ΔΠρΘεσσαλονίκης 5870/2020, Ζ’ Τμήμα Μονομελές Πρόστιμο για την μη καταχώρηση εργαζομένου στον πίνακα προσωπικού και ωρών εργασίας της επιχείρησης

 Πηγή: http://www.adjustice.gr 

Πρόστιμο για την μη καταχώρηση εργαζομένου στον πίνακα προσωπικού και ωρών εργασίας της επιχείρησης. Εφαρμογή της επιεικέστερης διοικητικής κύρωσης για την παράβαση αυτή, παρότι ο σχετικός ισχυρισμός προβλήθηκε με το υπόμνημα του προσφεύγοντος. Δέχεται εν μέρει την προσφυγή

Αριθμός απόφασης 5870 /2020
 
      ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
 
 
      Τμήμα Ζ΄ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ
 
 
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Φεβρουαρίου 2020 με Δικαστή την Αικατερίνη Μωυσιάδου, Πρωτοδίκη Διοικητικών Δικαστηρίων, και Γραμματέα τον Λάζαρο Λαγό, δικαστικό υπάλληλο,
 
      για να δικάσει την προσφυγή με αριθμό καταχωρίσεως […],
 
      τ ο υ […], κατοίκου […], ο οποίος παρέστη δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Αριστείδη Ασκητή, νομιμοποιηθέντος δια του από 11.02.2020 ιδιωτικού εγγράφου παροχής πληρεξουσιότητας, που κατέθεσε στις 12.02.2020 δήλωση του άρθρου 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ.,
 
      κ α τ ά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νομίμως από την Προϊσταμένη του Τμήματος Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων Κεντρικού Τομέα Θεσσαλονίκης του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.), που κατέθεσε στις 09.01.2020 δήλωση του άρθρου 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ.,
 
      κ α ι κ α τ ά της 356586/10.10.2018 πράξεως επιβολής προστίμου της Προϊσταμένης του Τμήματος Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων Κεντρικού Τομέα Θεσσαλονίκης του Σ.ΕΠ.Ε..
 
      Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α.
 
 
      Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο.
 
 
      1. Επειδή, με την υπό κρίση προσφυγή, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. απόδειξη καταβολής του με κωδικό 24911121595902180013 ηλεκτρονικού παραβόλου), ζητείται η ακύρωση, άλλως η τροποποίηση, της 356586/10.10.2018 πράξεως επιβολής προστίμου της Προϊσταμένης του Τμήματος Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων Κεντρικού Τομέα Θεσσαλονίκης του Σ.ΕΠ.Ε., με την οποία επιβλήθηκε εις βάρος του προσφεύγοντος εργοδότη πρόστιμο ύψους 3.000,00 ευρώ για παράβαση της εργατικής νομοθεσίας.
 
      2. Επειδή, το άρθρο 16 του Ν. 2874/2000 (ΦΕΚ Α΄ 286) ορίζει ότι: «Το άρθρο 4 του ν.δ. 515/1970 (ΦΕΚ 95 Α΄) «Περί χρονικών ορίων εργασίας μισθωτών», όπως συμπληρώθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 18 του ν. 1082/1980 (ΦΕΚ 250 Α΄), καθώς και οι παράγραφοι α και β του άρθρου 13 του ν.δ. 1037/1971 (ΦΕΚ 235 Α΄) «περί χρονικών ορίων λειτουργίας καταστημάτων και εργασίας του προσωπικού αυτών» αντικαθίσταται ως εξής: «1. Κάθε εργοδότης υπαγόμενος στις διατάξεις του παρόντος υποχρεούται όπως μια φορά το χρόνο και κατά το χρονικό διάστημα από 15 Σεπτεμβρίου έως 15 Νοεμβρίου καταθέτει, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, στην αρμόδια υπηρεσία του Σ.ΕΠ.Ε.-Τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης, εις διπλούν, πίνακα με την επωνυμία, το είδος, τον τόπο λειτουργίας και το Α.Φ.Μ. της επιχείρησης ο οποίος θα περιλαμβάνει τα παρακάτω στοιχεία ενός εκάστου των απασχολούμενων σε αυτή μισθωτών. … 5. [όπως η παράγραφος αυτή ισχύει τελικώς μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 1 του Ν. 4093/2012 (ΦΕΚ Α΄ 222)] Ο εργοδότης υποχρεούται να καταθέσει συμπληρωματικούς πίνακες προσωπικού ως προς τα μεταβληθέντα στοιχεία: α) για την πρόσληψη νέου εργαζομένου, το αργότερο την ίδια ημέρα της πρόσληψης και πάντως πριν την ανάληψη υπηρεσίας από τον εργαζόμενο, β) για την αλλαγή ή τροποποίηση του ωραρίου ή την οργάνωση του χρόνου εργασίας την ίδια μέρα ή το αργότερο εντός δύο (2) εργάσιμων ημερών από την ημέρα αλλαγής ή τροποποίησης του ωραρίου ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας και γ) για την αλλαγή νόμιμου εκπροσώπου της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης και για μεταβολή των αποδοχών των εργαζομένων εντός 15 μερών. Η κατάθεση συμπληρωματικών στοιχείων μπορεί γίνει γραπτά ή ηλεκτρονικά».
 
 
      3. Επειδή, κατ’ επίκληση της προαναφερθείσας διατάξεως του άρθρου 16 παρ. 1 του Ν. 2639/1998 εκδόθηκε η 2063/Δ1 632/18.02.2011 απόφαση της Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης (ΦΕΚ Β΄ 266), με την οποία κατηγοριοποιήθηκαν οι παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας και καθορίσθηκαν μέθοδοι υπολογισμού των επιβαλλόμενων προστίμων με τη συνεκτίμηση των προβλεπόμενων στην απόφαση αυτή κριτηρίων. Ειδικότερα, με το άρθρο 2 αυτής ορίσθηκε ότι τα βασικά κριτήρια που συνεκτιμώνται για την επιβολή των προβλεπόμενων προστίμων είναι η σοβαρότητα της παραβάσεως, ο αριθμός των εργαζομένων της επιχείρησης, η υποτροπή της επιχείρησης, ο βαθμός συνεργασίας της και ο αριθμός των εργαζομένων στους οποίους αφορά η διαπιστωθείσα παράβαση, ενώ στο παράρτημα Ι της ανωτέρω αποφάσεως αναφέρονται οι παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας, η τέλεση των οποίων επισύρει την κύρωση του προστίμου. Ειδικότερα, στην ενότητα Β΄ του εν λόγω παραρτήματος αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ως βασική παράβαση η μη κατάθεση πίνακα προσωπικού και ωρών εργασίας σε περίπτωση προσλήψεως νέων εργαζομένων (άρθρο 16 παρ. 5 εδ. α΄ του Ν. 2874/2000), η οποία χαρακτηρίζεται ως «πολύ υψηλή». Η απόφαση αυτή καταργήθηκε εν συνεχεία από την κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 24 παρ. 2 του Ν. 3996/2011 εκδοθείσα Υ.Α. 29164/755/27.06.2019 (ΦΕΚ Β΄ 2686), η οποία χαρακτήριζε ομοίως την ως άνω παράβαση ως «πολύ υψηλή», περιέχουσα όμοιο τρόπο υπολογισμού του επιβαλλομένου προστίμου.
 
      4. Επειδή, εν συνεχεία, εκδόθηκε ο Ν. 3996/2011 (ΦΕΚ Α΄ 170), ο οποίος όριζε στο άρθρο 2, όπως ίσχυε τον κρίσιμο χρόνο, ότι για την εκτέλεση του έργου του, το Σώμα Επιθεωρητών Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.) επιβλέπει την τήρηση και εφαρμογή των διατάξεων της ασφαλιστικής νομοθεσίας της σχετικής με την ασφαλιστική κάλυψη των εργαζομένων, την αδήλωτη εργασία και την παράνομη απασχόληση, στο άρθρο 23 ότι, εάν διαπιστώσει παραβίαση των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, το Σ.ΕΠ.Ε. λαμβάνει άμεσα διοικητικά μέτρα και επιβάλλει τις προβλεπόμενες διοικητικές κυρώσεις, στο άρθρο 24 παρ. 1 ότι στον εργοδότη που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας επιβάλλεται, ύστερα από προηγούμενη πρόσκλησή του για παροχή εξηγήσεων για έκαστη παράβαση πρόστιμο από 300,00 έως 50.000,00 ευρώ, στο άρθρο 24 παρ. 4 ότι με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης κατηγοριοποιούνται οι παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας, και καθορίζεται το ύψος του προστίμου σε περίπτωση παράβασης της νομοθεσίας αυτής, στη δε παρ. 8 του αυτού άρθρου ότι: «Η υπ’ αριθμ. 2063/Δ1 632/2011 απόφαση της Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης (Β΄ 266), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 16 του ν. 2639/1998, … εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι εκδόσεως των υπουργικών αποφάσεων που ρυθμίζουν κατά τρόπο διάφορο την κατηγοριοποίηση, τη διαδικασία, τα κριτήρια και το ύψος των επιβαλλόμενων προστίμων σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Μετά την έκδοση των υπουργικών αποφάσεων του παρόντος άρθρου καταργείται κάθε αντίθετη διάταξη που ρυθμίζει κατά τρόπο διαφορετικό την κατηγοριοποίηση των προστίμων, τα κριτήρια, το ύψος και τη διαδικασία επιβολής αυτών».
 
      5. Επειδή, ακολούθως, κατ’ εξουσιοδότηση του προμνησθέντος άρθρου 24 του Ν. 3996/2011 εκδόθηκε η 60201/Δ7.1422/20.12.2019 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών υποθέσεων «Κατηγοριοποίηση παραβάσεων και καθορισμός ύψους προστίμων που επιβάλλονται από τους Επιθεωρητές Εργασιακών σχέσεων του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ)» (ΦΕΚ Β΄ 4997/31.12.2019), με το άρθρο 4 της οποίας καταργήθηκε από 31.12.2019 η Υ.Α. 29164/755/27.06.2019. Σύμφωνα δε με τη νέα αυτή απόφαση (και ειδικότερα το Παράρτημα Ι αυτής), η παράβαση της μη υποβολής συμπληρωματικού πίνακα προσωπικού και ωρών εργασίας σε περίπτωση προσλήψεως νέων εργαζομένων (ενιαίου εντύπου Ε3) αποτελεί γενική παράβαση που χαρακτηρίζεται ως πολύ υψηλή παράβαση, επισύρουσα πρόστιμο από 1.800,00 έως 8.000,00 ευρώ, αυτό δε για πολύ υψηλές παραβάσεις για επιχείρηση με 11 έως 20 εργαζομένους, που χαρακτηρίζεται «μεσαία επιχείρηση», ανέρχεται σε 2.000,00 ευρώ.
 
      6. Επειδή, εξ άλλου, κατά γενική αρχή του δικαίου επιβάλλεται η αναδρομική εφαρμογή της ηπιότερης κυρώσεως προκειμένου περί παραβάσεως για την οποία προβλέπονται διαδοχικώς, από τον χρόνο διαπράξεώς της έως τον χρόνο εκδικάσεως της υποθέσεως, περισσότερες κυρώσεις (πρβλ. Σ.τ.Ε. 352/2019, 1438/2018 επταμ.). Σύμφωνα με την εν λόγω αρχή, η οποία δεν έχει έδαφος εφαρμογής όταν η μεταγενέστερη ηπιότερη νομοθετική ρύθμιση υπαγορεύθηκε όχι από μεταβολή των σχετικών αξιολογήσεων του νομοθέτη «επί το επιεικέστερον», αλλά από άλλους λόγους, ο ευμενέστερος ή μη για τους διοικούμενους χαρακτήρας του νεότερου νόμου που προβλέπει κύρωση για ορισμένη διοικητική παράβαση δεν κρίνεται γενικώς, αλλά εν όψει της συγκεκριμένης περίπτωσης, κατόπιν συγκρίσεως όλων των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων που αφορούν στο χρονικό διάστημα από τη διάπραξη της παραβάσεως έως και την εκδίκαση της υποθέσεως από το αρμόδιο δικαστήριο και εξετάσεως του ζητήματος ποια από τις ρυθμίσεις αυτές, εφαρμοζόμενη στο σύνολό της, άγει, κατ’ εκτίμηση των συνθηκών της υποθέσεως, στην ελαφρύτερη κύρωση. Πάντως, η ανωτέρω αρχή δεν έχει πεδίο εφαρμογής, όταν ο νεότερος νόμος περί επιβολής διοικητικών κυρώσεων είτε δεν είναι συγκρίσιμος με τον προηγούμενο (όσον αφορά την προβλεπόμενη παράβαση ή κύρωση) είτε συνδέεται αναπόσπαστα με τη θέσπιση νέου, ουσιωδώς διαφορετικού κανονιστικού πλαισίου υποχρεώσεων του διοικουμένου, ώστε να μην απηχεί διαφορετική εκτίμηση του νομοθέτη ως προς τον πρόσφορο και αναγκαίο χαρακτήρα των κυρώσεων που προβλέπονταν υπό το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς (βλ. Σ.τ.Ε. 1582/2020 και τις εκεί παραπομπές). Η ανωτέρω αρχή εφαρμόζεται αυτεπαγγέλτως από τα διοικητικά δικαστήρια, καθώς ανάγεται στην ισχύ του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου (πρβλ. Σ.τ.Ε. 1438/2018, Δ.Ε. Θεσ/νίκης 2090/2015).
 
      7. Επειδή, εξ άλλου, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (Ν. 2717/1999, ΦΕΚ Α΄ 97), ορίζει στο άρθρο 183 περ. δ΄ ότι αποκλείεται να εξετασθούν ως μάρτυρες, πρόσωπα που είναι δυνατόν να έχουν οιοδήποτε συμφέρον από την έκβαση της δίκης, και στο άρθρο 185 ότι: «1. Οι μαρτυρικές καταθέσεις τις οποίες προσάγουν οι διάδικοι προαποδεικτικώς λαμβάνονται ενόρκως, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 184, ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου της έδρας του δικαστηρίου ή της κατοικίας του μάρτυρα. 2. Ο διάδικος που επιδιώκει τη λήψη μαρτυρικής κατάθεσης κατά τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο επιδίδει, δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες από την κατάθεση, στους λοιπούς διαδίκους, κλήση, η οποία αναφέρει το ένδικο βοήθημα ή μέσο που αφορά η κατάθεση, τόπο, ημέρα και ώρα διεξαγωγής της, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα, καθώς και το θέμα της κατάθεσης. 3. Κατά την κατάθεση του μάρτυρα παρίστανται, εφόσον το επιθυμούν, οι διάδικοι και μπορούν να απευθύνουν ερωτήσεις προς αυτόν».
 
      8. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο προσφεύγων διατηρεί κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος (σνακ-μπαρ) με την επωνυμία […] επί της οδού […]. Σε επιτόπιο έλεγχο που διενήργησαν στην επιχείρηση αξιωματικοί της Υποδιεύθυνσης Οικονομικής Αστυνομίας Βορείου Ελλάδος στις 09.06.2018 και ώρα 16:40 παρουσία του προσφεύγοντος βρέθηκαν απασχολούμενοι 6 υπάλληλοι, μεταξύ των οποίων μια ως ταμίας και μια ως σερβιτόρα, εγγεγραμμένοι στους πίνακες προσωπικού, που δεν έφεραν αριθμό πρωτοκόλλου, καθώς και ο […], ο οποίος βρέθηκε να απασχολείται ως ταμίας, χωρίς να περιλαμβάνεται στους πίνακες αυτούς, και υπέγραψε το σχετικό δελτίο ελέγχου. Σύμφωνα με την οικεία έκθεση ελέγχου, που υπογράφεται από τον προσφεύγοντα, ο τελευταίος ισχυρίσθηκε ότι ο ως άνω βρισκόταν στο κατάστημα ως φίλος, γεγονός που υποστήριξε και ο ίδιος, δηλώνοντας επιπλέον ότι είναι υπάλληλος του Ε.Φ.Κ.Α.. Ακολούθησε έλεγχος στο πληροφοριακό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ, κατά τον οποίο διαπιστώθηκε ότι ο προσφεύγων δεν είχε υποβάλει συμπληρωματικό πίνακα προσωπικού και ωρών εργασίας (ενιαίο έντυπο Ε3) για την πρόσληψη του […], ενώ αυτός έπρεπε να είχε υποβληθεί έως και την ημέρα προσλήψεώς του και προ της αναλήψεως εργασίας, κατά παράβαση του άρθρου 16 παρ. 5 εδ. α΄ του Ν. 2874/2020, όπως ισχύει. Κληθείς προς παροχή εξηγήσεων, ο προσφεύγων υποστήριξε δια του 338862/28.09/2018 υπομνήματός του ότι ο […] είναι προσωπικός του φίλος και συγκάτοικος, ότι είναι υπάλληλος του Ε.Φ.Κ.Α., καθώς και ότι συμμετείχε ως εταίρος στην ομόρρυθμη εταιρεία, η οποία εκμεταλλευόταν αρχικώς το κατάστημα, η οποία όμως λύθηκε λόγω του διορισμού του ως υπαλλήλου και έκτοτε λειτουργεί ως ατομική επιχείρηση με ιδιοκτήτη τον προσφεύγοντα, χωρίς ο προμνησθείς να διατηρεί μερίδιο ή ποσοστό στην επιχείρηση. Επιπλέον, υποστήριξε ότι, καθώς εξυπηρετούσε μόνος του τους πελάτες κατά την ώρα του ελέγχου, ζήτησε από τον […] να συνδράμει τους ελεγκτές, έως ότου μπορέσει να τους βοηθήσει ο ίδιος, με αποτέλεσμα να εκληφθεί, όλως εσφαλμένως, ως εργαζόμενος της επιχείρησης. Ισχυρίσθηκε, τέλος, ότι, μετά από τις διαμαρτυρίες του τελευταίου ως προς την αναγραφή της ιδιότητας του «ταμία» στο δελτίο ελέγχου, έλαβε τη διαβεβαίωση ότι το στοιχείο αυτό θα διορθωνόταν, πράγμα που δεν έγινε, με αποτέλεσμα η ειλικρινής προσπάθεια του φίλου του να συνδράμει στον έλεγχο να κινδυνεύει να υπολαμβάνεται ως απασχόλησή του. Οι εξηγήσεις αυτές δεν κρίθηκαν ικανοποιητικές, με την αιτιολογία ότι ο ως άνω κατελήφθη να απασχολείται ως ταμίας κατά τον επιτόπιο έλεγχο, για τον λόγο αυτόν εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με την υπό κρίση προσφυγή πράξη, με την οποία επιβλήθηκε εις βάρος του προσφεύγοντος πρόστιμο ύψους 3.000,00 ευρώ, όπως αυτό υπολογίσθηκε αναλυτικώς με την 356151/10.10.2018 εισήγηση της αρμόδιας Επιθεωρήτριας του Σ.ΕΠ.Ε., για παράβαση του 16 παρ. 5 εδ. α΄ του Ν. 2874/2020, όπως ισχύει. Ήδη δε με την υπό κρίση προσφυγή, όπως αυτή αναπτύσσεται με το κατατεθέν στις 12.02.2020 υπόμνημα, ο προσφεύγων ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξεως. Αντιθέτως, με την 14361/14.01.2020 έκθεση απόψεων, το καθ’ ου ζητεί την απόρριψη της υπό κρίση προσφυγής.
 
