Απόφαση: 5173/2023, 4ο Μονομελές
Δικαστής: Αντώνιος Μιχαλακέλης, Πρωτοδίκης Δ.Δ.
Κατά την αιτιολογική έκθεση του Κανονισμού 528/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22.5.2012, τα βιοκτόνα είναι αναγκαία για την καταπολέμηση οργανισμών επιβλαβών, μεταξύ άλλων, για την υγεία του ανθρώπου, αλλά ενδέχεται να εγκυμονούν κινδύνους για τον άνθρωπο, τα ζώα και το περιβάλλον, λόγω των εγγενών ιδιοτήτων τους και του τρόπου χρήσης τους. Για το λόγο δε αυτό θα πρέπει να διατίθενται στην αγορά ή να χρησιμοποιούνται, μόνο εφόσον αυτό επιτρέπεται βάσει του ως άνω Κανονισμού, κι εάν όλες οι δραστικές ουσίες στα βιοκτόνα με τα οποία κατεργάσθηκαν ή τα οποία ενσωματώνουν, έχουν εγκριθεί σύμφωνα με τον ίδιο Κανονισμό. Άπαντα δε τα ανωτέρω αποσκοπούν, μεταξύ άλλων, στη διασφάλιση ενός υψηλού επίπεδου προστασίας τόσο της υγείας των ανθρώπων και των ζώων, όσο και του περιβάλλοντος, με ιδιαίτερη προσοχή στην προστασία των ευπαθών ομάδων του πληθυσμού, όπως οι έγκυες και τα παιδιά. Ο εν λόγω Κανονισμός εδράζεται στην αρχή της προφύλαξης, ώστε να εξασφαλίζεται ότι η παρασκευή και η διάθεση δραστικών ουσιών και βιοκτόνων στην αγορά δεν έχουν επιβλαβείς επιδράσεις στην υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή μη αποδεκτές επιδράσεις στο περιβάλλον. Για να εξασφαλιστεί δε ότι στην αγορά διατίθενται μόνο βιοκτόνα που συνάδουν με τις σχετικές διατάξεις του ως άνω Κανονισμού, τα βιοκτόνα θα πρέπει να υπόκεινται σε ένα καθεστώς προηγούμενης χορήγησης άδειας για τη διάθεσή τους στην αγορά είτε από αρμόδιες αρχές για τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση στην επικράτεια κράτους μέλους ή σε τμήμα της είτε από την Επιτροπή για τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. 19-1/2023 ΔΕΕ C-147/2021, 14-10/2021 ΔΕΕ C-29/2020).
Η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 7ου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., με την οποία κατοχυρώνεται η αρχή ne bis in idem, κατά τα παγίως γενόμενα δεκτά από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.), αλλά και από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε.), το οποίο πριν τη ρητή καθιέρωση της αρχής αυτής με το άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, την αναγνώριζε ως θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου, έχει εφαρμογή όχι μόνον επί ποινικών κυρώσεων, αλλά και σε περιπτώσεις που προβλέπεται από τη σχετική νομοθεσία η επιβολή σοβαρών διοικητικών κυρώσεων, όπως είναι τα πρόστιμα μεγάλου ύψους, εφόσον συντρέχουν τα κριτήρια χαρακτηρισμού μιας υποθέσεως ως ποινικής κατά την Ε.Σ.Δ.Α. (βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση της 8.6.1975, Engel and Others κατά Ολλανδίας), ήτοι κατά πρώτον ο νομικός χαρακτηρισμός της παράβασης κατά το εσωτερικό δίκαιο, κατά δεύτερον η φύση της παράβασης και, κατά τρίτον, η φύση και η σοβαρότητα της κύρωσης που ενδέχεται να επιβληθεί στον διαπράξαντα την παράβαση (βλ. Δ.Ε.Ε. υπόθεση C-617/10 Fransson της 26.2.2015 μείζονος συνθέσεως, C-489/10 Boda της 5.6.2012). Ειδικότερα, ως προς το θέμα του ύψους της κύρωσης λαμβάνεται υπόψη η μέγιστη προβλεπόμενη από τον νόμο κύρωση και όχι η επιβληθείσα στην συγκεκριμένη περίπτωση (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. απόφαση της 19.2.2013 Muller-Hartburg κατά Αυστρίας). Σύμφωνα δε με τη νομολογία του Δ.Ε.Ε., η αρχή αυτή δεν εμποδίζει την επιβολή για την ίδια παράβαση, διαδοχικώς, μιας διοικητικής (φορολογικής) κύρωσης και μιας ποινικής κύρωσης, στον βαθμό που η πρώτη κύρωση δεν έχει ποινικό χαρακτήρα και έχει καταστεί απρόσβλητη, εφόσον η σώρευση αποβλέπει στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Fransson της 26.2.2015 και Σ.τ.Ε. 1741/2015 Ολ.). Περαιτέρω, η ίδια ως άνω αρχή δεν αποκλείει την επιβολή διοικητικών κυρώσεων μεγάλου ύψους εκ μέρους των κοινοτικών και εθνικών διοικητικών οργάνων και σε περιπτώσεις όπου υφίσταται μεν ταυτότητα παραβάτη και πραγματικών περιστατικών, αλλά προστατεύεται διαφορετικό έννομο αγαθό ή συμφέρον (βλ. Δ.Ε.Ε. υπόθεση C-17/10, Toshiba Corporation της 14.2.2012 μείζονος συνθέσεως, υπόθεση C-289/04, Showa Denko της 29.6.2006, υπόθεση C-204/00 Aalborg Portland της 7.12.2004, υπόθεση C-397/03, Archer Daniels Midland της 19.9-2003 κ.ά.). Αντιστοίχως, και στο εθνικό δίκαιο είναι δυνατή η επιβολή στον ίδιο παραβάτη και για τα ίδια πραγματικά περιστατικά δύο διοικητικών κυρώσεων από διαφορετικά διοικητικά όργανα ή ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, εφόσον η επιβολή τους αποβλέπει στην προστασία ιδιαιτέρως σημαντικών και διαφορετικών εννόμων αγαθών (πρβλ. Σ.τ.Ε. 3345/2002 7μ.). Και τούτο διότι τυχόν αδυναμία επιβολής της μιας από τις δύο διοικητικές κυρώσεις κατ’ εφαρμογή της αρχής ne bis in idem, εφόσον έχει ήδη επιβληθεί και οριστικοποιηθεί η άλλη κύρωση, θα καθιστούσε ανενεργό την υποχρέωση που έχουν τα κρατικά όργανα να προστατεύουν τα θιγόμενα σημαντικά αυτά έννομα αγαθά. Διάφορο δε είναι το ζήτημα εάν, λόγω του ύψους των επαπειλουμένων κυρώσεων, τυχόν σωρευτική επιβολή τους παρίσταται υπέρμετρα επαχθής για τον παραβάτη, το οποίο αντιμετωπίζεται εκάστοτε με βάση την αρχή της αναλογικότητας (Σ.τ.Ε. 134/2018).
Κρίση του Δικαστηρίου ότι η επιβληθείσα κύρωση από τον ΕΟΦ δυνάμει της παρ. 5Α του άρθρου 19 του ν.δ/τος 96/1973, ήτοι των διατάξεων κατ’ εφαρμογή των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη από την προσφεύγουσα απόφαση, αποσκοπεί στην προστασία της δημόσιας υγείας, υπό το πρίσμα της διασφάλισης της ακριβούς συμμόρφωσης στις διατάξεις περί κυκλοφορίας φαρμάκων και άλλων συναφών προϊόντων, ενώ, εξ άλλου, η παρέμβαση του Ε.Σ.Ρ. στα τηλεοπτικώς μεταδιδόμενα μηνύματα τηλεπώλησης προϊόντων που σχετίζονται με την ανθρώπινη υγεία αποσκοπεί στην προστασία της δημόσιας υγείας, υπό το πρίσμα, όμως, της αποφυγής παραπλάνησης των τηλεθεατών, που, ως μέρος του καταναλωτικού κοινού, θα διαμορφώσουν εσφαλμένη άποψη για τα εν λόγω προϊόντα. Υφίσταται δηλαδή διαφορά στον επιδιωκόμενο σκοπό δημοσίου συμφέροντος, αφού επιχειρείται το μεν η διασφάλιση της σύννομης κυκλοφορίας φαρμάκων και συναφών προϊόντων, το δε η μη παραπλάνηση του αγοραστικού κοινού, δια της μετάδοσης σε ευρύτατο κύκλο ατόμων, του τηλεοπτικού μηνύματος τηλεπώλησης. Εν όψει αυτών, η αρχή ne bis in idem δεν κωλύει, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, την δυνατότητα επιβολής διαφορετικών διοικητικών κυρώσεων από διαφορετικούς φορείς, ακόμη και όταν η συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται ως παράνομη είναι η ίδια ή ουσιωδώς παρόμοια κατά την πραγματική της βάση. Κατά τούτο, ο προβληθείς από την προσφεύγουσα εταιρεία ισχυρισμός, περί παραβίασης της αρχής ne bis in idem, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Εν προκειμένω δε, εν όψει του ότι η προσφεύγουσα εταιρεία, που διέθεσε το επίμαχο προϊόν στην αγορά, δεν ταυτίζεται με τον τηλεοπτικό σταθμό ALERT TV, που προώθησε το προϊόν αυτό, μέσω μηνύματος τηλεπώλησης, καθιστά τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας εταιρείας απορριπτέο ως ερειδόμενο σε εσφαλμένη προϋπόθεση.
Κρίση του Δικαστηρίου ότι τα βιοκτόνα υπόκεινται σε ένα καθεστώς προηγούμενης αδειοδότησης, είτε από αρμόδιες αρχές για τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση στην επικράτεια κράτους μέλους ή σε τμήμα της είτε από την Επιτροπή για τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παραβίαση δε των ανωτέρω και διάθεση τέτοιων προϊόντων στην αγορά, χωρίς προηγούμενη άδεια, αποτελεί τυπική παράβαση κι επισύρει, κατά δέσμια αρμοδιότητα, την επιβολή προστίμου, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 19 παρ. 1 του ν.δ/τος 96/1973 (όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του ν. 1316/1983) και του άρθρου 175 παρ. 2 περ. α’ της Υπουργικής Απόφασης ΔΥΓ3α/Γ.Π.32221/29.4.2013, σε βάρος εκείνου που τα θέτει σε κυκλοφορία στην αγορά, χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψη τυχόν υπαιτιότητα αυτού.
Απόρριψη της προσφυγής και επικύρωση του επιβληθέντος προστίμου.