ΣτΕ 557/2016
Μέτρα διασφάλισης συμφερόντων Δημοσίου κατά πτωχού. Περιορισμοί στη λήψη μέτρων διασφάλισης των συμφερόντων του Δημοσίου όταν η λήψη των μέτρων αυτών παρεμποδίζει ευθέως την λειτουργία της πτώχευσης. Τούτο ισχύει ειδικότερα τόσο για το μέτρο της δέσμευσης των τραπεζικών καταθέσεων, περιεχομένου θυρίδων κλπ, στον βαθμό που τα ανωτέρω (καταθέσεις, λογαριασμοί κλπ) αποτελούν στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας, όσο και προκειμένου για το μέτρο της απαγόρευσης παραλαβής δηλώσεων και χορήγησης πιστοποιητικών κλπ από τις αρμόδιες Δ.Ο.Υ., του οποίου, άλλωστε, η λήψη, ενόψει της ως άνω περιουσιακής φύσεως συνέπειας για τον οφειλέτη (πτωχευτική απαλλοτρίωση), καθίσταται κενό ουσιαστικού περιεχομένου. Παραπομπή στην επταμελή σύνθεση.
7. Επειδή, όπως συνάγεται από τις μνημονευόμενες στη σκέψη 4 διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα, εν συνδυασμώ προς τα αναφερόμενα στην εισηγητική έκθεση επί του σχεδίου νόμου, σύμφωνα με τα οποία «[…] 2. Ο Πτωχευτικός Κώδικας εισάγει νέες ρυθμίσεις […]. Ως σύστημα ρυθμίσεων επιδιώκει : α) […] γ) την ισότιμη μεταχείριση των πιστωτών που έχουν την ίδια θέση […] 3. Δύο είναι οι βασικοί πυλώνες των ρυθμίσεων του νέου Πτωχευτικού Κώδικα: Πρώτος, η εισαγωγή ενός ενιαίου συστήματος εκκαθάρισης και αναδιοργάνωσης με υπαγωγή τους ενιαίως στον θεσμό της πτώχευσης […] Δεύτερος, η αυτορρύθμιση της πτώχευσης κατά το διαδικαστικό και ουσιαστικό της περιεχόμενο, με αναβάθμιση της αυτονομίας των πιστωτών και των άλλων εμπλεκομένων […] Η λεγόμενη συλλογικότητα της άσκησης και εφαρμογής των δικαιωμάτων στην πτώχευση από τους πιστωτές δεν περιορίζει, όμως, την εποπτεία, ως προς τη νομιμότητα της διαδικασίας, της δικαστικής αρχής. Ουσιαστικό και διαδικαστικό δίκαιο της πτώχευσης συνδέονται λειτουργικά. Και τα δύο δομούνται και διαμορφώνονται πάνω στην ίδια κατάσταση, την αδυναμία του οφειλέτη να ικανοποιήσει τους πιστωτές του. και τα δύο κυριαρχούνται από την αρχή της “αυτονομίας των πιστωτών”. Η πτώχευση, ως θεσμός του εμπορικού δικαίου και όχι του δικονομικού δικαίου, με φύση αναγκαστικού δικαίου, αν και εποπτευόμενος από την Πολιτεία, λόγω των πολλαπλών εμπλεκόμενων συμφερόντων και της σημασίας του για την οικονομία καθόλου, χαρακτηρίζεται από συλλογικότητα δράσης των πιστωτών κατά την πραγμάτωση του δικαίου της πτώχευσης και την ικανοποίησή τους με βάση την αρχή της ίσης μεταχείρισης και της σύμπραξής τους σε κοινωνία ζημίας [..]», η πτώχευση, ως θεσμός συλλογικής και καθολικής αναγκαστικής εκτέλεσης, που καταλαμβάνει αφενός μεν όλους τους πτωχευτικούς πιστωτές (και μάλιστα αυτοδικαίως και ανεξάρτητα από τη θέλησή τους, εφόσον βέβαια χωρήσουν σε αναγγελία και επαλήθευση των απαιτήσεών τους) και αφετέρου ολόκληρη την περιουσία του οφειλέτη, ώστε αυτή να διαφυλαχθεί και, ενδεχομένως, διατεθεί στο σύνολό της για να ικανοποιηθούν οι πτωχευτικοί πιστωτές, δομείται, ουσιαστικά και διαδικαστικά, προς ένα βασικό σκοπό, αυτόν της ικανοποίησης όλων των δανειστών μέσω της εκκαθάρισης (ρευστοποίησης) της περιουσίας του