ΔΠρΘεσσαλονίκης 5750/2020, Ζ’ Τμήμα Μονομελές αρχή της χρηστής διοικήσεως και επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθεισών συντάξεων

Πηγή: http://www.adjustice.gr 

Δίκαιο κοινωνικής ασφάλισης. Καταλογισμός αχρεωστήτως καταβληθεισών συντάξεων. Προσφυγή του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης. Αρχή της χρηστής διοικήσεως: η αναζήτηση από τον ασφαλιστικό οργανισμό περιοδικών ασφαλιστικών παροχών μετά την πάροδο ευλόγου χρόνου από την είσπραξή τους- ο οποίος δεν μπορεί να είναι μικρότερος των πέντε ετών- αντίκειται στην ανωτέρω αρχή αν οι παροχές αυτές έχουν μεν καταβληθεί αχρεωστήτως από τον ασφαλιστικό οργανισμό, ο ασφαλισμένος, όμως, τις έχει εισπράξει καλοπίστως. Ο δόλος του συνταξιούχου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς. Άτοκη επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών από 12.05.2016 βάσει της διάταξης του άρθρου 103 παρ. 1 του ν. 4387/2016, μόνο σε περίπτωση καταλογισμού, χωρίς υπαιτιότητα του λαβόντος την παροχή. Το δικαστήριο έκρινε ότι δεν θεμελιώνεται ο δόλος του συνταξιούχου, εφόσον από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι αυτός γνώριζε ότι δεν δικαιούνταν τα επίμαχα ποσά προσαύξησης των συντάξεών του, δεδομένου ότι τα τριμηνιαία ενημερωτικά σημειώματα συντάξεων που ελάμβανε δεν περιείχαν ειδική, σαφής και συγκεκριμένη υπόμνηση για τη σχετική υποχρέωσή του να ενημερώσει τον ασφαλιστικό οργανισμό για την καταβολή στη σύζυγό του συντάξεως από έτερο ασφαλιστικό οργανισμό. Περαιτέρω, έκρινε ότι, εφόσον κατά τον χρόνο έκδοσης της καταλογιστικής απόφασης είχε ήδη τεθεί σε ισχύ η διάταξη του άρθρου 103 παρ. 1 του ν. 4387/2016, που προβλέπει το έντοκο της επιστροφής στο ΙΚΑ αχρεώστητων παροχών μόνο σε περίπτωση που αυτές χορηγήθηκαν με υπαιτιότητα του λαβόντος, η οποία, εν προκειμένω, δεν προέκυψε, ότι ο καθ’ ου δεν όφειλε τόκους για την επιστροφή των καταλογισθεισών σε αυτόν διαφορών συντάξεων, χωρίς, να είναι δυνατή η ακύρωση της πράξης, παρόλα αυτά, διότι στο πλαίσιο της προκείμενης ενδοστρεφούς δίκης, ο εν λόγω αυτεπάγγελτος έλεγχος μπορεί να οδηγήσει σε απόρριψη της προσφυγής του ασφαλιστικού φορέα, σε καμία, όμως, περίπτωση στην ακύρωση της προσβληθείσας από αυτόν πράξης, καθ’ υπέρβαση των ορίων που τίθενται με το αίτημα της προσφυγής του. – Απορρίπτει την προσφυγή.

Αριθμός Απόφασης: 5750/2020
 
 
 ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
 
 ΤΜΗΜΑ Ζ’
 
 Μ Ο Ν Ο Μ Ε Λ Ε Σ
 
 
      Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Ιουλίου 2020, με δικαστή την Άλκηστη Σιάρκου, Πρωτοδίκη Δ.Δ., και γραμματέα την Σοφία Χατζηπασχάλη, δικαστική υπάλληλο,
 
 
 Για να δικάσει την προσφυγή με αριθμό κατάθεσης […]
 
 Του N.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης Μισθωτών» (Ε.Φ.Κ.Α.) και ήδη «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (e-Ε.Φ.Κ.Α.), που εκπροσωπείται από τον Διοικητή του, ο οποίος δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο, αλλά παραστάθηκε, με την από 30.6.2020 δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου Παναγιώτη Γατέα, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας,
 
 Κατά του […], κατοίκου […], ο οποίος παραστάθηκε μαζί με την δικηγόρο Ιωάννα Στρέζου.
 
 Κατά τη συζήτηση ο διάδικος που εμφανίστηκε και παραστάθηκε ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά.
 
 Μετά τη δημόσια συνεδρίαση και αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα, σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο.
 
 
Η κρίση του είναι η εξής:
 
1.Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται κατά νόμο η καταβολή παραβόλου, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 4 του ν. 2579/1998 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 31), ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση της 71/Συν. 18/4-9-2019 απόφασης της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (Τ.Δ.Ε.) του Α’ Τοπικού Υποκαταστήματος Μισθωτών Θεσσαλονίκης του ΕΦΚΑ, κατά το μέρος της, με το οποίο έγινε δεκτή ένσταση του καθ’ ου κατά της 3930/25-6-2019 απόφασης του Διευθυντή του ίδιου Υποκαταστήματος και απαλλάχθηκε αυτός από την υποχρέωση καταβολής των χρηματικών ποσών προσαύξησης της σύνταξης που καταβλήθηκαν στον πατέρα του αχρεωστήτως κατά το χρονικό διάστημα από 1.2.2001 έως 24.6.2014 ενώ, για το χρονικό διάστημα από 25.6.2014 έως 30.6.2018, απαλλάχθηκε από τους τόκους χρονικού διαστήματος από 25.6.2014 έως την κοινοποίηση σε αυτόν της ως άνω καταλογιστικής απόφασης του Διευθυντή.
 
 2. Επειδή, ο α.ν. 1846/1951 (Φ.Ε.Κ. Α’ 179) ορίζει στην παρ. 3 του άρθρου 29 (όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 5 παρ. 3 του ν. 825/1978, Φ.Ε.Κ. Α΄ 189) ότι: «Το ποσόν της συντάξεως λόγω αναπηρίας ή γήρατος προσαυξάνεται δια την σύζυγον κατά το ποσόν ενός και ημίσεως του εκάστοτε ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη εφ’ όσον δεν ασκεί επάγγελμά τι ή δεν είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού οργανισμού ή ν.π.δ.δ. ή του Δημοσίου …». Περαιτέρω, το άρθρο 40 του ίδιου νομοθετήματος ορίζει στην παρ. 4 ότι: «Πάσα παροχή εις χρήμα αχρεωστήτως καταβληθείσα υπό του Ι.Κ.Α. ως και η αξία των εις είδος τοιούτων, τα της αποτιμήσεως των οποίων θέλει προσδιορίσει Κανονισμός, επιστρέφονται εντόκως προς 5%, αναζητούνται δε κατά τις διατάξεις περί αναγκαστικής εισπράξεως των καθυστερουμένων εισφορών του Ιδρύματος …».Ήδη δε, με τη μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 103 του ν. 4387/2016 «Σύσταση ΕΦΚΑ. Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας-Μεταρρύθμιση ασφαλιστικού συνταξιοδοτικού κλπ.» (Α΄ 85/12.05.2016) ορίζεται ότι: «1. Κάθε παροχή που έχει καταβληθεί από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ αχρεώστητα, επιστρέφεται ανεξαρτήτως υπαιτιότητας του λαβόντος και αναζητείται, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΕΔΕ. Σε περίπτωση υπαιτιότητάς του αναζητείται εντόκως, με επιτόκιο 3%. …».
 
 
    3.Επειδή, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι, καταρχάς, προβλέπεται η επιστροφή, εντόκως, κάθε παροχής σε χρήμα, που το Ι.Κ.Α. κατέβαλε αχρεωστήτως. Εξάλλου, αντίκειται στην αρχή της χρηστής διοικήσεως -γενική αρχή που ισχύει στο δίκαιο της κοινωνικής ασφαλίσεως και συμπορεύεται με τη διάταξη αυτή – η αναζήτηση από τον ασφαλιστικό οργανισμό περιοδικών ασφαλιστικών παροχών μετά την πάροδο ευλόγου χρόνου από την είσπραξή τους, ο οποίος κρίνεται εκάστοτε αναλόγως των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης και πάντως, ελλείψει αντίθετης ρητής διάταξης, δεν μπορεί να είναι μικρότερος των πέντε ετών (πρβλ. ΣτΕ 2586/2007), αν οι παροχές αυτές έχουν μεν καταβληθεί αχρεωστήτως από τον ασφαλιστικό οργανισμό, ο ασφαλισμένος, όμως, τις έχει εισπράξει καλοπίστως. Η αναζήτηση των παροχών αυτών επιτρέπεται μόνο εφόσον κριθεί ότι αυτός που έχει εισπράξει τα αναζητούμενα ποσά τελούσε κατά την είσπραξή τους σε δόλο έναντι του οργανισμού, η κρίση δε για τη συνδρομή του δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς (βλ. ΣτΕ 3146/2017, 3699/2015, 1316/2014, 3415/2013, 814/2012, 2070/2010, 2291/2009, 1835/2007, 1619/2006 επταμ. κ.α.). Αντιθέτως, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης επιβάλλεται η αναζήτηση από το Ι.Κ.Α. των ποσών αυτών αν το διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της είσπραξης και της αναζήτησης είναι μικρό, εκτός εάν αυτός που έχει εισπράξει, παρανόμως, πλην καλοπίστως, τις χρηματικές ασφαλιστικές παροχές, έχει επικαλεστεί και αποδείξει ότι η επιστροφή τους στο Ι.Κ.Α. θα επιφέρει σε βάρος του απρόβλεπτες και δυσμενείς για τη διαβίωσή του συνέπειες (βλ. ΣτΕ 928/2009, 153/2008, 525/2006, 827/2005, πρβλ. ΣτΕ 3333/2014, 
3415/2013, 6/2011). Ως δόλια ενέργεια δε, η οποία επιτρέπει, κατά τα ήδη εκτεθέντα, την σε κάθε περίπτωση αναζήτηση εκ μέρους του Ι.Κ.Α. των αχρεωστήτων καταβληθεισών παροχών, νοείται και η εκ μέρους του ασφαλισμένου αποσιώπηση ουσιώδους πραγματικού γεγονότος, που θεμελιώνει τη διακοπή της περαιτέρω καταβολής των χορηγούμενων παροχών (βλ. ΣτΕ 3146, 1138/2017, 3699/2015, 1316/2014, 3587/2011, 
2070/2010, 1835/2007). Τέλος, η ειδική αιτιολογία περί της συνδρομής του δόλου μπορεί και να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ωστόσο το στοιχείο του δόλου, ως ερείσματος για την αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών, πρέπει να αναφέρεται ρητά στην καταλογιστική απόφαση περί επιστροφής. Εξάλλου, κατά την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 40 παρ. 4 του α.ν.1846/1951, αλλά και τη μεταγενέστερη του άρθρου 103 παρ. 1 του ν. 4387/2016, κάθε παροχή που καταβλήθηκε αχρεωστήτως από το Ι.Κ.Α. επιστρέφεται σ’ αυτό εντόκως με την άτοκη επιστροφή αυτών να προβλέπεται ήδη, διά της ισχύουσας από 12.05.2016 διάταξης του άρθρου 103 παρ. 1 του ν. 4387/2016, μόνον σε περίπτωση καταλογισμού, χωρίς υπαιτιότητα του λαβόντος την παροχή. 
 
4. Επειδή, τέλος, στο άρθρο 79 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97) ορίζεται ότι: «Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη κατά το νόμο και την ουσία, μέσα στα όρια της προσφυγής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της. Κατ’ εξαίρεση, ο κατά το νόμο έλεγχος της προσβαλλόμενης πράξης ή παράλειψης, κατά περίπτωση, χωρεί και αυτεπαγγέλτως, εκτεινόμενος στο σύνολό της, προκειμένου να διακριβωθεί: α) … β) αν η πράξη είναι πλημμελής κατά τη νόμιμη βάση της, ή γ) … 2. Αν η προσφυγή στρέφεται κατά ρητής πράξης, το δικαστήριο, κατά την επίλυση της διαφοράς, είτε δέχεται την προσφυγή εν όλω ή εν μέρει και ακυρώνει ολικώς ή μερικώς την πράξη ή την τροποποιεί είτε απορρίπτει την προσφυγή. 3. … 6. Το δικαστήριο δεν μπορεί, με την απόφασή του, να καταστήσει χειρότερη τη θέση του προσφεύγοντος, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις της δεύτερης περιόδου της παρ. 1. Η χειροτέρευση της θέσης του προσφεύγοντος διαπιστώνεται από τη συνολική έκβαση της δίκης». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι, η νομική πλημμέλεια της προσβληθείσας με προσφυγή πράξης, η οποία μπορεί να ελεγχθεί αυτεπαγγέλτως από το διοικητικό δικαστήριο, πρέπει να προκύπτει από την ίδια την πράξη ή την έκθεση ελέγχου ή άλλο κατά νόμο συνοδεύον αυτή στοιχείο (βλ. ΣτΕ 4487/2001 Ολ., 2181/2015, 1872/2014, 700/2011, 3085, 1545/2010, 1748/2007, πρβλ. 300/2003 7μ, 4368/2009). Στο πλαίσιο δε, ενδοστρεφούς δίκης, ο αυτεπάγγελτος έλεγχος ή η κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού, εξέταση της ύπαρξης ή όχι νομικής πλημμέλειας μπορεί να οδηγήσει και σε απόρριψη της προσφυγής του ασφαλιστικού φορέα, σε καμία, όμως, περίπτωση δεν μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση της προσβληθείσας από το φορέα αυτό πράξης καθ’ υπέρβαση των ορίων που τίθενται με το αίτημα της προσφυγής του (βλ. ΣτΕ 2181/2015, ΔΕφΘεσ 648/2018).
 
 
5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου, προκύπτουν τα εξής: Με την 7524/7.6.1995 απόφαση του Διευθυντή του Περιφερειακού Υποκαταστήματος του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. Θεσσαλονίκης απονεμήθηκε στον […], πατέρα της καθ’ ης, σύνταξη γήρατος από 1-8-1995. Επίσης, του χορηγήθηκε προσαύξηση λόγω οικογενειακών βαρών για τη σύζυγό του, […], από την αρχική ημερομηνία έναρξης της σύνταξής του, Ο ανωτέρω απεβίωσε στις 15.6.2018. Κατόπιν διενεργήθηκε έρευνα των οργάνων του Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ. και βάσει της από 15-6-2018 βεβαίωσης του Ο.Γ.Α., διαπιστώθηκε ότι η σύζυγος του θανόντος είχε εγγραφεί στα Μητρώα Ασφαλισμένων του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης Αγροτών του ν. 1745/1987 του ΟΓΑ από την 1.1.1988 και στα Μητρώα Ασφαλισμένων του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης Αγροτών του ν.2458/1997 από 1.1.1998 ενώ συνταξιοδοτήθηκε από 1-7-2007 από τον ΟΓΑ, εφ’ όρου ζωής. Δεδομένου ότι ο θανών συνταξιούχος λάμβανε προσαύξηση στη σύνταξή του για την ως άνω σύζυγό του, ενώ αυτή από 1-1-1988 ασφαλίστηκε στον Κλάδο Κύριας Ασφάλισης Αγροτών του Ο.Γ.Α., χωρίς ο θανών να το γνωστοποιήσει, ως όφειλε, στην αρμόδια υπηρεσία του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ., εκδόθηκε η 3930/25-6-2019 απόφαση του Διευθυντή του Α’ Τοπικού Υποκαταστήματος Μισθωτών του ΕΦΚΑ Θεσσαλονίκης,με την οποία καταλογίστηκαν σε βάρος της ιδιαίτερης περιουσίας των νομίμων κληρονόμων του, ήτοι στη σύζυγό του […] και στα τέκνα του, […] και […] (καθ’ ου), κατά την κληρονομική τους μερίδα βάσει ιδιόγραφης διαθήκης (ποσοστό 25% η πρώτη και 37% οι λοιποί), τα ποσά που αυτός εισέπραξε αχρεωστήτως από 1.2.2001 έως 30.6.2018 (οπότε διακόπηκε η σύνταξή του λόγω θανάτου), λόγω προσαύξησης της σύνταξής του για τη σύζυγό του, ήτοι στην πρώτη ποσό 1.842,26 ευρώ και τόκοι 538,86 ευρώ και σε έκαστο των λοιπών 2.763,39 ευρώ και τόκοι 808,30 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής, ο καθ’ ου άσκησε την 4317/8.7.2019 ένσταση, ενώπιον της Τ.Δ.Ε. του Α’ Τοπικού Υποκαταστήματος Μισθωτών Θεσσαλονίκης του ΕΦΚΑ. Ενώπιον της Επιτροπής εμφανίστηκαν και οι τρεις κληρονόμοι του θανόντος και δήλωσαν ότι το ποσό της οφειλής είναι μικρότερο, όπως επίσης ότι ο θανών δεν γνώριζε ότι έπρεπε να δηλώσει την ασφάλιση της συζύγου του, ούτε οι ίδιοι ως κληρονόμοι, ενώ αδυνατούν να καταβάλουν το σχετικό ποσό. Η ένσταση αυτή έγινε εν μέρει δεκτή με την 71/Συν.18η/4.9.2019 απόφαση της Επιτροπής -και ήδη προσβαλλομένη-, με την οποία κρίθηκε ότι ο καθ’ ου υποχρεούται να επιστρέψει στο Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., κατά το λόγο της κληρονομικής του μερίδας, τα χρηματικά ποσά προσαύξησης της σύνταξης που καταβλήθηκαν στον πατέρα του αχρεωστήτως κατά το χρονικό διάστημα από 25.6.2014 έως 30.6.2018 εντόκως, σύμφωνα με το άρθρο 40 παρ.4 του αν 1846/1951, από την ημέρα κοινοποίησης σ’ αυτόν της καταλογιστικής απόφασης, με την αιτιολογία ότι είναι μεν καλόπιστος, καθώς δεν συνέπραξε με τον πατέρα του για την είσπραξη της επίδικης παροχής, δεν αποδεικνύει, ωστόσο, ότι η επιστροφή τους θα έχει απρόβλεπτες και δυσμενείς συνέπειες για τη διαβίωσή του, για το χρονικό διάστημα δε από 1.2.2001 έως 24.6.2014, απαλλάσσεται από την επιστροφή των διαφορών συντάξεων, καθώς η αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών έλαβε χώρα μετά την πάροδο ευλόγου χρόνου.
 
6. Επειδή, ήδη με την κρινόμενη προσφυγή, το προσφεύγον αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης της Τ.Δ.Ε., κατά το μέρος της που έκανε δεκτή την ως άνω ένσταση του καθ’ ου, προβάλλοντας ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 29 παρ.3 εδ. α΄ του α.ν. 1846/1951, οι χορηγούμενες από το Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. βασικές συντάξεις προσαυξάνονται για τη σύζυγο, εφόσον αυτή δεν ασκεί κάποιο επάγγελμα ή δεν είναι συνταξιούχος άλλου ασφαλιστικού οργανισμού. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι, εκτός του νόμου που ορίζει τους δικαιούχους παροχών οικογενειακού επιδόματος, η πληροφορία της υποχρέωσης του συνταξιούχου για δήλωση κάθε μεταβολής που έχει ως συνέπεια τη μείωση ή διακοπή της σύνταξης αναγράφεται στα τριμηναία ενημερωτικά σημειώματα, τα οποία τα ΙΚΑ-ΕΤΑΜ αποστέλλει στους συνταξιούχους, αλλά και στην αίτηση συνταξιοδότησης που υπέβαλε ο θανών συνταξιούχος, στην οποία ανέλαβε την υποχρέωση να ειδοποιήσει το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ εγγράφως αν στο μέλλον ο ίδιος ή τα μέλη της οικογενείας του για τα οποία θα λάβει προσαύξηση στη σύνταξή του, εργασθούν ή πάρουν σύνταξη. Υποχρέωση την οποία δεν τήρησε, εφόσον δεν δήλωσε στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ούτε την ασφάλιση της συζύγου του (ήδη από το έτος 1988), αλλά ούτε την έναρξη συνταξιοδότησής της από τον ΟΓΑ (από το έτος 2007). Συνεπώς, νομίμως καταλογίστηκε το χρέος του θανόντος σε βάρος των κληρονόμων του, χωρίς να ασκεί επιρροή η έλλειψη υπαιτιότητας στο πρόσωπό τους. Τέλος, επικαλείται τις εξής γνωμοδοτήσεις του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους: α) την υπ’ αρ. 126/1964 γνωμοδότηση, σύμφωνα με την οποία, σε περιπτώσεις αναζήτησης αχρεωστήτως, πλην καλοπίστως, εισπραχθεισών παροχών, ο προβλεπόμενος στην παρ. 4 του άρθρου 40 του αν.ν. 1486/1951 τόκος καταβάλλεται από το χρονικό σημείο που ο οφειλέτης λαμβάνει γνώση της οφειλής, ήτοι από την κοινοποίηση της απόφασης καταλογισμού, ενώ αντιθέτως όταν υφίσταται δόλος, από τον χρόνο καταβολής της αχρεώστητης παροχής και β) την υπ’ αρ. 711/1995 γνωμοδότηση, κατά την οποία ο επιβαλλόμενος τόκος δεν συναρτάται με την ύπαρξη δόλου και δεν έχει χαρακτήρα ποινής, ούτε αντίκειται στις αρχές της χρηστής διοίκησης.
 
 
7. Επειδή, εξάλλου, ο καθ’ ου με το νομίμως κατατεθέν υπόμνημά του, ζητεί την απόρριψη της προσφυγής ως αβάσιμης, ισχυριζόμενος ότι ο ο θανών πατέρας του, λόγω της ηλικίας του (γεννηθείς το έτος 1932) και των στοιχειωδών γραμματικών του γνώσεων (είχε τελειώσει τη τρίτη τάξη δημοτικού σχολείου, ενώ ήταν εργάτης στο επάγγελμα), αλλά και της πολυπλοκότητας της ασφαλιστικής νομοθεσίας, δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί τις συνέπειες της παράλειψης των ενεργειών του, στις οποίες έπρεπε να προβεί. Άλλωστε, η γενική υπόμνηση που αναφέρεται στο τριμηνιαίο ενημερωτικό σημείωμα του ΙΚΑ για τους λόγους μείωσης ή διακοπής της σύνταξης δεν μπορεί να οδηγήσει, μόνη αυτή, στο συμπέρασμα ότι ο θανών τελούσε σε κακοπιστία και δολίως ελάμβανε το οικογενειακό επίδομα. Ούτε ο ίδιος όμως βαρύνεται με δόλο, καθώς δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει τέτοιου είδους στοιχεία του πατέρα του, πολύ περισσότερο να συμπράξει μαζί του στην είσπραξη της επίδικης παροχής. Επισημαίνει ότι κακώς επιβαρύνθηκε με την οφειλή αυτή καθώς αυτή η οφειλή γεννήθηκε μετά τον θάνατο του πατέρα του και δεν αποτελεί στοιχείο της κληρονομίας. Τέλος, υποστηρίζει ότι η επιστροφή των ποσών αυτών θα έχει απρόβλεπτες και δυσμενείς συνέπειες για τη διαβίωσή του, καθώς είναι συνταξιούχος λόγω αναπηρίας και το ποσό της σύνταξής του ανέρχεται σε 410 ευρώ μηνιαίως. Προσκομίζει αντίγραφο εκκαθαριστικού σημειώματος φόρου εισοδήματός του φυσικών προσώπων φορολογικού έτους 2019 και αντίγραφα των 13652/2017 και 13653/2017 αποφάσεων του Διευθυντή του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και ΕΤΕΑΜ περί παράτασης της σύνταξης μερικής αναπηρίας του για το χρονικό διάστημα 1-1-2018 έως 31-12-2020.
 
     8. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τις διατάξεις που προεκτέθηκαν, όπως αυτές ερμηνεύτηκαν, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ότι: α)από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι ο […] γνώριζε ότι δεν δικαιούταν τα επίμαχα ποσά προσαύξησης των συντάξεών του και, ακόμη, ότι αυτός, με σκοπό να συνεχίσει να εισπράττει αυτά, απέφυγε να γνωστοποιήσει στο Ίδρυμα την εγγραφή της συζύγου του στα Μητρώα Ασφαλισμένων του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης Αγροτών του ΟΓΑ από την 1.1.1988 και εν συνεχεία τη συνταξιοδότησή της από τον Ο.Γ.Α.. Ειδικότερα, τα τριμηνιαία ενημερωτικά σημειώματα συντάξεων που ελάμβανε δεν είναι ικανά να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι αυτός τελούσε σε κακοπιστία, προεχόντως για το λόγο ότι η επί των σημειωμάτων αυτών σχετική υπόμνηση (η οποία έχει το εξής περιεχόμενο: «Σας υπενθυμίζουμε ότι σύμφωνα με υπεύθυνη δήλωσή σας πρέπει να δηλώσετε αμέσως στο αρμόδιο Υποκ/μα του Ι.Κ.Α. κάθε μεταβολή που έχει σαν συνέπεια τη μείωση ή τη διακοπή της σύνταξής σας») δεν είναι ειδική, σαφής και συγκεκριμένη, αλλά γενική και αόριστη, β) δεν εμπεριέχεται στα στοιχεία της δικογραφίας άλλο έγγραφο από το οποίο να προκύπτει ότι είχε ενημερωθεί ο θανών για την ανωτέρω υποχρέωση ενημέρωσης του ΙΚΑ, όπως λχ η αίτηση συνταξιοδότησής του και γ) κατά τα κοινώς γνωστά, λόγω της πολυπλοκότητας και της εκτεταμένης περιπτωσιολογίας των διάσπαρτων διατάξεων της ασφαλιστικής νομοθεσίας, καθίσταται πολλές φορές εξαιρετικά δυσχερές για τον συνταξιούχο, όπως για τον πατέρα του καθ’ ου, κατά το σχετικό ισχυρισμό του, να διακρίνει και να εντοπίσει από μόνος του τις συνέπειες παράλειψης ενεργειών του, στις οποίες πιθανόν δεν γνώριζε ότι θα έπρεπε να είχε προβεί (ΣτΕ 154/2008). Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συνέτρεχε στο πρόσωπο του […] το στοιχείο του δόλου, αλλά αυτός εισέπραττε καλοπίστως τα ένδικα ποσά, ενόψει δε αυτού, κατά τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη, η αναζήτηση από τους κληρονόμους του, μεταξύ των οποίων ο καθ’ ου, των ποσών προσαυξήσεων των συντάξεων που ο πιο πάνω δικαιοπάροχός τους εισέπραξε αχρεωστήτως, πλην καλοπίστως, μετά την πάροδο από την είσπραξή τους χρονικού διαστήματος που υπερβαίνει την πενταετία και, ως εκ τούτου, τον εύλογο χρόνο, αντίκειται στη γενική αρχή της εύρυθμης και χρηστής διοίκησης. Συνεπώς, ορθώς έκρινε η ΤΔΕ με την προσβαλλόμενη απόφασή της, κατά το μέρος που απήλλαξε τον καθ’ ου από την υποχρέωση καταβολής των χρηματικών ποσών προσαύξησης της σύνταξης που καταβλήθηκαν στον πατέρα του αχρεωστήτως κατά το χρονικό διάστημα από 1.2.2001 έως 24.6.2014. Περαιτέρω, ενόψει του ότι κατά τον χρόνο έκδοσης της 3930/25-6-2019 απόφασης του Διευθυντή του Α’ Τοπικού Υποκαταστήματος Μισθωτών του ΕΦΚΑ Θεσσαλονίκης είχε ήδη τεθεί σε ισχύ η διάταξη του άρθρου 103 παρ. 1 του ν. 4387/2016, που προβλέπει το έντοκο της επιστροφής στο ΙΚΑ αχρεώστητων παροχών μόνο σε περίπτωση που αυτές χορηγήθηκαν με υπαιτιότητα του λαβόντος, η οποία, εν προκειμένω, δεν προέκυψε, το Δικαστήριο κρίνει, περαιτέρω, ότι ο καθ’ ου δεν όφειλε τόκους κατά την επιστροφή των καταλογισθεισών σε αυτόν διαφορών συντάξεων χρονικού διαστήματος 25.6.2014 έως 30.6.2018 και ως εκ τούτου έσφαλε η προσβαλλόμενη απόφαση της Τ.Δ.Ε. που τον υποχρέωσε να τις επιστρέψει εντόκως από την κοινοποίηση της απόφασης καταλογισμού. Λαμβάνοντας, όμως, υπόψη, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην τέταρτη σκέψη, αφενός ότι η κρίση αυτή της Τ.Δ.Ε. καθιστά την προσβληθείσα με την προσφυγή απόφασή της νομικά πλημμελή, η δε πλημμέλεια αυτή μπορεί να ελεγχθεί αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, καθόσον προκύπτει από την ίδια την πράξη και αφετέρου ότι στο πλαίσιο της παρούσας ενδοστρεφούς δίκης, ο εν λόγω αυτεπάγγελτος έλεγχος μπορεί να οδηγήσει σε απόρριψη της προσφυγής του ασφαλιστικού φορέα, σε καμία, όμως, περίπτωση δεν μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση της προσβληθείσας από τον φορέα αυτό πράξης, καθ΄ υπέρβαση των ορίων που τίθενται με το αίτημα της προσφυγής του (βλ. ΣτΕ 2181/2015, ΔΕφΘεσ 648/2018), το Δικαστήριο περιορίζεται στην απόρριψη της προσφυγής του ασφαλιστικού φορέα.
 
 
 9. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να απορριφθεί, ενώ, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, πρέπει να απαλλαγεί το προσφεύγον από τα δικαστικά έξοδα του καθ’ ου, κατ’ άρθρο 275 παρ. 1 εδαφ. ε΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
 
 
 
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
 
Απορρίπτει την προσφυγή. 
 
Απαλλάσσει το προσφεύγον από τα δικαστικά έξοδα. 
 
Η απόφαση δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 7-8-2020.
 
 
 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
 

 

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *