Δυνατότητα ελέγχου συνταγματικότητας ενωσιακής Οδηγίας

Παντελής Αντ. Μαρκούλης*

 

            Προσφάτως γίνεται λόγος περί «αντισυνταγματικότητας» ορισμένων διατάξεων του σ/ν με το οποίο θα ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία 2010/13/ΕΕ για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων και ειδικότερα του ά. 8 του σ/ν. Τίθεται το ερώτημα εάν και, εάν ναι, σε ποια έκταση είναι επιτρεπτός ο έλεγχος εθνικής πράξης εκτελεστικής του δευτερογενούς δικαίου υπό το πρίσμα του εθνικού συντάγματος.

 

            Ως γνωστόν, το δίκαιο της Ένωσης (πρωτογενές και δευτερογενές) υπερέχει των εθνικών δικαίων των κρατών-μελών (αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης). Πρόκειται για πάγια νομολογία του ΔΕΚ (ήδη ΔΕΕ) (βλ. ενδεικτικά ΔΕΚ, Costa, 6/64· ΔΕΚ, Internationale Handelsgesellschaft, 11/70· ΔΕΚ, Liselotte Hauer, 44/1979).

            Το ΔΕΚ στην υπόθεση Internationale Handelsgesellschaft αναφέρθηκε στη σχέση μεταξύ του δευτερογενούς κοινοτικού δικαίου προς τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως αυτά κατοχυρώνονται στα εθνικά συντάγματα. Έκρινε το Δικαστήριο ότι οι κοινοτικές πράξεις του δευτερογενούς δικαίου μπορούν να ελέγχονται για το ενδεχόμενο αντίθεσής τους προς ανώτερους ιεραρχικά κανόνες δικαίου. Η αρμοδιότητα για τον έλεγχο ανήκει αποκλειστικά στο ΔΕΚ και το κριτήριο ελέγχου πρέπει να έχει κοινοτικό χαρακτήρα (βλ. και τη γνωστή απόφαση του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου «Solange II», BVerfG, 22.10.1986, 2 BvR 197/83). Έλεγχος με βάση τα εθνικά συντάγματα θα οδηγούσε σε κατακερματισμό της κοινοτικής (ήδη ενωσιακής) έννομης τάξης και θα έβαλλε ευθέως κατά της αρχής της αυτονομίας του δικαίου της ΕΕ (πρβλ. όμως την πρόσφατη απόφαση του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου «PSPP», BVerfG, 05.05.2020, 2 BvR859/15, 2 BvR 1651/15, 2 BvR 2006/15, 2 BvR 980/16).

            Είναι τυπικά θεμιτός ο έλεγχος συνταγματικότητας της εθνικής πράξης μεταφοράς μίας Οδηγίας (π.χ. ο νόμος, όπως στην επίμαχη περίπτωση), εφόσον όμως αφορά πράξεις του εθνικού δικαίου και όχι ευθεία προσβολή των ενωσιακών πράξεων. Προφανές είναι, όμως, ότι όταν η εθνική πράξη μεταφέρει επακριβώς και κατά λέξη τις προβλέψεις μίας Οδηγίας, τότε έλεγχος συνταγματικότητας της εθνικής πράξης καταλήγει να είναι έλεγχος συνταγματικότητας της Οδηγίας, γεγονός ανεπίτρεπτο από την αρχή της αυτονομίας του δικαίου της ΕΕ. Εάν, όμως, ο εθνικός νομοθέτης λαμβάνει μέτρα πέραν εκείνων που ρητά επιβάλλει ο ενωσιακός νομοθέτης (όταν η Οδηγία είναι ελάχιστης ή στοχευμένης πλήρους εναρμόνισης), τότε τα μέτρα αυτά μπορούν να ελεγχθούν υπό το πρίσμα του εθνικού συντάγματος, υπό τον όρο ότι δεν διακυβεύεται η αποτελεσματικότητα της Οδηγίας.