      9. Επειδή, με την υπό κρίση προσφυγή προβάλλεται, εν πρώτοις, ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι ακυρωτέα, ως εκδοθείσα κατά πλάνη περί τα πράγματα. Ειδικότερα, ο προσφεύγων επαναλαμβάνει τους ενώπιον της Διοικήσεως εκτεθέντες ισχυρισμούς του περί του ότι ο ανωτέρω βρισκόταν στο κατάστημα ως θαμώνας μαζί με τον κοινό τους φίλο […], και εξυπηρέτησε τους ελεγκτές, χωρίς όμως να συνδέεται με σχέση εξαρτημένης εργασίας με τον ίδιο. Προς απόδειξη δε των ισχυρισμών του επικαλείται και προσκομίζει, μεταξύ άλλων, σε φωτοαντίγραφα: α) την 464/30.11.2012 βεβαίωση έναρξης εργασιών μη φυσικού προσώπου της Β΄ Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με την οποία η ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία […], με ομόρρυθμους εταίρους τον προμνησθέντα και τον προσφεύγοντα και έδρα την […], έκανε έναρξη εργασιών στις 09.11.2012, καθώς και σελίδα του ΤAXISNET, από την οποία προκύπτει παύση εργασιών της στις 05.03.2014, β) την από 19.10.2015 απόφαση του Διοικητή του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. περί μεταθέσεως του υπαλλήλου […] στο Περιφερειακό Υποκατάστημα Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Θεσσαλονίκης, γ) το από 18.12.2018 αντίγραφο της υποβληθείσας δηλώσεως πληροφοριακών στοιχείων μισθώσεως της Α.Α.Δ.Ε., από το οποίο προκύπτει ότι ο προσφεύγων και ο […] μίσθωναν από κοινού κατοικία (διαμέρισμα) επί της οδού […], δ) τον-κατά τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος-ισχύοντα κατά τον κρίσιμο χρόνο με αριθμό πρωτ. ΠΠ4466920/12.10.2017 πίνακα προσωπικού της επιχείρησης, στον οποίο αναγράφονται 12 εργαζόμενοι, εκ των οποίων μια με την ειδικότητα του ταμία, ε) τις ληφθείσες ενώπιον της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Άννας Τσαντήλα με αριθμούς … ένορκες βεβαιώσεις της […], οι οποίες όμως δεν δύνανται να ληφθούν υπ’ όψιν από το Δικαστήριο, λόγω της μη τηρήσεως της προδικασίας του άρθρου 185 του Κ.Δ.Δ., ανεξαρτήτως του ότι η ένορκη βεβαίωση του προσφεύγοντος δεν μπορεί να ληφθεί υπ’ όψιν και για τον πρόσθετο λόγο ότι στο πρόσωπό του συντρέχει ο λόγος αποκλεισμού του άρθρου 183 του Κ.Δ.Δ.. Αντιθέτως, το καθ’ ου υποστηρίζει δια της εκθέσεως απόψεων ότι ο […] βρέθηκε κατά τον επιτόπιο έλεγχο να απασχολείται ως ταμίας στην επιχείρηση του προσφεύγοντος, υπέγραψε δε το σχετικό δελτίο ελέγχου, καθώς και ότι η ύπαρξη φιλικής σχέσεως μεταξύ αυτού και του προσφεύγοντος δεν αποκλείει την ύπαρξη εργασιακής τοιαύτης. Προς υποστήριξη δε του τελευταίου αυτού ισχυρισμού επικαλείται τον με αριθμό πρωτ. ΠΠ248415/06.03.2014, Πίνακα Προσωπικού, από τον οποίο προκύπτει ότι ο προσφεύγων είχε στο παρελθόν προσλάβει τον […] και μάλιστα με την ειδικότητα του μαρκαδόρου (ταμία). Υπό τα δεδομένα αυτά, λαμβάνοντας ειδικότερα υπ’ όψιν ότι: α) ο […] κατελήφθη κατά τον επιτόπιο έλεγχο να εργάζεται ως ταμίας στην επιχείρηση του προσφεύγοντος, υπέγραψε δε ανεπιφύλακτα το σχετικό δελτίο ελέγχου, β) οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντος περί διατυπώσεως επιφυλάξεως υπογραφής εκ μέρους του προμνησθέντος ενώπιον των ελεγκτών δεν αποδεικνύονται, γ) κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από το καθ’ ου, η ύπαρξη φιλικής σχέσεως μεταξύ τους δεν αποκλείει την ύπαρξη εργασιακής σχέσεως, η οποία υπήρξε και κατά το παρελθόν, όπως προκύπτει από τον προσκομισθέντα από το καθ’ ου με αριθμ. πρωτ. ΠΠ248415/06.03.2014 πίνακα προσωπικού, δ) δεν αποτελεί απόδειξη περί της μη απασχολήσεώς του το γεγονός ότι είναι υπάλληλος του Ε.Φ.Κ.Α., καθώς βρέθηκε απασχολούμενος Σάββατο, ήτοι σε ημέρα μη λειτουργίας της υπηρεσίας του, και ε) σε κάθε περίπτωση, όταν είναι δυσχερής η διάκριση μεταξύ εξαρτημένης ή μη εργασίας, εφαρμόζεται το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Α.Ν. 1846/1951 μαχητό τεκμήριο υπέρ της εξαρτημένης εργασίας και της, ως εκ τούτου, υπαγωγής του προσφέροντος αυτήν στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. [και ήδη Ε.Φ.Κ.Α. (βλ. Σ.τ.Ε. 2683/2019)], κρίνει ότι δεν συνέτρεξε πλάνη περί τα πράγματα και ότι ορθώς επιβλήθηκε το ένδικο πρόστιμο εις βάρος του προσφεύγοντος εργοδότη, απορριπτομένων ως αβασίμων των περί του αντιθέτου προβαλλομένων δια της υπό κρίση προσφυγής.
 
      10. Επειδή, ο προσφεύγων προβάλλει, περαιτέρω, ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι ακυρωτέα ελλείψει νόμιμης αιτιολογίας, καθώς δεν προκύπτει από το σώμα της πώς το καθ’ ου ήχθη στην κρίση περί απασχολήσεως του ως άνω προσώπου, εάν συνεκτιμήθηκαν οι προ της εκδόσεως αυτής ισχυρισμοί του προσφεύγοντος ενώπιον της Διοικήσεως, καθώς και ο τρόπος υπολογισμού του επιβληθέντος προστίμου, με αποτέλεσμα το επιβληθέν πρόστιμο να παρίσταται όλως αυθαίρετο και αναιτιολόγητο και η επιβολή του να αντίκειται στις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, που δεν δύναται να διαγνώσει την νομιμότητά του ένεκα της αοριστίας της αιτιολογίας της προσβαλλομένης. Πλην, όμως, ο λόγος αυτός είναι ακυρωτέος ως αβάσιμος, δοθέντος ότι η προσβαλλόμενη πράξη έχει πλήρη και προσήκουσα αιτιολογία, προκύπτουσα τόσο από το σώμα της, όσο και από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, και δη από την 356151/10.10.2018 εισήγηση της αρμόδιας Επιθεωρήτριας του Σ.ΕΠ.Ε., στην οποία γίνεται αναλυτικός υπολογισμός του επιβληθέντος προστίμου, καθώς και αιτιολογείται η κρίση της Διοικήσεως περί του ανεπαρκούς των παρασχεθεισών από τον προσφεύγοντα εξηγήσεων. Εξ άλλου, και ο προβαλλόμενος λόγος περί παραβάσεως της αρχής της αναλογικότητας και των άρθρων 6 της Ε.Σ.Δ.Α. και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της, ως εκ της επιβολής εις βάρος του προστίμου ύψους 11.549,44 ευρώ, είναι απορριπτέος προεχόντως ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης πραγματικής προϋποθέσεως, καθώς το ένδικο πρόστιμο είναι πολύ μικρότερου ύψους και δη 3.000,00 ευρώ.
 
      11. Επειδή, τέλος, ο προσφεύγων επικαλείται δια του υπομνήματος την αρχή αναδρομικής εφαρμογής της ηπιότερης κυρώσεως, υποστηρίζοντας ότι η νεότερη Υ.Α. 60201/Δ7.1422/20.12.2019, που αντικατέστησε την εφαρμοσθείσα εν προκειμένω 2063/Δ1 632/18.02.2011 όμοια, προβλέπει για την ένδικη παράβαση πρόστιμο ύψους 2.000,00 ευρώ, ήτοι κυρώσεως ηπιότερης σε σχέση με την επιβληθείσα. Ζητεί δε για τον λόγο αυτόν τον περιορισμό του ένδικου προστίμου σε 2.000,00 ευρώ, υποστηρίζοντας ότι η νέα ρύθμιση είναι ηπιότερη καθώς στην προκειμένη περίπτωση καταλήγει στην επιβολή μικρότερου ύψους προστίμου. Ο λόγος αυτός προβάλλεται βασίμως και πρέπει να γίνει δεκτός, καθώς, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνει η μείζων σκέψη, από τον χρόνο επιβολής της ένδικης διοικητικής κυρώσεως έως και τον χρόνο εκδικάσεως της υποθέσεως η εφαρμοσθείσα διάταξη αντικαταστάθηκε ως άνω προβλέποντας την επιβολή μικρότερου ύψους προστίμου για την αυτή παράβαση.
 
      12. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και το επιβληθέν πρόστιμο να περιορισθεί στο ποσό των 2.000,00 ευρώ, τέλος δε να αποδοθεί στον προσφεύγοντα ποσό 35,00 ευρώ εκ του καταβληθέντος παραβόλου, συμψηφιζομένης της δικαστικής δαπάνης των διαδίκων (άρθρα 277 παρ. 9 και 275 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ.).
 
      ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
 
      Δέχεται εν μέρει την προσφυγή.
 
      Περιορίζει το επιβληθέν δια της 356586/10.10.2018 πράξεως της Προϊσταμένης του Τμήματος Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων Κεντρικού Τομέα Θεσσαλονίκης του Σ.ΕΠ.Ε. διοικητικό πρόστιμο σε 2.000,00 ευρώ.
 
      Διατάσσει την απόδοση στον προσφεύγοντα ποσού τριάντα πέντε (35) ευρώ εκ του καταβληθέντος παραβόλου, και την κατάπτωση του λοιπού υπέρ του Δημοσίου.
 
      Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη.
 
 
      Η απόφαση δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη την Τετάρτη 19 Αυγούστου 2020 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου.
 
 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ       Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
 
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΜΩΥΣΙΑΔΟΥ   ΛΑΖΑΡΟΣ ΛΑΓΟΣ
Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *