έγγραφο του Δασαρχείου Λαμίας και με το …./16.2.2005 έγγραφό της, που κοινοποίησε στη Διεύθυνση Περιβάλλοντος και Χωροταξίας Φθιώτιδας, ζήτησε την ανάκληση της …../26.11.2004 οικοδομικής άδειας, αφού πρόκειται για έκταση που κρίθηκε αμετάκλητα αναδασωτέα από το Συμβούλιο της Επικρατείας και οι ενάγοντες υποχρεώθηκαν σε οριστική διακοπή των εργασιών ανέγερσης οικοδομής. Επιπλέον, το Δασαρχείο Λαμίας με το …../16.2.2005 έγγραφό του ανακάλεσε χωρίς επιφύλαξη το …../27.4.2004 πληροφοριακό έγγραφο έκδοσής του. Τελικά, με την …./28.2.2005 απόφαση της Διεύθυνσης Χωροταξίας και Πολεοδομικών Εφαρμογών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Φθιώτιδας η εκδοθείσα στο όνομα των εναγόντων …./26.11.2004 οικοδομική άδεια ανεκλήθη ως μη νόμιμη για τους εκεί αναλυτικά αναφερόμενους λόγους, ενώ με την …../4.8.2005 απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας αποφασίστηκε η κατεδάφιση του ήδη κατασκευασθέντος τμήματος της οικοδομής.
10. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή οι ενάγοντες εξιστορούν ότι το έτος 2004, έχοντας αποφασίσει να αγοράσουν στην πόλη της Λαμίας και εκτός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου πόλεως ένα αγροτεμάχιο προκειμένου να ανεγείρουν επ’ αυτού οικοδομή, πληροφορήθηκαν ότι πωλείται από την ……ένα ακίνητο έκτασης ….. τ.μ. στη θέση «…..» της κτηματικής περιφέρειας «Αγριλιάς» του Δ.Δ. Λυγαριάς του Δήμου Λαμιέων. Σχετικά με την επικείμενη πώληση οι ενάγοντες δέχθηκαν τη διαβεβαίωση της ως άνω ιδιοκτήτριας, αλλά και του αντιπροσώπου της, ….., ότι το προς πώληση ακίνητο αποτελούσε μεν τμήμα μείζονος ιδιοκτησίας της οικογένειας ….. που περιλαμβανόταν σε ευρύτερη έκταση 127 στρεμμάτων (Τεμάχιο …), που είχε απαλλοτριωθεί με την Ε. 46254/27.12.1954 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας προς αποκατάσταση ακτημόνων, πλην όμως είχε εξαιρεθεί της απαλλοτρίωσης γιατί είχε χαρακτηριστεί «λιβάδι», ότι το ακίνητο αυτό δεν αποτελούσε μέρος δασικής έκτασης και προς απόδειξη του αγροτικού χαρακτήρα του ανωτέρω ακινήτου επιδείχθηκαν στους ενάγοντες αφ’ ενός το …../21.4.2004 έγγραφο του Διευθυντή της Διεύθυνσης Αγροτικής Ανάπτυξης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Φθιώτιδας, που εκδόθηκε επί σχετικής αίτησης του …..(σύμφωνα με το έγγραφο αυτό, η έκταση του Τεμαχίου … είχε διαχωριστεί με το από 10.10.1958 πρωτόκολλο οριστικού διαχωρισμού της αρμόδιας Επιτροπής Οριστικού Διαχωρισμού ως μη υποκείμενη σε απαλλοτρίωση και συνεπώς τα εδάφη της έκτασης αυτής, εάν δεν υπάγονται στην προστασία του αρ. 15 του ν. 1734/1987 δεν μπορούν να χαρακτηριστούν εκ νέου ως δασικά) και αφ’ ετέρου το …./2004 έγγραφο του Δασάρχη Λαμίας, το οποίο ομοίως εκδόθηκε επί σχετικής αίτησης του Νικολάου Λασπιά (σύμφωνα με το έγγραφο αυτό, το προαναφερθέν Τεμάχιο …. εξαιρέθηκε υπέρ των ιδιοκτητών, χαρακτηρίστηκε ως «λιβάδι», καταχωρήθηκε στον «Πίνακα 3 Λιβάδια Ιδιοκτησία….» και δεν εμπίπτει στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας). Ύστερα από την επίδειξη των ανωτέρω εγγράφων οι ενάγοντες, αφού σχημάτισαν την πεποίθηση ότι το προς πώληση ακίνητο δεν έχει δασικό χαρακτήρα, και κατόπιν προφορικών διαβεβαιώσεων τόσο του Δασαρχείου Λαμίας και