Δ.Εφ.Αθηνών 2920/2018 (14ο τριμ.) εκλογή προέδρου συμβολαιογραφικού συλλόγου

Η απόφαση εστάλη από τον δικηγόρο Αντώνη Αργυρό

Αριθμός Απόφασης:2920/2018

ΤΟ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Τμήμα 14ο Τριμελές

Αποτελούμενο από τις: Γεωργία Ανδριοπούλου, Εφέτη Διοικητικών Δικαστηρίων, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, δυνάμει της 19/2018 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου, Αικατερίνη Στρατή και Φωτεινή Καρβελά – Εισηγήτρια, Εφέτες Διοικητικών Δικαστηρίων και Γραμματέα τον Ιωάννη Κολιόπουλο, δικαστικό υπάλληλο,

συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 26 Ιουνίου 2018 για να δικάσει τη με χρονολογία κατάθεσης ….. ένσταση,

του ….., ο οποίος παραστάθηκε μαζί με τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Σπυρίδωνα Βλαχόπουλο και Αντώνιο Αργυρό,

κατά: 1) του ……, ο οποίος παραστάθηκε μαζί με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Λάμπρο Γεωργακόπουλο και 2) του….  ο οποίος παραστάθηκε μαζί με τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο του, Λάμπρο Γεωργακόπουλο,

κατά του κύρους των εκλογών του ως άνω Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, της…. 2018.

Μετά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.

Η κρίση του είναι η εξής:

1. Επειδή, με την κρινόμενη ένσταση, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (…..), ζητείται η ακύρωση των Πρακτικών …..της Εφορευτικής Επιτροπής των αρχαιρεσιών που διεξήχθησαν …….. για την ανάδειξη του Προέδρου και των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του πρώτου καθ’ ου η ένσταση, Συμβολαιογραφικού Συλλόγου ……, κατά το μέρος που ανακηρύχθηκε με αυτά Πρόεδρος ο δεύτερος καθ’ ου….. και η ακύρωση της ανακήρυξης αυτού ως επιτυχόντος Προέδρου, καθώς και η διεξαγωγή επαναληπτικής εκλογής, κατ’ άρθρο 9 του π.δ. 36/1999 (Α΄42). Προς τούτο προβάλλεται ότι η Εφορευτική Επιτροπή μη νόμιμα ανακήρυξε τον δεύτερο καθ’ ου ως επιτυχόντα Πρόεδρο που συγκέντρωσε, κατ’ άρθρο 8 παρ. 3 του π.δ. 39/1999, περισσότερες από τις μισές συν μία των εγκύρων ψήφων, διότι παρέλειψε να προσμετρήσει, στις ψήφους αυτές, τα λευκά ψηφοδέλτια.

2. Επειδή, με το π.δ.36/1999 «Αρχαιρεσίες Συμβολαιογράφων» (ΦΕΚ Α΄ 42/04.03.1999), με το οποίο ρυθμίστηκαν τα ζητήματα που σχετίζονται με τις αρχαιρεσίες για την ανάδειξη των διοικητικών συμβουλίων των συμβολαιογραφικών συλλόγων, ορίσθηκε, στο άρθρο 5 παρ. 4 ότι: «4. Η εφορευτική επιτροπή τηρεί το πρωτόκολλο ψηφοφορίας, στο οποίο αναγράφονται τα ονοματεπώνυμα εκείνων που έχουν ψηφίσει και μετά το τέλος της ψηφοφορίας συντάσσει το πρακτικό διαλογής των ψήφων, εξάγει το αποτέλεσμα της εκλογής και ανακηρύσσει τους επιτυχόντες. Τηρεί επίσης πρακτικό στο οποίο καταγράφονται όσα γεγονότα λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια της εκλογής», στο δε άρθρο 11 (Ενστάσεις) ότι : «1. Ένσταση κατά του κύρους των αρχαιρεσιών του συμβολαιογραφικού συλλόγου υποβάλλει μόνον μέλος του συλλόγου που έχει δικαίωμα ψήφου, καταθέτοντας σχετικό δικόγραφο στο γραμματέα του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει ο σύλλογος μέσα σε δέκα (10) ημέρες από τις εκλογές. Αρμόδιο δικαστήριο είναι το διοικητικό εφετείο της έδρας του συλλόγου. Μέσα σε δύο (2) ημέρες από την κατάθεση ο πρόεδρος του διοικητικού εφετείου ορίζει την ημέρα που θα εκδικαστεί η ένσταση. Η ημέρα της συζήτησης της ένστασης δεν μπορεί να απέχει περισσότερο από είκοσι (20) ημέρες από την ημέρα της κατάθεσής της. 2. Αντίγραφο της ένστασης μαζί με την πράξη προσδιορισμού της ημέρας της συζήτησης επιδίδεται με φροντίδα εκείνου που έκανε την ένσταση στον πρόεδρο του συλλόγου και σε εκείνους κατά των οποίων στρέφεται, τουλάχιστον πέντε (5) ημέρες, πριν από την ημέρα συζήτησης της ένστασης. Εάν δεν γίνει η επίδοση η ένσταση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. 3. Κατά τη συζήτηση της ένστασης παρίστανται εκείνος ο οποίος ασκεί την ένσταση και εκείνος εναντίον του οποίου στρέφεται αυτή. Η παράσταση μπορεί να γίνει και με πληρεξούσιο δικηγόρο. Οι διάδικοι δικαιούνται να καταθέτουν υπομνήματα στον γραμματέα του διοικητικού εφετείου μέχρι την ημέρα της συζήτησης της ένστασης. 4. Το διοικητικό εφετείο δικάζει εκ των ενόντων, με βάση κάθε αποδεικτικό στοιχείο που προσκομίζεται, μπορεί επίσης να εξετάζει και μάρτυρες στο ακροατήριο. Η οριστική απόφαση του εφετείου εκδίδεται μέσα σε δέκα (10) ημέρες από τη συζήτηση της ένστασης. Έκδοση παρεπιμπτούσης αποφάσεως περί αποδείξεως σ` αυτή τη διαδικασία απαγορεύεται. 5. Εάν δεν παρευρίσκεται ένας από τους διαδίκους δεν εμποδίζεται η ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης. 6. Οι οριζόμενες στο παρόν προθεσμίες δεν παρεκτείνονται λόγω αποστάσεως. 7. Τα έγγραφα που εκδίδονται ή επιδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία αυτή δεν επιβαρύνονται με τέλος ή δικαίωμα υπέρ του Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Ο διάδικος ο οποίος ηττάται καταδικάζεται να αποδώσει τη δικαστική δαπάνη του αντιδίκου του». Ακολούθησε η έκδοση του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, (ΚΔΔ – ν. 2717/1999, ΦΕΚ Α΄97 – 17.05.1999), με έναρξη ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο δεύτερο αυτού, δύο μήνες μετά τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της κυβερνήσεως, ήτοι από 17.07.1999, ο οποίος όριζε, στο άρθρο 267 ότι: «Στις υπό τον ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΙΤΛΟ ρυθμίσεις του ΤΜΗΜΑΤΟΣ τούτου υπάγονται οι διαφορές που αναφύονται κατά την εκλογική διαδικασία για την άμεση ανάδειξη των αιρετών οργάνων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίες προβλέπονται από το νόμο ως διοικητικές διαφορές ουσίας», στο άρθρο 268 ότι: «1. Καθ΄ ύλην αρμόδιο δικαστήριο προς εκδίκαση των κατά το προηγούμενο άρθρο διαφορών είναι, στον πρώτο μεν βαθμό, το τριμελές πρωτοδικείο, στο δεύτερο δε βαθμό, το τριμελές εφετείο. 2. Κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο είναι, στον πρώτο βαθμό, το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει την έδρα του το οικείο νομικό πρόσωπο …» και στο άρθρο 285 ότι: «1. Από την έναρξη της ισχύος του Κώδικα καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη η οποία αναφέρεται σε θέμα ρυθμιζόμενο από αυτόν», στο δε άρθρο 269 παρ. 2 ότι: «2. Η. κατά την προηγούμενη παράγραφο ένσταση ασκείται κατά των πράξεων με τις οποίες, σύμφωνα με την ισχύουσα για τα επί μέρους νομικά πρόσωπα νομοθεσία, εξάγεται το αποτέλεσμα της εκλογής και ανακηρύσσονται οι επιτυχόντες που αποτελούν ή συγκροτούν το αιρετό όργανο, καθώς και οι τυχόν επιλαχόντες». Σημειωτέον ότι ήδη, με το άρθρο 32 του Ν.3659/2008 (Α 77/7.5.2008) με έναρξη ισχύος από 08.06.2008, το ως άνω άρθρο 268 τροποποιήθηκε ως εξής : «1. Καθ` ύλην αρμόδιο δικαστήριο προς εκδίκαση των κατά το προηγούμενο άρθρο διαφορών είναι, σε πρώτο και σε τελευταίο βαθμό, το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο. 2. Κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο είναι εκείνο στην περιφέρεια του οποίου έχει την έδρα του το οικείο νομικό πρόσωπο». Εξάλλου, μετά τη θέση σε ισχύ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, δημοσιεύθηκε ο ν. 2830/2000 (Α΄ 96/16.03.2000), με έναρξη ισχύος από 16.05.2000 (βλ. άρθρο τρίτο αυτού), με τον οποίο ορίσθηκαν, στο άρθρο 108 (Αρχαιρεσίες Συμβολαιογραφικών Συλλόγων), τα εξής : « 1. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, ορίζονται σε σχέση με την ανάδειξη των μελών του διοικητικού συμβουλίου τα προσόντα και ο αριθμός των υποψήφιων μελών, η προθεσμία υποβολής υποψηφιοτήτων, η διαδικασία διεξαγωγής των αρχαιρεσιών, η ώρα έναρξης και λήξης της ψηφοφορίας, η προσβολή του κύρους των αρχαιρεσιών, ο τρόπος ανάδειξης των μελών της διοίκησης, η σύνθεση και συγκρότηση των εφορευτικών επιτροπών και των ψηφολεκτών, η κατάρτιση και γνωστοποίηση του καταλόγου των υποψηφίων, η μορφή και το περιεχόμενο των ψηφοδελτίων, το σχήμα των φακέλων, η σύνταξη πρακτικού, η ανακήρυξη των επιτυχόντων, η επανάληψη της ψηφοφορίας, η υποβολή και η εκδίκαση των ενστάσεων, η δημοσίευση του αποτελέσματος των αρχαιρεσιών και η συγκρότηση των διοικητικών συμβουλίων σε σώμα, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. 2. Μέχρι να εκδοθεί το διάταγμα της προηγούμενης παραγράφου η διαδικασία και όλα τα θέματα που σχετίζονται με τις αρχαιρεσίες στους Συμβολαιογραφικούς Συλλόγους ρυθμίζονται με το προεδρικό διάταγμα που ισχύει»∙ στο δε άρθρο 155 (Διατηρούμενες σε ισχύ διατάξεις) ορίσθηκαν τα εξής: «1. Κάθε διάταξη που αντίκειται στον Κώδικα αυτόν ή ρυθμίζει θέματα που προβλέπονται από αυτόν καταργείται 2…».

3. Επειδή, από τις αναφερόμενες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις συνάγεται ότι με το π.δ. 36/1999 που άρχισε να ισχύει από τη δημοσίευσή του, στις 04.03.1999, ρυθμίστηκαν διεξοδικώς τα ζητήματα που σχετίζονται με τις αρχαιρεσίες για την ανάδειξη των διοικητικών συμβουλίων των συμβολαιογραφικών συλλόγων. Περαιτέρω, ανεξαρτήτως της παρεμβολής των γενικών δικονομικών διατάξεων για την εκδίκαση των διαφορών που αναφύονται κατά τις εκλογές για την ανάδειξη των αιρετών οργάνων των ν.π.δ.δ., οι οποίες περιελήφθησαν στα άρθρα 267 επόμενα του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2767/1999) που άρχισε να ισχύει από 17.07.1999, με τη ρητή, νεότερη και ειδική έναντι των ρυθμίσεων του Κ.Δ.Δ., διάταξη του άρθρου 108 παρ. 2 του Κώδικα Συμβολαιογράφων (ν.2830/2000), το ως άνω π.δ. 36/1999 εξακολουθεί να ισχύει και να ρυθμίζει τη διαδικασία και όλα τα θέματα που αφορούν τις αρχαιρεσίες στους συμβολαιογραφικούς συλλόγους. Μεταξύ των θεμάτων αυτών συγκαταλέγονται, σύμφωνα με την παρ. 1 του ίδιου άρθρου 108 του ν. 2830/2000 και τα ζητήματα, τα σχετιζόμενα με την υποβολή και εκδίκαση των ενστάσεων, περί των οποίων διαλαμβάνει το αναφερόμενο στην προηγούμενη σκέψη, άρθρο 11 του π.δ.36/1999, οι δικονομικές διατάξεις του οποίου κατισχύουν, κατ’ ακολουθίαν, κάθε διάταξης του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας που ορίζει διαφορετικά για τα υπ’ αυτού ρυθμιζόμενα θέματα.

4. Επειδή, ενόψει όσων έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, το Δικαστήριο τούτο είναι καθ’ ύλην αρμόδιο, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 11 του π.δ. 36/1999, για την εκδίκαση της κρινόμενης διαφοράς, απορριπτομένης ως αβάσιμης της ένστασης περί αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 268 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, την οποία προέβαλε κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος των καθ’ ων η ένσταση (βλ. σχετικώς τα οικεία πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης). Περαιτέρω, ενόψει του ότι, σύμφωνα με το άρθρο 269 παρ. 2 του ΚΔΔ, η ένσταση ασκείται κατά της πράξεως με την οποία εξάγεται το αποτέλεσμα της εκλογής και ανακηρύσσονται οι επιτυχόντες που αποτελούν ή συγκροτούν το αιρετό όργανο καθώς και οι επιλαχόντες, σύμφωνα δε με την παρ. 4 του άρθρου 5 του π.δ. 36/1999 η πράξη αυτή αντιστοιχεί στο πρακτικό που συντάσσει η εφορευτική επιτροπή για τη διαλογή των ψήφων, την εξαγωγή του αποτελέσματος της εκλογής και την ανακήρυξη των επιτυχόντων, μόνη παραδεκτώς προσβαλλόμενη πράξη αποτελεί, εν προκειμένω, το υπ’ αρ. 2/29-30.05.2018 Πρακτικό της Εφορευτικής Επιτροπής, περί της διαλογής των ψήφων, εξαγωγής του αποτελέσματος των εκλογών της 27. και 29.05.2018 και ανακήρυξης του Προέδρου και των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του καθ’ ου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου. Κατά τα λοιπά, η ένσταση έχει ασκηθεί παραδεκτώς και πρέπει να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατ’ ουσίαν.

5. Επειδή, στο π.δ. 36/1999 ορίζεται, στο άρθρο 1 παρ. 3 ότι: «3. Η εκλογή για την ανάδειξη διοικητικού συμβουλίου συμβολαιογραφικού συλλόγου ενεργείται χωριστά για τον πρόεδρο και χωριστά για τα μέλη σε ιδιαίτερες ψηφοδόχους», στο άρθρο 4 ότι: «1. Από τους υποψηφίους που ανακηρύχθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 3 του παρόντος, οι εκλογείς ψηφίζουν με ψηφοδέλτια, χωριστά για κάθε υποψήφιο πρόεδρο και χωριστά για κάθε συνδυασμό υποψηφίων συμβούλων ή για κάθε μεμονωμένο υποψήφιο σύμβουλο. Τα ψηφοδέλτια των συνδυασμών περιλαμβάνουν κατ` αλφαβητική σειρά τα ονοματεπώνυμα και πατρώνυμα των ανακηρυχθέντων υποψηφίων συμβούλων σύμφωνα με τα ανωτέρω. …. 2. Τα ψηφοδέλτια είναι έντυπα και κατασκευάζονται με φροντίδα και δαπάνες του συμβολαιογραφικού συλλόγου, ο οποίος βαρύνεται επίσης και με την προμήθεια του αναγκαίου αριθμού φακέλων…..», στο άρθρο 5 παρ. 4 ότι : «4. Η εφορευτική επιτροπή τηρεί το πρωτόκολλο ψηφοφορίας….. και μετά το τέλος της ψηφοφορίας συντάσσει το πρακτικό διαλογής των ψήφων, εξάγει το αποτέλεσμα της εκλογής και ανακηρύσσει τους επιτυχόντες. Τηρεί επίσης πρακτικό στο οποίο καταγράφονται όσα γεγονότα λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια της εκλογής», στο άρθρο 8 ότι: «.1. Οι εκλογές διεξάγονται με το σύστημα της απλής αναλογικής. Μετά το τέλος της ψηφοφορίας γίνεται η διαλογή των ψήφων. Πρώτα μετριούνται οι φάκελοι που ευρίσκονται στις ψηφοδόχους χωριστά για τον πρόεδρο και χωριστά για τους συμβούλους, κλειστοί όπως είναι……. Στη συνέχεια ο πρόεδρος της εφορευτικής επιτροπής ανοίγει τους φακέλους έναν – έναν και διαβάζει μεγαλόφωνα το εξαγόμενο ψηφοδέλτιο, το οποίο μονογράφεται από αυτόν, αριθμείται και καταχωρείται στο πρακτικό διαλογής. Ψηφοδέλτια τα οποία αναγράφουν ονόματα άλλα από τα ονόματα εκείνων που ανακηρύχθηκαν υποψήφιοι ή έχουν διακριτικά σημεία, είναι άκυρα. Ψηφοδέλτια συνδυασμού τα οποία δεν φέρουν σταυρό προτίμησης θεωρούνται έγκυρα και υπολογίζονται υπέρ του αντίστοιχου συνδυασμού. 2. Μετά καταμετρώνται οι ψήφοι τις οποίες έλαβε χωριστά κάθε υποψήφιος πρόεδρος, κάθε συνδυασμός συμβούλων ή μεμονωμένος σύμβουλος και καταρτίζονται πίνακες με τη σειρά επιτυχίας των υποψηφίων. Οι πίνακες αυτοί υπογράφονται από την εφορευτική επιτροπή. …… 3. Επιτυχών πρόεδρος είναι εκείνος ο οποίος έλαβε τουλάχιστον τις μισές συν μία των εγκύρων ψήφων. ….», στο δε άρθρο 9 ότι: «Εάν στις αρχαιρεσίες δεν επιτευχθεί η εκλογή προέδρου, επειδή κανένας από τους υποψηφίους δεν συγκέντρωσε το μισό συν ένα των εγκύρων ψηφοδελτίων, η εκλογή για ανάδειξη προέδρου επαναλαμβάνεται την επόμενη ή μεθεπόμενη Κυριακή ύστερα από πρόσκληση του συλλόγου προς τα μέλη του…. Στην περίπτωση αυτή η εκλογή περιορίζεται μεταξύ των δύο οι οποίοι έχουν σχετικώς πλειοψηφήσει. Σε περίπτωση ισοψηφίας περισσοτέρων στις δύο πρώτες θέσεις η εκλογή διεξάγεται μεταξύ αυτών. Οι υπόλοιποι υποψήφιοι διαγράφονται από τον κατάλογο. Πρόεδρος κατά την επαναληπτική εκλογή εκλέγεται εκείνος που έχει πάρει τις περισσότερες ψήφους…». Από το συνδυασμό των προαναφερθεισών διατάξεων του π.δ. 36/1999 συνάγεται ότι, για την εκλογή του προέδρου συμβολαιογραφικού συλλόγου, λαμβάνεται υπόψη μόνον ο αριθμός των έγκυρων ψήφων, στον οποίο δεν συνυπολογίζονται, ρητώς ή σιωπηρώς, οι λευκές ψήφοι. Τούτο δε, συνάγεται, όχι μόνο διότι στη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 4 του π.δ. 36/1999 προβλέπεται ότι τα ψηφοδέλτια θα είναι έντυπα και τέτοια δεν είναι τα λευκά, αλλά και διότι με τη λευκή ψήφο δεν εκφέρεται στην ουσία κάποια προτίμηση στο θέμα της εκλογής του προέδρου του συμβολαιογραφικού συλλόγου, για το οποίο καλούνται οι συμβολαιογράφοι, μέλη αυτού να εκφράσουν, με την ψήφο τους, τη γνώμη τους, ενώ, περαιτέρω, μόνον οι θετικές έγκυρες ψήφοι είναι εκείνες οι οποίες, κατά την παρ. 2 του άρθρου 8 του π.δ. 36/1999, καταμετρώνται, χωριστά ανά υποψήφιο πρόεδρο και συμπεριλαμβάνονται στους πίνακες με τη σειρά επιτυχίας των υποψηφίων που καταρτίζονται και υπογράφονται από την εφορευτική επιτροπή. Από τα δεδομένα δε των πινάκων αυτών, με τις καταγεγραμμένες θετικές ψήφους υπέρ των υποψηφίων ανακηρύσσεται, σύμφωνα με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου 8, ως επιτυχών πρόεδρος, εκείνος που έλαβε τουλάχιστον τις μισές συν μία των έγκυρων ψήφων. Συνεπώς, από την έλλειψη ρητής αναφοράς στο ανωτέρω προεδρικό διάταγμα για το μη συνυπολογισμό των λευκών στα έγκυρα ψηφοδέλτια, δεν μπορεί να συναχθεί το αντίθετο συμπέρασμα, διότι ρητώς, κατά τις παρ. 2 και 3 του άρθρου 8, για τον υπολογισμό της πλειοψηφίας που θα καθορίσει την εκλογή του προέδρου, λαμβάνονται υπόψη, καταχωρούνται και αθροίζονται, μόνον τα ψηφοδέλτια που εκφράζουν έγκυρη προτίμηση υπέρ συγκεκριμένου υποψηφίου προέδρου.

6. Επειδή, περαιτέρω, το Σύνταγμα κατοχυρώνει (κατ’ ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 51 παρ. 3, 52, 54 παρ. 1, 102 παρ. 2) το δικαίωμα του εκλογέα, μεταξύ άλλων και στις αρχαιρεσίες για την άμεση ανάδειξη των αιρετών οργάνων των ν.π.δ.δ., να εκδηλώνει την ελεύθερη και ανόθευτη βούλησή του είτε με θετική ψήφο προτίμησης σε συγκεκριμένο υποψήφιο πρόεδρο ή εκλογικό συνδυασμό, είτε με αρνητική ψήφο αποδοκιμασίας όλων των εκλογικών συνδυασμών και υποψηφίων. Έτσι, η αρνητική ψήφος αποδοκιμασίας κατοχυρώνεται συνταγματικά, υπό την έννοια ότι κατά την εκλογική διαδικασία πρέπει να εξασφαλίζεται η δυνατότητα του εκλογέα να ρίπτει στην κάλπη λευκό ψηφοδέλτιο που θα αποτυπώνεται στους πίνακες των αποτελεσμάτων της εκλογής. Κατά τα λοιπά, όμως, η ρύθμιση των έννομων συνεπειών της λευκής ψήφου στη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος καταλείπεται στον κοινό νομοθέτη, ο οποίος καθορίζει με ευρεία, κατ’ αρχήν, διακριτική εξουσία, το περισσότερο πρόσφορο και ενδεδειγμένο εκλογικό σύστημα για την ανάδειξη των αιρετών οργάνων των ν.π.δ.δ.. Τούτο δε διότι, εφόσον η λευκή ψήφος δεν εκφράζει συγκεκριμένη εκλογική προτίμηση, ο καθορισμός του βάρους της στην εκλογική διαδικασία συναρτάται προς το επιλεγόμενο τελικά από το νομοθέτη εκλογικό σύστημα. Κατά συνέπεια, η, κατά τις αναφερόμενες στις ως άνω διατάξεις του π.δ. 36/1999, μη προσμέτρηση των λευκών ψηφοδελτίων για τον υπολογισμό της πλειοψηφίας που απαιτείται για την εκλογή προέδρου συμβολαιογραφικού συλλόγου δεν αποτελεί στρέβλωση της βουλήσεως των εκλογέων και αποκλεισμό τους από τη συμμετοχή στο αποτέλεσμα της εκλογής και δεν αντίκειται στις αρχές της λαϊκής κυριαρχίας και της ισότητας της ψήφου, ούτε σε άλλη συνταγματική αρχή (πρβλ. ΣτΕ 3684, 3685/2009, Ολομ.).

7.Επειδή, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο Πρακτικό ….. της Εφορευτικής Επιτροπής των αρχαιρεσιών που διεξήχθησαν στις ….2018 για την ανάδειξη του Προέδρου και των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου πρώτου καθ’ ου η ένσταση, Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, κατά την ως άνω εκλογή ψήφισαν συνολικώς, για την εκλογή του Προέδρου, 1.161 εγγεγραμμένοι, εκ των οποίων καταμετρήθηκαν 1.007 έγκυρα ψηφοδέλτια, 130 λευκά και 24 άκυρα. Εκ των εγκύρων ψηφοδελτίων, ο ενιστάμενος έλαβε 491 ψήφους και ο δεύτερος καθ’ ου η ένσταση 516 ψήφους, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να ανακηρυχθεί επιτυχών Πρόεδρος, αφού συγκέντρωσε περισσότερες από τις μισές συν μία, έγκυρες ψήφους.

8. Επειδή, με την κρινόμενη ένσταση, κατά το μέρος που αυτή παραδεκτώς αναπτύσσεται με το νομίμως κατατεθέν στις 26.06.2018 υπόμνημα, ο ενιστάμενος προβάλλει ότι η ανακήρυξη, ως επιτυχόντος Προέδρου, του δεύτερου καθ’ ου δεν είναι νόμιμη, διότι η Εφορευτική Επιτροπή παρανόμως δεν προσμέτρησε στα έγκυρα ψηφοδέλτια τα λευκά. Ειδικότερα, ο ενιστάμενος, επικαλείται την 12/2005 (και όχι όπως εκ παραδρομής, προφανώς, αναγράφεται στο δικόγραφο της ένστασης 12/2015) απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε επί ενστάσεως κατά του κύρους των βουλευτικών εκλογών της 07.03.2004. Με την απόφαση αυτή του ΑΕΔ έγινε μεταξύ άλλων, κατά πλειοψηφία δεκτό, -το σχετικό απόσπασμα παρατίθεται αυτούσιο στο δικόγραφο της ένστασης και αποτελεί τη νομική βάση αυτής- ότι η εκλογική νομοθεσία, υπό το καθεστώς της οποίας διενεργήθηκαν οι εν λόγω εκλογές (π.δ. 351/2003 – Α΄316), διακρίνει τρεις κατηγορίες ψήφων, τα έγκυρα ψηφοδέλτια (έντυπα και ιδιόγραφα) που εκφράζουν προτίμηση υπέρ συγκεκριμένου συνδυασμού ή μεμονωμένου υποψηφίου, τα έγκυρα λευκά ψηφοδέλτια που αποδοκιμάζουν όλους τους πολιτικούς σχηματισμούς της εκλογικής αναμετρήσεως και τα άκυρα ψηφοδέλτια, ότι λογικώς αναγκαίο περιεχόμενο της ίσης μεταχειρίσεως των έγκυρων ψήφων είναι ο συνυπολογισμός του συνόλου αυτών, θετικών και λευκών, για την εξαγωγή του εκλογικού μέτρου ως ελάχιστης έννομης από το Σύνταγμα συνέπειας κάθε έγκυρης ψήφου, ότι το αντίθετο θα ισοδυναμούσε με εξομοίωση των λευκών ψήφων καίτοι έγκυρων, προς τις άκυρες, δηλαδή τις μη δυνάμενες να επαγάγουν οποιοδήποτε έννομο αποτέλεσμα λόγω πλημμελούς δι` αυτών εκδηλώσεως λαϊκής βουλήσεως και ότι η αρχή της ελεύθερης εκδήλωσης της λαϊκής θέλησης στην εκλογή του νομοθετικού σώματος συνεπάγεται, αναγκαίως, πέραν της απλής ελευθερίας της εκφράσεως, και την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως όλων των εκλογέων κατά την άσκηση του εκλογικού τους δικαιώματος από πλευράς έννομων συνεπειών, διότι συνταγματικώς απαγορεύεται η εκ των προτέρων πολιτική αχρήστευση έγκυρης ψήφου. Συνεπώς, κατά την εν λόγω απόφαση του ΑΕΔ, ο περιορισμός του πολίτη μόνο στο δικαίωμα ελεύθερης προσβάσεως στο εκλογικό κέντρο και ρίψη λευκού ψηφοδελτίου, χάριν απλώς της στατιστικής αποτυπώσεως της πολιτικής στάσεως τμήματος του εκλογικού σώματος, δεν επιτρέπεται, διότι συνιστά στρέβλωση της βουλήσεως των εκλογέων και πολιτικό αποκλεισμό τους από τη συμμετοχή των στην πολιτική ζωή με τον τρόπο που επέλεξαν. Ενόψει των ανωτέρω, κατά την ίδια απόφαση του ΑΕΔ, ναι μεν ο καθορισμός του εκλογικού συστήματος ανήκει στον εκλογικό νομοθέτη, η ευχέρειά του όμως έχει ως ελάχιστο συνταγματικό ανυπέρβλητο όριο την υποχρέωσή του να μην θίγει τον πυρήνα του εκλογικού δικαιώματος, ήτοι να χρησιμοποιεί ως βάση υπολογισμού για τον προσδιορισμό των βουλευτικών εδρών το σύνολο των έγκυρων ψήφων, θετικών και λευκών. Περαιτέρω, ο ενιστάμενος προβάλει, με το κατατεθέν υπόμνημα, ότι η κρίση αυτή του Ανωτάτου Δικαστηρίου συνάδει με τις θέσεις της Ελληνικής Κυβέρνησης, όπως αυτές διατυπώθηκαν ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (απόφαση της 10.4.2008 και όχι της 10.4.2018 όπως εκ παραδρομής, προφανώς, αναγράφεται στο υπόμνημα) επί της υποθέσεως που ήχθη ενώπιόν του μετά την έκδοση της ως άνω 12/2005 απόφασης του ΑΕΔ. Σύμφωνα δε με τις θέσεις αυτές (σκέψη 22 της απόφασης του ΕΔΔΑ), ο τρόπος με τον οποίο το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε, με την απόφαση 12/2005, τον εκλογικό νόμο, ήταν σύμφωνος προς το Σύνταγμα και εντός του πλαισίου του μη ελεγκτέου περιθωρίου εκτιμήσεως, το οποίο διαθέτουν τα εθνικά δικαστήρια όσον αφορά την ερμηνεία και την εφαρμογή του εθνικού δικαίου, και δεν έθιξε το δικαίωμα των προσφευγόντων να εκλέγονται. Με βάση τα προεκτεθέντα, ο ενιστάμενος υποστηρίζει ότι ο καθ’ ου η κρινόμενη ένσταση μη νόμιμα ανακηρύχθηκε επιτυχών Πρόεδρος, εφόσον οι 516 ψήφοι που έλαβε είναι λιγότερες από τις απαιτούμενες 570, που αποτελούν τις μισές συν μία έγκυρες ψήφους της ανωτέρω εκλογής, οι οποίες ανέρχονται, με συνυπολογισμό και των λευκών ψηφοδελτίων, σε 1.137 (1.007 έγκυρα ψηφοδέλτια +130 λευκά). Ενόψει αυτών, ο ενιστάμενος ζητεί την ακύρωση της εκλογής και τη διεξαγωγή επαναληπτικής εκλογής, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 9 του π.δ. 36/1999.

9. Επειδή, το υπόμνημα που κατέθεσαν στις 28.06.2018 οι καθ’ ων η ένσταση, όπως και η προσθήκη – αντίκρουση που κατέθεσε ο ενιστάμενος στις 29.06.2018 δεν λαμβάνονται υπόψη, διότι κατατέθηκαν μετά την ημέρα συζήτησης της ένστασης, κατά παράβαση των οριζόμενων στην παρ. 3 του άρθρου 11 του π.δ. 36/1999, οι δικονομικές διατάξεις του οποίου, κατά τα γενόμενα δεκτά στην 3η σκέψη της παρούσας, κατισχύουν κάθε διάταξης του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας που ορίζει διαφορετικά, για τα υπ’ αυτού ρυθμιζόμενα θέματα, ήτοι, εν προκειμένω, του άρθρου 254 (παρ. 3) του ΚΔΔ, κατά το μέρος που με αυτό προβλέπεται -κατά τη διαδικασία εκδίκασης ενστάσεων- κατάθεση υπομνήματος δύο εργάσιμες ημέρες μετά τη συζήτηση και κατάθεση αντίκρουσης δύο εργάσιμες ημέρες μετά τη λήξη της ανωτέρω προθεσμίας.

10. Επειδή, επί των προβαλλόμενων από τον ενιστάμενο ισχυρισμών, λεκτέα τα ακόλουθα: H 12/2005 απόφαση του ΑΕΔ που αποτελεί τη νομική βάση της κρινόμενης ένστασης αποτελεί τη μοναδική, μετά την ισχύ του Συντάγματος 1975, ανατροπή παγιωμένης νομολογίας του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (ΑΕΔ 34/1999), σύμφωνα με την οποία τα λευκά ψηφοδέλτια δεν συνυπολογίζονται για την εύρεση του εκλογικού μέτρου και την κατανομή των βουλευτικών εδρών. Για το λόγο δε αυτό και προς αποφυγή μελλοντικών αμφισβητήσεων, μετά την έκδοση της ανωτέρω απόφασης εκδόθηκε ο ν.3434/2006 «Ρύθμιση θεμάτων εθνικών, νομαρχιακών και δημοτικών εκλογών και διευθέτηση ειδικών θεμάτων» (Α΄21/07.02.2006), στο άρθρο 1 του οποίου ορίσθηκε ότι: «Κατά την αληθή έννοια των διατάξεων της παρ. 4 του άρθρου 4 και των άρθρων 5, 6, 7 και 8 του ν. 3231/2004 (ΦΕΚ 45 Α΄), κατά τη σύνταξη, ανά εκλογική περιφέρεια, των πινάκων αποτελεσμάτων από τα αρμόδια δικαστήρια, κατά την κατανομή των εδρών, καθώς και για τον καθορισμό του εκλογικού μέτρου, τα λευκά ψηφοδέλτια δεν προσμετρώνται στα έγκυρα». Η ρητή αυτή διάταξη υπαγορεύθηκε, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση επί του ως άνω νόμου, ενόψει, αφενός μεν της παγίας, προ του 2005, νομολογίας του ΑΕΔ, καθώς και του ΣτΕ, σύμφωνα με την οποία τα λευκά ψηφοδέλτια δεν προσμετρώνται στα έγκυρα προς διαμόρφωση του εκλογικού μέτρου και της ανατροπής της νομολογίας αυτής με την έκδοση της με αριθ. 12/2005 απόφασης του ΑΕΔ αφετέρου δε της ανάγκης να μην υπάρχει, στο πλαίσιο του νέου εκλογικού νόμου (ν. 3231/2004), η παραμικρή ασάφεια, για τη μη προσμέτρηση των λευκών ψηφοδελτίων στο εκλογικό μέτρο. Περαιτέρω, ουδεμία επιρροή ασκούν στην κρινόμενη υπόθεση οι επικαλούμενες από τον ενιστάμενο, «θέσεις της Ελληνικής Κυβέρνησης», όπως διατυπώνονται στην από 10.04.2008 απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (σκέψη 22). Πρέπει όμως να συνεκτιμηθεί, εν προκειμένω, η απόφαση αυτή του ΕΔΔΑ, που εκδόθηκε επί συνεκδίκασης των προσφυγών που άσκησαν οι τρεις βουλευτές της μείζονος εκλογικής περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, οι οποίοι έχασαν τη βουλευτική έδρα τους, λόγω του συνυπολογισμού, σύμφωνα με την 12/2005 απόφαση του ΑΕΔ, των λευκών ψηφοδελτίων στις έγκυρες ψήφους. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο δέχθηκε, καταρχήν, ότι καταλείπεται στα Κράτη σχετικό περιθώριο εκτιμήσεως, όσον αφορά τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας των εκλογικών συστημάτων, υπό την προϋπόθεση αφενός μεν του σεβασμού των απαιτήσεων του άρθρου 3 του Πρώτου Πρωτοκόλλου που συνεπάγεται την ύπαρξη υποκειμενικών δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων τα δικαιώματα ψήφου και εκλογιμότητας, τα οποία δεν πρέπει να περιορίζονται σε σημείο που να πλήττεται η ουσία τους και να στερούνται αποτελεσματικότητας αφετέρου δε της διατήρησης της αμεροληψίας και της αποτελεσματικότητας της εκλογικής διαδικασίας, της ελεύθερης έκφρασης του λαού όσον αφορά την εκλογή του νομοθετικού σώματος και της εγγύησης ότι, μετά την ελεύθερη και δημοκρατική έκφραση της λαϊκής βούλησης ουδεμία μεταγενέστερη μεταβολή του εκλογικού συστήματος επιτρέπεται να οδηγήσει σε αμφισβήτηση της επιλογής αυτής, εκτός και αν υφίστανται επιτακτικοί για τη δημοκρατική τάξη λόγοι (σκέψεις 26 – 28). Περαιτέρω με την απόφαση αυτή το ΕΔΔΑ, χωρίς να εξετάσει, in abstracto, κατά πόσον είναι πρόσφορο τα λευκά ψηφοδέλτια να προσμετρώνται κατά τον υπολογισμό του εκλογικού μέτρου, συνεκτίμησε ότι η ως άνω 12/2005 απόφαση του ΑΕΔ αποτελούσε τη μοναδική απόφαση, με την οποία το εκλογοδικείο συνυπολόγισε ως έγκυρα τα λευκά ψηφοδέλτια, γεγονός που, προς αποφυγή ασαφειών για το μέλλον, οδήγησε στην ψήφιση του προαναφερθέντος άρθρου 1 του ν.3434/2006, ότι ενόψει της προηγούμενης παγίας ερμηνείας των σχετικών διατάξεων, οι εκλογείς, που επέλεξαν το λευκό ψηφοδέλτιο, εξέφρασαν την αποκήρυξη όλων των πολιτικών σχηματισμών, πλην όμως, λόγω της μεταστροφής της νομολογίας, τα λευκά ψηφοδέλτια αυτών των εκλογέων ερμηνεύθηκαν ως θετικές ψήφοι υπέρ όλων των κομμάτων, καθώς και ότι από την ως άνω απόφαση προέκυψαν δύο κατηγορίες βουλευτών στο Ελληνικό Κοινοβούλιο: εκείνοι που εξελέγησαν χωρίς να ληφθούν υπόψη τα λευκά ψηφοδέλτια και εκείνοι (της μείζονος εκλογικής περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας) οι οποίοι, σε βάρος των τριών προσφευγόντων, εισήλθαν στη Βουλή εξαιτίας της προσμέτρησης των λευκών ψηφοδελτίων. Με τις σκέψεις αυτές το ΕΔΔΑ έκρινε, ότι το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, ανατρέποντας την παγία νομολογία περί της ερμηνείας του εκλογικού νόμου και ακυρώνοντας την καθόλα νόμιμη εκλογή των ενώπιόν του προσφευγόντων, προσέβαλε τις αρχές της νομίμου εμπιστοσύνης και της νομιμότητας, όσον αφορά τόσο τους προσφεύγοντες, υποψήφιους βουλευτές όσο και τους εκλογείς και με την προαναφερθείσα, από 10.04.2008 απόφασή του, δέχθηκε την προσφυγή και επιδίκασε στους προσφεύγοντες που απώλεσαν τη βουλευτική έδρα τους, τα διαλαμβανόμενα σε αυτήν ποσά, λόγω της επελθούσας υλικής ζημίας (απώλεια βουλευτικής αποζημίωσης) αλλά και της ηθικής βλάβης τους. Ενόψει όλων αυτών και όσων ερμηνευτικώς έγιναν δεκτά στην 6η σκέψη της παρούσας, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι κατά τις αρχαιρεσίες που διενεργήθηκαν ……..για την εκλογή του Προέδρου του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου …… τα έγκυρα ψηφοδέλτια, ανέρχονται σε 1.007, τα λευκά σε 130 και τα άκυρα σε 24, καθώς και ότι από τα 1.007 έγκυρα ψηφοδέλτια, ο ενιστάμενος ……έλαβε 491 και ο καθ’ ου η ένσταση …… 516, κρίνει ότι νομίμως ανακηρύχθηκε με το προσβαλλόμενο Πρακτικό της Εφορευτικής Επιτροπής, επιτυχών Πρόεδρος ο ….., εφόσον αυτός υπερκέρασε την επιβαλλόμενη από το άρθρο 8 παρ. 3 του π.δ. 36/1999 πλειοψηφία των μισών συν μίας (εν προκειμένω ([1.007 : 2= 503,5 ήτοι 504]+1= 505) έγκυρων ψήφων. Εξάλλου, απορριπτέος, πρωτίστως ως απαραδέκτως προβαλλόμενος το πρώτον με το κατατεθέν στις 26.06.2018 υπόμνημα, παρίσταται ο ισχυρισμός του ενισταμένου, σύμφωνα τον οποίο «τίθεται ζήτημα συνολικής ακυρότητας της εκλογικής διαδικασίας, δεδομένου ότι από τα Πρακτικά 1 και 2 της Εφορευτικής Επιτροπής δεν προκύπτει αρίθμηση των ψηφοδελτίων».

11. Επειδή, κατ’ ακολουθία, η ένσταση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, να καταπέσει υπέρ του Δημοσίου το καταβληθέν παράβολο, (άρθρο 277 παρ. 9 του ΚΔΔ) και να καταδικαστεί ο ενιστάμενος στη δικαστική δαπάνη των καθ’ ων η ένσταση, ύψους 256 ευρώ (άρθρο 11 παρ. 7 του π.δ. 36/1999 και Παράρτημα Α΄ του Κώδικα Δικηγόρων ν.4194/2013 Α΄ 208).

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Απορρίπτει την ένσταση.

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.

Επιβάλλει σε βάρος του ενισταμένου τη δικαστική δαπάνη των καθ’ ων η ένσταση, ποσού διακοσίων πενήντα έξι ευρώ (256€).

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 5 Ιουλίου 2018 και δημοσιεύθηκε στην ίδια πόλη, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, στις 10 Ιουλίου 2018.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ

ΓΕΩΡΓΙΑ ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΥΦΩΤΕΙΝΗ ΚΑΡΒΕΛΑ

 Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΟΛΙΟΠΟΥΛΟΣ

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *