Επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων – Μη στοιχειοθέτηση ευθύνης του Ελληνικού Δημοσίου από τη δράση των αστυνομικών αρχών στο πλαίσιο εξακρίβωσης των δραστών του αδικήματος του άρθρου 348 Α του Ποινικού Κώδικα.
Η δημοσιοποίηση από την Ελληνική Αστυνομία των απολύτως αναγκαίων στοιχείων ενός προσώπου που φέρεται αναμεμιγμένο σε εγκληματική δραστηριότητα και καταζητείται με σκοπό να συλληφθεί συνιστά νόμιμη περίπτωση επεξεργασίας ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, καθώς επιχειρείται, σύμφωνα με τη διάταξη της περ. ε’ της παρ. 2 του άρθρου 7 του ν.2472/1997, με στόχο τη διακρίβωση του εγκλήματος και την ανεύρεση του υπόπτου. Περαιτέρω, αν ο φερόμενος ως δράστης ενός εγκλήματος έχει ήδη συλληφθεί, η ανακοίνωση του ονόματός του πληροί τις προϋποθέσεις που θέτει η διάταξη της παρ. 2 περ. Ε’ του άρθρου 7 του ν.2472/1997, όταν η σοβαρότητα των φερόμενων ως διαπραχθέντων από αυτόν αδικημάτων καθιστά επιβεβλημένη τη λήψη μέτρων για την πληροφόρηση και την προστασία των ευάλωτων πληθυσμιακών ομάδων και ιδίως των ανηλίκων, καθώς και για την πραγμάτωση της υποχρέωσης της πολιτείας για την αποτροπή της τέλεσης εγκληματικών πράξεων σε βάρος τους (Δ.Ε.Α. 1739/2018).
Στην προκειμένη περίπτωση, οι αστυνομικοί του Τμήματος Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, κατά τη διενέργεια της έρευνας για διακίνηση υλικού παιδικής πορνογραφίας, άσκησαν τα καθήκοντα τους εντός των προβλεπομένων εκ του νόμου ορίων, ενεργώντας κατά τρόπο νομότυπο, τηρώντας τις οικείες συνταγματικές, ποινικές και δικονομικές διατάξεις, σε σχέση με την άρση του απορρήτου της συνδέσεως internet του ενάγοντος και τη γνωστοποίηση των στοιχείων της ταυτότητας αυτού, την έρευνα στην επιχείρηση του, τη διενέργεια της προανάκρισης και τη συγκέντρωση του σχετικού προανακριτικού υλικού.Η έκδοση του δελτίου τύπου του Γραφείου Ενημέρωσης της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής έγινε για την προστασία της παιδικής ηλικίας,η οποία ανάγεται σε σκοπό δημοσίου συμφέροντος, κατ’ άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος, δηλαδή στα πλαίσια της εξυπηρέτησης των αναγκών εγκληματολογικής πολιτικής και, συγκεκριμένα, προς επιδίωξη της υλοποίησης του δημοσίου συμφέροντος σκοπού της πληροφόρησης του κοινωνικού συνόλου σχετικά με την τέλεση αδικημάτων ιδιαίτερης ηθικής απαξίας με θύματα ανηλίκους, καθώς και της πραγμάτωσης της συνταγματικής υποχρέωσης του κράτους για την προστασία της παιδικής ηλικίας.Τα όργανα της Ελληνικής Αστυνομίας, με τη σύνταξη του εν λόγω δελτίου τύπου, στο οποίο αναλυόταν ο τρόπος δράσης των μελών του κυκλώματος διακίνησης υλικού παιδικής πορνογραφίας, χωρίς να γίνεται κρίση περί της ενοχής των φερόμενων ως εμπλεκομένων προσώπων,δεν παραβίασαν το τεκμήριο αθωότητας, καθόσον η υποχρέωση σεβασμού του άρθρου 6 παρ.2 της Ε.Σ.Δ.Α., η οποία επεκτείνεται πέρα από τα αρμόδια δικαστικά όργανα και στις άλλες κρατικές αρχές, δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να ενημερώνουν το κοινό για ποινικές έρευνες που βρίσκονται σε εξέλιξη, για την ύπαρξη κατηγοριών σε βάρος ορισμένων προσώπων ή για τη σύλληψή τους (Krause κατά Ελβετίας, αριθ. 7986/77, 13DR, σελ. 73, 1978),εφόσον δεν προβαίνουν σε δηλώσεις περί της ενοχής τους (Allenet de Ribemont κατά Γαλλίας, A 308, 1995, παραγρ. 37, 41).