Δικαστής: Παναγιώτα Δουβή, Πρωτοδίκης Δ.Δ.
Αγωγή αποζημίωσης κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ.
Η μη καταβολή στους
ενάγοντες, μόνιμους πυροσβεστικούς υπαλλήλους ασκούντες
καθήκοντα συνοδών – χειριστών σκύλων έρευνας και διάσωσης, του
πάγιου μηνιαίου χορηγήματος για την κάλυψη των δαπανών
τακτικής εκπαίδευσης, συντήρησης, διαμονής και διατροφής σκύλων
που έλαβαν, βάσει ειδικών διατάξεων, οι ασκούντες, κατά το ένδικο
χρονικό διάστημα, ίδια καθήκοντα με αυτούς συνοδοί σκύλων –
ανιχνευτών του Λιμενικού Σώματος, των Τελωνειακών Αρχών και
της Ελληνικής Αστυνομίας δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της
ισότητας.
Η πρόβλεψη πάγιου μηνιαίου χορηγήματος σε υπηρετούντες
σε σώματα ασφαλείας και, συγκεκριμένα, στην Ελληνική Αστυνομία
και στο Λιμενικό Σώμα – Ελληνική Ακτοφυλακή, και σε τελωνειακούς
υπαλλήλους ασκούντες καθήκοντα συνοδών – χειριστών σκύλων για
την κάλυψη των ανωτέρω δαπανών είναι κατ’ εξοχήν αποτέλεσμα
της κανονιστικώς δρώσας διοίκησης, δεν έχει έρεισμα σε αιτιολογική
έκθεση, χαρακτηρίζεται από αποσπασματικότητα και έχει, κατά
κανόνα, περιορισμένη χρονική ισχύ. Παρά ταύτα, οι διατάξεις αυτές
παρουσιάζουν ομοιότητες, όσον αφορά στους υπηρετούντες στα ως
άνω σώματα ασφαλείας, δεδομένου ότι με αυτές καθορίζονται με
παρόμοιο τρόπο συγκεκριμένα προσόντα, δικαιολογητικά, τρόπος
επιλογής (εξετάσεις) και καθήκοντα των συνοδών – χειριστών
σκύλων, διαφέρουν, όμως, ουσιωδώς ως προς τους τελωνειακούς
υπαλλήλους, για τους οποίους τα ανωτέρω θέματα δεν ρυθμίζονται.
Ενόψει τούτων και λαμβανομένου, περαιτέρω, υπόψη ότι, αφενός το
Πυροσβεστικό Σώμα ανήκει στα Σώματα Ασφαλείας, αφετέρου ο
νομοθέτης έχει, διαχρονικά, επιφυλάξει ιδιαίτερη μισθολογική
μεταχείριση στους υπηρετούντες στα Σώματα αυτά και τους
αντιμετωπίζει ενιαία [βλ. ενδεικτικά τα άρθρα 50 – 51 του
ν.3205/2003 (Α΄297) καθώς επίσης και τα άρθρα 123 – 127 του
νεότερου ν.4472/2017 (Α΄74) που καθορίζουν το βασικό μισθό και
τα επιδόματα των εν λόγω προσώπων], η απουσία πρόβλεψης
καταβολής χορηγήματος για την αντιμετώπιση των
προαναφερόμενων δαπανών στους υπηρετούντες στο Πυροσβεστικό
Σώμα οι οποίοι αναλαμβάνουν καθήκοντα συνοδού – χειριστή
σκύλου έρευνας – διάσωσης εγείρει ζήτημα άνισης μεταχείρισής τους
έναντι των λιμενικών και αστυνομικών υπαλλήλων που ασκούν
παρόμοια καθήκοντα. Τούτο, διότι, και για αυτούς ο Κανονισμός
λειτουργίας των Ε.Μ.Α.Κ. προβλέπει παρόμοια προσόντα,
δικαιολογητικά και καθήκοντα με τα προβλεπόμενα για τους
αστυνομικούς και λιμενικούς υπαλλήλους συνοδούς – χειριστές
σκύλων. Ωστόσο, η διαδικασία επιλογής των συνοδών σκύλων τόσο
στο Λιμενικό Σώμα όσο και στην Ελληνική Αστυνομία συνίσταται σε
γραπτή και προφορική εξέταση των υποψηφίων, με σκοπό τον
έλεγχο των ουσιαστικών τους προσόντων, ενώ, αντίθετα, στο
Πυροσβεστικό Σώμα δεν προβλέπεται αντίστοιχη δοκιμασία,
δεδομένου ότι οι υποψήφιοι ορίζονται με απόφαση του Αρχηγού του
Π.Σ., ύστερα από εισήγηση του Διοικητή της Υπηρεσίας. Εξάλλου,
ειδικά ως προς τους λιμενικούς υπαλλήλους – συνοδούς σκύλων,
υπάρχει ρητή πρόβλεψη ότι αυτοί αποκτούν την ειδικότητα του
συνοδού σκύλου μόνο μετά την επιτυχή περάτωση της βασικής τους
εκπαίδευσης και ότι η εκτέλεση των καθηκόντων της ειδικότητας
αυτής συνιστά την αποκλειστική τους απασχόληση. Με τα δεδομένα
αυτά, το Δικαστήριο, ασκώντας έλεγχο ορίων και μόνο των επιλογών
του κανονιστικού νομοθέτη, κρίνει ότι η μη χορήγηση και στους
υπηρετούντες στο Πυροσβεστικό Σώμα και ασκούντες καθήκοντα
συνοδού – χειριστή σκύλου έρευνας και διάσωσης χορηγήματος
αντίστοιχου με αυτό που καταβάλλεται στους λιμενικούς και
αστυνομικούς υπαλλήλους συνοδούς – χειριστές λιμενικών και
αστυνομικών σκύλων δικαιολογείται από τη διαφοροποίηση στον
τρόπο επιλογής τους, από την οποία απουσιάζει οποιαδήποτε
προηγούμενη αξιολόγησή τους ως προς την εξαρχής κατοχή από
μέρους τους των αναγκαίων προσόντων και της ικανότητάς τους να
ασκούν τα ανωτέρω καθήκοντα (πρβλ. ΣτΕ 853/2019, σκ. 10,
854/2019 σκ. 11, 3884/2014 σκ. 4, 2991/2012 σκ. 5 κ.ά.).
Επομένως, δεν συντρέχει παραβίαση της αρχής της ισότητας εξαιτίας
της μη καταβολής και στους ενάγοντες του ένδικου πάγιου μηνιαίου
χορηγήματος και, για το λόγο αυτό, δεν στοιχειοθετείται
αδικοπρακτική ευθύνη του εναγόμενου από την αιτία αυτή.