οφειλέτη (ή με άλλο τρόπο που προβλέπεται από το σχέδιο αναδιοργάνωσης), σύμφωνα με την αρχή της ισότητας ή αρχή της σύμμετρης ικανοποίησης (σε αντίθεση προς την αρχή της προτεραιότητας). Για την πραγμάτωση δε αυτής της αρχής, που διαπνέει το πτωχευτικό δίκαιο στο σύνολό του, στο προπαρατεθέν άρθρο 25 του εν λόγω Κώδικα προβλέπεται ότι, πλην ορισμένων κατηγοριών πιστωτών, από την έκδοση της απόφασης του πτωχευτικού δικαστηρίου με την οποία κηρύσσεται η πτώχευση (και μέχρι την ανάκληση ή περάτωση αυτής ή μέχρι την κήρυξη της παύσης των εργασιών της ή την τελεσιδικία της απόφασης που επικυρώνει το σχέδιο αναδιοργάνωσης), οι in abstracto (εν δυνάμει) πτωχευτικοί πιστωτές, αυτοί, δηλαδή, οι οποίοι, κατά το χρονικό σημείο κήρυξης της πτώχευσης, έχουν κατά του οφειλέτη γεννημένη και δικαστικώς επιδιώξιμη χρηματική ενοχή, δεν μπορούν πλέον, ανεξάρτητα αν είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα, να ασκήσουν κατά αυτού τα ατομικά καταδιωκτικά τους δικαιώματα για την «ικανοποίηση ή εκπλήρωση» των πτωχευτικών τους απαιτήσεων, ως μόνη δε οδό, προκειμένου να ικανοποιηθούν, έχουν τη συμμετοχή τους στη διαδικασία επαλήθευσης των πιστώσεών τους. Η αρχή αυτή, της άρσης (ή αναστολής) των ατομικών διώξεων των πτωχευτικών πιστωτών κατά του οφειλέτη, που είναι αρχή αναγκαστικού δικαίου (ΑΠ 808/1990) και της οποίας η παράβαση επιφέρει την «απόλυτη ακυρότητα» των σχετικών πράξεων, αναφέρεται, πλην των περιπτώσεων που ο ίδιος ο Κώδικας ορίζει διαφορετικά, σε όλα τα κατά το κοινό δίκαιο μέσα «ικανοποίησης ή εκπλήρωσης» πτωχευτικών απαιτήσεων, όπως είναι «ιδίως» η έναρξη ή συνέχιση αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών ή «η έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσεως ή η εκτέλεσή τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας», εφόσον βέβαια, και στην περίπτωση αυτή, που κατά το περιεχόμενό της, αφορά αποκλειστικά στο Δημόσιο (υπό την ευρεία έννοια), οι εν λόγω πράξεις κατατείνουν στην ικανοποίηση πτωχευτικής απαίτησης ή εκτελούνται σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας (δηλαδή αυτής που ανήκει στον οφειλέτη κατά την κήρυξη της πτώχευσης, συνεπώς όχι και εκείνης που αποκτά ο οφειλέτης μετά την κήρυξή της). Τούτων έπεται, κατά την ομόφωνη γνώμη του Τμήματος, υπό την παρούσα πενταμελή σύνθεσή του, ότι στην έννοια των (ενδεικτικώς άλλωστε μνημονευομένων) «ατομικών καταδιωκτικών μέτρων των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεων», τα οποία κατά νόμο αναστέλλονται (απαγορεύονται), περιλαμβάνονται και τα προβλεπόμενα στο άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2523/1997 μέτρα, έστω και αν τα τελευταία αυτά, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην οικεία εισηγητική έκθεση επί του σχεδίου νόμου, αποσκοπούν απλώς στη διατήρηση των περιουσιακών στοιχείων του παραβάτη προτού ο ίδιος προλάβει να μεταβιβάσει τα περιουσιακά του στοιχεία και να αποσύρει τις καταθέσεις του πριν από το στάδιο οριστικοποιήσεως των φορολογικών εγγραφών (και τα οποία συνεπώς δεν έχουν κυρωτικό χαρακτήρα, ούτε προσλαμβάνουν τέτοιο λόγω του ότι ενδέχεται να κατατείνουν και στη συμμόρφωση των παραβατών προς τις σχετικές καταλογιστικές πράξεις που εκδίδονται σε βάρος τους, ΣτΕ 2024/2010). Τούτο διότι, μετά την κήρυξη του οφειλέτη σε πτώχευση, η (παράλληλη) λήψη σε βάρος του των εν λόγω μέτρων προς «εξασφάλιση» ειδικώς της είσπραξης από το Δημόσιο των (κύριων) φορολογικών οφειλών και λοιπών κυρώσεων για φορολογικές παραβάσεις του οφειλέτη δεν συμβιβάζεται με το θεσμό της πτώχευσης ως συλλογικής διαδικασίας, που επιτάσσει αφενός μεν την οργάνωση των πιστωτών σε κοινωνία ζημίας προς το σκοπό της σύμμετρης ικανοποίησής τους με τη ρευστοποίηση της περιουσίας του οφειλέτη (ή, αν κριθεί, μέσω της οικονομικής του επιβίωσης) αφετέρου δε την ύπαρξη πτωχευτικής αυτοδιοίκησης (ή αυτορρύθμισης), στα πλαίσια της οποίας η διοίκηση της πτωχευτικής περιουσίας, η οποία αφαιρείται αυτοδικαίως από τον οφειλέτη (πτωχευτική απαλλοτρίωση), όπως άλλωστε και κάθε άλλη σχετική ενέργεια επ’ αυτής (συγκέντρωση, διαχείριση, αξιοποίηση και διανομή) ανατίθεται σε ειδικό όργανο, τον σύνδικο, ενεργούντος άλλοτε κατά την κρίση του και άλλοτε σύμφωνα προς όσα αποφασίσει η ομάδα των πιστωτών ή η δικαστική αρχή (βλ. πχ τη διάταξη του άρθρου 66 παρ. 1 του Πτωχευτικού Κώδικα, κατά την οποία ο σύνδικος της πτώχευσης υποχρεούται να ζητεί από το πτωχευτικό δικαστήριο τη λήψη κάθε αναγκαίου μέτρου προς εξασφάλιση της πτωχευτικής περιουσίας). Τούτο δε ισχύει τόσον προκειμένου για το μέτρο της (μετά την άρση του απορρήτου) δέσμευσης των τραπεζικών καταθέσεων, περιεχομένου θυρίδων κλπ, στον βαθμό που τα ανωτέρω (καταθέσεις, λογαριασμοί κλπ) αποτελούν στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας, καθόσον η λήψη των εν λόγω μέτρων παρεμποδίζει ευθέως την κατά τα ανωτέρω λειτουργία της πτωχεύσεως όσο και προκειμένου για το μέτρο της απαγόρευσης παραλαβής δηλώσεων και χορήγησης πιστοποιητικών κλπ από τις αρμόδιες Δ.Ο.Υ., του οποίου, άλλωστε, η λήψη, ενόψει της ως άνω περιουσιακής φύσεως συνέπειας για τον οφειλέτη (πτωχευτική απαλλοτρίωση), καθίσταται κενό ουσιαστικού περιεχομένου.
…………….
8. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, η μνημονευόμενη στη σκέψη 5 αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης θα έπρεπε να κριθεί κατ’ αρχήν νόμιμη, στο μέτρο που αφορά σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας της αναιρεσίβλητης, ο δε μοναδικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλονται τα αντίθετα (και ειδικότερα ότι σκοπός της λήψης των πιο πάνω μέτρων στα πλαίσια της πτωχευτικής διαδικασίας είναι να «αποφευχθεί ο κίνδυνος ο σύνδικος της πτώχευσης να ικανοποιήσει άλλους πιστωτές της πτωχής εταιρείας σε βάρος των αξιώσεων του Δημοσίου […]») θα έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμος. Λόγω, όμως, της σπουδαιότητας του τιθέμενου ζητήματος, το Τμήμα, με την παρούσα πενταμελή σύνθεση, κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στην επταμελή σύνθεση του Β΄ Τμήματος, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 14 παρ.5 του π.δ.18/1989 (Α΄ 8)…..