            Τούτο, όμως, δεν σημαίνει ότι ο ευρωπαίος πολίτης μένει απροστάτευτος από τυχόν παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του από πράξεις των οργάνων της ΕΕ. Ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (ΧΘΔΕΕ), ο οποίος έχει την ίδια τυπική ισχύ με τις Συνθήκες, κατοχυρώνει τα θεμελιώδη δικαιώματα του ευρωπαίου πολίτη, τυποποιώντας κατά βάση τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών-μελών (πρβλ. ά. 52 §4). Ο ΧΘΔΕΕ δεσμεύει τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και τα κράτη-μέλη, όταν τα τελευταία εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης (ά. 51 §1). Τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον Χάρτη επιτρέπεται να περιορίζονται με νόμο, χωρίς να αναιρείται ο πυρήνας τους και τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας (ά. 52 §1).

            Σπουδαίας σημασίας στο πεδίο του ενωσιακού δικαίου είναι και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Εφόσον ένα δικαίωμα που κατοχυρώνεται στον Χάρτη προβλέπεται και στη Σύμβαση, τότε, εφόσον η Σύμβαση παρέχει ένα αυξημένο επίπεδο προστασίας, θα ισχύει το υψηλότερο αυτό επίπεδο προστασίας (ά. 52 §3). Ο Χάρτης, δηλαδή, θέτει το minimum προστασίας. Πάντως, η μόνη ενασχόληση του ΔΕΕ με την ΕΣΔΑ περιορίζεται στον έλεγχο τυχόν εφαρμογής ά. 52 §3 του Χάρτη (βλ. χαρακτηριστικά τον «απογαλακτισμό» του ΔΕΕ από την ΕΣΔΑ στη ΔΕΕ, Luca MenciC-524/15, σκ. 60).

            Κράτος-μέλος δεν επιτρέπεται να επικαλεστεί το αυξημένο επίπεδο προστασίας που επιφυλάσσει το εθνικό σύνταγμά του σε σχέση με τον Χάρτη προκειμένου να αρνηθεί τη συμμόρφωσή του με το δίκαιο της Ένωσης (βλ. ΔΕΕ, Stefano Melloni, C-399/11, σκ. 55-64).

            Ειδικά, πάντως, στις περιπτώσεις που εμπλέκεται το ποινικό δίκαιο, τα δικαστήρια ενός κράτους-μέλους οφείλουν να μην εφαρμόσουν εθνική διάταξη ποινικού χαρακτήρα, έστω και εάν διακυβεύεται η υπεροχή του δικαίου της Ένωσης, εφόσον η εφαρμογή της θα συνεπαγόταν παραβίαση της αρχής n.c.n.p.s.l. (ά. 49 ΧΘΔΕΕ), π.χ. λόγω έλλειψης σαφήνειας του εφαρμοστέου νόμου (n.c.n.p.s.l.c.) (επιχείρημα από ΔΕΕ, Taricco IIC-42/17).

            Συνοψίζοντας, δεν επιτρέπεται ο έλεγχος συνταγματικότητας των δευτερογενών πράξεων της Ένωσης ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου μέσω της υποβολής σε έλεγχο συνταγματικότητας της εθνικής πράξης που μεταφέρει αυτούσιο το ενωσιακό μέτρο στην εθνική έννομη τάξη. Αν, όμως, ο εθνικός νομοθέτης πλειοδοτεί σε σχέση με τον ενωσιακό νομοθέτη, τότε είναι εφικτός ο έλεγχος συνταγματικότητας για το «υπερβάλλον». Επιτρέπεται, σε κάθε περίπτωση, έλεγχος της συμβατότητας της πράξης της Ένωσης με τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως αυτά κατοχυρώνονται στον ΧΘΔΕΕ, ο οποίος αποτελεί πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο (ά. 6 §1 ΣΕΕ). Η αρμοδιότητα για την κρίση περί της συμβατότητας πράξης της Ένωσης με τον ΧΘΔΕΕ ανήκει στο ΔΕΕ (βλ. ά. 263 §4 και ά. 267 ΣΛΕΕ).

 

*Ο Παντελής Μαρκούλης είναι πτυχιούχος της Νομικής ΑΠΘ, ασκούμενος δικηγόρος και μεταπτυχιακός φοιτητής Νομικής ΑΠΘ.

 

Πηγή: http://dikastis.blogspot.com

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *