ΤΟ ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ σε: http://curia.europa.eu
42 Υπενθυμίζεται ότι, όπως συνάγεται από το άρθρο 49 ΣΕΕ, το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα κάθε ευρωπαϊκού κράτους να ζητήσει να καταστεί μέλος της Ένωσης, η Ένωση απαρτίζεται από κράτη που έχουν αποδεχθεί ελεύθερα και οικειοθελώς τις διαλαμβανόμενες στο άρθρο 2 ΣΕΕ κοινές αξίες, σέβονται τις αξίες αυτές και δεσμεύονται να τις προάγουν, οπότε το δίκαιο της Ένωσης στηρίζεται στη θεμελιώδη παραδοχή ότι κάθε κράτος μοιράζεται τις εν λόγω αξίες με όλα τα υπόλοιπα κράτη μέλη και αναγνωρίζει ότι και αυτά τις αποδέχονται όπως το ίδιο (πρβλ. απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2018, Wightman κ.λπ., C‑621/18, EU:C:2018:999, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
43 Η παραδοχή αυτή συνεπάγεται και δικαιολογεί την ύπαρξη αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών και, ιδίως, των δικαστηρίων τους ως προς την αναγνώριση των αξιών αυτών στις οποίες στηρίζεται η Ένωση και μεταξύ των οποίων καταλέγεται η αρχή του κράτους δικαίου και, επομένως, ως προς την τήρηση του δικαίου της Ένωσης που υλοποιεί τις αξίες αυτές [πρβλ. αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 30, και της 25ης Ιουλίου 2018, Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος), C‑216/18 PPU, EU:C:2018:586, σκέψη 35].
44 Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι, προκειμένου να εξασφαλισθεί η διαφύλαξη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και της αυτονομίας της έννομης τάξεως της Ένωσης, οι Συνθήκες έχουν καθιερώσει ένα δικαιοδοτικό σύστημα με σκοπό τη διασφάλιση της συνοχής και της ενότητας κατά την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 6ης Μαρτίου 2018, Achmea, C‑284/16, EU:C:2018:158, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
45 Ειδικότερα, ακρογωνιαίο λίθο του διαμορφωμένου κατ’ αυτόν τον τρόπο δικαιοδοτικού συστήματος αποτελεί η διαδικασία προδικαστικής παραπομπής του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η οποία, καθιερώνοντας τον διάλογο σε επίπεδο δικαιοδοτικών οργάνων ακριβώς μεταξύ του Δικαστηρίου και των δικαστηρίων των κρατών μελών, αποσκοπεί στη διασφάλιση της συνοχής και της ενότητας αυτής της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης, καθιστώντας, επομένως, δυνατή τη διασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητάς του και της αυτονομίας του, καθώς και, εν τέλει, του ιδιάζοντος χαρακτήρα του δικαίου που θεσπίζουν οι Συνθήκες (πρβλ. απόφαση της 6ης Μαρτίου 2018, Achmea, C‑284/16, EU:C:2018:158, σκέψη 37).
46 Τέλος, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, η Ένωση συνιστά ένωση δικαίου στο πλαίσιο της οποίας οι ιδιώτες έχουν το δικαίωμα να αμφισβητήσουν δικαστικώς τη νομιμότητα κάθε αποφάσεως ή άλλης εθνικής ρυθμίσεως σχετικής με την έναντί τους εφαρμογή πράξεως της Ένωσης [αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 25ης Ιουλίου 2018, Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος), C‑216/18 PPU, EU:C:2018:586, σκέψη 49].
47 Στο πλαίσιο αυτό, βάσει του άρθρου 19 ΣΕΕ, το οποίο συγκεκριμενοποιεί την αξία του κράτους δικαίου που μνημονεύεται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, στα εθνικά δικαστήρια και στο Δικαστήριο ανατίθεται η διασφάλιση της πλήρους εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης στο σύνολο των κρατών μελών και της ένδικης προστασίας των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο αυτό [πρβλ. αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 32, και της 25ης Ιουλίου 2018, Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος), C‑216/18 PPU, EU:C:2018:586, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
48 Στο πλαίσιο αυτό, και όπως προβλέπει το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, τα κράτη μέλη καθιερώνουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται ο σεβασμός του δικαιώματος των ιδιωτών σε αποτελεσματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης. Επομένως, στα κράτη μέλη απόκειται να προβλέπουν σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και μέσων καθώς και διαδικασιών δυνάμενων να διασφαλίσουν τον αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο στους εν λόγω τομείς (απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
49 Η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που παρέχονται στους ιδιώτες βάσει του δικαίου της Ένωσης, την οποία μνημονεύει το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, συνιστά, πράγματι, γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία απορρέει από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, έχει κατοχυρωθεί με τα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, και είναι σήμερα κατοχυρωμένη με το άρθρο 47 του Χάρτη (απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
50 Όσον αφορά το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, πρέπει να υπομνησθεί, εξάλλου, ότι η διάταξη αυτή αφορά «τους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης», ανεξαρτήτως της περιπτώσεως στην οποία τα κράτη μέλη θέτουν σε εφαρμογή το δίκαιο αυτό, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη (απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 29).
51 Αντιθέτως προς ό,τι υποστήριξαν συναφώς η Δημοκρατία της Πολωνίας και η Ουγγαρία, το γεγονός ότι τα εθνικά μέτρα μειώσεως αποδοχών τα οποία αφορούσε η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses (C‑64/16, EU:C:2018:117), είχαν ληφθεί λόγω επιτακτικών αναγκών σχετιζόμενων με την εξάλειψη του υπέρμετρου ελλείμματος του προϋπολογισμού του οικείου κράτους μέλους και στο πλαίσιο προγράμματος χρηματοδοτικής συνδρομής της Ένωσης προς το κράτος μέλος αυτό δεν είχε καμία σημασία, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 29 έως 40 της αποφάσεως εκείνης, για να προκριθεί η ερμηνεία βάσει της οποίας το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ ετύγχανε εφαρμογής στην οικεία υπόθεση. Πράγματι, η κρίση αυτή στηρίχθηκε στο γεγονός ότι το εθνικό δικαστήριο το οποίο αφορούσε η εν λόγω απόφαση, συγκεκριμένα δε το Tribunal de Contas (Ελεγκτικό Συνέδριο, Πορτογαλία), εδύνατο, υπό την επιφύλαξη διακριβώσεως ανατεθείσας στο αιτούν στο πλαίσιο της υποθέσεως εκείνης δικαστήριο, να αποφαίνεται, ως δικαιοδοτικό όργανο, επί ζητημάτων απτομένων της εφαρμογής ή της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης και εμπιπτόντων, επομένως, σε τομείς που διέπονται από το δίκαιο αυτό (πρβλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 40).
52 Επιπλέον, μολονότι, όπως υπενθυμίζουν η Δημοκρατία της Πολωνίας και η Ουγγαρία, η οργάνωση της δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών εμπίπτει στην αρμοδιότητά τους, εντούτοις, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το δίκαιο της Ένωσης (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 13ης Νοεμβρίου 2018, Raugevicius, C‑247/17, EU:C:2018:898, σκέψη 45, και της 26ης Φεβρουαρίου 2019, Rimšēvičs και ΕΚΤ κατά Λεττονίας, C‑202/18 και C‑238/18, EU:C:2019:139, σκέψη 57) και, ειδικότερα, από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ (πρβλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 40). Επιπλέον, απαιτώντας από τα κράτη μέλη να τηρούν κατ’ αυτόν τον τρόπο τις ως άνω υποχρεώσεις, ουδόλως η Ένωση επιδιώκει να ασκήσει η ίδια την εν λόγω αρμοδιότητα ούτε, επομένως και αντιθέτως προς ό,τι διατείνεται η Δημοκρατία της Πολωνίας, να την οικειοποιηθεί.
53 Τέλος, όσον αφορά το πρωτόκολλο αριθ. 30, επισημαίνεται ότι δεν αφορά το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και υπενθυμίζεται, κατά τα λοιπά, ότι το πρωτόκολλο αυτό δεν θέτει εν αμφιβόλω την εφαρμογή του Χάρτη ως προς την Πολωνία και δεν έχει ως σκοπό την απαλλαγή της Δημοκρατίας της Πολωνίας από την υποχρέωση τηρήσεως των διατάξεων του Χάρτη (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, N. S. κ.λπ., C‑411/10 και C‑493/10, EU:C:2011:865, σκέψεις 119 και 120).
54 Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ επιβάλλει σε όλα τα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η αποτελεσματική δικαστική προστασία, κατά την έννοια, ιδίως, του άρθρου 47 του Χάρτη, στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 14ης Ιουνίου 2017, Online Games κ.λπ., C‑685/15, EU:C:2017:452, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
55 Ειδικότερα, κάθε κράτος μέλος οφείλει, βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, να διασφαλίζει ότι τα όργανα τα οποία εντάσσονται, ως «δικαστήρια», υπό την έννοια του δικαίου της Ένωσης, στο εθνικό σύστημα ενδίκων βοηθημάτων στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης πληρούν τις απαιτήσεις περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας [αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 37, και της 25ης Ιουλίου 2018, Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος), C‑216/18 PPU, EU:C:2018:586, σκέψη 52].
56 Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο) ενδέχεται να κληθεί να αποφανθεί επί ζητημάτων που συνδέονται με την εφαρμογή και την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης και ότι, ως «δικαστήριο», κατά την οριζόμενη από το δίκαιο της Ένωσης έννοια, εντάσσεται στο πολωνικό σύστημα ενδίκων βοηθημάτων στους «τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης», κατά το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, και, συνεπώς, πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (διάταξη της 17ης Δεκεμβρίου 2018, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C‑619/18 R, EU:C:2018:1021, σκέψη 43).
57 Προκειμένου να διασφαλισθεί ότι δικαιοδοτικό όργανο όπως το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο) δύναται να παρέχει τέτοια προστασία, η διαφύλαξη της ανεξαρτησίας του εν λόγω οργάνου έχει πρωταρχική σημασία, όπως επιβεβαιώνεται και από το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, το οποίο ανάγει την πρόσβαση σε «ανεξάρτητο» δικαστήριο σε μία από τις απαιτήσεις που συνδέονται με το θεμελιώδες δικαίωμα πραγματικής προσφυγής [πρβλ. αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 41, και της 25ης Ιουλίου 2018, Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος), C‑216/18 PPU, EU:C:2018:586, σκέψη 53].
58 Η απαίτηση αυτή περί ανεξαρτησίας των δικαιοδοτικών οργάνων, η οποία είναι άμεσα συνυφασμένη με την αποστολή του δικαστή, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, το οποίο είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τη διασφάλιση της προστασίας του συνόλου των δικαιωμάτων των οποίων απολαύουν οι πολίτες βάσει του δικαίου της Ένωσης και για την προάσπιση των κοινών αξιών των κρατών μελών οι οποίες μνημονεύονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, ιδίως δε της αξίας του κράτους δικαίου [πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος), C‑216/18 PPU, EU:C:2018:586, σκέψεις 48 και 63].
59 Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, οι εθνικοί κανόνες κατά των οποίων βάλλει η Επιτροπή με την προσφυγή της δύνανται να αποτελέσουν το αντικείμενο ελέγχου με γνώμονα το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και, επομένως, πρέπει να εξετασθεί το ζήτημα αν αποδεικνύονται οι προβαλλόμενες από το εν λόγω θεσμικό όργανο παραβάσεις της διατάξεως αυτής.
[…]
71 Η απαίτηση περί ανεξαρτησίας των δικαστηρίων της οποίας την τήρηση οφείλουν να διασφαλίζουν τα κράτη μέλη, βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, και όπως προκύπτει από τις σκέψεις 42 έως 59 της παρούσας αποφάσεως, όσον αφορά τα εθνικά δικαστήρια που, όπως το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο), καλούνται να αποφαίνονται επί ζητημάτων απτομένων της ερμηνείας και της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, περιλαμβάνει δύο πτυχές.
72 Η πρώτη, εξωτερική, πτυχή προϋποθέτει ότι το σχετικό όργανο ασκεί τα καθήκοντά του με πλήρη αυτονομία, χωρίς να υπόκειται σε οποιαδήποτε ιεραρχική σχέση ή σχέση υπαγωγής έναντι οποιουδήποτε φορέα και χωρίς να λαμβάνει εντολές ή οδηγίες οποιασδήποτε προελεύσεως και ότι, ως εκ τούτου, προστατεύεται από εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις οι οποίες θα μπορούσαν να θίξουν την ανεξάρτητη κρίση των μελών του και να επηρεάσουν τις αποφάσεις τους (απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
73 Η δεύτερη πτυχή, εσωτερικής φύσεως, είναι παρεμφερής προς την έννοια της αμεροληψίας και συναρτάται προς την τήρηση ίσων αποστάσεων ως προς τους διαδίκους και τα αντιπαρατιθέμενα συμφέροντά τους σε σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς. Η πτυχή αυτή επιτάσσει την τήρηση αντικειμενικότητας και την απουσία κάθε συμφέροντος ως προς την επίλυση της διαφοράς πέραν της αυστηρής εφαρμογής των κανόνων δικαίου [απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος), C‑216/18 PPU, EU:C:2018:586, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
74 Οι εγγυήσεις αυτές περί ανεξαρτησίας και αμεροληψίας απαιτούν την ύπαρξη κανόνων, ιδίως όσον αφορά τη σύνθεση του οργάνου, τον διορισμό των μελών του, τη διάρκεια της θητείας τους και τους λόγους εξαιρέσεως ή παύσεώς τους, ώστε οι πολίτες να μην έχουν καμία εύλογη αμφιβολία ως προς τη στεγανότητα του εν λόγω οργάνου έναντι των εξωτερικών στοιχείων και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων [αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 2006, Wilson, C‑506/04, EU:C:2006:587, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 25ης Ιουλίου 2018, Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος), C‑216/18 PPU, EU:C:2018:586, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
75 Ειδικότερα, η απαραίτητη αυτή ελευθερία των δικαστών από κάθε είδους εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις επιτάσσει, όπως έχει επανειλημμένα υπενθυμίσει το Δικαστήριο, ορισμένες εγγυήσεις για την προστασία των προσώπων στα οποία έχει ανατεθεί το δικαιοδοτικό έργο, όπως είναι η ισοβιότητα [πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος), C‑216/18 PPU, EU:C:2018:586, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
76 Η αρχή της ισοβιότητας επιτάσσει, ιδίως, να έχουν οι δικαστές τη δυνατότητα να παραμένουν στη θέση τους ενόσω δεν έχουν συμπληρώσει το υποχρεωτικό όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως ή έως τη λήξη της θητείας τους οσάκις αυτή έχει ορισμένη χρονική διάρκεια. Η εν λόγω αρχή, χωρίς να έχει εντελώς απόλυτο χαρακτήρα, επιδέχεται εξαιρέσεις μόνον εφόσον το δικαιολογούν θεμιτοί και επιτακτικοί λόγοι, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας. Ως εκ τούτου, είναι κοινώς παραδεκτό ότι οι δικαστές μπορούν να παυθούν από τα καθήκοντά τους εφόσον κριθεί ότι είναι ακατάλληλοι για την άσκησή τους λόγω αδυναμίας ή σοβαρού παραπτώματος, τηρουμένων των προσηκουσών διαδικασιών.
77 Ως προς το τελευταίο αυτό ζήτημα, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει, ακριβέστερα, ότι η απαίτηση περί ανεξαρτησίας επιτάσσει οι κανόνες που διέπουν το πειθαρχικό καθεστώς και, ως εκ τούτου, ενδεχόμενη παύση εκείνων στους οποίους έχει ανατεθεί δικαιοδοτικό έργο να περιβάλλονται τις αναγκαίες εγγυήσεις, ώστε να αποτρέπεται κάθε κίνδυνος χρήσεως αυτού του καθεστώτος ως συστήματος πολιτικού ελέγχου του περιεχομένου των δικαστικών αποφάσεων. Συνεπώς, η θέσπιση κανόνων οι οποίοι καθορίζουν, ιδίως, τόσο τις συμπεριφορές που συνιστούν πειθαρχικά αδικήματα όσο και τις εφαρμοστέες επ’ αυτών κυρώσεις, προβλέπουν την παρέμβαση ανεξάρτητου οργάνου βάσει διαδικασίας που εγγυάται πλήρως τα δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνονται στα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη, ιδίως τα δικαιώματα άμυνας, και παρέχουν τη δυνατότητα προσβολής των αποφάσεων των πειθαρχικών οργάνων ενώπιον των δικαστηρίων αποτελεί σύνολο ουσιωδών εγγυήσεων για τη διαφύλαξη της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας [απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος), C‑216/18 PPU, EU:C:2018:586, σκέψη 67].
78 Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η επίμαχη μεταρρύθμιση, η οποία προβλέπει την εφαρμογή του μέτρου περί μειώσεως του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των δικαστών του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) στους δικαστές που ήδη υπηρετούν στο δικαστήριο αυτό, έχει ως συνέπεια την πρόωρη παύση της ασκήσεως των δικαιοδοτικών καθηκόντων τους και δύναται, ως εκ τούτου, να προκαλέσει εύλογες ανησυχίες όσον αφορά την τήρηση της αρχής της ισοβιότητας των δικαστών.
79 Υπό τις συνθήκες αυτές και λαμβανομένης υπόψη της κεφαλαιώδους σημασίας της εν λόγω αρχής, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 75 έως 77 της παρούσας αποφάσεως, η εφαρμογή αυτή μπορεί να γίνει δεκτή μόνον εφόσον δικαιολογείται από θεμιτό και αναλογικού χαρακτήρα σε σχέση με την αρχή αυτή σκοπό, τούτο δε υπό τον όρο ότι δεν δύναται να προκαλέσει στους πολίτες εύλογες αμφιβολίες ως προς τη στεγανότητα του οικείου δικαιοδοτικού οργάνου έναντι εξωτερικών στοιχείων και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων.
80 Εν προκειμένω, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι η μείωση του ορίου της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των δικαστών του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) στα 65 έτη είχε ως λόγο την πρόθεση εναρμονίσεως της ηλικίας αυτής με το γενικό όριο της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, το οποίο ισχύει για το σύνολο των εργαζομένων στην Πολωνία, και βελτιστοποιήσεως, ταυτόχρονα, της ηλικιακής συνθέσεως των στελεχών του δικαστηρίου αυτού.
81 Επισημαίνεται συναφώς, κατά πρώτον, ότι το Δικαστήριο έχει, βεβαίως, δεχθεί τον θεμιτό χαρακτήρα που μπορούν να έχουν σκοποί πολιτικής στον τομέα της απασχολήσεως, όπως αυτοί που κατατείνουν, αφενός, στο να εναρμονισθούν, στο πλαίσιο των επαγγελμάτων που σχετίζονται με τη δημόσια διοίκηση, τα όρια ηλικίας της υποχρεωτικής αποχωρήσεως από την υπηρεσία, και, αφετέρου, στο να ευνοηθεί η εγκαθίδρυση μιας πιο ισορροπημένης ηλικιακής συνθέσεως καθιστώντας ευχερέστερη την πρόσβαση των νέων στο επάγγελμα, μεταξύ άλλων, του δικαστή (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Ιουλίου 2011, Fuchs και Köhler, C‑159/10 και C‑160/10, EU:C:2011:508, σκέψη 50, και της 6ης Νοεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, C‑286/12, EU:C:2012:687, σκέψεις 61 και 62).
82 Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί, πρώτον, ότι, όπως τονίζει η Επιτροπή και όπως είχε επίσης επισημάνει η ευρωπαϊκή επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη δημοκρατία μέσω της νομοθεσίας (αποκαλούμενη «επιτροπή της Βενετίας»), στα σημεία 33 και 47 της αριθ. 904/2017 γνώμης της [CDL-AD(2017)031], η αιτιολογική έκθεση του σχεδίου του νέου νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου περιέχει στοιχεία δυνάμενα να προκαλέσουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς το ότι η μεταβολή του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των εν ενεργεία δικαστών του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) οφείλεται σε τέτοιους σκοπούς και όχι στην πρόθεση να απομακρυνθεί από την ενεργό υπηρεσία συγκεκριμένη ομάδα δικαστών του εν λόγω δικαστηρίου.
83 Δεύτερον, πρέπει να υπομνησθεί ότι η μείωση του ορίου της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των δικαστών του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) οι οποίοι ήταν εν ενεργεία κατά τον χρόνο θέσεως σε ισχύ του νέου νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου συνοδεύθηκε, εν προκειμένω, από την καθιέρωση νέου μηχανισμού ο οποίος παρέχει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας τη δυνατότητα να αποφασίσει, κατά διακριτική ευχέρεια, να παρατείνει την ενεργό δικαστική υπηρεσία της οποίας η χρονική διάρκεια είχε συντομευθεί κατά τον ως άνω τρόπο, τούτο δε για δύο συνεχόμενες τριετίες.
84 Αφενός, όμως, η πρόβλεψη της δυνατότητας αυτής παρατάσεως της ενεργού δικαστικής υπηρεσίες για έξι έτη, ταυτοχρόνως με τη μείωση κατά πέντε έτη του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των δικαστών του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) οι οποίοι ήταν εν ενεργεία κατά τον χρόνο θέσεως σε ισχύ του νέου νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου δύναται να προκαλέσει αμφιβολίες ως προς ότι η επιχειρηθείσα μεταρρύθμιση είχε πράγματι ως σκοπό την εναρμόνιση του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των δικαστών αυτών με το όριο που ισχύει για το σύνολο των εργαζομένων και τη βελτιστοποίηση της ηλικιακής συνθέσεως των στελεχών του δικαστηρίου αυτού.
85 Αφετέρου, ο συνδυασμός των δύο αυτών μέτρων δύναται επίσης να ενισχύσει την εντύπωση ότι ενδέχεται, στην πράξη, να πρόκειται για πρόθεση απομακρύνσεως προκαθορισμένου μέρους των δικαστών του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου), δεδομένου ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξακολουθεί, πράγματι, ανεξαρτήτως της εφαρμογής του μέτρου της μειώσεως της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως στο σύνολο των δικαστών του εν λόγω δικαστηρίου που ήταν εν ενεργεία κατά τον χρόνο θέσεως σε ισχύ του νέου νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, να έχει τη διακριτική ευχέρεια να διατηρήσει στην ενεργό υπηρεσία μέρος των ενδιαφερομένων.
86 Τρίτον, διαπιστώνεται ότι το μέτρο της μειώσεως, κατά πέντε έτη, του ορίου της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των δικαστών του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) οι οποίοι ήταν εν ενεργεία κατά τον χρόνο θέσεως σε ισχύ του νέου νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου και το αποτέλεσμα της συντμήσεως της χρονικής διάρκειας της ασκήσεως των καθηκόντων τους λόγω του μέτρου αυτού εφαρμόσθηκαν, κατά άμεσο τρόπο, στην περίπτωση περίπου του ενός τρίτου των εν ενεργεία μελών του δικαστηρίου αυτού, περιλαμβανομένης, μεταξύ άλλων, της πρώτης προέδρου του, της οποίας η εγγυημένη από το Σύνταγμα εξαετής θητεία συντομεύθηκε επίσης εξ αυτού του γεγονότος. Όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η διαπίστωση αυτή καταδεικνύει τον δυνητικώς σημαντικό αντίκτυπο της επίμαχης μεταρρυθμίσεως ως προς τη σύνθεση και τη λειτουργική συνέχεια του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου). Όπως, όμως, επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στη σκέψη 76 των προτάσεών του, μια τέτοια μείζονος σημασίας αναδιάρθρωση της συνθέσεως ανωτάτου δικαστηρίου, λόγω μεταρρυθμίσεως αφορώσας ειδικώς το δικαστήριο αυτό, μπορεί, με τη σειρά της, να προκαλέσει αμφιβολίες ως προς τον πραγματικό χαρακτήρα της μεταρρυθμίσεως και ως προς τους σκοπούς που πράγματι επιδιώκονται με αυτήν.
87 Ως εκ τούτου, οι αμφιβολίες σχετικά με τους πραγματικούς σκοπούς της επίμαχης μεταρρυθμίσεως, οι οποίες προκύπτουν από το σύνολο των όσων προεκτέθηκαν στις σκέψεις 82 έως 86 της παρούσας αποφάσεως, δεν μπορούν να εξαλειφθούν με τα επιχειρήματα που προέβαλε η Δημοκρατία της Πολωνίας, αφενός, περί του ότι ορισμένοι εκ των εν ενεργεία δικαστών του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) τους οποίους αφορά η μεταρρύθμιση αυτή είχαν διορισθεί στη συγκεκριμένη θέση σε εποχή κατά την οποία το όριο της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των δικαστών του δικαστηρίου αυτού είχε καθορισθεί στα 65 έτη και, αφετέρου, περί του ότι ένας τέτοιος δικαστής, όταν συνταξιοδοτείται, διατηρεί, πάντως, τον τίτλο του δικαστή, εξακολουθεί να απολαύει ασυλίας και να αμείβεται, καθώς και να υπόκειται σε ορισμένους κανόνες δεοντολογίας.
88 Πράγματι, οι περιστάσεις αυτές, ακόμη και εάν γίνει δεκτό ότι έχουν αποδειχθεί, δεν δύνανται να αναιρέσουν το γεγονός ότι η συνταξιοδότηση των οικείων δικαστών συνεπάγεται την άμεση και πρόωρη, σε σχέση με ό,τι προβλεπόταν πριν από τη θέσπιση της επίμαχης μεταρρυθμίσεως, παύση της ασκήσεως των δικαιοδοτικών καθηκόντων τους.
89 Κατά δεύτερον, όπως επιβεβαίωσε η Δημοκρατία της Πολωνίας κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το γενικώς ισχύον όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των εργαζομένων, με το οποίο το κράτος μέλος αυτό διατείνεται ότι είχε την πρόθεση να εναρμονίσει το όριο της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των δικαστών του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου), δεν συνεπάγεται αυτοδίκαιη συνταξιοδότηση των εργαζομένων αυτών, αλλά απλώς το δικαίωμα, και όχι την υποχρέωση, των εργαζομένων αυτών να παύσουν να ασκούν την επαγγελματική δραστηριότητά τους και να λάβουν, στην περίπτωση αυτή, σύνταξη.
90 Υπό τις συνθήκες αυτές, η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν απέδειξε ότι το επίμαχο μέτρο αποτελεί προσήκον μέσο για την ελάττωση των διαφορών ως προς το όριο ηλικίας για την υποχρεωτική παύση της ασκήσεως δραστηριότητας όσον αφορά το σύνολο των οικείων επαγγελμάτων. Ειδικότερα, το εν λόγω κράτος μέλος δεν προέβαλε αντικειμενικό λόγο για τον οποίο, με σκοπό την εναρμόνιση του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των δικαστών του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) με το γενικό όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως που ισχύει για το σύνολο των εργαζομένων στην Πολωνία, ήταν αναγκαίο να προβλεφθεί η αυτοδίκαιη συνταξιοδότηση των εν λόγω δικαστών, με την επιφύλαξη της παρατάσεως της ενεργού δικαστικής υπηρεσίας τους την οποία αποφασίζει, κατά διακριτική ευχέρεια, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, μολονότι για τους λοιπούς εργαζομένους η συνταξιοδότηση με τη συμπλήρωση του προβλεπομένου προς τούτο εκ του νόμου ορίου ηλικίας είναι προαιρετική.
91 Κατά τρίτον, πρέπει να επισημανθεί ότι, όσον αφορά τον σκοπό της εναρμονίσεως του ορίου της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι οι εθνικές διατάξεις με τις οποίες πραγματοποιείται άμεση και σημαντική μείωση του ορίου ηλικίας υποχρεωτικής αποχωρήσεως από τη θέση δικαστή, χωρίς να προβλέπονται μεταβατικά μέτρα δυνάμενα να προστατεύσουν τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων οι οποίοι βρίσκονταν εν ενεργεία κατά τον χρόνο θέσεως σε ισχύ των διατάξεων αυτών, δεν τηρούν την αρχή της αναλογικότητας (πρβλ. απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, C‑286/12, EU:C:2012:687, σκέψεις 68 και 80).
92 Όσον αφορά την απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses (C‑64/16, EU:C:2018:117), την οποία επικαλέσθηκε επίσης η Δημοκρατία της Πολωνίας προκειμένου να δικαιολογήσει τον θεμιτό χαρακτήρα του εθνικού μέτρου κατά του οποίου βάλλει η Επιτροπή με την πρώτη αιτίασή της, πρέπει να υπομνησθεί ότι η απόφαση εκείνη αφορούσε μέτρο μειώσεως των αποδοχών των δικαστών. Στην εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο, αφού επισήμανε ότι το μέτρο αυτό της μειώσεως αποδοχών είχε χαρακτήρα τόσο περιορισμένης όσο και προσωρινής μειώσεως και ότι δεν είχε ληφθεί ειδικώς σε σχέση με τα μέλη του Tribunal de Contas (Ελεγκτικού Συνεδρίου, Πορτογαλία), αλλά, αντιθέτως, προσομοίαζε με μέτρο γενικής εφαρμογής, αποφάνθηκε ότι το άρθρο 19 ΣΕΕ έχει την έννοια ότι η αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών δεν αντιτίθεται στην εφαρμογή τέτοιου μέτρου.
93 Εξεταζόμενα, όμως, με γνώμονα την προστασία της ανεξαρτησίας των δικαστών, τα αποτελέσματα μιας τέτοιας περιορισμένης και προσωρινής μειώσεως αποδοχών ουδόλως μπορούν να συγκριθούν με εκείνα μέτρου μειώσεως του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των εν ενεργεία δικαστών, το οποίο συνεπάγεται τον τερματισμό της δικαστικής σταδιοδρομίας των ενδιαφερομένων κατά πρόωρο και οριστικό τρόπο.
94 Κατά τέταρτον, η άμεση εφαρμογή της επίμαχης μεταρρυθμίσεως στους δικαστές του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) οι οποίοι ήταν εν ενεργεία κατά τον χρόνο θέσεως σε ισχύ του νέου νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν δικαιολογείται ούτε από τη διατυπωθείσα από τη Δημοκρατία της Πολωνίας μέριμνα αποτροπής ενδεχόμενης διακρίσεως, ως προς τη χρονική διάρκεια ασκήσεως των δικαστικών καθηκόντων, μεταξύ των δικαστών αυτών και εκείνων που θα διορισθούν στο εν λόγω δικαστήριο κατόπιν της ημερομηνίας αυτής.
95 Πράγματι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, οι δύο αυτές κατηγορίες δικαστών δεν βρίσκονται σε ανάλογη κατάσταση, δεδομένου ότι μόνον η σταδιοδρομία των πρώτων θα συντομευθεί ως προς τη χρονική διάρκειά της ενώ αυτοί υπηρετούν στο Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο), οι δε δικαστές της δεύτερης κατηγορίας θα κληθούν να διορισθούν στο δικαστήριο αυτό υπό το καθεστώς της νέας νομοθεσίας με την οποία καθορίζεται ως εκ του νόμου όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως η ηλικία των 65 ετών. Επιπλέον και καθόσον η Δημοκρατία της Πολωνίας υπενόησε επίσης, με την επιχειρηματολογία της, ότι οι δικαστές που ήδη υπηρετούν στο Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο) δεν θα είχαν, αντιθέτως προς τους συναδέλφους τους που διορίζονται κατόπιν της θέσεως σε ισχύ του νέου νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τη δυνατότητα να επωφεληθούν από το νέο όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως που προέβλεψε ο νόμος αυτός, παρατηρείται ότι, όπως επισήμανε η Επιτροπή, θα ήταν θεμιτό να προβλεφθεί για τους ενδιαφερομένους η δυνατότητα να αποχωρήσουν, οικειοθελώς, από την ενεργό υπηρεσία σε περίπτωση συμπληρώσεως της ηλικίας του νέου ορίου συνταξιοδοτήσεως, χωρίς να είναι, επομένως, υποχρεωμένοι να αποχωρήσουν από αυτή.
96 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι η εφαρμογή του μέτρου της μειώσεως του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των δικαστών του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) στους εν ενεργεία δικαστές του δικαστηρίου αυτού δεν δικαιολογείται από θεμιτό σκοπό. Ως εκ τούτου, η εν λόγω εφαρμογή θίγει την αρχή της ισοβιότητας των δικαστών η οποία είναι συμφυής της ανεξαρτησίας τους.
97 Συνεπώς, η πρώτη αιτίαση της Επιτροπής, με την οποία προβάλλεται παράβαση του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, πρέπει να γίνει δεκτή.
108 Όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 72 έως 74 της παρούσας αποφάσεως, οι εγγυήσεις περί ανεξαρτησίας και αμεροληψίας των δικαστηρίων επιτάσσουν το οικείο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τα καθήκοντά του με πλήρη αυτονομία, προστατευόμενο από εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις οι οποίες θα μπορούσαν να θίξουν την ανεξάρτητη κρίση των μελών του και να επηρεάσουν τις αποφάσεις τους, τηρουμένης της αντικειμενικότητας και χωρίς να υφίσταται κανένα συμφέρον ως προς την επίλυση της διαφοράς. Οι κανόνες που έχουν ως σκοπό τη διασφάλιση αυτής της ανεξαρτησίας και αμεροληψίας πρέπει να δύνανται να διαλύσουν κάθε εύλογη αμφιβολία των πολιτών ως προς τη στεγανότητα του δικαιοδοτικού οργάνου αυτού έναντι εξωτερικών στοιχείων και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων.
109 Εν προκειμένω, πρέπει να επισημανθεί ευθύς εξαρχής ότι ο εθνικός κανόνας κατά του οποίου βάλλει η Επιτροπή με τη δεύτερη αιτίασή της δεν αφορά τη διαδικασία διορισμού υποψηφίων σε θέσεις δικαστών, αλλά τη δυνατότητα των εν ενεργεία δικαστών, οι οποίοι, επομένως, απολαύουν των εγγυήσεων που είναι συμφυείς με την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων, να εξακολουθήσουν να ασκούν τα καθήκοντα αυτά πέραν του κανονικού ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, και ότι ο κανόνας αυτός αφορά, επομένως, τις συνθήκες υπό τις οποίες εξελίσσεται και τερματίζεται η σταδιοδρομία των δικαστών αυτών.
110 Επιπλέον, μολονότι απόκειται αποκλειστικώς στα κράτη μέλη να αποφασίζουν αν θα επιτρέπουν ή όχι τέτοια παράταση της ενεργού δικαστικής υπηρεσίας πέραν του κανονικού ορίου της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, εντούτοις, οσάκις αυτά επιλέγουν να προβλέψουν τέτοιο μηχανισμό, οφείλουν να μεριμνούν ώστε οι προϋποθέσεις και οι όροι στους οποίους υπόκειται η παράταση αυτή να μην μπορούν να θίξουν την αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών.
111 Συναφώς, το γεγονός ότι ένα πολιτειακό όργανο όπως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διαθέτει την εξουσία να αποφασίζει να επιτρέψει ή όχι μια τέτοια ενδεχόμενη παράταση δεν αρκεί, βεβαίως, αφεαυτού, για να γίνει δεκτή η ύπαρξη παραβιάσεως της εν λόγω αρχής. Ωστόσο, επιβάλλεται να διασφαλισθεί ότι οι ουσιαστικές προϋποθέσεις και οι όροι της διαδικασίας για την έκδοση τέτοιων αποφάσεων δεν θα μπορούν να προκαλέσουν στους πολίτες εύλογες αμφιβολίες ως προς το ανεπηρέαστο των οικείων δικαστών από εξωτερικά στοιχεία και ως προς την ουδετερότητά τους έναντι των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων.
112 Προς τούτο, επιβάλλεται, ιδίως, οι εν λόγω προϋποθέσεις και όροι να έχουν καθορισθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι δικαστές αυτοί να προφυλάσσονται από ενδεχόμενους πειρασμούς να υποκύψουν σε εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις δυνάμενες να θέσουν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία τους (πρβλ. απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2013, D. και A., C‑175/11, EU:C:2013:45, σκέψη 103). Οι όροι αυτοί, επομένως, πρέπει, ειδικότερα, να καθιστούν δυνατό να αποκλεισθεί όχι μόνον οποιαδήποτε άμεση άσκηση επιρροής, υπό τη μορφή εντολών, αλλά και πιο έμμεσες μορφές ασκήσεως επιρροής δυνάμενες να κατευθύνουν τις αποφάσεις των οικείων δικαστών (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 16ης Οκτωβρίου 2012, Επιτροπή κατά Αυστρίας, C‑614/10, EU:C:2012:631, σκέψη 43, και της 8ης Απριλίου 2014, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, C‑288/12, EU:C:2014:237, σκέψη 51).
113 Εν προκειμένω, όμως, οι προϋποθέσεις και οι όροι της διαδικασίας από τους οποίους ο νέος νόμος περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξαρτά την ενδεχόμενη παράταση της ενεργού υπηρεσίας δικαστή του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) πέραν του κανονικού ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως δεν πληρούν τις απαιτήσεις αυτές.
114 Επισημαίνεται συναφώς, κατά πρώτον, ότι, βάσει του νέου νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η παράταση αυτή εξαρτάται πλέον από απόφαση του Προέδρου της Δημοκρατίας η οποία λαμβάνεται κατά διακριτική ευχέρεια, καθόσον η έκδοσή της, αυτή καθαυτήν, δεν διέπεται από κάποιο αντικειμενικό και επαληθεύσιμο κριτήριο, και η οποία δεν απαιτείται να είναι αιτιολογημένη. Επιπλέον, η απόφαση αυτή δεν είναι δεκτική ένδικης προσφυγής.
115 Κατά δεύτερον και όσον αφορά το ότι ο νέος νόμος περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου προβλέπει ότι το Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο καλείται να γνωμοδοτήσει προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, πριν αυτός εκδώσει την απόφασή του, η παρέμβαση, βεβαίως, του οργάνου αυτού, στο πλαίσιο διαδικασίας παρατάσεως της ενεργού υπηρεσίας δικαστή πέραν του κανονικού ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεώς του, δύναται, καταρχήν, να συμβάλει προκειμένου η διαδικασία αυτή να καταστεί αντικειμενική.
116 Ωστόσο, τούτο ισχύει μόνον εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, ιδίως δε εκείνη της ανεξαρτησίας του ίδιου του εν λόγω οργάνου έναντι της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας, καθώς και έναντι της αρχής προς την οποία καλείται να γνωμοδοτήσει, και εφόσον η γνωμοδότηση αυτή εκδίδεται βάσει αντικειμενικών και κατάλληλων κριτηρίων και είναι προσηκόντως αιτιολογημένη, έτσι ώστε να μπορεί να διαφωτίσει αντικειμενικώς την αρχή αυτή κατά την εκ μέρους της λήψη αποφάσεως.
117 Αρκεί συναφώς η διαπίστωση ότι, όπως επιβεβαίωσε η Δημοκρατία της Πολωνίας κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο, οσάκις κλήθηκε να γνωμοδοτήσει προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αρκέσθηκε, κατά κανόνα και ελλείψει κανόνα που να το υποχρεώνει να αιτιολογήσει τη γνώμη του, να εκδίδει γνωμοδοτήσεις, θετικές ή απορριπτικές, σε κάποιες περιπτώσεις άνευ αιτιολογίας και σε άλλες με αμιγώς τυπική αιτιολογία παραπέμπουσα απλώς εν γένει στη διατύπωση των κριτηρίων που καθορίσθηκαν με το άρθρο 37, παράγραφος 1 ter, του νέου νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Υπό τις συνθήκες αυτές και χωρίς καν να απαιτείται να εξετασθεί αν κριτήρια όπως τα μνημονευόμενα στη διάταξη αυτή έχουν χαρακτήρα αρκούντως διαφανή, αντικειμενικό και επαληθεύσιμο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι γνωμοδοτήσεις αυτές δεν μπορούν να συμβάλουν ώστε να διαφωτισθεί κατά τρόπο αντικειμενικό ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατά την άσκηση της εξουσίας που διαθέτει προκειμένου να επιτρέψει ή μη παράταση της ενεργού υπηρεσίας δικαστή του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου), κατόπιν της εκ μέρους του ενδιαφερομένου συμπληρώσεως του κανονικού ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως.
118 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια του Προέδρου της Δημοκρατίας να επιτρέπει, δις και για χρονικό διάστημα τριών ετών κάθε φορά, μεταξύ της ηλικίας των 65 ετών και εκείνης των 71 ετών, την παράταση της ενεργού υπηρεσίας δικαστή ανωτάτου εθνικού δικαστηρίου όπως το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο) δύναται να προκαλέσει εύλογες αμφιβολίες, ιδίως στους πολίτες, ως προς το ανεπηρέαστο των οικείων δικαστών από εξωτερικά στοιχεία και ως προς την ουδετερότητά τους έναντι των συμφερόντων που ενδέχεται να αντιπαρατεθούν ενώπιόν τους.
119 Τέλος, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει το επιχείρημα με το οποίο η Δημοκρατία της Πολωνίας προβάλλει ομοιότητα μεταξύ των ως άνω επίμαχων εθνικών διατάξεων και των διαδικασιών που ισχύουν σε άλλα κράτη μέλη ή στην περίπτωση ενδεχόμενης ανανεώσεως της θητείας δικαστή του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
120 Πράγματι, αφενός και αν ακόμη γίνει δεκτό ότι διαδικασία προβλεπόμενη σε άλλο κράτος μέλος ενέχει, με γνώμονα το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, πλημμέλειες ανάλογες εκείνων που επισημάνθηκαν στην περίπτωση των επίμαχων στην υπό κρίση υπόθεση εθνικών διατάξεων, κάτι το οποίο δεν αποδείχθηκε εν προκειμένω, εντούτοις ένα κράτος μέλος δεν δύναται να στηριχθεί σε ενδεχόμενη παράβαση του δικαίου της Ένωσης από άλλο κράτος μέλος προκειμένου να δικαιολογήσει τη δική του παράβαση (πρβλ. απόφαση της 6ης Ιουνίου 1996, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑101/94, EU:C:1996:221, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
121 Αφετέρου, υπενθυμίζεται ότι, αντιθέτως προς τους εθνικούς δικαστές οι οποίοι, αφού διορισθούν, υπηρετούν μέχρι να συμπληρώσουν την προβλεπόμενη εκ του νόμου ηλικία συνταξιοδοτήσεως, ο διορισμός δικαστών στο Δικαστήριο γίνεται, όπως προβλέπει το άρθρο 253 ΣΛΕΕ, για ορισμένο χρονικό διάστημα, συγκεκριμένα δε για έξι έτη. Εξάλλου, επαναδιορισμός σε τέτοια θέση απερχόμενου δικαστή απαιτεί, βάσει του άρθρου αυτού και όπως ισχύει και για τον αρχικό διορισμό, κοινή συμφωνία των κυβερνήσεων των κρατών μελών, κατόπιν γνωμοδοτήσεως της επιτροπής που προβλέπεται στο άρθρο 255 ΣΛΕΕ.
122 Οι ως άνω καθοριζόμενες από τις Συνθήκες προϋποθέσεις δεν δύνανται να μεταβάλουν το περιεχόμενο των υποχρεώσεων που υπέχουν τα κράτη μέλη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.
123 Κατά συνέπεια, η δεύτερη αιτίαση της Επιτροπής, περί παραβάσεως του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, και, ως εκ τούτου, η προσφυγή στο σύνολό της πρέπει να γίνουν δεκτές.
124 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας, προβλέποντας την εφαρμογή του μέτρου περί μειώσεως του ορίου της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των δικαστών του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) στην περίπτωση των εν ενεργεία δικαστών που έχουν διορισθεί στο εν λόγω δικαστήριο πριν από τις 3 Απριλίου 2018, αφενός, και παρέχοντας στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας τη διακριτική ευχέρεια να παρατείνει την ενεργό δικαστική υπηρεσία των δικαστών του δικαστηρίου αυτού πέραν του νέου ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, αφετέρου, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.