44 Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, όταν ένα ζήτημα ρυθμίζεται πλήρως με εναρμονισμένο τρόπο σε επίπεδο Ένωσης, κάθε εθνικό μέτρο σχετικό με το ζήτημα αυτό πρέπει να αξιολογείται υπό το πρίσμα των διατάξεων του εν λόγω μέτρου πλήρους εναρμόνισης, και όχι των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Μαρτίου 2013, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C-216/11, EU:C:2013:162, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 10ης Απριλίου 2014, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, C-115/13, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:253, σκέψη 38).
45 Επ’ αυτού διαπιστώνεται ότι η οδηγία 92/83 εναρμόνισε πλήρως τις διαρθρώσεις των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στην αλκοόλη και τα αλκοολούχα ποτά εντός της Ένωσης. Έτσι, σύμφωνα με τα άρθρα 19 και 21 της εν λόγω οδηγίας, τα κράτη μέλη καθορίζουν, σύμφωνα με την οδηγία 92/84, τον ίδιο καταρχήν συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης για όλα τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης για την αιθυλική αλκοόλη, ενώ οι εξαιρέσεις, οι οποίες επιτρέπουν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στα κράτη μέλη να καθορίζουν τον εν λόγω συντελεστή σε επίπεδο κατώτερο του ελάχιστου συντελεστή, προβλέπονται με ακρίβεια στα άρθρα 22 και 23 της οδηγίας 92/83 (πρβλ. απόφαση της 10ης Απριλίου 2014, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, C-115/13, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:253, σκέψεις 38 και 39).
46 Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο της εκτίμησης των αιτιάσεων που προβάλλει η Επιτροπή, το Δικαστήριο πρέπει να περιοριστεί στην ερμηνεία των οδηγιών 92/83 και 92/84.
47 Εν προκειμένω, βάσει της επίμαχης εθνικής νομοθεσίας, στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγουν οι επιχειρήσεις απόσταξης, οι αποκαλούμενοι «συστηματικοί αποσταγματοποιοί», εφαρμόζεται συντελεστής ειδικού φόρου κατανάλωσης μειωμένος κατά 50 % σε σχέση με τον κανονικό εθνικό συντελεστή, ενώ τα αλκοολούχα ποτά που εισάγονται από άλλα κράτη μέλη υπόκεινται στον κανονικό συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης.
48 Όσον αφορά την προβλεπόμενη στο άρθρο 23 της οδηγίας 92/83 εξαίρεση από την αρχή η οποία απορρέει από τα άρθρα 19 και 21 της εν λόγω οδηγίας και επιτάσσει την εφαρμογή του ίδιου συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης σε όλα τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης επί της αιθυλικής αλκοόλης, η εν λόγω εισάγουσα παρέκκλιση διάταξη αναφέρεται σαφώς, ως προς την Ελληνική Δημοκρατία, μόνο σε ένα «αλκοολούχο ποτό με άνισο», δηλαδή το ούζο.
49 Ως κατά παρέκκλιση διάταξη που καθιερώνει καθεστώς εξαίρεσης από τη γενική αρχή του καθορισμού των συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης, το άρθρο 23, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας πρέπει να ερμηνεύεται στενά.
50 Όσον αφορά τις ειδικές απαλλαγές ή τις μειώσεις συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης που προβλέπονται στην οδηγία 92/83 για ορισμένες κατηγορίες ποτών, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών της εν λόγω οδηγίας καθώς και του γράμματος της δέκατης έβδομης αιτιολογικής της σκέψης, η οποία κάνει λόγο για απαγόρευση της στρέβλωσης του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν είχε την πρόθεση να επιτρέψει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν, κατά τη διακριτική τους ευχέρεια, καθεστώτα που παρεκκλίνουν από τα προβλεπόμενα στην οδηγία 92/83 (απόφαση της 10ης Απριλίου 2014, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, C-115/13, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:253, σκέψη 35).
51 Μολονότι από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι τα άρθρα 19 και 21 της οδηγίας 92/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 23, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι το τσίπουρο και η τσικουδιά υπόκεινται στον ίδιο συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης με όλα τα προϊόντα αιθυλικής αλκοόλης που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, δεδομένου ότι δεν αποτελούν, κατά το παρόν στάδιο της ενωσιακής νομοθεσίας, προϊόντα υπαγόμενα στο καθεστώς παρέκκλισης που προβλέπεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, της ίδιας αυτής οδηγίας, εντούτοις πρέπει να εξακριβωθεί μήπως η ερμηνεία αυτή αναιρείται από την εκτίμηση των εν λόγω διατάξεων υπό το πρίσμα του άρθρου 110 ΣΛΕΕ. Πράγματι, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, το άρθρο 23, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/83 πρέπει να ερμηνευθεί διασταλτικά, ώστε να συμπεριληφθούν στο πεδίο εφαρμογής του το τσίπουρο και η τσικουδιά.
52 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 110 ΣΛΕΕ σκοπεί στη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων μεταξύ των κρατών μελών υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού. Προς τούτο, με το εν λόγω άρθρο επιδιώκεται η κατάργηση κάθε μορφής προστασίας η οποία μπορεί να απορρέει από την επιβολή εσωτερικών φόρων εισαγόντων διακρίσεις σε βάρος των προϊόντων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη (πρβλ. απόφαση της 7ης Απριλίου 2011, Tatu, C-402/09, EU:C:2011:219, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
53 Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι το άρθρο 110, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ έχει ως σκοπό να διασφαλίσει την απόλυτη ουδετερότητα των εσωτερικών φόρων όσον αφορά τον ανταγωνισμό μεταξύ των προϊόντων που ήδη διατίθενται στην εγχώρια αγορά και των εισαγομένων προϊόντων (πρβλ. απόφαση της 7ης Απριλίου 2011, Tatu, C-402/09, EU:C:2011:219, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
54 Επομένως, από το γράμμα του άρθρου 110 ΣΛΕΕ προκύπτει σαφώς ότι η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας, την οποία επικαλείται η Ελληνική Δημοκρατία, αφορά αποκλειστικά και μόνον την ίση μεταχείριση μεταξύ εγχώριων και εισαγόμενων προϊόντων. Τα προϊόντα όμως στα οποία αναφέρεται η Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο του άρθρου 23, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/83, εν προκειμένω το ούζο καθώς και το τσίπουρο και η τσικουδιά, είναι προϊόντα εγχώριας παραγωγής.
55 Τούτου λεχθέντος, υπενθυμίζεται ότι, μολονότι το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας μπορεί να αντικατοπτρίζει, σε διαφορετικό πλαίσιο, την αρχή της ίσης μεταχείρισης (πρβλ. απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2011, The Rank Group, C-259/10 και C-260/10, EU:C:2011:719, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), εντούτοις έχει διευκρινίσει ότι η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας δεν επιτρέπει αφεαυτής τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής μιας απαλλαγής. Πράγματι, η αρχή αυτή δεν είναι κανόνας πρωτογενούς δικαίου, αλλά ερμηνευτική αρχή η οποία πρέπει να εφαρμόζεται παραλλήλως με την αρχή ότι οι απαλλαγές πρέπει να ερμηνεύονται στενά (πρβλ. απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, Deutsche Bank, C-44/11, EU:C:2012:484, σκέψη 45).
56 Όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 48 της παρούσας απόφασης, το άρθρο 23, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/83 αποτελεί εισάγουσα παρέκκλιση διάταξη η οποία είναι σαφής και ακριβής.
57 Ως εκ τούτου, η προσέγγιση της Ελληνικής Δημοκρατίας, με την οποία επιχειρείται η διασταλτική ερμηνεία της διάταξης αυτής υπό το πρίσμα του άρθρου 110 ΣΛΕΕ ώστε να συμπεριληφθούν στο πεδίο εφαρμογής της το τσίπουρο και η τσικουδιά, πρέπει να απορριφθεί.
58 Υπό τις συνθήκες αυτές, η πρώτη αιτίαση πρέπει να γίνει δεκτή.
68 Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 45 της παρούσας απόφασης, οι διαρθρώσεις των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στην αλκοόλη και τα αλκοολούχα ποτά είναι εναρμονισμένες στο εσωτερικό της Ένωσης, ιδίως όσον αφορά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν τον συντελεστή του ειδικού φόρου κατανάλωσης σε επίπεδο κατώτερο του ελάχιστου συντελεστή. Κατά συνέπεια, η δεύτερη αιτίαση πρέπει να εξεταστεί αποκλειστικά και μόνον υπό το πρίσμα των διατάξεων των οδηγιών 92/83 και 92/84, οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο του πρώτου σκέλους της.
69 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η ελληνική νομοθεσία περί ειδικών φόρων κατανάλωσης προβλέπει για το τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγουν οι μικροί αποσταγματοποιοί, οι αποκαλούμενοι «διήμεροι», φορολόγηση ύψους 59 ευρώ ανά εκατόλιτρο, η οποία είναι σημαντικά χαμηλότερη από την επιτρεπόμενη δυνάμει του άρθρου 22, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/83 μείωση κατά 50 % σε σχέση με τον ελάχιστο κανονικό συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης που έχει καθοριστεί σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/84 και ανέρχεται σε 550 ευρώ ανά εκατόλιτρο καθαρής αλκοόλης.
70 Ως προς την επιχειρηματολογία αυτή, υπενθυμίζεται καταρχάς ότι είναι πέραν πάσης αμφιβολίας ότι, όσον αφορά το τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγουν οι μικροί αποσταγματοποιοί, οι αποκαλούμενοι «διήμεροι», η ελληνική νομοθεσία περί ειδικών φόρων κατανάλωσης δεν τηρεί τους ελάχιστους συντελεστές του ειδικού φόρου κατανάλωσης για την αιθυλική αλκοόλη τους οποίους προβλέπουν τα άρθρα 19 και 21 της οδηγίας 92/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της οδηγίας 92/84.
71 Επισημαίνεται εν συνεχεία ότι η οδηγία 92/83 προβλέπει ασφαλώς ειδικές απαλλαγές ή μειώσεις συντελεστών ειδικών φόρων κατανάλωσης όσον αφορά ορισμένες κατηγορίες ποτών ή ορισμένα κράτη μέλη. Εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών της οδηγίας αυτής καθώς και του γράμματος της δέκατης έβδομης αιτιολογικής σκέψης της, όπου υπενθυμίζεται ότι το ενδεχόμενο εφαρμογής μειωμένων συντελεστών δεν πρέπει να οδηγεί σε στρέβλωση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς, συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν είχε την πρόθεση να επιτρέψει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν, κατά τη διακριτική τους ευχέρεια, καθεστώτα που παρεκκλίνουν από τα προβλεπόμενα στην οδηγία 92/83.
72 Επομένως, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, όσον αφορά τα αποτελέσματα των απαλλαγών μικρών ποσοτήτων αιθυλικής αλκοόλης στην εσωτερική αγορά, όταν ένα ζήτημα ρυθμίζεται με εναρμονισμένο τρόπο σε επίπεδο Ένωσης, κάθε εθνικό μέτρο σχετικό με το ζήτημα αυτό πρέπει να αξιολογείται υπό το πρίσμα των διατάξεων του εν λόγω μέτρου εναρμόνισης (πρβλ. απόφαση της 10ης Απριλίου 2014, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, C‑115/13, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:253, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
73 Στο πλαίσιο αυτό, οι οδηγίες 92/83 και 92/84 καθορίζουν τους ελάχιστους συντελεστές του ειδικού φόρου κατανάλωσης για την αιθυλική αλκοόλη χωρίς να εξαρτούν την εφαρμογή των συντελεστών αυτών από το αποτέλεσμα που θα μπορούσε να έχει στην αγορά η παραγωγή και η ιδιωτική κατανάλωση της εν λόγω αλκοόλης. Κατά συνέπεια, η επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η πώληση του τσίπουρου και της τσικουδιάς από ιδιώτη σε ιδιώτη δεν έχει ποτέ αποτελέσει αντικείμενο ενδοκοινοτικών συναλλαγών είναι άνευ σημασίας.
74 Όσον αφορά τέλος την επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι οι μικροί αποσταγματοποιοί, οι αποκαλούμενοι «διήμεροι», του τσίπουρου και της τσικουδιάς λειτουργούν εντός συγκεκριμένου εθνικού πλαισίου το οποίο λαμβάνει υπόψη τη μακροχρόνια παραδοσιακή πρακτική, υπογραμμίζεται ότι, μολονότι η δέκατη έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 92/83 αναφέρει ότι επιτρέπεται στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν μειωμένους συντελεστές ειδικού φόρου κατανάλωσης ή απαλλαγές για ορισμένα προϊόντα περιφερειακού ή παραδοσιακού χαρακτήρα, τούτο δεν σημαίνει εντούτοις ότι μια εθνική παράδοση μπορεί αφεαυτής να απαλλάξει τα εν λόγω κράτη μέλη από τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το δίκαιο της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 10ης Απριλίου 2014, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, C‑115/13, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:253, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
75 Χάριν πληρότητας, απομένει να διευκρινιστεί ότι μια δήλωση περιεχόμενη σε πρακτικά του Συμβουλίου Ecofin δεν είναι ικανή να ανατρέψει την ανάλυση που εκτίθεται στις σκέψεις 71 έως 74 της παρούσας απόφασης. Πράγματι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, δηλώσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια προπαρασκευαστικών εργασιών οι οποίες κατέληξαν στην έκδοση οδηγίας δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως βάση για την ερμηνεία της οδηγίας αυτής, εφόσον το περιεχόμενό τους δεν εκφράζεται στο κείμενο της επίμαχης διάταξης και, συνεπώς, δεν έχουν νομική σημασία (απόφαση της 10ης Απριλίου 2014, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, C‑115/13, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:253, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
76 Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία, καθόσον θέσπισε και εφάρμοσε νομοθεσία η οποία προβλέπει ότι, υπό τις προϋποθέσεις που η ίδια καθορίζει, το τσίπουρο και η τσικουδιά που παράγονται από τους μικρούς αποσταγματοποιούς, τους αποκαλούμενους «διήμερους», υπόκειται σε συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης ύψους 59 ευρώ ανά εκατόλιτρο, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 19 και 21 της οδηγίας 92/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 22, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής και με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/84.
77 Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι η δεύτερη αιτίαση πρέπει να γίνει δεκτή.
78 Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, διαπιστώνεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει:
– από τα άρθρα 19 και 21 της οδηγίας 92/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 23, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, καθόσον θέσπισε και διατήρησε σε ισχύ νομοθεσία η οποία προβλέπει την εφαρμογή συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης μειωμένου κατά 50 % σε σχέση με τον κανονικό εθνικό συντελεστή στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγονται από τις επιχειρήσεις απόσταξης, τους αποκαλούμενους «συστηματικούς αποσταγματοποιούς», και
– από τα άρθρα 19 και 21 της οδηγίας 92/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 22, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας και με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/84, καθόσον θέσπισε και διατήρησε σε ισχύ νομοθεσία η οποία προβλέπει, υπό τις προϋποθέσεις που η ίδια καθορίζει, την εφαρμογή σημαντικά μειωμένου συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγονται από τους μικρούς αποσταγματοποιούς, τους αποκαλούμενους «διήμερους».
Το πλήρες κείμενο της απόφασης σε curia.europa.eu