ΔΠρΘεσσαλονίκης 5867/2020, Ζ’ Τμήμα Μονομελές Παραγραφή του δικαιώματος του ΙΚΑ προς επιβολή εισφορών

Πηγή: http://www.adjustice.gr 

Δίκαιο κοινωνικής ασφάλισης. Δεκαετής παραγραφή του δικαιώματος του Ι.Κ.Α. να επιβάλει ασφαλιστικές εισφορές ή άλλες επιβαρύνσεις σε βάρος του εργοδότη. Η παραγραφή αρχίζει από την πρώτη ημέρα του επόμενου έτους από εκείνο, εντός του οποίου παρασχέθηκε η ασφαλιστέα εργασία, και δεν διακόπτεται με την έκδοση της πράξεως επιβολής εισφορών ή άλλων επιβαρύνσεων αλλά με την κοινοποίηση στον εργοδότη των σχετικών πράξεων ή την πλήρη γνώση τους από αυτόν. Μη νόμιμη κοινοποίηση των καταλογιστικών πράξεων, αφού αυτή έλαβε χώρα δια της τοιχοκολλήσεώς τους στην ειδική πινακίδα του καταστήματος του Ιδρύματος, δεδομένου ότι τα ασφαλιστικά όργανα, μετά την επιστροφή της ταχυδρομικής επιστολής που απέστειλαν στη διεύθυνση της μη λειτουργούσας πλέον επιχείρησης της προσφεύγουσας, δεν την αναζήτησαν στη (γνωστή) διεύθυνση κατοικίας της, αλλά προέβησαν σε τοιχοκόλληση των εκδοθεισών πράξεων. Παραγραφή του δικαιώματος του Ι.Κ.Α. – Δέχεται εν μέρει την προσφυγή.

Αριθμός απόφασης 5867/2020
 
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
 
  Τμήμα Ζ΄
 
 ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ
 
 
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Φεβρουαρίου 2020 με Δικαστή την Αικατερίνη Μωυσιάδου, Πρωτοδίκη Διοικητικών Δικαστηρίων, και Γραμματέα τον Λάζαρο Λαγό, δικαστικό υπάλληλο,
 
 
      για να δικάσει την προσφυγή με αριθμό καταχωρίσεως […],
 
 
      τ η ς […], κατοίκου […], η οποία παρέστη δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Βύρωνα Αντωνιάδη, διορισθέντος δια του από 11.02.2020 ιδιωτικού εγγράφου παροχής πληρεξουσιότητας,
 
      κ α τ ά του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων-Ενιαίο Ταμείο Ασφαλίσεως Μισθωτών» (Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.) και ήδη «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης», για τον οποίο παρέστη ο πληρεξούσιος δικηγόρος Βασίλειος Κούβελας,
 
      κ α ι κ α τ ά της 151/συν19/25.04.2017 αποφάσεως της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (Τ.Δ.Ε.) του Ζ΄ Τοπικού Υποκαταστήματος Μισθωτών Θεσσαλονίκης του Ε.Φ.Κ.Α..
 
 
      Η κ ρ ί σ η του ε ί ν α ι η ε ξ ή ς:
 
      1. Επειδή, με την υπό κρίση προσφυγή, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. το 1421935 ειδικό έντυπο παραβόλου) ζητείται η ακύρωση της 151/συν19/25.04.2017 αποφάσεως της Τ.Δ.Ε. του Ζ΄ Τοπικού Υποκαταστήματος Μισθωτών Θεσσαλονίκης του Ε.Φ.Κ.Α., με την οποία απορρίφθηκε ένσταση της προσφεύγουσας εργοδότριας κατά της Μ585/2010 Πράξεως Επιβολής Εισφορών (Π.Ε.Ε.), ύψους 14.065,79 ευρώ, και της Μ666/2010 Πράξεως Επιβολής Πρόσθετης Επιβαρύνσεως Εισφορών (Π.Ε.Π.Ε.Ε.), ύψους 4.219,75 ευρώ, που εκδόθηκαν εις βάρος της για την ασφαλιστική τακτοποίηση εργαζομένων της επιχείρησής της. Η υπό κρίση προσφυγή, έχουσα ασκηθεί εν γένει παραδεκτώς, πρέπει να γίνει τυπικώς δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσία.
 
      2. Επειδή, σε περίπτωση παροχής εργασίας που υπάγεται στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α., η τυχόν παράλειψη του εργοδότη να ενεργοποιήσει την ασφάλιση των προσώπων που εργάζονται σε αυτόν ή η αδράνεια των αρμόδιων ασφαλιστικών οργάνων να επιδιώξουν την ασφάλιση της ως άνω εργασίας δεν αποκλείει την εκ των υστέρων ασφάλιση και αναδρομικώς, υπό τους περιορισμούς του νόμου, εκτός εάν η αναδρομική αυτή οικονομική επιβάρυνση αντιβαίνει στην αρχή της χρηστής διοικήσεως. Υφίσταται δε παραβίαση της γενικής αυτής αρχής του διοικητικού δικαίου στην περίπτωση που διαπιστώνεται σωρευτικώς αφ’ ενός ότι από τη συμπεριφορά των οργάνων του Ι.Κ.Α., που εκδηλώθηκε με θετικές ενέργειες και όχι απλώς με την αδράνεια ασκήσεως προσήκοντος ελέγχου, δημιουργήθηκε στον εργοδότη σταθερή και δικαιολογημένη πεποίθηση ότι τα πρόσωπα τα οποία απασχολεί δεν υπάγονται στην ασφάλιση του Ταμείου αυτού, με αποτέλεσμα αυτός να μην παρακρατήσει τις αντίστοιχες εισφορές, αφ’ ετέρου δε ότι η αναδρομική επιβολή των μη καταβληθεισών κατά τα ανωτέρω εισφορών θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την οικονομική του σταθερότητα (Σ.τ.Ε. 8/2016, 4064/2013 κ.ά.).
 
      3. Επειδή, εξ άλλου, το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζει ότι: «Το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερομένου ισχύει και για κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο που λαμβάνεται σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του». Περαιτέρω, με το άρθρο 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (Κ.Δ.Διαδ.), ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 2690/1999 (ΦΕΚ Α΄ 45), ρυθμίζεται, όπως αναφέρεται και στην οικεία εισηγητική έκθεση, η άσκηση του ως άνω συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος, ειδικότερα δε στην παρ. 1 το εν λόγω άρθρο 6 ορίζει ότι: «Οι διοικητικές αρχές, πριν από κάθε ενέργεια ή μέτρο σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων συγκεκριμένου προσώπου, οφείλουν να καλούν τον ενδιαφερόμενο να εκφράσει τις απόψεις του, εγγράφως ή προφορικώς, ως προς τα σχετικά ζητήματα», ενώ με τις λοιπές διατάξεις του άρθρου τούτου καθορίζεται η διαδικασία ασκήσεως του εν λόγω δικαιώματος. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, οι διοικητικές αρχές, πριν από την έκδοση δυσμενούς πράξεως που στηρίζεται σε υποκειμενική συμπεριφορά, οφείλουν να καλούν εγγράφως τον ενδιαφερόμενο να εκφράσει τις απόψεις του, ενώ τυχόν παράλειψη τηρήσεως της διαδικασίας ακροάσεως του ενδιαφερομένου συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, η οποία δεν καλύπτεται με την άσκηση εκ μέρους του ενδικοφανούς προσφυγής κατά της εκδοθείσας διοικητικής πράξεως. Τα ανωτέρω ισχύουν και για τις εκδοθείσες κατά την κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία πράξεις επιβολής εισφορών και τις παρακολουθηματικές αυτών πράξεις επιβολής πρόσθετων επιβαρύνσεων. Εξ άλλου, δοθέντος ότι η άσκηση του δικαιώματος της προηγούμενης ακροάσεως αποβλέπει στην παροχή δυνατότητας στον διοικούμενο, στον οποίον αφορά η δυσμενής διοικητική πράξη, να προβάλει συγκεκριμένους ισχυρισμούς ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, ώστε να επηρεάσει τη λήψη από αυτό της αποφάσεως, ύστερα από διαφορετική εμφάνιση ή εκτίμηση του πραγματικού υλικού, για το λυσιτελές της προβολής του σχετικού λόγου (περί της μη τηρήσεως του δικαιώματος προηγουμένης ακροάσεως πριν την έκδοση δυσμενούς πράξεως), απαιτείται παράλληλη αναφορά και των ισχυρισμών που αυτός θα προέβαλε ενώπιον της Διοικήσεως, εάν είχε κληθεί (βλ. Σ.τ.Ε. 2348-50/2015).
 
      4. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 27 του Κανονισμού Ασφαλίσεως του Ι.Κ.Α. (55575/1.479/18-11/07.12.1965 Απόφαση του Υπουργού Εργασίας, ΦΕΚ Β΄ 816) ορίζεται ότι: «1. Η επίδοσις των πράξεων επιβολής εισφορών, προσθέτου τέλους, πρόσθετης επιβάρυνσης εισφορών … γίνεται με την παράδοσης των εγγράφων αυτών στον εργοδότη από τον υπαλλήλου ελέγχου του Ιδρύματος. … 2. Εάν ο επιδίδων την πράξιν δεν ευρίσκη τον εργοδότην εν τω τόπω λειτουργίας της επιχειρήσεως, …, εγχειρίζει την πράξιν επιβολής εισφορών ή την πράξιν προσθέτου τέλους καθώς και οποιαδήποτε άλλη πράξη από τις αναφερόμενες στην παρ. 1 του παρόντος πρός τινα των μισθωτών του εργοδότου ή πρός τινα των συνοικούντων έστω και προσκαίρως μετ’ αυτού ή πρός τινα των υπηρετούντων ή προς τον θυρωρόν της οικίας ένθα διαμένει εξαιρουμένων εκ τούτων των εχόντων ηλικίαν κατωτέραν των 17 ετών … 3. Εάν ο εργοδότης ή οι μισθωτοί … αρνηθούν να παραλάβουν την εγχειριζόμενη πράξιν επιβολής εισφορών ή πράξιν προσθέτου τέλους ή οποιαδήποτε άλλη πράξη από τις αναφερόμενες στην παρ. 1 του παρόντος, ως και εάν ουδείς εκ τούτων ευρίσκεται εν τω τόπω λειτουργίας της επιχειρήσεως ή της απασχολήσεως των μισθωτών ή του γραφείου ή τη δηλωθείσης τη υπηρεσία του ΙΚA διαμονής του εργοδότου, κατά τας εν τη προηγουμένη παραγράφω διακρίσεις, δεν διατηρεί δε εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ο εργοδότης ετέραν εγκατάστασιν εντός περιοχής, εις ην ισχύει η ασφάλισις του Ιδρύματος, γνωστήν τη υπηρεσία του Υποκαταστήματος ή Παραρτήματος του Ι.Κ.A., ο επιδίδων τοιχοκολλά την πράξιν εις ειδική πινακίδα του Υποκαταστήματος ή Παραρτήματος του Ι.Κ.A., συντάσσων περί τούτου σχετικήν έκθεσιν. 4. Εις περίπτωσιν διαλύσεως της επιχειρήσεως ή μεταβολής του τόπου εγκαταστάσεως της επιχειρήσεως …, εάν ο τόπος της νέας εγκαταστάσεως ή διαμονής του εργοδότου τυγχάνη άγνωστος τη υπηρεσία του Υποκαταστήματος ή Παραρτήματος του Ι.Κ.Α. ή διαμένη ούτος, έστω και προσκαίρως, εν τη αλλοδαπή, η πράξις επιβολής εισφορών ή προσθέτου τέλους ή οποιαδήποτε άλλη πράξη από τις αναφερόμενες στην παρ. 1 του παρόντος επιδίδεται εις τον ιερέα της ενορίας της τελευταίας εγκαταστάσεως ή διαμονής του εργοδότου, όστις υποχρεούται να τοιχοκολλήση την επιδοθείσα πράξιν εις το δημοσιώτερο μέρος και πέμψει βεβαίωσιν περί της τοιχοκολλήσεως εις το παραγγείλαν την επίδοσιν Υποκατάστημα ή παράρτημα του ΙΚA. Η επίδοσις δύναται να γίνη δια του δημάρχου ή προέδρου Κοινότητας της περιφέρειας, όπου έλαβε χώρα η απασχόλησις, όστις τοιχοκολλά εις την πινακίδα ανακοινώσεων επί 3ήμερον αντίγραφον της πράξεως επιβολής και συντάσσει σχετικόν πρακτικόν τοιχοκολλήσεως … (όπως οι παράγραφοι 1-4 αντικαταστάθηκαν με την παράγραφο 3 της Υ.Α. Φ21/762/26.03.1998, ΦΕΚ Β΄ 313) 5. Η επίδοσις δύναται, εξαιρουμένης της περιπτώσεις της προηγουμένης παραγράφου, να γίνη και δια του Ταχυδρομείου. 6. Η επίδοσις γίνεται επί αποδείξει παραλαβής, συντασσομένης επί της επιδιδομένης πράξεως και των παραμενόντων εις χείρας του Ιδρύματος αντιγράφων ταύτης, εν η δέον όπως επί ποινή ακυρότητος της επιδόσεως σημειούνται το έτος, ο μην και η ημέρα της επιδόσεως και το ονοματεπώνυμον του προσώπου, εις ο παρεδόθη η πράξις. … Η δια του Ταχυδρομείου επίδοσις βεβαιούται δια της σχετικής αποδείξεως του Ταχυδρομείου».
 
      5. Επειδή, με τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 27 του Κανονισμού Ασφαλίσεως του Ι.Κ.Α. θεσπίζονται δύο παράλληλοι τρόποι κοινοποιήσεως των καταλογιστικών πράξεων του Ιδρύματος προς τον εργοδότη, είτε δια των αρμοδίων οργάνων του Ι.Κ.Α. είτε δια του Ταχυδρομείου, η δε τοιχοκόλληση της μη επιδοθείσας πράξεως στην ειδική πινακίδα του Υποκαταστήματος του Ι.Κ.Α. αποτελεί στάδιο της διαδικασίας επιδόσεως, όταν αύτη επιχειρείται δια των οργάνων του Ι.Κ.Α., μη εφαρμοζόμενων των περί τοιχοκολλήσεως διατάξεων όταν η επίδοση ενεργείται διά του Ταχυδρομείου. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, εφ’ όσον για οιονδήποτε λόγο δεν παραληφθεί η περιέχουσα την πράξη επιβολής εισφορών επιστολή, αυτή θεωρείται ως μη επιδοθείσα, υφισταμένης της δυνατότητας κινήσεως της διαδικασίας επιδόσεώς της δια των οργάνων του Ι.Κ.Α. (Σ.τ.Ε. 1404/1994, Μ.Δ.Ε. Θεσ/νίκης 29/2018).
 
      6. Επειδή, περαιτέρω, ο Α.Ν. 1846/1951 (ΦΕΚ Α΄ 179) όριζε αρχικά στην παράγραφο 7 του άρθρου 27 τα εξής: «Το δικαίωμα προς είσπραξιν των εισφορών, παραγράφεται μετά πενταετίαν από της λήξεως του οικονομικού έτους, καθ’ ο αύται κατέστησαν απαιτηταί. Επί της τοιαύτης παραγραφής, εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν αι διατάξεις περί βραχυπροθέσμων παραγραφών του Αστικού Κώδικος». Εν συνεχεία, με το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν.Δ. 2698/1953 (ΦΕΚ Α΄ 315) ο κατά την ανωτέρω διάταξη χρόνος παραγραφής ορίσθηκε δεκαετής, ενώ, ακολούθως, με την παρ. 8 του άρθρου 2 του Ν. 2556/1997 (ΦΕΚ Α΄ 270), αντικαταστάθηκε η ως άνω παρ. 7 του άρθρου 27 του Α.Ν. 1846/1951 και προστέθηκε παρ. 7α, ως εξής: «7. Οι κάθε είδους χρηματικές απαιτήσεις του Ι.Κ.Α. που προέρχονται από εισφορές, αναλογούντα οίκοθεν πρόσθετα τέλη, προσαυξήσεις, αυτοτελή πρόσθετα τέλη, πρόστιμα ακάλυπτων επιταγών, λοιπά πρόστιμα τόκους, έξοδα διοικητικής εκτέλεσης, δικαστικά έξοδα κ.λπ., καθώς και των οργανισμών, ταμείων και λογαριασμών, των οποίων αι εισφορές συνεισπράττονται από το Ι.Κ.Α., παραγράφονται μετά δεκαετία … Η κατά τα ανωτέρω παραγραφή προκειμένου για τις εισφορές, τα οίκοθεν πρόσθετα τέλη, τις προσαυξήσεις και τα αυτοτελή πρόσθετα τέλη αρχίζει από την πρώτη ημέρα του επόμενου έτους από εκείνο μέσα στο οποίο παρασχέθηκε η ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία … 7α. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 87 του ν. 2362/1995, περί αναστολής παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου, καθώς και των άρθρων 88 και 89 του ίδιου νόμου, περί διακοπής παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου και συνεπειών παραγραφής αυτών αντίστοιχα εφαρμόζονται ανάλογα και στο Ι.Κ.Α. … ». Εν συνεχεία, η παρ. 7 αναριθμήθηκε σε παρ. 6 με το άρθρο 56 παρ. 2 του Ν. 2676/1999 (ΦΕΚ Α΄ 1), ενώ κατόπιν η παρ. 6 αντικαταστάθηκε από την παρ. 2 του άρθρου 15 του Ν. 2972/2001 (ΦΕΚ Α΄ 291) ως εξής: «6. Το δικαίωμα του Ι.Κ.Α., για τη βεβαίωση σε ευρεία έννοια όλων των χρηματικών απαιτήσεών του, καθώς και των απαιτήσεων των φορέων, κλάδων ή λογαριασμών των οργανισμών κοινωνικής πολιτικής των οποίων τις εισφορές συνεισπράττει το Ι.Κ.Α., υπόκειται σε δεκαετή παραγραφή η οποία αρχίζει από την πρώτη ημέρα του επόμενου έτους από εκείνο μέσα στο οποίο παρασχέθηκε η ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία … Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται για χρηματικές απαιτήσεις μισθολογικών περιόδων μετά την εφαρμογή του θεσμού της Α.Π.Δ. Για χρηματικές απαιτήσεις μισθολογικών περιόδων πριν την εφαρμογή της Α.Π.Δ., εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 27 του α.ν.1846/1951, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 2 παράγραφος 8 του ν. 2556/1997 και αναριθμήθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 56 του ν.2676/1999». Εξ άλλου, ο θεσμός της Α.Π.Δ. (Αναλυτική Περιοδική Δήλωση) άρχισε να εφαρμόζεται από 01.01.2002, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.3 του Ν. 2972/2001, σε συνδυασμό με τη Φ.21/2728/31.12.2001 απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ Β΄ 1793/31.12.2001). Τέλος, το άρθρο 88 του Ν. 2362/1995 (ΦΕΚ Α΄ 247), στο οποίο γίνεται η παραπάνω παραπομπή, ορίζει στην παρ. 4 αυτού ότι: «Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος άρθρου οι κατά τις γενικές διατάξεις λόγοι διακοπής της παραγραφής ισχύουν και για τις απαιτήσεις του Δημοσίου». Κατά δε το άρθρο 251 του Αστικού Κώδικα, η παραγραφή άρχεται από τη στιγμή που γεννάται η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη, ενώ κατά το άρθρο 261 του ίδιου Κώδικα η παραγραφή διακόπτεται με την έγερση της αγωγής. Η ούτω διακοπείσα παραγραφή άρχεται εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου».
 
      7. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, η παραγραφή της απαιτήσεως του Ι.Κ.Α. για επιβολή ασφαλιστικών εισφορών εις βάρος εργοδότη είναι δεκαετής. Η ανωτέρω δεκαετής παραγραφή θεσπίσθηκε για πρώτη φορά με το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν.Δ. 2698/1953, το οποίο τροποποίησε το άρθρο 27 παρ. 7 του Α.Ν. 1846/1951. Ακολούθως, η δεκαετής παραγραφή διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 2 παρ. 8 του Ν. 2556/1997, το οποίο αντικατέστησε το άρθρο 27 παρ. 7 του Α.Ν. 1846/1951, ενώ η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 15 του Ν. 2972/2001, με την οποία ορίσθηκε η αυτή παραγραφή όσον αφορά στο δικαίωμα του Ι.Κ.Α. προς βεβαίωση των εισφορών εν ευρεία εννοία, εφαρμόζεται για χρηματικές απαιτήσεις μισθολογικών περιόδων μετά την εφαρμογή του θεσμού της Α.Π.Δ., δηλαδή μετά την 01.01.2002. Η παραγραφή δε δεν διακόπτεται με την έκδοση της πράξεως επιβολής εισφορών ή άλλων επιβαρύνσεων εις βάρος του εργοδότη, αλλά με την κοινοποίηση της σχετικής πράξεως ή την πλήρη γνώση της από αυτόν (Σ.τ.Ε. 1717/1994, Δ.Ε. Θεσ/νίκης 580/2010, 1279/2007, Δ.Ε. Αθ. 2398/2007).
 
      8. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Η προσφεύγουσα εργοδότρια διατηρούσε ατομική επιχείρηση (…) επί της οδού […] έως τις 22.12.2009, όταν και διέκοψε οριστικώς τις εργασίες της, γεγονός που γνωστοποίησε στο καθ’ ου με την Α237/03.02.2010 σχετική αίτηση (βλ. την εκδοθείσα από το Υποκατάστημα Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Πύλης Αξιού στις 08.03.2016 βεβαίωση μεταβολής στοιχείων εργοδότη). Στην εν λόγω επιχείρηση διενεργήθηκε τακτικός έλεγχος στις 24.08.2010 από υπαλλήλους του ως άνω Υποκαταστήματος, κατά τον οποίο διαπιστώθηκε ότι η προσφεύγουσα ασφάλισε 13 εργαζόμενους επί αποδοχών κατώτερων των προβλεπόμενων στην οικεία Σ.Ε.Ε. κατά το χρονικό διάστημα από τον Μάρτιο του έτους 2002 έως και τον Δεκέμβριο του έτους 2010. Για τον λόγο αυτόν εκδόθηκε η 585/24.08.2010 Π.Ε.Ε., με την οποία επιβλήθηκαν εις βάρος της εισφορές συνολικού ύψους 14.065,79 ευρώ, καθώς και η Μ666/24.08.2010 Π.Ε.Π.Ε.Ε., με την οποία επιβλήθηκε εις βάρος της η αναλογούσα πρόσθετη-κατά ποσοστό 30%-επιβάρυνση εισφορών, ύψους 4.219,75 ευρώ. Ειδικότερα, επιβλήθηκαν εισφορές και αντίστοιχη πρόσθετη επιβάρυνση για την ασφάλιση του εργαζόμενου: α) […] για το χρονικό διάστημα 10/2003-01/2005, β) […] για το χρονικό διάστημα 12/2006-03/2008, γ) […] για το χρονικό διάστημα 03/2002-06/2007, δ) […] για το χρονικό διάστημα 01/2006-05/2006, ε) […] για το χρονικό διάστημα 02/2003-07/2003, στ) […] για το χρονικό διάστημα 10/2003-12/2003, ζ) […] για το χρονικό διάστημα 03/2002-12/2002, η) […] για το χρονικό διάστημα 05/2008-06/2009, θ) […] για το χρονικό διάστημα 05/2008-06/2009, ι) […] για το χρονικό διάστημα 06/2002-05/2004, ια) […] για το χρονικό διάστημα 02/2004-02/2009, ιβ) […] για το χρονικό διάστημα 11/2008-12/2008, ιγ) […] για το χρονικό διάστημα 11/2007-02/2008. Οι πράξεις αυτές απεστάλησαν ταχυδρομικώς στις 25.08.2010 στη διεύθυνση της επιχείρησης (βλ. το εντός του διοικητικού φακέλου οικείο αποδεικτικό των ΕΛ.ΤΑ.), καθώς όμως επεστράφησαν ανεπίδοτες στο καθ’ ου στις 13.09.2010 με την ένδειξη «Άγνωστος», τα ασφαλιστικά όργανα προέβησαν σε τοιχοκόλληση των εκδοθεισών πράξεων στην ειδική πινακίδα του Υποκαταστήματος κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 27 του Κ.Α. του Ι.Κ.Α., συντάσσοντας σχετικό πρακτικό (βλ. το από 13.09.2010 πρακτικό τοιχοκολλήσεως). Κατά των ως άνω πράξεων η προσφεύγουσα άσκησε ένσταση μόλις στις 07.03.2016, ισχυριζόμενη ενώπιον της Τ.Δ.Ε. ότι έλαβε γνώση αυτών το πρώτον στις 25.02.2016, όταν της επιδόθηκε στη διεύθυνσή της επί της οδού […] η σχετική με τις ως άνω οφειλές 6588/22.02.2016 ατομική ειδοποίηση από το Κ.Ε.Α.Ο. Θεσσαλονίκης, ενώ υποστήριξε ότι δεν ήταν νόμιμη η δια τοιχοκολλήσεως κοινοποίησή τους στις 13.09.2010. Η ένσταση αυτή έγινε δεκτή με την 436/συν55/12.09.2016 απόφαση της Τ.Δ.Ε. του Τοπικού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Πύλης Αξιού, και συγχωρέθηκε το εκπρόθεσμο λόγω μη νόμιμης κοινοποιήσεως των οικείων καταλογιστικών πράξεων. Εν συνεχεία, κατά την ουσία εξέταση της ενστάσεως η προσφεύγουσα ισχυρίσθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της ότι οι 585/24.08.2010 Π.Ε.Ε. και Μ666/24.08.2010 Π.Ε.Π.Ε.Ε. εκδόθηκαν κατά παράβαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, δοθέντος ότι οι σχετικοί πίνακες εργασίας σφραγίζονταν από την Επιθεώρηση Εργασίας, με αποτέλεσμα να της δημιουργηθεί η πεποίθηση ότι όλα είχαν καλώς, περαιτέρω ότι η απαίτηση του καθ’ ου για καταλογισμό εισφορών είχε παραγραφεί. Η ένσταση αυτή απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη με την υπό κρίση προσφυγή πράξη, με την αιτιολογία ότι δεν ετίθετο θέμα παραγραφής, καθώς κατά τον χρόνο διενέργειας του ελέγχου (2010) δεν είχε παρέλθει δεκαετία, επιπλέον δε ότι για την ακρίβεια των στοιχείων που δηλώνονται στις αρμόδιες υπηρεσίες (πίνακες προσωπικού, Α.Π.Δ.) την ευθύνη φέρει ο δηλών, ήτοι ο εργοδότης. Ήδη, με την υπό κρίση προσφυγή η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της προσβαλλομένης. Προς υποστήριξη δε των ισχυρισμών της επικαλείται και προσκομίζει, μεταξύ άλλων, και τη νομίμως, κατ’ άρθρον 185 του Κ.Δ.Δ., ληφθείσα ενώπιον της Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης 435/11.02.2020 ένορκη βεβαίωση του […], ο οποίος δήλωσε ότι ήταν λογιστής της επιχείρησης, ότι η τελευταία τηρούσε την εν γένει ασφαλιστική νομοθεσία καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας της, ότι ο εν λόγω έλεγχος διενεργήθηκε μετά τη διακοπή των εργασιών της, χωρίς να ειδοποιηθεί η προσφεύγουσα, καίτοι τα ασφαλιστικά όργανα γνώριζαν τα στοιχεία επικοινωνίας της, καθώς και ότι, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο αυτή έλαβε γνώση των εκδοθεισών πράξεων, ήτοι το 2016, είχε ήδη παραδώσει το μεγαλύτερο μέρος του αρχείου της στο καθ’ ου και στη Δ.Ο.Υ., ενώ, εάν είχε ειδοποιηθεί εγκαίρως, θα εδύνατο να προσκομίσει τα αναγκαία στοιχεία προς απόκρουση των πορισμάτων του ελέγχου. Αντιθέτως, το καθ’ ου με την 13010/21.11.2019 έκθεση απόψεων ζητεί την απόρριψη της υπό κρίση προσφυγής ως αβάσιμης.
 
      9. Επειδή, εν πρώτοις, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι ακυρωτέα ελλείψει νόμιμης αιτιολογίας, καθώς δεν μνημονεύει στο σώμα της τα πραγματικά περιστατικά και τα έγγραφα που δικαιολογούν την έκδοσή της. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δοθέντος ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης συμπληρώνεται εν προκειμένω νομίμως από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Περαιτέρω, προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι ακυρωτέα ως εκδοθείσα κατά παράβαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως. Υποστηρίζει, ειδικότερα, ότι επί σειρά ετών υπέβαλε τις μισθολογικές καταστάσεις της επιχείρησης στην Επιθεώρηση Εργασίας, κατέβαλλε τις αναλογούσες εισφορές, υπέβαλλε τις οικείες δηλώσεις και ελάμβανε ασφαλιστική ενημερότητα, χωρίς να προκύψει οιοδήποτε πρόβλημα ή να οχληθεί σχετικώς από το καθ’ ου, το οποίο δεχόταν αναντίρρητα τις οικείες καταβολές, με αποτέλεσμα να της δημιουργηθεί η εύλογη πεποίθηση ότι κατέβαλλε τις ορθές εισφορές. Ισχυρίζεται δε ότι ο μετά μακρό χρόνο-και δη 7 έτη μετά τη διακοπή λειτουργίας της επιχείρησής της-καταλογισμός εις βάρος της δια της προσβαλλομένης των ένδικων εισφορών θέτει σε κίνδυνο την οικονομική της σταθερότητα, ενώ η πάροδος τόσων ετών καθιστά δυσχερή έως και αδύνατη την απόδειξη της αβασιμότητας των εκδοθεισών καταλογιστικών πράξεων. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, δοθέντος ότι, εν προκειμένω, τα ασφαλιστικά όργανα δεν προέβησαν σε θετικές ενέργειες οι οποίες θα εδύναντο να δημιουργήσουν στην προσφεύγουσα την εύλογη πεποίθηση ότι κατέβαλλε το ορθό ύψος εισφορών, τέτοια δε πεποίθηση δεν δύναται να θεωρηθεί ότι δημιουργήθηκε απλώς με την αδράνεια ασκήσεως προσήκοντος ελέγχου στην επιχείρηση (πρβλ. και Σ.τ.Ε. 8/2016 σκ. 8). Τούτο, ανεξαρτήτως του ότι τα περί κινδύνου κλονισμού της οικονομικής της σταθερότητας εκ του εις βάρους της καταλογισμού των ένδικων εισφορών προβάλλονται σε κάθε περίπτωση αορίστως.
 
      10. Επειδή, περαιτέρω, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη πράξη δέον όπως ακυρωθεί, λόγω μη τηρήσεως ουσιώδους τύπου της διαδικασίας προ της εκδόσεως των ένδικων καταλογιστικών πράξεων. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι δεν κλήθηκε σε ακρόαση προ της εκδόσεως της 585/24.08.2010 Π.Ε.Ε. και της Μ666/24.08.2010 Π.Ε.Π.Ε.Ε., απεναντίας ενημερώθηκε για την έκδοση αυτών μόλις το έτος 2016, με αποτέλεσμα να είναι εξαιρετικά δύσκολη ακόμη και η άσκηση ενστάσεως κατά αυτών, ενώ, εάν είχε εγκαίρως, προ της εκδόσεώς τους, κληθεί σε ακρόαση, θα εδύνατο να αμυνθεί αποτελεσματικότερα. Πλην, όμως, κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, ο λόγος αυτός προβάλλεται αλυσιτελώς, καθώς δεν αναφέρει τους ουσιώδεις εκείνους ισχυρισμούς που θα έθετε υπ’ όψιν της Διοικήσεως, οι οποίοι, ληφθέντες υπ’ όψιν, θα εδύνατο να οδηγήσουν σε διαφορετικό αποτέλεσμα (πρβλ. Σ.τ.Ε. 567/2020, σκ. 10).
 
      11. Επειδή, τέλος, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 27 παρ. 6 του Κ.Α. του Ι.Κ.Α. η απαίτηση του καθ’ ου για καταβολή εισφορών για εργασία παρασχεθείσα ως το έτος 2005 έχει παραγραφεί. Λαμβάνοντας δε υπ’ όψιν ότι: α) σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην 6η και 7η σκέψη της παρούσας, η κατά την παρ. 2 του άρθρου 15 του Ν. 2972/2001, που έχει εφαρμογή στην ένδικη περίπτωση, δεκαετής παραγραφή του δικαιώματος του Ι.Κ.Α. να επιβάλει ασφαλιστικές εισφορές ή άλλες επιβαρύνσεις εις βάρος του εργοδότη αρχίζει από την πρώτη ημέρα του επόμενου έτους από εκείνο, εντός του οποίου παρασχέθηκε η ασφαλιστέα εργασία, και δεν διακόπτεται με την έκδοση της πράξεως επιβολής εισφορών ή άλλων επιβαρύνσεων εις βάρος του εργοδότη, αλλά με την κοινοποίηση σε αυτόν των σχετικών πράξεων ή την πλήρη γνώση τους από αυτόν, β) εν προκειμένω, εντός του έτους 2005 παρασχέθηκε ασφαλιστέα εργασία, επομένως, η παραγραφή της απαιτήσεως του Ι.Κ.Α. για επιβολή εισφορών και πρόσθετων επιβαρύνσεων για έτος αυτό ξεκίνησε την 01.01.2006 και έληξε την 01.01.2016, γ) ναι μεν οι ένδικες καταλογιστικές πράξεις εκδόθηκαν στις 24.10.2010, ήτοι εντός του χρόνου κατά τον οποίο το καθ’ ου είχε δικαίωμα επιβολής εισφορών και πρόσθετων επιβαρύνσεων, ωστόσο, η κοινοποίηση αυτών στην προσφεύγουσα, που έγινε δια της τοιχοκολλήσεώς τους στην ειδική πινακίδα του καταστήματος του καθ’ ου, είναι άκυρη, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνει η 4η και 5η σκέψη της παρούσας. Τούτο, διότι, καίτοι η προσφεύγουσα είχε διακόψει τη λειτουργία της επιχείρησής της, γεγονός που γνωστοποίησε στο καθ’ ου Ίδρυμα, και ήταν γνωστής διαμονής (και δη διαμένουσα επί της οδού […], διεύθυνση γνωστή στο καθ’ ου, καθώς σε αυτήν απεστάλη ακολούθως η 6588/22.02.2016 ατομική ειδοποίηση από το Κ.Ε.Α.Ο. Θεσσαλονίκης), τα ασφαλιστικά όργανα, μετά την επιστροφή της ταχυδρομικής επιστολής που απέστειλαν στη διεύθυνση της μη λειτουργούσας πλέον επιχείρησης, δεν την αναζήτησαν στη διεύθυνση κατοικίας της, αλλά προέβησαν, ως μη έδει, σε τοιχοκόλληση των εκδοθεισών πράξεων στο κατάστημα του Ιδρύματος, δ) από κανένα άλλο στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει ότι οι ως άνω καταλογιστικές πράξεις κοινοποιήθηκαν στην προσφεύγουσα ή ότι αυτή έλαβε άλλως πως πλήρη γνώση αυτών σε χρόνο προγενέστερο της επικαλούμενης από αυτήν ημερομηνίας (25.02.2016), όταν της επιδόθηκε η 6588/22.02.2016 ατομική ειδοποίηση, καθώς και ότι συνέτρεξε κάποιος λόγος διακοπής της παραγραφής, το Δικαστήριο κρίνει ότι το δικαίωμα του καθ’ ου προς έκδοση των ένδικων καταλογιστικών πράξεων έχει παραγραφεί όσον αφορά την παρασχεθείσα εργασία για το χρονικό διάστημα έως και το τέλος του έτους 2005, όπως βασίμως προβάλλει η προσφεύγουσα. Κατά συνέπεια, η Τ.Δ.Ε. του ως άνω Υποκαταστήματος, που με την προσβαλλόμενη απόφασή της απέρριψε την ασκηθείσα ένσταση ως προς τον λόγο αυτόν τυγχάνει μη νόμιμη και πρέπει, κατά το μέρος της αυτό, να ακυρωθεί, κατ’ αποδοχή ως βάσιμου του προβαλλόμενου με την προσφυγή λόγου. Ειδικότερα, πρέπει αυτή να ακυρωθεί όσον αφορά τις επιβληθείσες εισφορές και την πρόσθετη επιβάρυνση για την ασφάλιση του […], πρέπει να ακυρωθεί για την ασφαλιστέα εργασία που παρασχέθηκε έως τις 31.05.2005.
 
      12. Επειδή, κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση προσφυγή να γίνει εν μέρει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση της Τ.Δ.Ε., κατά τα ανωτέρω. Τέλος, πρέπει να αποδοθεί στην προσφεύγουσα το ήμισυ του καταβληθέντος παραβόλου (άρθρο 277 παρ. 9 του Κ.Δ.Δ.), συμψηφιζομένης της δικαστικής δαπάνης των διαδίκων (άρθρο 275 παρ. 1 τελευταίο εδάφιο του Κ.Δ.Δ.).
 
 
      ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
 
 
      Δέχεται εν μέρει την προσφυγή.
 
      Ακυρώνει την 151/συν19/25.04.2017 απόφαση της Τ.Δ.Ε. του Ζ΄ Τοπικού Υποκαταστήματος Μισθωτών Θεσσαλονίκης του Ε.Φ.Κ.Α.., κατά το μέρος που αφορά στον καταλογισμό εισφορών και πρόσθετης επιβαρύνσεως όσον αφορά στην ασφάλιση του …, ενώ, όσον αφορά στην ασφάλιση των …, για την ασφαλιστέα εργασία που παρασχέθηκε έως τις 31.05.2005.
 
      Διατάσσει την απόδοση στην προσφεύγουσα ποσού πενήντα (50) ευρώ εκ του καταβληθέντος παραβόλου και την κατάπτωση του λοιπού υπέρ του Δημοσίου.
 
      Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων.
 
      Η απόφαση δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη τη Τετάρτη 19 Αυγούστου 2020 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου.
 
       Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
 
 
      ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΜΩΥΣΙΑΔΟΥ   ΛΑΖΑΡΟΣ ΛΑΓΟΣ
Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *