ΑΠΟΦΑΣΗ
Α.Α. κατά Σουηδίας της 13.07.2023 (αρ. προσφ. 4677/20)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Διπλή άρνηση αίτησης ασύλουστον προσφεύγοντα και εντολή απέλασής του στη Λιβύη το 2015.Ο προσφεύγων A.A., υπήκοος Λιβύης, γεννήθηκε το 1988 και ζει στο Γκέτεμποργκ. Εισήλθε στη Σουηδία μέσω Ισπανίας, το 2012 και ζήτησε άσυλο, ισχυριζόμενος ότι κινδύνευε από την Λιβυκή μαφία. Οι μεταναστευτικές αρχές απέρριψαν το αίτημά του, αλλά δεν μπόρεσαν να επιβάλουν την απόφαση επιστροφής του στην Ισπανία καθώς είχε διαφύγει.
Το 2015 ζήτησε ξανά άσυλο στη Σουηδία, αυτή τη φορά ισχυριζόμενος ότι βρισκόταν σε λίστα καταζητούμενων στη Λιβύη και θα διέτρεχε τον κίνδυνο κακομεταχείρισης εάν επέστρεφε επειδή είχε εργαστεί για το καθεστώς Καντάφι.
Το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων δεν είχε τεκμηριώσει τον κίνδυνοδολοφονίας του ή την υποβολή του σε κακομεταχείριση κατά την επιστροφή του στη Λιβύη, είτε λόγω της γενικής κατάστασης στην χώρα είτε εξαιτίας της φερόμενης σχέσης του με το καθεστώς Καντάφι.
Σημείωσε ειδικότερα ότι είχε υπογραφεί συμφωνία κατάπαυσης του πυρός στη Λιβύη το 2020, ενώ οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντος σχετικά με την προσωπική του κατάσταση ήταν ασυνεπείς και στερούνταν αξιοπιστίας.
Το ΕΔΔΑ αποφάσισε πως η απομάκρυνση του προσφεύγοντος δεν παραβίαζε ούτε το άρθρο 2 (δικαίωμα στη ζωή) ούτε το άρθρο 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης).
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρα 2 και 3
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο προσφεύγων δεν έχει απελαθεί ακόμη και ότι, ως εκ τούτου, έπρεπε να εξεταστεί η κατάσταση ασφαλείας στη Λιβύη. Υπήρξαν γενικές βελτιώσεις όσον αφορά την ασφάλεια από τον Οκτώβριο του 2020, όταν επιτεύχθηκε η συμφωνία κατάπαυσης του πυρός στη Λιβύη. Η συμφωνία, που ήταν ακόμη σε ισχύ, είχε ως αποτέλεσμα μια δραματική μείωση των απωλειών των αμάχων και εκτοπισμένων από την Λιβύη, οι οποίοι μπορούσαν να επιστρέψουν στις περιοχές καταγωγής τους. Ως εκ τούτου, ενώ αναγνώρισε το Δικαστήριο ότι η κατάσταση στη Λιβύη παρέμενε εύθραυστη, δεν βρήκε κανένα λόγο να αμφισβητήσει το συμπέρασμα των σουηδικών αρχών και των δικαστηρίων ότι η κατάσταση στη Λιβύη δεν ήταν τόσο σοβαρή ώστε όλοι οι υπήκοοι της Λιβύης που ζητούσαν άσυλο να χρειάζονταν διεθνή προστασία.
Ούτε το Δικαστήριο είχε λόγους να αμφισβητήσει ή να απομακρυνθεί από τα συμπεράσματα των αρχών σχετικά με τις προσωπικές συνθήκες του προσφεύγοντος, οι οποίες είχαν εξεταστεί ενδελεχώς. Συγκεκριμένα, είχαν επισημάνει την ασυνέπεια στα δύο αιτήματά του για άσυλο. Είχε υποβάλει αρχικά αίτηση λόγω απειλών από τη λιβυκή μαφία και στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος και ο πατέρας του είχαν εργαστεί για το καθεστώς Καντάφι.
Το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων δεν είχε τεκμηριώσει ότι κινδύνευε να δολοφονηθεί ή να υποστεί κακομεταχείριση κατά την επιστροφή στη Λιβύη. Κατά συνέπεια, η απομάκρυνσή του δεν θα παραβίαζε το άρθρο 2 και/ή 3 της ΕΣΔΑ.
Κανόνας 39 (προσωρινό μέτρο)
Το Δικαστήριο αποφάσισε να συνεχίσει να υποδεικνύει στην Κυβέρνηση (σύμφωνα με το άρθρο 39 του Κανονισμού του Δικαστηρίου) να μην αποπέμψει τον προσφεύγοντα μέχρι να καταστεί αμετάκλητη η παρούσα απόφαση(επιμέλεια: echrcaselaw.com).