Ζητείται η αναστολή εκτέλεσης απόφασης Διοικητή Νοσοκομείου, με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος της αιτούσας, μόνιμης υπαλλήλου του καθ’ ου Νοσοκομείου, κλάδου ΤΕ Νοσηλευτών-τριών, κατ’ επίκληση των διατάξεων του άρθρου 206 του ν. 4820/2021 (ΦΕΚ Α΄130), το ειδικό διοικητικό μέτρο της αναστολής καθηκόντων από 1-9-2021, για επιτακτικούς λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας, χωρίς την καταβολή αποδοχών κατά τον χρόνο της αναστολής, ο οποίος δεν λογίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας.
Κατά την άποψη που επικράτησε στο Δικαστήριο (σε Συμβούλιο), η προσβαλλόμενη πράξη συνάπτεται με τη διασφάλιση της αδιάλειπτης και ακώλυτης λειτουργίας της νοσηλευτικής μονάδας στην οποία απασχολείται η αιτούσα, με πλήρη διαθεσιμότητα του υπηρετούντος προσωπικού της, η οποία είναι δυνατόν να διαταραχθεί σοβαρά σε περίπτωση που τα μέλη της, υπόχρεα σε εμβολιασμό, προσβληθούν και νοσήσουν από τον κορωνοϊό COVID-19. Ο δε εμβολιασμός του προσωπικού, μεταξύ αυτών και της αιτούσας – ο οποίος κατά την απολύτως κρατούσα στη διεθνή επιστημονική κοινότητα άποψη επιβάλλεται για την αντιμετώπιση της πανδημίας – υπαγορεύεται από λόγους δημοσίου συμφέροντος για την προστασία της δημόσιας υγείας από την εξάπλωση του κορωνοϊού COVID-19 και την αποφυγή εξάπλωσής του στα ιδιαιτέρως ευπαθή, κατά κοινή πείρα, άτομα που νοσηλεύονται και με τα οποία η αιτούσα βρίσκεται σε συχνή επαφή λόγω του χώρου της απασχόλησής της (ΣτΕ ΕΑ 250-252/2021). Ως εκ τούτου, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην τέταρτη σκέψη της παρούσας, η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης επιβάλλεται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος (πρβλ. ΣτΕ ΕΑ 133/2021) και δεν υπόκειται, κατ’ αρχήν, σε αναστολή εκτέλεσης. Περαιτέρω, το Δικαστήριο (σε Συμβούλιο) σταθμίζοντας αφενός μεν τη βλάβη, την οποία επικαλείται η αιτούσα, ενόψει της οικονομικής της κατάστασης, αφετέρου δε την ανάγκη επίκαιρης εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης προς διασφάλιση της δημόσιας υγείας, κρίνει, κατά πλειοψηφία, ότι η προβαλλόμενη υλική βλάβη της αιτούσας δεν συνιστά εξαιρετικό λόγο, που να μπορεί να κάμψει το υπέρτερο δημόσιο συμφέρον και, ως εκ τούτου, οι ανωτέρω λόγοι δημοσίου συμφέροντος επιβάλλουν την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης. Υπό τα δεδομένα αυτά και ενόψει του ότι οι ειδικότερα αναφερόμενοι στην έβδομη σκέψη της παρούσας λόγοι ακυρώσεως δεν παρίστανται προδήλως βάσιμοι, ούτε άλλωστε στηρίζονται σε πάγια νομολογία ή νομολογία της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ ΕΑ Ολομ. 101/2021 σκ. 4, 232/2019 σκ. 5, 161/2019 σκ. 7, κ.ά.), ενώ, επιπροσθέτως, δεν έχουν τύχει νομολογιακής επεξεργασίας (ΣτΕ ΕΑ 250-252/2021), δεν συντρέχει, εν προκειμένω, περίπτωση χορήγησης της αιτούμενης αναστολής. Συνακόλουθα, ελλείψει πρόδηλης βασιμότητας, το Δικαστήριο, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας των μελών του, δεν δύναται να υποχρεώσει τη Διοίκηση να συνεχίσει, παρά την αντίθετη νομοθετική ρύθμιση, να καταβάλλει στην αιτούσα μέρος των αποδοχών της, παρότι αυτή θα απουσιάζει από την Υπηρεσία της λόγω της αναστολής καθηκόντων, προεχόντως διότι η προβαλλόμενη βλάβη από τη μη καταβολή αποδοχών (αποστέρηση βασικών μέσων βιοπορισμού) δύναται να αποτραπεί εάν η αιτούσα προβεί στον εμβολιασμό της κατά τις ανωτέρω διατάξεις (πρβλ. ΣτΕ ΕΑ 303/2021 σκ. 9η). Κατά τη γνώμη, όμως, της Εισηγήτριας…., συντρέχει εν προκειμένω εξαιρετική περίπτωση που δικαιολογεί τη χορήγηση αναστολής της προσβαλλόμενης πράξης ως προς την μη καταβολή αποδοχών στην αιτούσα (πρβλ. ΣτΕ ΕΑ 33/2021, 266/2020, 448/2014). Τούτο καθόσον, ανεξαρτήτως της αμφίβολης συνταγματικότητας των κρίσιμων διατάξεων του άρθρου 206 του ν. 4820/2021, για τις οποίες δεν έχει αποφανθεί το Συμβούλιο της Επικρατείας, εν προκειμένω το ειδικό διοικητικό μέτρο της αναστολής καθηκόντων, το οποίο επιβλήθηκε σε βάρος της αιτούσας ως «κύρωση» λόγω του μη εμβολιασμού της, έχει αυτόθροη εκ του νόμου συνέπεια τη διακοπή της μισθοδοσίας της, δηλαδή την πλήρη στέρηση των αποδοχών της. Η διακοπή όμως αυτή συνεπάγεται και την ολοσχερή στέρηση των μέσων βιοπορισμού της, δεδομένου ότι, κατά τα προσκομιζόμενα στοιχεία, ο μισθός της αποτελεί τη μοναδική πηγή εισοδήματός της, το δε συνολικό οικογενειακό της εισόδημα δεν ενισχύεται από τις ιδιαίτερα χαμηλές αποδοχές του συζύγου της. Λαμβάνοντας δε υπόψη το μέγεθος της βλάβης που υφίσταται η αιτούσα από την πλήρη στέρηση των μέσων βιοπορισμού της, η οποία επιτείνεται από τον μακρύ διαδραμόντα χρόνο από την έναρξη της αναστολής (από 1-9-2021 έως και σήμερα) και την οδηγεί μετά βεβαιότητος σε οικονομική εξαθλίωση, θέτοντας σε κίνδυνο την αξιοπρεπή της διαβίωση και, περαιτέρω, συνεκτιμώντας το δημόσιο συμφέρον, το οποίο δεν φαίνεται να εξυπηρετείται από την απομάκρυνση της αιτούσας από τα καθήκοντά της, ενόψει μάλιστα του ότι αυτή είχε νοσήσει από τον ιό COVID-19 πριν τη θέσπιση των επίμαχων διατάξεων και μέχρι σήμερα παρουσιάζει υψηλό αριθμό αντισωμάτων, σύμφωνα με τις προσκομισθείσες γνωματεύσεις, έχοντας αναπτύξει φυσική ανοσία, η οποία, κατά τα κοινώς δεκτά ιατρικά δεδομένα, είναι ισχυρότερη, πληρέστερη και μεγαλύτερης διάρκειας από την επιτυγχανόμενη κατόπιν εμβολιασμού, με συνέπεια να μην τίθεται ζήτημα διακινδύνευσης των νοσηλευομένων ασθενών, πρέπει, κατά τη γνώμη της Εισηγήτριας, προς αποφυγή ανεπανόρθωτης βλάβης της αιτούσας, να διαταχθεί, υπό τη μορφή κατάλληλου μέτρου (κατ’ άρθρο 52 παρ. 8 του π.δ/τος 18/1989), η καταβολή σ’ αυτή μέρους των αποδοχών της και, συγκεκριμένα, του ημίσεος των καθαρών αποδοχών της μηνιαίως, καθ’ όλο τον χρόνο που τελεί σε αναστολή καθηκόντων, από την έκδοση της παρούσας και έως την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αιτήσεως ακυρώσεως, κατά μερική αποδοχή της ένδικης αίτησης.
Κρίνεται, κατά πλειοψηφία, ότι η αίτηση αναστολής πρέπει να απορριφθεί.