της Διεύθυνσης Αγροτικής Ανάπτυξης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Φθιώτιδας, όσο και της Διεύθυνσης Χωροταξίας και Περιβάλλοντος του Νομού Φθιώτιδας, ότι το επίμαχο ακίνητο δεν ήταν δασικό και ήταν οικοδομήσιμο, προέβησαν χωρίς τη σύμπραξη δικηγόρου στην αγορά τού κατ’ ισομοιρίαν με το …./1.10.2004 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου….. Ακολούθως, κατόπιν αίτησης των τελευταίων, εκδόθηκε η …./26.11.2004 άδεια οικοδομής της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Φθιώτιδας και δυνάμει αυτής, και αφού προηγουμένως έλαβαν από την Εμπορική Τράπεζα στεγαστικό δάνειο ύψους 176.000 ευρώ, ξεκίνησαν τις εργασίες κατασκευής διώροφης οικοδομής. Ωστόσο, τον Φεβρουάριο του έτους 2005, και ενώ είχε ξεκινήσει η κατασκευή του φέροντος οργανισμού της εν λόγω οικοδομής, εκδόθηκε η …./28.2.2005 απόφαση της Διευθύντριας της Διεύθυνσης Χωροταξίας και Πολεοδομικών Εφαρμογών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Φθιώτιδας, με την οποία ανακλήθηκε η ως άνω …/26.11.2004 οικοδομική άδεια ως μη νόμιμη. Η ανακλητική αυτή πράξη είχε ως έρεισμα την προηγηθείσα ανάκληση ως μη νομίμων αφ’ ενός μεν του …/2004 εγγράφου του Δασάρχη Λαμίας (σχετ. το …/19.1.2005 έγγραφο του Διευθυντή Δασών Φθιώτιδας, στο οποίο αναφέρεται ότι το ακίνητο που απέκτησαν οι ενάγοντες περιλαμβανόταν σε τμήμα επιφάνειας 15.820 τ.μ. της ευρύτερης έκτασης του ως άνω Τεμαχίου 187, η οποία είχε κηρυχθεί αναδασωτέα με την 3482/11.11.1998 απόφαση του Διευθυντή Δασών Φθιώτιδας), αφ’ ετέρου δε του …./21.4.2004 εγγράφου του Διευθυντή της Διεύθυνσης Αγροτικής Ανάπτυξης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Φθιώτιδας (σχετ. το …./29.12.2004 έγγραφο του Διευθυντή της ίδιας Διεύθυνσης, όπου γίνεται δεκτό ότι η επίμαχη έκταση δεν εξαιρέθηκε της απαλλοτρίωσης κατά την έννοια της παρ. 7 του αρ. 1 του ν. 3147/2003). Μετην υπό κρίση αγωγή τους οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι η ανάκληση τόσο των …./2004 και …./21.4.2004 εγγράφων του Δασάρχη Λαμίας και του Διευθυντή της Διεύθυνσης Αγροτικής Ανάπτυξης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Φθιώτιδας αντίστοιχα, όσο και της …./26.11.2004 οικοδομικής άδειας της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Λαμίας, συνεπεία των οποίων υποχρεώθηκαν σε οριστική διακοπή των εργασιών και επίκειται, επίσης και η κατεδάφιση του ήδη ανεγερθέντος τμήματος της οικοδομής, είναι παράνομες διότι η έκταση εντός της οποίας κείται το ακίνητό τους (Τεμάχιο …), αντίθετα με όσα έγιναν δεκτά στα εν λόγω ανακλητικά έγγραφα, έχει πράγματι εξαιρεθεί της απαλλοτρίωσης που είχε κηρυχθεί με την Ε 46254/27.12.1954 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, σε κάθε δε περίπτωση ότι η ανάκληση των ως άνω εγγράφων των δασικών υπηρεσιών καθώς και της οικοδομικής άδειας που είχε εκδοθεί στο όνομά τους, έλαβε χώρα κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, αφού ανατρέπονται έννομες σχέσεις που είχαν γεννηθεί στο μεταξύ (αγορά του επίμαχου ακινήτου, σύναψη στεγαστικού δανείου και έναρξη κατασκευής οικοδομής). Συνεπεία δε της παραπάνω παρανομίας οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι υπέστησαν ζημία, ζητούν δε, κατ’ επίκληση της διάταξης του αρ. 105 του ΕισΝΑΚ, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στον καθένα από αυτούς για την αποκατάσταση της θετικής περιουσιακής ζημίας τους, το ποσόν των 58.208,50 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Πιο συγκεκριμένα, τα αιτούμενα κονδύλια αναλύονται ως εξής: α) 32.663 ευρώ για την απομείωση της αξίας του εν θέματι αγροτεμαχίου (πραγματική τιμή αγοράς 52.800 ευρώ, ήτοι 26,23 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο έναντι 10 ευρώ το τετραγωνικό μέτρο που είναι η τωρινή αξία αυτού, μετά την παράνομη, κατά τους ισχυρισμούς τους, ανάκληση του …./27.4.2004 εγγράφου του Δασαρχείου Λαμίας και τη συνακόλουθη αδυναμία ανοικοδόμησής και μεταβίβασης της επίδικης έκτασης) β) 8.000 ευρώ στον μηχανικό …. ως αμοιβή για την εκπόνηση μελετών και επίβλεψης της οικοδομής τους και τέλη έκδοσης της οικοδομικής άδειας, γ) 1.450 ευρώ στην Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδας ως έξοδα για τη σύναψη στεγαστικού δανείου, το οποίο δεν θα ελάμβαναν εάν γνώριζαν ότι το επίδικο αγροτεμάχιο υπαγόταν στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, δ) 1.673,24 ευρώ στο Υποθηκοφυλακείο Λαμίας για την εγγραφή υποθήκης επί του εν λόγω αγροτεμαχίου για την εξασφάλιση της απαίτησης της τράπεζας, ε) 472 ευρώ στον ….για την εκτέλεση χωματουργικών εργασιών για τη θεμελίωση της οικοδομής, ζ) 12.831 ευρώ στην «…» για την αγορά οικοδομικών υλικών για την κατασκευή του φέροντος οργανισμού της οικοδομής τους, η) 12.732,62 ευρώ στην «….» για την αγορά οπλισμένου σκυροδέματος, θ) 9.450,50 ευρώ ως αμοιβή στο εργασθέν εργατοτεχνικό προσωπικό, συμπεριλαμβανομένης της εισφοράς στο ΙΚΑ, ι) 740,05 ευρώ στην ΔΕΥΑΛ για τη σύνδεση του αγροτεμαχίου με το δίκτυο ύδρευσης, ια) 720,11 ευρώ στη ΔΕΗ για την παροχή εργοταξιακού ηλεκτρικού ρεύματος, και ιβ) 35.684,19 ευρώ στην Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδας, που αντιστοιχεί στους τόκους της συναφθείσας σύμβασης στεγαστικού δανείου ποσού 176.000 ευρώ, διαρκείας 20 ετών και αντί συνολικού επιτοκίου 3,92% (2% βασικό + περιθώριο 1,80% + εισφορά του ν. 128/1975 0,12%), εξοφλητέου σε ισόποσες μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, καταβλητέας της πρώτης στις 20.1.2005 και της τελευταίας στις 20.1.2020. Προς απόδειξη των ισχυρισμών τους οι ενάγοντες προσάγουν μετ’ επικλήσεως αντίγραφα όλων των προμνημονευθεισών διοικητικών πράξεων, το συμβόλαιο με το οποίο απέκτησαν κατ’ ισομοιρίαν και κατά πλήρη κυριότητα το επίμαχο αγροτεμάχιο, καθώς επίσης και παραστατικά των δαπανών στις οποίες προέβησαν για την έκδοση οικοδομικής άδειας στο επίδικο εκτός σχεδίου ακίνητο και την ανοικοδόμησή του (ενδεικτικά, δαπανών για την έκδοση οικοδομικής άδειας, για τη σύνδεση του ακινήτου με το δίκτυο ύδρευσης και ηλεκτροδότησης, για την πραγματοποίηση εργασιών εκσκαφής, για την αγορά οικοδομικών υλικών, αποδείξεις είσπραξης του αρχιτέκτονα…., προσωρινά γραμμάτια είσπραξης εισφορών του ΙΚΑ μέσω αναλυτικής περιοδικής δήλωσης, αποδείξεις παροχής υπηρεσιών του Υποθηκοφυλακείου Λαμίας, έγγραφα σχετικά με τη σύναψη δανειακής σύμβασης με την Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος).
11. Επειδή, το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο με το υπόμνημά του αρνείται και αποκρούει την κρινόμενη αγωγή στο σύνολό της. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρει ότι η επίδικη έκταση των 2.013,70 τ.μ. ευρίσκεται εντός ευρύτερης έκτασης 15.820 τ.μ. που είχε κηρυχθεί αναδασωτέα με την 3482/11.11.1998 (Δ’ 989) απόφαση του Διευθυντή Δασών Φθιώτιδας, η οποία στη συνέχεια κατέστη αμετάκλητη με την 2122/2000 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, απορριπτομένης της αιτήσεως ακυρώσεως που άσκησε κατά αυτής ο….. Τονίζει, μάλιστα, ότι ο …..στο πλαίσιο αμφισβήτησης του χαρακτήρα της έκτασης υπέβαλε εκ νέου αιτήσεις ανάκλησης της απόφασης αναδάσωσης (στις 16.3.2000 και στις 5.2.2004 προς τη Διεύθυνση Δασών Στερεάς Ελλάδας) και χαρακτηρισμού της έκτασης ως μη δασικής (8.5.2000 προς το Δασαρχείο Λαμίας), οι οποίες δεν ευοδώθηκαν. Το Ελληνικό Δημόσιο, επιπλέον, αναφέρει ότι το εν λόγω τεμάχιο …., το οποίο αναφέρεται ως «λιβάδι» στην 57/1956 απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Λαμίας δεν αποτέλεσε αντικείμενο της απαλλοτριωτικής διαδικασίας και δεν εξαιρέθηκε υπέρ των ιδιοκτητών με τις διατάξεις του ν. 2185/1952, εξαίρεση η οποία τελεί υπό τις προϋποθέσεις του αρ. 26 του ν. 2040/1992, με συνέπεια να μην υπάγεται στις διατάξεις του ν. 3107/2003. Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι η ανάκληση του προαναφερθέντος εγγράφου του Δασαρχείου Λαμίας με το …./24.12.2004 έγγραφό του δεν συνιστά παράνομη ενέργεια των οργάνων του Δημοσίου, αντιθέτως, τα τελευταία όφειλαν να ανακαλέσουν την παράνομη πράξη, το οποίο μάλιστα έπραξαν εντός 8 μηνών από την έκδοσή του, χωρίς η ενέργεια αυτή να συνιστά παρανομία κατά τα οριζόμενα στο αρ. 105 του ΕισΝΑΚ και χωρίς να κωλύεται από τις εν τω μεταξύ δημιουργηθείσες πραγματικές καταστάσεις. Άλλωστε, το ανακληθέν έγγραφο (…./2004 του Δασάρχη Φθιώτιδας) έχει πληροφοριακό χαρακτήρα, μη εισάγον κατά τούτο ατομική ρύθμιση για λογαριασμό του ενδιαφερομένου διοικουμένου, ενώ η αρμοδιότητα για τον χαρακτηρισμό έκτασης ως δασικής ή μη ανήκει αποκλειστικά στον αρμόδιο Δασάρχη και σε περίπτωση αμφισβήτησης στις Επιτροπές Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων και εν τέλει στο Συμβούλιο της Επικρατείας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα αρ. 10 και 14 του ν. 998/1979. Τέλος, τονίζει ότι δεν υφίσταται παράνομη πράξη του οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου που να συνδέεται αιτιωδώς με ζημία των εναγόντων, αλλά, αντιθέτως, η αποκατάσταση της όποιας ζημίας θα πρέπει να αναζητηθεί από την δικαιοπάροχό τους – πωλήτρια της επίδικης έκτασης στο πλαίσιο της ενοχικού δικαίου μεταξύ τους σχέσης, πολλώ δεν μάλλον με δεδομένο ότι κατά την σύναψη του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου εμφανίστηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου ο….., με την ιδιότητα του πληρεξουσίου της υπέργηρης πωλήτριας, ο οποίος είχε πλήρη γνώση τόσο του δασικού χαρακτήρα της έκτασης, όσο και των δικαστικών αποφάσεων που επικύρωναν τον δασικό χαρακτήρα αυτής. Επιπλέον, το Ελληνικό Δημόσιο προβάλλει ένσταση συντρέχοντος πταίσματος των εναγόντων σε ποσοστό 99%, αφού, παρά το γεγονός ότι – αναποδείκτως – ισχυρίζονται ότι μετέβησαν στις αρμόδιες υπηρεσίες, ουδέποτε ζήτησαν την έκδοση πράξης που να αναφέρει ότι το συγκεκριμένο ακίνητο που ενδιαφέρονται να αγοράσουν δεν ήταν δάσος και ότι οι αρμόδιες δασικές υπηρεσίες δεν προέβαλαν δικαιώματα επ’ αυτού, έγγραφο απαραίτητο που πρέπει να συνοδεύει, μεταξύ άλλων, τη συμβολαιογραφική πράξη μεταβίβασης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο αρ. 280 παρ. 3 του ν. δ. 86/1969, όπως τροποποιήθηκε με το αρ. 13 του ν.δ. 996/1971. Τέλος, αρνείται την ύπαρξη ζημίας των εναγόντων στο σύνολό της το μεν ως αναπόδεικτες, το δε ως μη συνδεόμενες αιτιωδώς με τη φερόμενη ως παράνομη ενέργεια, ενώ σε κάθε περίπτωση επισημαίνει ότι ουδεμία μείωση της αξίας της επίδικης έκτασης έλαβε χώρα, αφού αυτή ανέκαθεν ήταν δάσος και άρα μη οικοδομήσιμη, τα έξοδα δανείου και υποθήκης αφορούν σε υποκειμενικές επιλογές των εναγόντων, ενώ σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συντελεσμένη η ζημία που αφορά σε ποσό μελλοντικών τόκων έως το έτος 2025, η οικοδομή δεν έχει κατεδαφιστεί και οι όποιες ζημίες που αναφέρονται σε τιμολόγια και λοιπά παραστατικά αναφέρονται σε χρόνο μεταγενέστερο της γνώσης από πλευράς των εναγόντων της διεκδίκησης της έκτασης από το Ελληνικό Δημόσιο ως δασικής.
12. Επειδή, με βάση τα όσα προαναφέρθηκαν, καταρχάς δεν στοιχειοθετείται αποζημιωτική ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου για την έκδοση της μιας εκ των φερόμενων ως ζημιογόνων πράξεων και συγκεκριμένα για την αρ…../28.2.2005 απόφαση με την οποία ανακλήθηκε η χορηγηθείσα στους ενάγοντες οικοδομική άδεια, διότι η ανακλητική αυτή απόφαση αποτελεί πράξη άλλου νομικού προσώπου, ήτοι της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Φθιώτιδας, κατά της οποίας άλλωστε, όπως αναφέρθηκε στη σκ. 4 της παρούσας, δεν στράφηκαν οι ενάγοντες. Περαιτέρω, ως προς τις λοιπές – φερόμενες ως ζημιογόνες – πράξεις, ήτοι αυτές των δασικών υπηρεσιών, το Δικαστήριο λαμβάνει υπ’ όψη ότι: α) η επίμαχη εκτός σχεδίου έκταση των 2.013,70 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «….», στην κτηματική περιφέρεια Αγριλιάς του Δημοτικού Διαμερίσματος Λυγαριάς του Δήμου Λαμιέων, αποτελεί τμήμα ευρύτερης έκτασης 15.820 τ..μ., η οποία είχε κηρυχθεί αναδασωτέα με την 3482/11.11.1998 απόφαση του και δημοσιεύθηκε νομίμως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Δ’ 989), κατέστη δε αμετάκλητη με την 2122/2000 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, β) η περί κηρύξεως έκτασης ως αναδασωτέας απόφαση του Δασάρχη μετά την νόμιμη τελείωσή της, η οποία λαμβάνει χώρα με τη δημοσίευση αυτής, μαζί με τα σχετικά τοπογραφικά διαγράμματα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, στερεί από τον τελευταίο το δικαίωμα να επανέλθει επί της υποθέσεως ανακαλώντας ή τροποποιώντας αυτήν, γ) η διαδικασία που ακολουθείται σε αυτές τις περιπτώσεις, και μέχρι τη σύνταξη δασικών χαρτών, είναι η προβλεπόμενη στο αρ. 14 του ν. 998/1979, και ο Δασάρχης είναι υποχρεωμένος να την ακολουθήσει, χωρίς να έχει την ευχέρεια να διατυπώσει απλώς προσωπική αντίληψη πληροφοριακού χαρακτήρα (ΟλΣτΕ 1038/1988), ενώ, σε περίπτωση ανατροπής της απόφασης του Δασάρχη, τυχόν εκδοθείσες από άλλη δημόσια αρχή διοικητικές πράξεις επί της βάσει της τροποποιηθείσας απόφασης του Δασάρχη υπόκεινται υποχρεωτικά σε ανάκληση. Ενόψει τούτων και στο πλαίσιο του παρεμπίπτοντος ελέγχου που ασκεί το Δικαστήριο επί της νομιμότητας διοικητικών πράξεων για τις οποίες δεν υφίσταται δεδικασμένο όταν εκδικάζει αγωγές αδικοπραξίας (αρ. 80 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας), κρίνει ότι το …../27.4.2004 πληροφοριακό έγγραφο του Δασαρχείου Λαμίας με θέμα «Χαρακτήρας έκτασης», με το οποίο ενημερωνόταν ο δικαιοπάροχος των εναγόντων ότι το τμήμα …. της οριστικής διανομής του 1958 του κτήματος «Ανατολικής – Δυτικής Δαϊτσάς – Αγριλιάς» εκτάσεως 127 στρεμμάτων – μέρος του οποίου αποτελούσε το αγροτεμάχιο που αγόρασαν οι ενάγοντες – δεν διεπόταν από τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, είναι παράνομο, καθώς μ’ αυτό επιχειρούνταν η defacto ανάκληση της περί αναδάσωσης απόφασης. Κατά συνέπεια, νομίμως και εντός ευλόγου χρόνου ανακλήθηκε με τις φερόμενες ως ζημιογόνες πράξεις, ήτοι το …/19.1.2005 έγγραφο της Διεύθυνσης Δασών Νομού Φθιώτιδας και την …./16.2.2005 απόφαση του Δασαρχείου Λαμίας. Περαιτέρω δε, ενόψει του ότι το ανακληθέν έγγραφο του Δασάρχη Λαμίας είχε, κατά τα ανωτέρω, πληροφοριακό χαρακτήρα και δεν ήταν εκτελεστό, υπό την έννοια της μονομερούς θέσπισης ατομικού κανόνα δικαίου και κατ’ επέκταση της δημιουργίας προστατευτέας από το δίκαιο έννομης κατάστασης, δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει, από μόνο του, προστατευτέες από τον νόμο πραγματικές καταστάσεις υπέρ των εναγόντων σε σχέση με τη δυνατότητα ανοικοδόμησης του ακινήτου που επρόκειτο να αποκτήσουν, σε αντίθεση με τα όσα αυτοί διατείνονται στην υπό κρίση αγωγή τους περί παραβίασης της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης τους προς τη δράση της Διοίκησης. Τέλος, σε κάθε περίπτωση, οι ανακλητικές αυτές πράξεις των δασικών υπηρεσιών δεν συνδέονται αιτιωδώς με τις ζημίες που επικαλούνται οι ενάγοντες ότι υπέστησαν από την διακοπή των οικοδομικών εργασιών και την απομείωση της αξίας του ακινήτου τους λόγω της αδυναμίας μελλοντικής ανοικοδόμησής αυτού, αφού τούτες αποτελούν απόρροια της έκδοσης της αρ…../28.2.2005 ανακλητικής – της χορηγηθείσας οικοδομικής άδειας- απόφασης της Δ/νσης ΠΕΧΩ της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Φθιώτιδας, κατά της οποίας, όμως, όπως έγινε ήδη δεκτό, δεν στρέφεται η αγωγή. Κατόπιν των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν στοιχειοθετείται εν προκειμένω παράνομη πράξη ή παράλειψη των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου, κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ και, συνεπώς, είναι απορριπτέα τα όσα περί του αντιθέτου προβάλλονται με την αγωγή.
13. Επειδή, κατ’ ακολουθία, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταπέσει το καταβληθέν τέλος δικαστικού ενσήμου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 277 παρ. 9 του Κ.Δ.Δ. (πρβλ. ΣτΕ 2607/2013 7μ. – ΔΕΑ 3431, 3386, 1766/2016, ΔΕφΘεσ/νίκης 1640/2016, 181/2014). Τέλος, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων της δίκης, οι ενάγοντες πρέπει να απαλλαγούν από τα δικαστικά έξοδα του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 275 παρ.1 ΚΔΔ).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Κηρύσσει άκυρη την παράσταση της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας και αποβάλλει αυτήν από τη δίκη.
Απορρίπτει την αγωγή.
Διατάσσει την κατάπτωση του καταβληθέντος τέλους δικαστικού ενσήμου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.
Απαλλάσσει τους ενάγοντες από τα δικαστικά έξοδα του Ελληνικού Δημοσίου.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στη Λαμία στις 23.9.2020 και στις 11.11.2020 και δημοσιεύτηκε στις 16.12.2020 στον ίδιο τόπο σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση του Δικαστηρίου.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