Διοικητικό Πρωτοδικείο Πύργου Α442/2022 (Τριμελές), Ιατρική ευθύνη στις περιπτώσεις wrongful life και wrongful birth, Βάρος αποδείξεως της ιστορικής βάσης της αγωγής

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΥΡΓΟΥ

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΕΔΡΑ ΖΑΚΥΝΘΟΥ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του Πρωτοδικείου Ζακύνθου στις 22 Σεπτεμβρίου 2021 με δικαστές τις: Βαρβάρα Μπουκουβάλα, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Ευγενία Σκυλοδήμου και Ηλιάνα Γιαννακοπούλου (εισηγήτρια), Πρωτοδίκες Δ.Δ. και γραμματέα την Ακριβή Μικελοπούλου, δικαστική υπάλληλο,

για να δικάσει την αγωγή με αριθμό και ημερομηνία καταχώρισης ΑΓ349/24.12.2018,

των: […] εκ των οποίων η μεν πρώτη παραστάθηκε δια των πληρεξούσιων δικηγόρων Παναγιώτη Βιδάλη και Παντελεήμονα Ραβδά, ο δε δεύτερος μετά των ιδίων ως άνω πληρεξούσιων δικηγόρων,

κατά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) με την επωνυμία […] , που εκπροσωπείται από τον Διοικητή του και παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Διονυσίου Γρυπάρη.

Κατά τη συζήτηση, οι διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν όσα αναφέρονται στα πρακτικά.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το Δικαστήριο μελέτησε τη δικογραφία και σκέφτηκε σύμφωνα με τον νόμο.

Η κρίση του Δικαστηρίου είναι η εξής:

1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, οι ενάγοντες, κατόπιν μερικής τροπής του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό με τη νομίμως κατατεθείσα στις 19.5.2021 δήλωσή τους, ζητούν, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984, Α΄ 164, Εισ.Ν.Α.Κ.) και 57, 59, 914 επ. και 932 του Αστικού Κώδικα (Α.Κ.), να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει σε καθέναν από αυτούς (α) ποσό 40.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν λόγω της προσβολής της προσωπικότητάς τους, η οποία οφείλεται, κατά τα προβαλλόμενα, σε παράνομες ενέργειες και παραλείψεις ενεργειών οργάνου (ιατρού) του εναγόμενου νοσοκομείου που είχαν ως αποτέλεσμα τη στέρηση του δικαιώματος διακοπής κύησης της ενάγουσας και συζύγου του ενάγοντος και τη γέννηση του τέκνου τους πάσχοντος από βαριά και ανίατη νόσο (κυστική ίνωση) και (β) ποσό 6.374,40 ευρώ ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της θετικής ζημίας που υποστηρίζουν ότι υπέστησαν λόγω της υποβολής τους σε δαπάνες για την αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας του νοσούντος τέκνου τους. Περαιτέρω, οι ενάγοντες ζητούν να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει σε καθέναν από αυτούς (α) ποσό 110.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της προαναφερόμενης ηθικής τους βλάβης και (β) ποσό 112.657 ευρώ, ως αποζημίωση για μελλοντική θετική ζημία, συνιστάμενη στις δαπάνες για την ισόβια ιατροφαρμακευτική κάλυψη των αναγκών του νοσούντος τέκνου τους. Η καταβολή των ως άνω ποσών ζητείται νομιμοτόκως, από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή κατά το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής.

2. Επειδή, στο άρθρο 274 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ., που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999, Α΄ 97), ορίζεται ότι: «1. Για το παραδεκτό της καταψηφιστικής αγωγής […] καταβάλλεται το τέλος δικαστικού ενσήμου που προβλέπεται από το ν. ΓϡΟΗ/1912, όπως εκάστοτε ισχύει» και στο άρθρο 277 παρ. 11 ότι: «Αν, σε συγκεκριμένη περίπτωση, καταβλήθηκε παράβολο χωρίς να υπάρχει κατά νόμο υποχρέωση προς τούτο, διατάσσεται με την απόφαση, και ανεξάρτητα από την έκβαση της δίκης, η επιστροφή του». Όπως δε έχει κριθεί, η τελευταία αυτή διάταξη αποτυπώνει γενική δικονομική αρχή για την υποχρέωση του Δικαστηρίου να διατάσσει την επιστροφή των εν γένει αχρεωστήτως καταβληθέντων δικαστικών δαπανημάτων της δίκης και, ως τέτοια, είναι αναλογικώς εφαρμοστέα και σε περίπτωση αχρεώστητης καταβολής δικαστικού ενσήμου, κατά το άρθρο 274 του Κ.Δ.Δ. (βλ. ΣτΕ 7μ. 660/2016, 3410/2014, 2607/2013). Στην προκείμενη περίπτωση καθένας από τους ενάγοντες κατέβαλε τέλος δικαστικού ενσήμου ποσού 491,20 ευρώ (σχετ. τα ηλεκτρονικά παράβολα της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων με κωδικούς 35118351695011180021 και 35117113695011180091), το οποίο αναλογεί στο καταψηφιστικό αίτημα της υπό κρίση αγωγής (ποσό 46.374,40 ευρώ για κάθε ενάγοντα), καθώς και τέλος δικαστικού ενσήμου ποσού 2.358,40 ευρώ (σχετ. τα ηλεκτρονικά παράβολα της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων με κωδικούς 42652833295111230084 και 42649724695111230070), το οποίο αναλογεί στο αναγνωριστικό αίτημα αυτής (ποσό 222.657 ευρώ για κάθε ενάγοντα). Ωστόσο, εφ’ όσον δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου για το αναγνωριστικό αίτημα της κρινόμενης αγωγής, το υπερβάλλον τέλος δικαστικού ενσήμου, συνολικού ποσού (2.358,40 x 2 =) 4.716,80 ευρώ πρέπει να επιστραφεί ως αχρεωστήτως καταβληθέν στους ενάγοντες, ανεξαρτήτως της έκβασης της δίκης, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 277 παρ. 11 του Κ.Δ.Δ..

3. Επειδή, ο ισχυρισμός του εναγόμενου νοσοκομείου ότι η αγωγή πρέπει να απορριφθεί λόγω αοριστίας, εκ του λόγου ότι δεν αποδίδονται στα όργανα αυτού συγκεκριμένες παραβάσεις των κοινώς παραδεδεγμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο, διότι στο κρινόμενο δικόγραφο, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα κατωτέρω, αναφέρονται με πληρότητα και σαφήνεια τα κατά νόμο απαραίτητα περιστατικά, που θεμελιώνουν και εξειδικεύουν σε τι συνίσταται η παραβίαση των ιατρικών υποχρεώσεων των οργάνων του εναγόμενου έναντι των εναγόντων. Κατόπιν τούτων, η κρινόμενη αγωγή έχει ασκηθεί εν γένει παραδεκτώς και πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα.

4. Επειδή, στο άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης, που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. Μαζί με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών», στο δε άρθρο 106 του ίδιου νόμου ότι: «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους». Εξ άλλου, στο άρθρο 932 του ΑΚ ορίζεται ότι: «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του […]». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, ευθύνη του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνον από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξης ή από την παράνομη παράλειψη έκδοσης τέτοιας πράξης αλλά και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. ή από παραλείψεις οφειλόμενων νόμιμων υλικών ενεργειών αυτών, εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις συνάπτονται με την οργάνωση και λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών ή των υπηρεσιών ν.π.δ.δ. και δεν συνάπτονται με την ιδιωτική διαχείριση του Δημοσίου ή του ν.π.δ.δ., ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων (ΑΕΔ 5/1995). Εξ άλλου, υπάρχει ευθύνη του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ., τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, όχι μόνον όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνου των νομικών αυτών προσώπων παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κειμένη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης (ΣτΕ 7μ. 4133/2011, 2796/2006, ΣτΕ 1608/2016, 2669/2015, 1019/2008, 2741/2007). Απαραίτητη, πάντως, προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενεργείας ή παράλειψης υλικής ενέργειας του δημοσίου οργάνου και της επελθούσης ζημίας. Δεν αποκλείεται δε, κατ’ αρχήν η ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσμου από το γεγονός ότι στο ζημιογόνο αποτέλεσμα συνετέλεσε συνυπαιτίως και ο ζημιωθείς, εφ’ όσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος (ΣτΕ 910/2022, 969/2018, 473/2011, πρβλ. ΑΠ 53/2006, 1653/2001). Περαιτέρω, κατά την έννοια των ιδίων διατάξεων, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί, κατά το άρθρο 932 του Α.Κ., να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ΣτΕ 116/2019, 1638/2017, 110/2017, 2774/2016, 1481/2014 κ.ά.), αφού εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά που θέτουν υπ’ όψιν του οι διάδικοι (βαθμό πταίσματος του υπόχρεου, είδος προσβολής, περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών κ.λπ.) και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής (ΣτΕ 4097/2015). Ομοίως, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης μπορεί να επιδικασθεί και σε εκείνον του οποίου έχει προσβληθεί η προσωπικότητα, κατά το άρθρο 57 του Α.Κ., από παράνομη πράξη ή παράλειψη, κατά τ’ ανωτέρω, οργάνων του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. κατά την άσκηση των καθηκόντων τους (ΣτΕ 3292/2017, 410/2016, 1970/2009, 2536/2008), απαιτείται δε, στην περίπτωση αυτή, πέραν του παράνομου χαρακτήρα της σχετικής πράξης ή παράλειψης, να είναι αυτή αντικειμενικώς ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να προκαλέσει την προσβολή της προσωπικότητας που επικαλείται ο ενάγων, κατά την αιτιολογημένη κρίση του δικαστηρίου (ΣτΕ 7μ. 540/2021, ΣτΕ 4279/2013, 3772/2010). Τέλος, όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 2526/2017), κατά την έννοια των προαναφερόμενων διατάξεων των άρθρων 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., ερμηνευόμενων σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 929 και 930 του Α.Κ., το Δημόσιο ή το ν.π.δ.δ. υποχρεούται να αποκαθιστά κάθε θετική ή αποθετική ζημία (διαφυγόν κέρδος) από αδικοπραξία, δικαιούχος δε της αποζημίωσης είναι εκείνος που ζημιώθηκε άμεσα από αυτήν.

5. Επειδή, στο άρθρο 13 του α.ν. 1565/1939 «Περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος» (Α΄ 16) ορίζεται ότι: «Ο ιατρός οφείλει να ασκή ευσυνειδήτως το επάγγελμα αυτού και να συμπεριφέρηται τόσον εν τη ασκήσει του επαγγέλματος, όσον και εκτός αυτής κατά τρόπον αντάξιον της αξιοπρεπείας και εμπιστοσύνης τας οποίας απαιτεί το ιατρικόν επάγγελμα» και στο άρθρο 24 ότι: «Ο ιατρός οφείλει να παρέχη μετά ζήλου, ευσυνειδησίας και αφοσιώσεως την ιατρικήν αυτού συνδρομήν, συμφώνως προς τας θεμελιώδεις αρχάς της ιατρικής επιστήμης, και της κτηθείσης πείρας, τηρών τας ισχυούσας διατάξεις περί διαφυλάξεως των ασθενών και προστασίας των υγιών». Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ. (άρθρο 47 του Εισ.Ν.Α.Κ.), σε συνδυασμό με τα άρθρα 330, 652 και 914 του Α.Κ. και 105 – 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., εφ’ όσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις των ως άνω διατάξεων, δύναται να θεμελιωθεί ευθύνη νοσοκομείου, ως ν.π.δ.δ., προς αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη ασθενής από κάθε αμέλεια του ιατρικού προσωπικού αυτού, ακόμη και ελαφρά, αν το όργανο του νοσοκομείου, κατά την εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων, παρέβη την υποχρέωσή του να ενεργήσει σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης, επιδεικνύοντας τη δέουσα επιμέλεια, δηλαδή αυτή που αναμένεται από τον μέσο εκπρόσωπο του κύκλου του. Στην περίπτωση αυτή το νοσοκομείο ευθύνεται αναλόγως και για καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης του παθόντος ασθενούς κατά τους όρους των άρθρων 299 και 932 Α.Κ. (ΣτΕ 621/2021, 1253/2017, 1608/2016, 1717/2016, 710/2016, 572/2013).

6. Επειδή, εξ άλλου, στο άρθρο 8 του από 25.5/6.7.1955 β.δ/τος «Περί Κανονισμού ιατρικής δεοντολογίας» (Α΄ 171) ορίζεται ότι: «α) Ο ιατρός οφείλει απόλυτον σεβασμόν προς την τιμήν και την προσωπικότητα του ανθρώπου. Δεν επιτρέπεται οιαδήποτε μη ενδεδειγμένη θεραπευτική ή χειρουργική επέμβασις ή πειραματισμός δυνάμενος να θίξη το αίσθημα της προσωπικής ελευθερίας και την ελευθέραν βούλησιν ασθενών εχόντων σώας τας φρένας. β) […]». Περαιτέρω, στο άρθρο 47 του ν. 2071/1992 «Εκσυγχρονισμός και Οργάνωση Συστήματος Υγείας» (Α΄ 123), υπό τον τίτλο «Τα δικαιώματα του νοσοκομειακού ασθενούς», προβλέπεται ότι: «1. Ο ασθενής έχει το δικαίωμα προσεγγίσεως στις υπηρεσίες του νοσοκομείου, τις πλέον κατάλληλες για τη φύση της ασθενείας του. 2. Ο ασθενής έχει το δικαίωμα της παροχής φροντίδας σ΄ αυτόν με τον οφειλόμενο σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια του […] 3. Ο ασθενής έχει το δικαίωμα να συγκατατεθεί ή να αρνηθεί κάθε διαγνωστική ή θεραπευτική πράξη που πρόκειται να διενεργηθεί σε αυτόν […] 4. Ο ασθενής δικαιούται να ζητήσει να πληροφορηθεί ότι αφορά την κατάστασή του. Το συμφέρον του ασθενούς είναι καθοριστικό και εξαρτάται από την πληρότητα και ακρίβεια των πληροφοριών που του δίνονται. Η πληροφόρηση του ασθενούς πρέπει να του επιτρέπει να σχηματίσει πλήρη εικόνα των ιατρικών, κοινωνικών και οικονομικών παραμέτρων της καταστάσεώς του και να λαμβάνει αποφάσεις ο ίδιος ή να μετέχει στη λήψη αποφάσεων που είναι δυνατό να προδικάσουν τη μετέπειτα ζωή του. 5. Ο ασθενής […] έχει το δικαίωμα να πληροφορηθεί, πλήρως και εκ των προτέρων για τους κινδύνους που ενδέχεται να παρουσιασθούν ή να προκύψουν εξ αφορμής εφαρμογής σε αυτόν ασυνήθων ή πειραματικών διαγνωστικών και θεραπευτικών πράξεων. Η εφαρμογή των πράξεων αυτών στον ασθενή λαμβάνει χώρα μόνο ύστερα από συγκεκριμένη συγκατάθεση του ιδίου. Η συγκατάθεση αυτή μπορεί να ανακληθεί από τον ασθενή ανά πάσα στιγμή […]». Από τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 47 του ν. 2071/1992 συνάγεται ότι ο ιατρός υποχρεούται να λαμβάνει τη συναίνεση του ασθενούς πριν από τη διενέργεια ιατρικών πράξεων σε αυτόν. Η συναίνεση δε του ασθενούς είναι έγκυρη και ισχυρή μόνον εφ’ όσον έχει προηγηθεί πλήρης ενημέρωση αυτού από τον θεράποντα ιατρό για την κατάσταση της υγείας του και την ενδεδειγμένη θεραπευτική αγωγή ή διαγνωστική πράξη (βλ. ΣτΕ 621/2021, 717/2018, πρβλ. ΑΠ 687/2013, 424/2012). Ο ιατρός υποχρεούται να ενημερώνει, μεταξύ άλλων, τον ασθενή και για τις συνιστώμενες διαγνωστικές εξετάσεις και ειδικότερα για το είδος, τη διαδικασία, τους πιθανούς κινδύνους, το επιδιωκόμενο με την προτεινόμενη διαγνωστική μέθοδο αποτέλεσμα, καθώς και για τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα αυτής σε σχέση με άλλες διαγνωστικές μεθόδους. Αν η ενημέρωση του ασθενούς δεν είναι πλήρης υπό την ανωτέρω έννοια, δεν παρέχεται σε αυτόν η δυνατότητα να διαμορφώσει ελεύθερα τη βούλησή του και να επιλέξει συγκεκριμένη διαγνωστική μέθοδο, σταθμίζοντας, μεταξύ άλλων, και τους κινδύνους από την τυχόν μη επαρκή αξιολόγηση της κατάστασης της υγείας του (ΣτΕ 621/2021).

7. Επειδή, στο άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. Kαθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Xώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη». Περαιτέρω, στο άρθρο 304 του ισχύοντος κατά τον κρίσιμο χρόνο Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.), όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρα 2 και 3 του ν. 1609/1986 (Α΄ 86), ορίζονται τα εξής: «Τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης. 1. Όποιος χωρίς τη συναίνεση της εγκύου διακόπτει την εγκυμοσύνη της τιμωρείται με κάθειρξη. 2. α. Όποιος με τη συναίνεση της εγκύου διακόπτει ανεπίτρεπτα την εγκυμοσύνη της […] τιμωρείται με φυλάκιση […] 2.β. […] 3. Έγκυος που διακόπτει ανεπίτρεπτα την εγκυμοσύνη της ή επιτρέπει σε άλλον να την διακόψει τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ένα έτος. 4. Δεν είναι άδικη πράξη η τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης που ενεργείται με τη συναίνεση της εγκύου από ιατρό μαιευτήρα – γυναικολόγο με τη συμμετοχή αναισθησιολόγου σε οργανωμένη νοσηλευτική μονάδα αν συντρέχει μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις: α) Δεν έχουν συμπληρωθεί δώδεκα εβδομάδες εγκυμοσύνης. β) Έχουν διαπιστωθεί, με τα σύγχρονα μέσα προγεννητικής διάγνωσης, ενδείξεις σοβαρής ανωμαλίας του εμβρύου που επάγονται τη γέννηση παθολογικού νεογνού και η εγκυμοσύνη δεν έχει διάρκεια περισσότερο από είκοσι τέσσερις εβδομάδες […]».

8. Επειδή, το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος προστατεύει την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου καθολικά, διασφαλίζοντας παράλληλα την άσκηση όλων των επιμέρους δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτήν, όπως της σωματικής ελευθερίας, της τιμής, της υγείας, του δικαιώματος στη μητρότητα ή εν γένει της αναπαραγωγικής ελευθερίας. Στο πλαίσιο αυτό, η κυοφορούσα έμβρυο με σοβαρά προβλήματα υγείας δικαιούται να σταθμίσει ελεύθερα, στoπλαίσιο του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος αν, λόγω των θρησκευτικών, φιλοσοφικών ή άλλων πεποιθήσεών της, θα συνεχίσει την εγκυμοσύνη, αποδεχόμενη τη γέννηση «παθολογικού νεογνού» ή θα τη διακόψει, χάριν της ελευθερίας της και του – ανθρωπίνως – δικαιολογημένου ενδιαφέροντός της να αποκτήσει ένα υγιές παιδί (πρβλ. ΣτΕ 621/2021, ΑΠ 10/2013). Τούτο προκύπτει σαφώς και από το άρθρο 304 παρ.4 εδ.β του Π.Κ., σύμφωνα με το οποίο δεν αποτελεί άδικη πράξη η τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης (πάντοτε με τη συναίνεση της εγκύου), όταν λαμβάνει χώρα για λόγους ευγονικούς, όταν δηλαδή έχουν διαπιστωθεί, με τα σύγχρονα μέσα προγεννητικής διάγνωσης, ενδείξεις σοβαρής ανωμαλίας του εμβρύου που επάγονται τη γέννηση «παθολογικού νεογνού» και η εγκυμοσύνη δεν έχει διάρκεια περισσότερο από 24 εβδομάδες. Εάν δε η κυοφορούσα τελεί σε γάμο, η απόφαση αυτή πρέπει να ληφθεί από κοινού με τον σύζυγό της κατά το άρθρο 1387 παρ. 1 του Α.Κ., διότι πρόκειται για θέμα του συζυγικού βίου. Αν λοιπόν η έγκυος παρακωλυθεί (είτε με πράξη είτε με παράλειψη τρίτου) στην απόλαυση της νόμιμης αυτής επιλογής, προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά της κατά την έννοια του άρθρου 57 του Α.Κ. και δικαιούται να αξιώσει την ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης (άρθρο 59 του Α.Κ.) (πρβλ. Cour de Cassation, ass. plen., Perruche, 17.11.2000). Τέτοια αξίωση έχει και ο σύζυγός της, έστω και αν δεν είναι ο άμεσα προσβαλλόμενος, διότι, αφενός, η απόφαση της συνέχισης ή διακοπής της κύησης δεν είναι μόνον ατομικό θέμα της εγκύου αλλά κοινό θέμα του συζυγικού τους βίου και, αφετέρου, λόγω της στενής (συζυγικής) σχέσης του με την έγκυο, οι επί της προσωπικότητας αυτής δυσμενείς συνέπειες αντανακλώνται και σε αυτόν (ΣτΕ 621/2021).

9. Επειδή, περαιτέρω, από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων των άρθρων 304 παρ. 4 περ. β του Π.Κ., όπως κατά τα ανωτέρω ισχύει, 47 του ν. 2071/1992, 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., 57, 59 και 932 του Α.Κ., συνάγεται ότι ευθύνη Νοσοκομείου (ν.π.δ.δ.) προς καταβολή εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης στοιχειοθετείται και στην περίπτωση που ιατρός νοσοκομείου παραλείψει να ενημερώσει ειδικώς τους υποψήφιους γονείς ως προς τις ενδεδειγμένες προγεννητικώς εξετάσεις προς διάγνωση τυχόν ενδείξεων σοβαρής ανωμαλίας του εμβρύου, που επάγονται τη γέννηση «παθολογικού νεογνού», το είδος, τη διαδικασία και τις διαγνωστικές δυνατότητες εκάστης διαγνωστικής μεθόδου, καθώς και τις συνέπειες της παράλειψης διενέργειας μιας διαγνωστικής εξέτασης με αποτέλεσμα, ελλείψει επαρκούς ενημέρωσης και άρα χωρίς έγκυρη συναίνεσή της, η έγκυος γυναίκα να παρακωλυθεί στην επιλογή της, συντρεχουσών και των λοιπών νόμιμων προϋποθέσεων, να συνεχίσει ή μη την εγκυμοσύνη. Τούτο δε, ανεξαρτήτως αν η ανωτέρω πράξη ή παράλειψη οφείλεται ή όχι σε υπαιτιότητα του ιατρού ή άλλων δημοσίων οργάνων του νοσοκομείου. Η σχετική δε αξίωση είναι αυτοτελής σε σχέση με τυχόν αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εκ της γέννησης τέκνου με ιδιαίτερα βαριά νόσο ή βλάβη της υγείας του, μη ιάσιμη ή μη αντιμετωπίσιμη ιατρικά με διορθωτική παρέμβαση (ΣτΕ 621/2021, πρβλ. ΣτΕ 717/2018).

10. Επειδή, άλλωστε, ο νόμος 2251/1994 «Προστασία των καταναλωτών» (Α΄ 191), όπως ίσχυε κατά το κρίσιμο στην προκείμενη περίπτωση χρονικό διάστημα, όριζε, στο άρθρο 1 ότι : «1. Τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των καταναλωτών τελούν υπό την προστασία του Κράτους. 2. Το Κράτος μεριμνά ιδίως για: α) την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών, β) τα οικονομικά τους συμφέροντα […] 3. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται σε κάθε προμηθευτή, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, οποιασδήποτε μορφής, του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. 4. Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων του παρόντος νόμου νοούνται: α) Καταναλωτής, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους […] β) Προμηθευτής, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, κατά την άσκηση της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του, προμηθεύει προϊόντα ή παρέχει υπηρεσίες στον καταναλωτή […]», στο δε άρθρο 8, υπό τον τίτλο «Ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες», ότι: «1. Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψη του, κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή. Ως παρέχων υπηρεσίες νοείται όποιος, στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, παρέχει υπηρεσία, κατά τρόπο ανεξάρτητο […] 3. Ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας. 4. Ο παρέχων υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης για την έλλειψη παρανομίας και υπαιτιότητας του […]». Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, η αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού για ζημία που προκάλεσε σε ασθενή κατά την παροχή σε αυτόν των ιατρικών υπηρεσιών του εμπίπτει στη ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρου 8 του ν. 2251/1994, που καθιερώνει νόθο αντικειμενική ευθύνη για τον υπαίτιο ιατρό, αφού και αυτός παρέχει τις ιατρικές υπηρεσίες του κατά τρόπο ανεξάρτητο, δηλαδή δεν υπόκειται σε συγκεκριμένες υποδείξεις ή οδηγίες του ασθενούς, αλλά έχει την πρωτοβουλία και την ευχέρεια να προσδιορίζει ο ίδιος τον τρόπο της παροχής των υπηρεσιών του (ΑΠ 1227/2007, 687/2013, 1067/2015, 1187/2017, 418/2018). Επίσης, εάν από αμελή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του συμπεριφορά του ιατρού επήλθε σωματική βλάβη προσώπου νοσηλευομένου σε ιδιωτική κλινική, η προστήσασα τον ιατρό κλινική ευθύνεται για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστη το πιο πάνω πρόσωπο. Πρόκειται, δηλαδή, για γνήσια αντικειμενική ευθύνη, δικαιολογητικό λόγο της οποίας αποτελεί το γεγονός ότι ο προστήσας ωφελείται από τις υπηρεσίες του προστηθέντος, διευρύνοντας το πεδίο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας και ως εκ τούτου είναι εύλογο να φέρει την ευθύνη για τους κινδύνους που προκύπτουν από τη δραστηριότητα του τελευταίου (ΑΠ 687/2013, 181/2011, ΑΠ 1226/2007, 418/2018). Αντιθέτως, δεν εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο των ως άνω διατάξεων η κατά τα άρθρα 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ. αδικοπρακτική ευθύνη νοσηλευτικού ιδρύματος αποτελούντος ν.π.δ.δ. εξαιτίας ζημιογόνου πράξης, παράλειψης ή υλικής ενέργειας κατά την άσκηση των καθηκόντων ιατρού υπηρετούντος σε αυτό, διότι ο τελευταίος δεν ενεργεί στην περίπτωση αυτή στα πλαίσια αυτοτελούς άσκησης οποιασδήποτε μορφής επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 1 του ν. 2251/1994, αλλά, αντιθέτως, στα πλαίσια παροχής δημοσίων υπηρεσιών υγείας (πρβλ. ΑΠ 1067/2015). Και τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 8 του ν. 2251/1994, προϋπόθεση για τη θεμελίωση ευθύνης σε βάρος του παρέχοντος υπηρεσίες είναι, μεταξύ άλλων και η υπαιτιότητα αυτού, ενώ, κατά τα ήδη λεχθέντα, επί αγωγής αποζημίωσης των άρθρων 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., ο παράνομος χαρακτήρας της ζημιογόνου πράξης, παράλειψης ή υλικής ενέργειας αρκεί για να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη του εναγόμενου Δημοσίου ή ν.π.δ.δ., χωρίς να απαιτείται και η διαπίστωση πταίσματος του οργάνου του (πρβλ. ΣτΕ 1910/2020).

11. Επειδή, τέλος, στο άρθρο 183 του Κ.Δ.Δ. ορίζεται ότι: «1. Αποκλείεται να εξεταστούν ως μάρτυρες: α) […] δ) Πρόσωπα που είναι δυνατόν να έχουν οποιοδήποτε συμφέρον από την έκβαση της δίκης […]». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι δεν δύνανται να εξεταστούν ως μάρτυρες πρόσωπα που μπορεί να έχουν συμφέρον από την έκβαση της δίκης. Το συμφέρον αυτό μπορεί να είναι υλικό ή ηθικό, άμεσο ή έμμεσο, εφ’ όσον είναι βέβαιο από την έκβαση της δίκης και αποτελεί αναγκαία συνέπεια αυτής (πρβλ. ΑΠ 464/2019, 908/2017, 992/2012). Αυτό συμβαίνει, ιδίως, όταν το δεδικασμένο ή η εκτελεστότητα ή οι αντανακλαστικές συνέπειες της απόφασης επεκτείνονται και στον μάρτυρα, ιδίως όταν ενδέχεται να υποχρεωθεί σε αποζημίωση κάποιου διαδίκου σε περίπτωση ήττας του (ΕφΠειρ 379/2016, 705/2014, ΕφΛαρ 91/2016).

12. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Περί τις αρχές του έτους 2013, η ενάγουσα, γεννηθείσα το έτος 1980 και σύζυγος του ενάγοντος, διαπίστωσε ότι είναι έγκυος στο πρώτο τους τέκνο και έκτοτε άρχισε να παρακολουθείται από τον μαιευτήρα – γυναικολόγο […], ο οποίος κατά τον κρίσιμο χρόνο υπηρετούσε στη μαιευτική – γυναικολογική κλινική του εναγόμενου νοσοκομείου. Στο πλαίσιο προγεννητικού ελέγχου, η ενάγουσα, κατόπιν παραπομπής της από τον ανωτέρω επιβλέποντα ιατρό, υποβλήθηκε στις 27.2.2013 σε ειδικές εξετάσεις μοριακού γενετικού ελέγχου μέσω αποστολής δείγματος αίματος στο ιδιωτικό διαγνωστικό κέντρο γενετικής με την επωνυμία […], προκειμένου να διαγνωσθεί εάν ήταν φορέας της μετάλλαξης ΔF508 (F508del) της κυστικής ίνωσης, η οποία είναι η συνηθέστερη στην Ελλάδα και απαντάται στους φορείς και τους πάσχοντες από τη νόσο σε συχνότητα περίπου 53%. Η εν λόγω νόσος, η οποία προκαλείται από μεταλλάξεις στο γονίδιο CFTR και μεταβιβάζεται από τους γεννήτορες μέσω του γενετικού υλικού, αποτελεί μια ανίατη και χρόνια εξελισσόμενη γενετική πολυσυστημική ασθένεια των βλεννογόνων αδένων του σώματος που προκαλεί βλάβες σε πολλά όργανα και οδηγεί συχνά στον πρόωρο θάνατο του νοσούντος ατόμου. Αναφορικά δε με την εμφάνιση της κυστικής ίνωσης στα νοσούντα άτομα και την κληρονομικότητα, είναι ιατρικώς δεδομένο ότι οι γονείς παιδιών με κυστική ίνωση είναι υποχρεωτικά φορείς της νόσου απολύτως υγιείς, κληρονομούν όμως ο καθένας το παθολογικό του γονίδιο στο πάσχον τέκνο τους, το οποίο φέρει έτσι δύο παθολογικά γονίδια. Όταν δύο φορείς τεκνοποιούν υπάρχει πιθανότητα 25% απόκτησης τέκνου πάσχοντος από κυστική ίνωση, 50% απόκτησης τέκνου που είναι το ίδιο φορέας της νόσου και 25% απόκτησης τέκνου απολύτως υγιούς. Επί του ανωτέρω ελέγχου εξήχθη η από 5.3.2013 διάγνωση, υπογεγραμμένη από τον μοριακό γενετιστή […], με το ακόλουθο περιεχόμενο: «Η ανάλυση για την ανίχνευση της μετάλλαξης F508del στο DNA του γονιδίου CFTR της ινοκυστικής νόσου, απεκάλυψε ότι η εξεταζόμενη φέρει (ΦΟΡΕΑΣ – ΕΤΕΡΟΖΥΓΩΤΗΣ) την παραπάνω μετάλλαξη. Η Ινοκυστική Νόσος (ή κυστική ίνωση, CysticFibrosis) είναι ένα από τα κοινότερα γενετικά νοσήματα, με συχνότητα φορέων στον Ελληνικό πληθυσμό περίπου 4% (1 στα 25 άτομα). Ο αριθμός των μεταλλάξεων που είναι δυνατό να προξενήσουν την νόσο είναι μεγάλος (>1200), αλλά μια συγκεκριμένη μετάλλαξη, η F508del, απαντάται στην Ελλάδα σε συχνότητα περίπου 53%. Με την ανίχνευση της μετάλλαξης αυτής αποκαλύπτονται επομένως οι μισοί περίπου φορείς και βέβαια σε μια τέτοια περίπτωση είναι σημαντικό να προχωρήσουμε άμεσα στον πλήρη έλεγχο του συζύγου (τουλάχιστον 85% των Ελληνικών μεταλλάξεων) για να διαπιστωθεί κατά πόσο είναι απαραίτητος προγεννητικός έλεγχος του εμβρύου νωρίς στην κύηση. Συμπέρασμα: Στην εξεταζόμενη ανιχνεύθηκε η παρουσία της μετάλλαξης F508del του γονιδίου της ινοκυστικής νόσου […]». Ακολούθως, στις 13.3.2013 ο ενάγων υποβλήθηκε σε μοριακό γενετικό έλεγχο για την ανίχνευση της μετάλλαξης ΔF508 (F508del) της κυστικής ίνωσης μέσω αποστολής δείγματος στο προαναφερθέν διαγνωστικό κέντρο, από τον οποίο προέκυψε ότι δεν ήταν φορέας της εν λόγω μετάλλαξης (σχετ. η από 20.3.2013 διάγνωση του μοριακού γενετιστή […[). Κατόπιν των ανωτέρω αποτελεσμάτων, ο επιβλέπων ιατρός […] καταχώρισε στο οικείο φύλλο παρακολούθησης κύησης την παρατήρηση «ινοκυστική ΘΕΤΙΚΗ, σύζυγος ΔΕΝ» και στις 16.9.2013 η ενάγουσα γέννησε το πρώτο της υγιές τέκνο. Εν συνεχεία, η ενάγουσα έμεινε έγκυος στο δεύτερο τέκνο της και τον Μάιο του έτους 2015 ξεκίνησε να παρακολουθείται εκ νέου από τον μαιευτήρα – γυναικολόγο του εναγόμενου νοσοκομείου […]. Στις 20.6.2015 η ενάγουσα υποβλήθηκε σε υπερηχογραφική εξέταση αυχενικής διαφάνειας από τον ιδιώτη ιατρό […], από την οποία προέκυψε ότι υπήρχαν αυξημένες πιθανότητας γέννησης παιδιού με σύνδρομο Down. Εν συνεχεία, στις 6.8.2015 υποβλήθηκε σε αμνιοπαρακέντηση από τον ίδιο ως άνω ιδιώτη ιατρό και το ληφθέν δείγμα (αμνιακό υγρό) εξετάσθηκε από το ιδιωτικό εργαστήριο γενετικών αναλύσεων με την επωνυμία […] για την ανίχνευση ανευπλοειδιών στα χρωμοσώματα 13, 18, 21, Χ και Υ και ανισοζυγιών (ελλείψεις/διπλασιασμούς) ολόκληρου του γονιδιώματος του κυοφορούμενου, καθώς και για την παρουσία της πιο κοινής μετάλλαξης της κυστικής ίνωσης (ΔF508). Κατά τον ανωτέρω έλεγχο ανιχνεύθηκε στο κυοφορούμενο η μετάλλαξη ΔF508 σε ετερόζυγη κατάσταση και επί των σχετικών διαγνώσεων διατυπώθηκε εγγράφως σύσταση για περαιτέρω έλεγχο μεταλλάξεων κυστικής ίνωσης του εμβρύου και των γονέων προκειμένου να εκτιμηθεί ο κίνδυνος γέννησης τέκνου πάσχοντος από κυστική ίνωση, καθώς και σύσταση για γενετική συμβουλευτική (σχετ. οι από 10.8.2015 και 24.8.2015 διαγνώσεις του Μοριακού Γενετιστή […]). Η διαπίστωση ότι το κυοφορούμενο ήταν φορέας ινοκυστικής νόσου καταχωρίσθηκε στο οικείο φύλλο παρακολούθησης κύησης από τον επιβλέποντα ιατρό […] κατά την 21η εβδομάδα της κύησης (25.8.2015), ενώ κατά τις μεταγενέστερες επισκέψεις των εναγόντων στο εναγόμενο για την υπερηχογραφική παρακολούθηση της εγκυμοσύνης της ενάγουσας που έλαβαν χώρα την 28η (13.10.2015), 35η (1.12.2015) και 36η (7.12.2015) εβδομάδα της κύησης διαπιστώθηκε διάταση εντέρου του εμβρύου. Στις 18.12.2015 η ενάγουσα γέννησε το δεύτερο τέκνο της, το οποίο λόγω της κατάστασης της υγείας του (αποφρακτικός ειλεός από μηκώνιο) διακομίστηκε αυθημερόν στο Νοσοκομείο Παίδων […]. Δεδομένου ότι η κατάσταση της υγείας του συμβάδιζε με την εικόνα ασθενούς πάσχοντος από κυστική ίνωση (ειλεός από μηκώνιο, θετικό τεστ ιδρώτα), στις 22.12.2015, κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του στο Νοσοκομείο, το τέκνο και αμφότεροι οι ενάγοντες υποβλήθηκαν σε πλήρη μοριακό έλεγχο για κυστική ίνωση, ο οποίος κατέδειξε ότι (α) η πρώτη ενάγουσα είναι φορέας της μετάλλαξης ΔF508 (F508del) της κυστικής ίνωσης, (β) ο δεύτερος ενάγων είναι φορέας της μετάλλαξης p.Gly85Glu της κυστικής ίνωσης και (γ) το τέκνο τους είναι φορέας και των δύο προαναφερθεισών μεταλλάξεων (F508del και p.Gly85Glu), ο συνδυασμός των οποίων οδηγεί σε εμφάνιση κλασικής μορφής κυστικής ίνωσης (σχετ. οι από 8.1.2016 γνωματεύσεις του Εργαστηρίου Ιατρικής Γενετικής του Νοσοκομείου Παίδων […]).

13. Επειδή, με την υπό κρίση αγωγή, όπως αυτή αναπτύσσεται παραδεκτώς με το κατατεθέν στις 27.9.2021 υπόμνημα και το κατατεθέν στις 30.9.2021 υπόμνημα προσθήκης – αντίκρουσης, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι κατά τη διάρκεια της πρώτης εγκυμοσύνης της ενάγουσας ο γυναικολόγος – μαιευτήρας του εναγόμενου νοσοκομείου και επιβλέπων ιατρός της […] τους ενημέρωσε ότι στο πλαίσιο προγεννητικού ελέγχου ενδείκνυται αυτή να υποβληθεί σε γενετική εξέταση για την ανίχνευση της ινοκυστικής νόσου και ότι, συμμορφούμενοι με τις υποδείξεις του, συμφώνησαν στη διενέργεια της εν λόγω εξέτασης, η οποία πραγματοποιήθηκε μέσω αιμοληψίας που έλαβε χώρα στις εγκαταστάσεις του εναγόμενου και αποστολής του ληφθέντος δείγματος προς εξέταση στο ιδιωτικό διαγνωστικό εργαστήριο Αθηνών με την επωνυμία […]. Σύμφωνα με τα ιστορούμενα στην αγωγή, λίγες ημέρες αργότερα, ο […], ο οποίος ήταν ο αποκλειστικός αποδέκτης των αποτελεσμάτων της εξέτασης, τους ενημέρωσε ότι η ενάγουσα είναι φορέας της πιο συχνής μετάλλαξης κυστικής ίνωσης ΔF508 και ότι εξ αυτού του λόγου πρέπει να εξεταστεί και ο ενάγων και πατέρας του κυοφορούμενου τέκνου, προκειμένου να διαγνωσθεί εάν ήταν φορέας της ίδιας μετάλλαξης. Ακολούθως, ο ενάγων υποβλήθηκε σε γενετικό έλεγχο μέσω αποστολής δείγματος αίματος στο προαναφερθέν διαγνωστικό κέντρο, από τα αποτελέσματα του οποίου προέκυψε ότι δεν ήταν φορέας της εν λόγω μετάλλαξης. Εν συνεχεία, ο […] τους ενημέρωσε για το αρνητικό αποτέλεσμα της εξέτασης, καταχώρισε στο οικείο φύλλο παρακολούθησης κύησης την παρατήρηση «ινοκυστική ΘΕΤΙΚΗ, σύζυγος ΔΕΝ» και στις 16.9.2013 η ενάγουσα γέννησε το πρώτο της υγιές τέκνο. Τον Μάιο του έτους 2015 η ενάγουσα έμεινε έγκυος στο δεύτερο τέκνο της και ξεκίνησε να παρακολουθείται εκ νέου από τον μαιευτήρα – γυναικολόγο του εναγόμενου νοσοκομείου […], ο οποίος, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, συμβουλεύτηκε το φύλλο παρακολούθησης κύησης της πρώτης εγκυμοσύνης και μετέφερε την παρατήρηση «ινοκυστική ΘΕΤΙΚΗ, σύζυγος ΔΕΝ» στο φύλλο παρακολούθησης κύησης του δεύτερου κυοφορούμενου, χωρίς να διατυπώσει περαιτέρω παρατηρήσεις. Στις 20.6.2015 η ενάγουσα πραγματοποίησε υπερηχογραφική εξέταση αυχενικής διαφάνειας στον ιδιώτη γυναικολόγο […], η οποία κατέδειξε ότι υπήρχαν αυξημένες πιθανότητες γέννησης παιδιού πάσχοντος από σύνδρομο Down και ακολούθως, κατόπιν υπόδειξης του ανωτέρω γυναικολόγου, στις 6.8.2015 υποβλήθηκε σε αμνιοπαρακέντηση στο ιδιωτικό του ιατρείο και το ληφθέν αμνιακό υγρό εστάλη προς εξέταση στο ιδιωτικό διαγνωστικό κέντρο με την επωνυμία […]. Κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, οι ενάγοντες επέλεξαν να προβούν στην εξέταση της αμνιοπαρακέντησης, παρότι αυτή ενείχε κίνδυνο αποβολής του εμβρύου, διότι ήθελαν να διασφαλίσουν ότι επρόκειτο να φέρουν στον κόσμο ένα υγιές παιδί. Κατά την εξέταση του αμνιακού υγρού ανιχνεύθηκε ότι το κυοφορούμενο τέκνο των εναγόντων είναι φορέας της μετάλλαξης ΔF508 της κυστικής ίνωσης (της ίδιας μετάλλαξης της οποίας φορέας τυγχάνει η ενάγουσα). Όταν δε ο επιβλέπων ιατρός […] έλαβε γνώση των ως άνω αποτελεσμάτων (τα οποία είχαν λάβει οι ενάγοντες σε έντυπη μορφή) μετέφερε στο Φύλλο Παρακολούθησης Κύησης την πληροφορία πως το κυοφορούμενο τυγχάνει φορέας της ινοκυστικής νόσου, χωρίς να κάνει την οποιαδήποτε παρατήρηση και χωρίς να υποδείξει στον ενάγοντα να προβεί σε πλήρη διαγνωστικό έλεγχο για κάθε τυχόν γνωστή και ανιχνεύσιμη μετάλλαξη της ινοκυστικής νόσου. Εν συνεχεία, οι ενάγοντες ιστορούνότι από τα μέσα Σεπτεμβρίου και εφεξής, κατά τις μεταγενέστερες επισκέψεις τους στο εναγόμενο νοσοκομείο για την παρακολούθηση της πορείας της εγκυμοσύνης της ενάγουσας, διαπιστωνόταν σε κάθε υπέρηχο διάταση εντέρου και διάταση κοιλίας του εμβρύου και ότι, εν τέλει, στις 17.12.2015 γεννήθηκε το δεύτερο τέκνο τους στο νοσοκομείο Αθηνών […], το οποίο αυθημερόν διακομίσθηκε στο νοσοκομείο παίδων […] και χειρουργήθηκε λόγω αποφρακτικού ειλεού από μηκώνιο. Ακολούθως, στις 8.1.2016, κατόπιν μοριακού ελέγχου που έλαβε χώρα στο Εργαστήριο Ιατρικής Γενετικής του ανωτέρω νοσοκομείου, οι ενάγοντες πληροφορήθηκαν ότι ο ενάγων είναι φορέας της μετάλλαξης p.Gly85Glu (G85E) της κυστικής ίνωσης και ότι το τέκνο τους είναι φορέας αμφότερων των μεταλλάξεων των εναγόντων (ήτοι της ΔF508 και της G85E) και νοσεί από κυστική ίνωση. Όπως δε προβάλλουν οι ενάγοντες, ενημερώθηκαν το πρώτον από τους γενετιστές του Εργαστηρίου του ως άνω Νοσοκομείου ότι όταν και οι δύο γονείς είναι φορείς διαφορετικών μεταλλάξεων της κυστικής ίνωσης, τότε το τέκνο τους έχει 25% πιθανότητες να νοσεί από κυστική ίνωση (όπως συνέβη με το δεύτερο τέκνο τους), 50% πιθανότητες να είναι φορέας σε μια από τις δύο μεταλλάξεις που φέρουν οι γονείς και 25% πιθανότητες να μη φέρει καμία από τις δύο μεταλλάξεις. Περαιτέρω, εκθέτουν ότιμετά τη γέννησή του, το τέκνο τους νοσηλεύθηκε για περίπου 7 μήνες στο νοσοκομείο παίδων […], όπου και υποβλήθηκε σε πολλαπλές χειρουργικές επεμβάσεις (αποκατάσταση ειλεού από μηκώνιο αμέσως μετά τη γέννησή του, διενέργεια ειλεοστομίας την 1η.1.2016, σύγκλειση ειλεοστομίας στις 16.3.2016 και δύο επεμβάσεις για τοποθέτηση καθετήρα Hickman στις 31.12.2015 και 16.3.2016), ανέπτυξε νευρολογικό πρόβλημα και σήμερα πάσχει από ινοκυστική νόσο, βραχύ έντερο, κινητική αναπηρία και νοητική στέρηση. Όπως δε ισχυρίζονται οι ενάγοντες, ο θεράπων ιατρός […], παρότι γνώριζε ήδη από την πρώτη εγκυμοσύνη της ενάγουσας ότι αυτή τύγχανε φορέας της μετάλλαξης ΔF508 της ινοκυστικής νόσου, παρέλειψε να τους ενημερώσει ότι ο ενάγων έπρεπε να υποβληθεί σε πλήρη έλεγχο για κάθε γνωστή και ανιχνεύσιμη μετάλλαξη αυτής προκειμένου να αποκλεισθεί εντελώς η πιθανότητα γέννησης πάσχοντος τέκνου και να τους επισημάνει ότι ο συνδυασμός οποιωνδήποτε δυο μεταλλάξεων της ινοκυστικής νόσου και στους δύο γονείς ενέχει τον κίνδυνο απόκτησης τέκνου που θα νοσεί από τη συγκεκριμένη ασθένεια σε ποσοστό 25%. Συναφώς,υποστηρίζουν ότι η κατά τα ανωτέρω ελλιπής και εσφαλμένη ενημέρωσή τους από τον […] σχετικά με το εύρος του γενετικού ελέγχου στον οποίο θα έπρεπε να υποβληθεί ο ενάγων, σε συνδυασμό με την καταχώριση στο οικείο Φύλλο Παρακολούθησης Κύησης της παρατήρησης «ινοκυστική ΘΕΤΙΚΗ, σύζυγος ΔΕΝ» και το γεγονός ότι το πρώτο τους τέκνο γεννήθηκε απολύτως υγιές, τους δημιούργησε την εσφαλμένη πεποίθηση ότι εφόσον ο ενάγων δεν έφερε τη μετάλλαξη ΔF508 της ινοκυστικής νόσου δεν υπήρχε ενδεχόμενο γέννησης πάσχοντος τέκνου, παρά μόνον η πιθανότητα γέννησης τέκνου που θα ήταν απλώς φορέας της ίδιας μετάλλαξης της ινοκυστικής νόσου που φέρει η ενάγουσα – μητέρα του και, συνακόλουθα, τους οδήγησε στον προγραμματισμό νέας τεκνοποιίας χωρίς να έχουν προβεί στις απαραίτητες εξετάσεις που θα διασφάλιζαν πως δεν θα έφερναν στον κόσμο ένα βαρέως πάσχον τέκνο. Περαιτέρω, προβάλλουν ότικατά τη διάρκεια της δεύτερης εγκυμοσύνης της ενάγουσας, ακόμα και όταν ο […] ενημερώθηκε ότι το κυοφορούμενο τέκνο τους ήταν φορέας της μετάλλαξης ΔF508 της ινοκυστικής νόσου παρέλειψε να επιστήσει την προσοχή τους στην κρισιμότητα της εν λόγω διαπίστωσης (ήτοι, τη σοβαρή πιθανότητα το έμβρυο όχι απλώς να φέρει, αλλά και να πάσχει από την ασθένεια της κυστικής ίνωσης σε περίπτωση που ο ενάγων αποδεικνυόταν φορέας οποιασδήποτε άλλης μετάλλαξής της) και να τους συμβουλεύσει προσηκόντως για την επείγουσα ανάγκη πλήρους εξέτασης του ενάγοντα για κάθε γνωστή και ανιχνεύσιμη μετάλλαξη της ινοκυστικής νόσου και πρόσθετης εξέτασης του ληφθέντος αμνιακού υγρού, προκειμένου να διαπιστωθεί έγκαιρα εάν το κυοφορούμενο τέκνο τους πάσχει από την ινοκυστική νόσο. Αναφορικά δε με τα έντυπα αποτελέσματα των εξετάσεων που διενεργήθηκαν στο ιδιωτικό διαγνωστικό εργαστήριο […], στα οποία περιλαμβάνεται έγγραφη σύσταση για περαιτέρω έλεγχο μεταλλάξεων κυστικής ίνωσης του εμβρύου και των γονέων προκειμένου να εκτιμηθεί ο κίνδυνος γέννησης τέκνου πάσχοντος από κυστική ίνωση, υποστηρίζουν ότι, σε κάθε περίπτωση, οι γνωματεύσεις αξιολογούνται συγκεκριμένα και αυθεντικά μόνον από τον θεράποντα ιατρό, ο οποίος αναλαμβάνει και την ευθύνη της ενδεδειγμένης ιατρικής αγωγής και όχι από το εργαστήριο που διενεργεί τη συγκεκριμένη εξέταση ή τον ίδιο τον ασθενή. Όπως άλλωστε ισχυρίζονται, η έγκαιρη γνώση των αυξημένων πιθανοτήτων το κυοφορούμενο τέκνο τους να πάσχει (και όχι απλώς να είναι φορέας) από κυστική ίνωση, θα τους είχε οδηγήσει στην επώδυνη πλην ορθολογική απόφαση να διακόψουν την εγκυμοσύνη της ενάγουσας στο πλαίσιο του άρθρου 304 παρ. 4 περ. β΄ του Π.Κ., χάριν του ανθρωπίνως δικαιολογημένου ενδιαφέροντός τους να μην φέρουν στον κόσμο ένα παιδί με σοβαρότατη, ανίατη, χρόνια εξελισσόμενη και συχνά μοιραία γενετική ασθένεια. Ως εκ τούτου, οι ενάγοντες προβάλλουν ότι η προαναφερθείσα αμελής συμπεριφορά του ιατρού του εναγόμενου προσέβαλε το δικαίωμα της ενάγουσας να αποφασίσει αν θα διακόψει ή θα συνεχίσει την εγκυμοσύνη της εν όψει της βαρύτατης ασθένειας του εμβρύου, κι ως εκ τούτου, προσέβαλε βάναυσα την προσωπικότητά τους και τους προξένησε βαρύτατη ηθική βλάβη, συνιστάμενη στην στέρηση της νόμιμης δυνατότητάς τους να αποτρέψουν τη γέννηση ενός βαρέως πάσχοντος νεογνού, με άμεση συνέπεια τη σοβαρή διατάραξη του συναισθηματικού τους κόσμου και την αναστάτωση της οικογενειακής και προσωπικής τους ζωής, η οποία επιτάθηκε από τη περιαγωγή του δεύτερου τέκνου τους σε κατάσταση μόνιμης αναπηρίας λόγω μείζονων επιπλοκών της υγείας του που συνδέονται αιτιωδώς με το γεγονός ότι πάσχει από ινοκυστική νόσο. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, ζητούν, κατόπιν μερικής τροπής του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει σε καθέναν από αυτούς (α) ποσό 40.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν εξαιτίας της προεκτεθείσας προσβολής της προσωπικότητάς τους και (β) ποσό 6.374,40 ευρώ ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της θετικής ζημίας που υπέστησαν λόγω της υποβολής τους σε δαπάνες για την αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας του νοσούντος τέκνου τους [συγκεκριμένα: i) ποσό 2.250 ευρώ για τη διαμονή τους σε μισθωμένη οικία στην Αθήνα για χρονικό διάστημα 7 μηνών, ii) ποσό 2.063,90 ευρώ για την αγορά φαρμάκων και αναλώσιμων και iii) ποσό 7.225 ευρώ που αντιστοιχεί σε απολεσθέν οικογενειακό εισόδημα, αφαιρούμενου συνολικού ποσού επιδομάτων 5.164,50 ευρώ που εισέπραξε έκαστος εξ αυτών ως γονέας τέκνου που πάσχει από κυστική ίνωση]. Περαιτέρω, οι ενάγοντες ζητούν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει σε καθέναν από αυτούς (α) ποσό 110.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της προαναφερόμενης ηθικής τους βλάβης και (β) ποσό 112.657 ευρώ, ως αποζημίωση για μελλοντική θετική ζημία, συνιστάμενη στις δαπάνες για την ισόβια ιατροφαρμακευτική κάλυψη των αναγκών του νοσούντος τέκνου τους για την επόμενη 30ετία, χρονικό διάστημα που κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς συναρτάται με τον προσδόκιμο χρόνο ζωής για πάσχοντες από ινοκυστική νόσο. Η καταβολή των ανωτέρω ποσών ζητείται νομιμοτόκως, από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής στο εναγόμενο που έλαβε χώρα στις 27.12.2018 (σχετ. η υπ’ αριθμ. 10936Β/27.12.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών με έδρα το Πρωτοδικείο Ζακύνθου […]) και έως την πλήρη εξόφληση, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή κατά το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής.

14. Επειδή, προς απόδειξη των ισχυρισμών τους οι ενάγοντες επικαλούνται και προσκομίζουν, μεταξύ άλλων, σε ακριβή αντίγραφα: α) την από 8.1.2016 διάγνωση του Εργαστηρίου Ιατρικής Γενετικής του Νοσοκομείου Παίδων […], που αφορά την πρώτη ενάγουσα και αναφέρει τα εξής: «Μοριακός έλεγχος για κυστική ίνωση […] Αιτία Παραπομπής: Μητέρα ασθενούς […] ΔΙΑΓΝΩΣΗ – ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Ανιχνεύθηκε η μετάλλαξη p.Phe508del (c.1521_1523delCTT, legacynameF508del) του γονιδίου CFTR […] Εφόσον εσείς και ο σύζυγός σας είστε φορείς, ο κίνδυνος απόκτησης πάσχοντος παιδιού ανέρχεται στο 25%. Συνιστάται προγεννητική διάγνωση σε κάθε εγκυμοσύνη. Συνιστάται έλεγχος των συγγενών πρώτου βαθμού (αδέρφια) καθώς έχουν 50% πιθανότητα να είναι φορείς […]», β) την από 8.1.2016 διάγνωση του Εργαστηρίου Ιατρικής Γενετικής του Νοσοκομείου Παίδων […], που αφορά τον δεύτερο ενάγοντα και αναφέρει τα εξής: «Μοριακός έλεγχος για κυστική ίνωση […] Αιτία Παραπομπής: Πατέρας ασθενούς […] ΔΙΑΓΝΩΣΗ – ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Ανιχνεύθηκε η μετάλλαξη p.Gly85Glu (c.254>A) του γονιδίου CFTR […] Εφόσον εσείς και ο σύζυγός σας είστε φορείς, ο κίνδυνος απόκτησης πάσχοντος παιδιού ανέρχεται στο 25%. Συνιστάται προγεννητική διάγνωση σε κάθε εγκυμοσύνη. Συνιστάται έλεγχος των συγγενών πρώτου βαθμού (αδέρφια) καθώς έχουν 50% πιθανότητα να είναι φορείς […]», γ) την από 8.1.2016 διάγνωση του Εργαστηρίου Ιατρικής Γενετικής του Νοσοκομείου Παίδων […], που αφορά το νοσούν τέκνο των εναγόντων και αναφέρει τα εξής: «Μοριακός έλεγχος για κυστική ίνωση […] Αιτία Παραπομπής: Ειλεός εκ μηκωνίου, θετικό test ιδρώτα […] ΔΙΑΓΝΩΣΗ – ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Ανιχνεύθηκαν δύο παθολογικές μεταλλάξεις στο γονίδιο CFTR στον ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ άρρεν. Η μετάλλαξη p.Phe508del (c.1521_1523delCTT, legacynameF508del) και η μετάλλαξη p.Gly85Glu (c.254G>A, legacynameG85E). Ο συνδυασμός αυτών των δύο αλλαγών οδηγεί σε εμφάνιση κλασικής μορφής κυστικής ίνωσης […] Συνιστάται έλεγχος των συγγενών πρώτου βαθμού (αδέρφια) καθώς έχουν 50% πιθανότητα να είναι φορείς […]», δ) την από 15.3.2018 γνωστοποίηση αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής του ΚΕ.Π.Α. Ζακύνθου (αριθμός Επιτροπής 09905/2018/1442), σύμφωνα με την οποία το τέκνο των εναγόντων εμφανίζει τις παρακάτω παθήσεις κατά βαθμό και βαρύτητα «ΚΥΣΤΙΚΗ ΙΝΩΣΗ – ΤΜΗΜΑΤΙΚΗ ΕΚΤΟΜΗ ΕΝΤΕΡΟΥ 1/16 ΚΑΙ ΕΙΛΕΟΣΤΟΜΙΑ ΛΟΓΩ ΑΠΟΦΡΑΚΤΙΚΟΥ ΕΙΛΕΟΥ. ΕΠΙΛΗΠΤΙΚΕΣ ΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΕΤΡΑΠΑΡΕΣΗ, ΕΠΙ ΕΔΑΦΟΥΣ ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΗΣ ΠΑΡΑΛΥΣΗΣ. ΚΑΤΑ ΙΑΤΡΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ ΒΑΡΕΙΑ ΝΟΗΤΙΚΗ ΣΤΕΡΗΣΗ Δ.Ν. <20», που του προσδίδουν συνολικό ποσοστό αναπηρίας 95 %, κατά ιατρική πρόβλεψη από 18.1.2018 έως 31.12.2019, ε) την από 23.10.2020 γνωστοποίηση αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής του ΚΕ.Π.Α. Ζακύνθου (αριθμός Επιτροπής 09905/2020/12406), σύμφωνα με την οποία το τέκνο των εναγόντων εμφανίζει βαριά νοητική καθυστέρηση, εγκεφαλική παράλυση και τύφλωση και των δύο οφθαλμών, που του προσδίδουν συνολικό ποσοστό αναπηρίας 100%, κατά ιατρική πρόβλεψη από 1.1.2020 έως 31.12.2222, στ) την υπ’ αριθμ. πρωτ. 15601/22.7.2020 ιατρική γνωμάτευση της Παιδιάτρου – Συντονίστριας του Τμήματος Κυστικής Ίνωσης του Γενικού Νοσοκομείου Παίδων Αθηνών […], σύμφωνα με την οποία «[το τέκνο των εναγόντων] πάσχει από κυστική ίνωση. Η κυστική ίνωση είναι χρόνια κληρονομική νόσος, χωρίς έως σήμερα ριζική θεραπεία. Παρουσιάζει συμπτώματα από το αναπνευστικό σύστημα, το πεπτικό και τους ιδρωτοποιούς αδένες. Η θεραπεία είναι συμπτωματική και διαρκεί ισόβια. Ο […] υποβάλλεται σε θεραπεία με βλεννολυτικά φάρμακα και εισπνοές αντιβιοτικών μέσω νεφελοποιητή στο σπίτι. Επιπλέον είναι απαραίτητο να κάνει καθημερινά αναπνευστική φυσιοθεραπεία 2 – 3 φορές την ημέρα, για 20 – 30min κάθε φορά […]», ζ) την υπ’ αριθμ. 7294/21.9.2020 νομίμως ληφθείσα ενώπιον της Συμβολαιογράφου Ζακύνθου […] ένορκη βεβαίωση της […], οικογενειακής φίλης των εναγόντων, στην οποία η εν λόγω μάρτυρας δηλώνει, μεταξύ άλλων, ότι οι ενάγοντες ανήκουν στην κατηγορία των μελλοντικών γονέων που πιστεύουν στη σημασία του προγεννητικού ελέγχου, εμπιστεύονται αταλάντευτα τον θεράποντα ιατρό τους και προτίθενται να εξαντλήσουν κάθε δυνατότητα που παρέχει η επιστήμη προκειμένου να φέρουν στον κόσμο ένα υγιές παιδί, και ότι κατά τη διάρκεια της πρώτης και της δεύτερης εγκυμοσύνης της ενάγουσας διενέργησαν τον προγεννητικό έλεγχο που τους υποδείχθηκε από τον θεράποντα ιατρό […] και η) την υπ’ αριθμ. 7295/21.9.2020 νομίμως ληφθείσα ενώπιον της Συμβολαιογράφου Ζακύνθου […] ένορκη βεβαίωση της […], στην οποία η εν λόγω μάρτυρας, παιδική φυσιοθεραπεύτρια, δηλώνει, μεταξύ άλλων, ότι το τέκνο των εναγόντων πάσχει από κυστική ίνωση και εγκεφαλική παράλυση τετραπληγικής κατανομής με βαριά νοητική στέρηση και ότι οι περιορισμοί που αντιμετωπίζει λόγω της πάθησής του χρήζουν παρέμβασης εφ’ όρου ζωής, ι) την υπ’ αριθμ. 42 Κατευθυντήρια Οδηγία της Ελληνικής Μαιευτικής και Γυναικολογικής Εταιρείας, στην οποία η ινοκυστική νόσος αναφέρεται ως χαρακτηριστικό παράδειγμα σοβαρής νοσηρότητας του εμβρύου που αποτελεί ένδειξη για διακοπή της κύησης και ια) ανακοίνωση του Αμερικανικού Κολλεγίου Ιατρικής Γενετικής, σε ακριβή μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα, στην οποία παρουσιάζονται εργαστηριακά πρότυπα και κατευθυντήριες οδηγίες για τον πληθυσμιακό έλεγχο των φορέων κυστικής ίνωσης. Στην εν λόγω ανακοίνωση συστήνεται ο έλεγχος των μεταλλάξεων του γονιδίου CFTR να τίθεται στη διάθεση όλων των μελλοντικών γονέων, καθώς προσδιορίζει τα ζευγάρια φορέων με μια στις τέσσερις πιθανότητες να γεννήσουν προσβεβλημένο απόγονο σε κάθε εγκυμοσύνη. Ο έλεγχος προτείνεται να διεξάγεται είτε σε επίπεδο ζευγαριού (συλλογή και δοκιμή δειγμάτων και από τους δύο συντρόφους, με τον καθένα να ενημερώνεται για τα αποτελέσματα μετά την εξέταση και των δύο) είτε με διαδοχικό μοντέλο (ένα μέλος του ζευγαριού – συνήθως η γυναίκα – εξετάζεται πρώτα και αν ληφθεί θετικό αποτέλεσμα, τότε εξετάζεται και ο σύντροφος, με πλήρη αποκάλυψη των αποτελεσμάτων των εξετάσεων και στα δύο άτομα). Αναφέρεται δε ότι είναι σημαντικό τα μεμονωμένα πρόσωπα και τα ζευγάρια να λαμβάνουν ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τους κινδύνους, τους προγνωστικούς παράγοντες και το φάσμα των διαθέσιμων επιλογών, ώστε να είναι δυνατή η πλήρης ενημέρωσή τους πριν από τη λήψη αποφάσεων. Τέλος, στην εν λόγω ανακοίνωση περιέχεται τυποποιημένος πίνακας ελέγχου των επικρατέστερων 25 μεταλλάξεων που προτείνεται για τον πληθυσμιακό έλεγχο των φορέων της κυστικής ίνωσης (στον οποίο περιλαμβάνονται αμφότερες οι μεταλλάξεις ΔF508 και G85E που φέρουν οι ενάγοντες), καθώς και προσάρτημα με πρότυπες εργαστηριακές εκθέσεις στο οποίο αναφέρεται ότι σε περίπτωση που το ένα μέλος του ζευγαριού διαγνωστεί ως φορέας της μετάλλαξης ΔF508 συνίσταται η υποβολή των συγγενών και του αναπαραγωγικού συντρόφου αυτού σε εξετάσεις μαζί με κατάλληλη γενετική συμβουλευτική. Περαιτέρω, κατ’ αποδοχή των από 19.5.2020 και 11.5.2021 αιτήσεων των εναγόντων εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. Χ1257/8.6.2021 πράξη υπό τριμελή σύνθεση του παρόντος Δικαστηρίου, με Πρόεδρο την Κυπριανή Νικολοπούλου, δυνάμει της οποίας κλήθηκε και εξετάσθηκε ως μάρτυρας στο ακροατήριο κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στο εισαγωγικό μέρος της παρούσας ο γυναικολόγος – μαιευτήρας του εναγόμενου νοσοκομείου […]. Ωστόσο, σύμφωνα με τα όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά ανωτέρω (11η σκέψη) και δεδομένου ότι σε περίπτωση ευδοκίμησης της κρινόμενης αγωγής το εναγόμενο νοσοκομείο έχει δικαίωμα αναγωγής κατά του ως άνω ιατρού (άρθρο 38 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ν.π.δ.δ., που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3528/2007, Α΄ 26), η κατάθεση του […] δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο, διότι αυτός αποτελεί πρόσωπο που έχει συμφέρον από την έκβαση της δίκης και, άρα, συντρέχει (μη δυνάμενος να αρθεί) λόγος αποκλεισμού του από την ιδιότητα του μάρτυρα, σύμφωνα με το άρθρο 183 παρ. 1 περ. δ΄ του Κ.Δ.Δ.(ΣτΕ 4260/2012, σκ.11).

15. Επειδή, αντιθέτως, το εναγόμενο νοσοκομείο με την υπ’ αριθμ. πρωτ. 2287/26.4.2021 έκθεση απόψεων, το από 27.9.2021 νομίμως κατατεθέν υπόμνημα και το από 30.9.2021 υπόμνημα προσθήκης – αντίκρουσης αρνείται τους ισχυρισμούς των εναγόντων και επιδιώκει την απόρριψη της κρινόμενης αγωγής. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι ο θεράπων ιατρός […] ακολούθησε το ιατρικό πρωτόκολλο κατά γράμμα, προτείνοντας στους ενάγοντες όλες τις ενδεικνυόμενες εξετάσεις προγεννητικού ελέγχου και ενημερώνοντάς τους προφορικά για την αναγκαιότητα της πλήρους εξέτασης του δεύτερου εξ αυτών για όλες τις ανιχνεύσιμες μεταλλάξεις της κυστικής ίνωσης μετά τη διαπίστωση ότι η ενάγουσα είναι φορέας της μετάλλαξης ΔF508. Συναφώς, προβάλλει ότι ο εν λόγω ιατρός δεν είχε ούτε τη νομική ούτε την πραγματική δυνατότητα να υποχρεώσει τους ενάγοντες σε υποβολή εξετάσεων ή άλλων ιατρικών πράξεων και διατείνεται ότι οι ίδιοι επέλεξαν συνειδητά να αγνοήσουν τις συστάσεις του και να μην προβούν στον υποδειχθέντα πλήρη έλεγχο των μεταλλάξεων της κυστικής ίνωσης στον ενάγοντα. Εξάλλου, αρνείται ότι ο […] ήταν αποκλειστικός αποδέκτης των από 5.3.2013 αποτελεσμάτων της εξέτασης μοριακού γενετικού ελέγχου της ενάγουσας που διενεργήθηκαν στο ιδιωτικό διαγνωστικό κέντρο γενετικής με την επωνυμία […] και υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με την υποχρέωση τήρησης του ιατρικού απορρήτου που κατοχυρώνεται στο άρθρο 13 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, μοναδικοί τελικοί αποδέκτες και λήπτες των αποτελεσμάτων ιατρικών εξετάσεων είναι οι ασθενείς που τους αφορούν. Επικουρικά, προβάλλει ότι κατά τη δεύτερη εγκυμοσύνη της ενάγουσας το σχετικό καθήκον πληροφόρησης των εναγόντων σχετικά με τον πλήρη έλεγχο του ενάγοντος για κυστική ίνωση συνέτρεξε αποκλειστικά στο πρόσωπο των μετέπειτα επιληφθέντων ιατρών της εν λόγω κύησης, ήτοι του μαιευτήρα – γυναικολόγου […] και των ιατρών του ιδιωτικού διαγνωστικού κέντρου με την επωνυμία […]. Άλλωστε, ισχυρίζεταιότι οι ενάγοντες έλαβαν γνώση της σύστασης για πλήρη έλεγχο του δεύτερου εξ αυτών, αφενός μέσωτων έγγραφωναποτελεσμάτων των εξετάσεων αμνιακού υγρού που διενεργήθηκαν στο ως άνω διαγνωστικό κέντρο και κατέδειξαν ότι το κυοφορούμενο τέκνο τους είναι φορέας της μετάλλαξης ΔF508 της κυστικής ίνωσης, αφετέρου δε μέσω προφορικής ενημέρωσής τους από τον μαιευτήρα – γυναικολόγο […]. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, υποστηρίζει ότι, ακόμα και αν ήθελε θεωρηθεί ότι η συμβουλευτική που παρείχε ο […] ήταν όντως ελλιπής, οι ενάγοντες είχαν σε κάθε περίπτωση ενημερωθεί προσηκόντως για την ανάγκη υποβολής του δεύτερου εξ αυτών σε πλήρη έλεγχο για κάθε γνωστή και ανιχνεύσιμη μετάλλαξη της ινοκυστικής νόσου και, άρα, δεν στοιχειοθετείται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των αποδιδόμενων στον […] παραλείψεων και της επελθούσας βλάβης αυτών. Επικουρικά, με το από 27.9.2021 υπόμνημα προβάλλει το πρώτον ότι εκ των ανωτέρω λόγων υφίσταται συνυπαιτιότητα των εναγόντων σε ποσοστό 99% ως προς την επέλευση της επίδικης βλάβης. Τέλος, ισχυρίζεται ότι η νοητική και κινητική αναπηρία του δεύτερου τέκνου των εναγόντων δεν συνδέεται αιτιωδώς με το γεγονός ότι νοσεί από κυστική ίνωση και, άρα, το αγωγικό κονδύλι που αφορά στην κάλυψη των δαπανών ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης αυτού πάσχει αοριστίας, διότι δεν διευκρινίζεται εάν οι αιτούμενες δαπάνες αφορούν αποκλειστικά στην αντιμετώπιση των αναγκών του τέκνου των εναγόντων που προκαλούνται εκ μόνης της ασθένειας της κυστικής ίνωσης. Προς απόδειξη των ισχυρισμών του επικαλείται και προσκομίζει, μεταξύ άλλων: α) εκτύπωση ανάρτησης της ιστοσελίδας της Μαιευτικής και Γυναικολογικής Εταιρείας Θεσσαλονίκης υπό τον τίτλο «Πρωτόκολλο Παρακολούθησης Εγκυμοσύνης», στην οποία αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης ο ενδεδειγμένος προγεννητικός έλεγχος περιλαμβάνει αξιολόγηση για κυστική ίνωση και β) την υπ’ αριθμ. 1270/20.9.2021 νομίμως ληφθείσα ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πατρών […] ένορκη βεβαίωση του […], στην οποία ο εν λόγω μάρτυρας δηλώνει τα ακόλουθα: «Είμαι μαιευτήρας – γυναικολόγος, αναπληρωτής καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Πατρών. Περί τις αρχές Ιουνίου του 2015, ο συνάδελφος ιατρός – γυναικολόγος από τη Ζάκυνθο, […] επικοινώνησε μαζί μου για να με ενημερώσει ότι παρέπεμψε σε εμένα την κυρία […], της οποίας την εγκυμοσύνη παρακολουθούσε ως ιατρός του Νοσοκομείου Ζακύνθου, για να προβώ σε πλήρη προγεννητικό έλεγχο. Πράγματι με επισκέφθηκε η κυρία […] με το σύζυγό της και μου επέδειξαν τις μέχρι τότε εξετάσεις που είχαν στα χέρια τους. Έτσι, διενήργησα την εξέταση της αυχενικής διαφάνειας στις 20/6/2015, από τα αποτελέσματα της οποίας προέκυπτε αυξημένος κίνδυνος να γεννηθεί το έμβρυο με σύνδρομο down, το οποίο θα έπρεπε να διερευνηθεί περαιτέρω με τη διενέργεια αμνιοπαρακέντησης. Πράγματι, συνέστησα στο ζευγάρι να προχωρήσουμε σε αμνιοπαρακέντηση για πληρέστερη εικόνα της κύησης, την οποία τελικά διενέργησα στις 6-8-2015. Με βάση τα αποτελέσματά της αλλά και βάσει των εξετάσεων που μου επέδειξαν σε μετέπειτα επίσκεψή τους στο ιατρείο μου, αποκλειόταν μεν ο κίνδυνος να γεννηθεί το έμβρυο με σύνδρομο down, αλλά προέκυπτε το ενδεχόμενο το έμβρυο να γεννηθεί με κυστική ίνωση, πράγμα το οποίο συζήτησα με το ζευγάρι και τούτο διότι η μητέρα ήταν φορέας της μετάλλαξης (ΔF508) ενώ ο πατέρας ήταν αρνητικός για την ίδια μετάλλαξη. Ειδικότερα, τους ενημέρωσα ότι η πιθανότητα να γεννηθεί το παιδί με κυστική ίνωση είναι μικρή, αλλά όχι και μηδενική μιας και η ΔF508 είναι η πιο συχνή μετάλλαξη στον ελληνικό πληθυσμό (55% περίπου των φορέων), ενώ εάν ο πατέρας είναι φορέας κάποιας από τις πιο σπάνιες μεταλλάξεις, τότε σε κάθε κύηση η πιθανότητα γέννησης παιδιού με κυστική ίνωση είναι 25%. Έτσι, υπέδειξα στο ζευγάρι ότι ο μόνος τρόπος να αποκλεισθεί αυτή η πιθανότητα είναι να γίνει έλεγχος όλου του γονιδίου στον πατέρα και ανάλογα με τα αποτελέσματα να ακολουθήσει περαιτέρω πλήρης έλεγχος του εμβρύου, πράγμα που τους συνέστησα να πραγματοποιήσουν άμεσα. Σε μεταγενέστερο στάδιο το ζευγάρι με επισκέφθηκε ξανά για τη διενέργεια του υπερηχογραφήματος Β΄ επιπέδου, το οποίο ήταν φυσιολογικό. Προς το τέλος της κύησης πληροφορήθηκα ότι υπάρχει διάταση εμβρύου του εντέρου και αφού εξέτασα την κυρία […] την παρέπεμψα στο νοσοκομείο […] των Αθηνών. Αρκετό καιρό μετά τον τοκετό πληροφορήθηκα ότι το νεογνό πάσχει από κυστική ίνωση».

16. Επειδή, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ότι η κυστική ίνωση αποτελεί κληρονομική, ανίατη και χρόνια εξελισσόμενη γενετική πολυσυστημική ασθένεια των βλεννογόνων αδένων του σώματος που οδηγεί συχνά στον πρόωρο θάνατο του νοσούντος ατόμου. Η εν λόγω νόσος προκαλείται από μεταλλάξεις στο γονίδιο CFTR και μεταβιβάζεται από τους γεννήτορες στο έμβρυο μέσω του γενετικού υλικού∙ όταν δύο φορείς της νόσου τεκνοποιούν υπάρχει σε κάθε εγκυμοσύνη πιθανότητα 25% απόκτησης τέκνου πάσχοντος από κυστική ίνωση (ήτοι, τέκνου που φέρει τα παθολογικά γονίδια αμφότερων των γονέων), 50% απόκτησης μη νοσούντος τέκνου – φορέα της νόσου (ήτοι, τέκνου που φέρει το παθολογικό γονίδιο ενός μόνο γονέα) αλλά και 25% απόκτησης τέκνου υγιούς (ήτοι, τέκνου που δεν φέρει κανένα από τα παθολογικά γονίδια των γονέων). Η συχνότητα των φορέων της νόσου στην Ελλάδα ανέρχεται σε ποσοστό 5,2%, ενώ υπολογίζεται ότι κάθε έτος γεννιούνται περίπου 50 – 60 ασθενείς. Δεδομένης της σοβαρότητας των επιπλοκών της κυστικής ίνωσης και της έλλειψης ριζικής θεραπείας, συνίσταται να πραγματοποιείται κατά τα αρχικά στάδια της κύησης προληπτικός μοριακός έλεγχος των γονέων, προκειμένου αυτοί να λάβουν έγκαιρα την κατάλληλη γενετική συμβουλευτική σε περίπτωση που ένας ή και οι δύο εξ αυτών αποδειχθούν φορείς της νόσου. Παρότι ο αριθμός των γνωστών μεταλλάξεων του γονιδίου CFTR είναι ιδιαιτέρως μεγάλος (>1200), η μετάλλαξη p.F508del ή ΔF508 είναι η πλέον διαδεδομένη, με εμφάνιση συχνότητας στον ελληνικό πληθυσμό σε ποσοστό περίπου 53% των φορέων∙ ως εκ τούτου, με την ανίχνευσή της αποκαλύπτονται οι μισοί περίπου φορείς της νόσου. Σε περίπτωση δε που ένας εκ των γονέων αποδειχθεί φορέας της εν λόγω μετάλλαξης (ΔF508), οι κανόνες της ιατρικής επιστήμης και δεοντολογίας επιβάλλουν την πλήρη ενημέρωση των γονέων, αφενός για το γεγονός ότι οποιοσδήποτε συνδυασμός μεταλλάξεων του γονιδίου CFTR μπορεί να οδηγήσει σε απόκτηση νοσούντος τέκνου σε ποσοστό 25% σε κάθε εγκυμοσύνη, αφετέρου δε για τη συνακόλουθη αναγκαιότητα της άμεσης υποβολής του έτερου γονέα σε έλεγχο που καλύπτει ευρύτερο φάσμα μεταλλάξεων της νόσου (και όχι μόνο την επικρατούσα μετάλλαξη ΔF508), προκειμένου να διαπιστωθεί έγκαιρα κατά πόσο είναι απαραίτητος προγεννητικός έλεγχος του εμβρύου σε περίπτωση που και ο έτερος γονέας αποδειχθεί φορέας της νόσου. Άλλωστε, σε περίπτωση που διαπιστωθεί έως την εικοστή τέταρτη εβδομάδα της κύησης ότι το έμβρυο πάσχει από κυστική ίνωση, οι γονείς έχουν τη νόμιμη δυνατότητα να προβούν σε τεχνητή διακοπή της κύησης, χάριν του δικαιολογημένου συμφέροντός τους να αποτρέψουν τη γέννηση ανιάτως πάσχοντος τέκνου.

17. Επειδή, κατά την άποψη που επικράτησε στο Δικαστήριο, ο ιατρός […] επέδειξε κατά την παρακολούθηση της δεύτερης εγκυμοσύνης της ενάγουσας την απαιτούμενη προσοχή, την οποία όφειλε από τις περιστάσεις, όπως κάθε μέσος συνετός εκπρόσωπος του επαγγελματικού του κύκλου με την ίδια ειδικότητα και εμπειρία, και ενήργησε σύμφωνα με τις ενδεδειγμένες αρχές και τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας (lege artis), καθώς και σύμφωνα με τις υποχρεώσεις επιμέλειας και πρόνοιας που επιβάλλουν οι θεμελιώδεις αρχές της επιστήμης του κατά την παροχή των υπηρεσιών του και τη διενέργεια των απαιτούμενων ιατρικών πράξεων. Ειδικότερα, ο ανωτέρω ιατρός ενημέρωσε την ενάγουσα ότι έπρεπε να υποβληθεί σε εξετάσεις για την κυστική ίνωση κατά την πρώτη της εγκυμοσύνη, όπως συνομολογούν στην αγωγή τους οι ενάγοντες (σ.2 του δικογράφου), και κατά τη δεύτερη εγκυμοσύνη της την παρέπεμψε στον ιατρό γυναικολόγο […] στην Πάτρα, για τη διενέργεια ειδικών εξετάσεων στο πλαίσιο του προγεννητικού ελέγχου. Όπως δε προκύπτει από το από 10.8.2015 αποτέλεσμα ταχείας ανίχνευσης των πιο συχνών ανευπλοειδιών στα χρωματοσώματα και την από 24.8.2015 έκθεση μοριακού καριοτύπου και 120 γενετικών συνδρόμων με aCGH του εργαστηρίου γενετικών αναλύσεων […], ανιχνεύτηκε πριν από τη συμπλήρωση της 24ης εβδομάδας της κύησης στο έμβρυο η μετάλλαξη ΔF508 της κυστικής ίνωσης σε ετερόζυγη κατάσταση και συστήθηκε στους ενάγοντες περαιτέρω, αφενός, έλεγχος μεταλλάξεων κυστικής ίνωσης τόσο του εμβρύου όσο και των ίδιων, ώστε να εκτιμηθεί ο κίνδυνος γέννησης παιδιού με κυστική ίνωση και, αφετέρου, γενετική συμβουλευτική. Συνεπώς, αποδεικνύεται ότι οι ενάγοντες, εξ αιτίας και των ιατρικών ενεργειών του ως άνω θεράποντος ιατρού περί παραπομπής της ενάγουσας σε εξειδικευμένα εργαστήρια για τη διενέργεια διαγνωστικών εξετάσεων και σε ιατρό με ειδικότητα στον προγεννητικό έλεγχο, είχαν ενημερωθεί προσηκόντως για την ανάγκη υποβολής του δεύτερου εξ αυτών σε πλήρη έλεγχο για κάθε γνωστή και ανιχνεύσιμη μετάλλαξη της ινοκυστικής νόσου, αφενός μέσω των έγγραφων αποτελεσμάτων των εξετάσεων προγεννητικού ελέγχου στις οποίες υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της πρώτης και της δεύτερης εγκυμοσύνης της ενάγουσας [σχετικά: α) η από 5.3.2013 διάγνωση του ιδιωτικού διαγνωστικού κέντρου γενετικής με την επωνυμία […], στην οποία αναγράφεται ότι σε περίπτωση που ο ένας γονέας αποδειχθεί φορέας της μετάλλαξης ΔF508 είναι σημαντικό να λάβει χώρα άμεσα πλήρης έλεγχος του άλλου γονέα για να διαπιστωθεί κατά πόσο είναι απαραίτητος προγεννητικός έλεγχος του εμβρύου νωρίς στην κύηση και β) οι από 10.8.2015 και 24.8.2015 διαγνώσεις του ιδιωτικού εργαστηρίου γενετικών αναλύσεων με την επωνυμία […], στις οποίες διαλαμβάνεται σύσταση για περαιτέρω έλεγχο μεταλλάξεων κυστικής ίνωσης του εμβρύου και των γονέων προκειμένου να εκτιμηθεί ο κίνδυνος γέννησης τέκνου πάσχοντος από κυστική ίνωση και σύσταση για γενετική συμβουλευτική], και αφετέρου από τον ιδιώτη μαιευτήρα – γυναικολόγο […], ο οποίος διενέργησε στις 6.8.2015 αμνιοπαρακέντηση στην ενάγουσα και αξιολόγησε τα αποτελέσματα των εξετάσεων του ληφθέντος αμνιακού υγρού που διενεργήθηκαν στο εργαστήριο […] και κατέδειξαν ότι το κυοφορούμενο είναι φορέας της μετάλλαξης ΔF508. Ειδικότερα, ο προαναφερόμενος ιδιώτης ιατρός ενημέρωσε τους ενάγοντες ότι σε περίπτωση που αποδειχθεί ότι ο δεύτερος εξ αυτών είναι φορέας μετάλλαξης της κυστικής ίνωσης διάφορης της ΔF508, η πιθανότητα απόκτησης νοσούντος τέκνου ανέρχεται σε ποσοστό 25% σε κάθε κύηση και τους συνέστησε να διενεργηθεί πλήρης έλεγχος στον ενάγοντα για τον αποκλεισμό της πιθανότητας να είναι φορέας μίας άλλης μετάλλαξης της κυστικής ίνωσης. Εξάλλου, αναπόδεικτα οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι δεν είχαν προσκομιστεί σε αυτούς τα αποτελέσματα του προγεννητικού ελέγχου κατά την πρώτη εγκυμοσύνη, στα οποία είχε τεθεί και η μνεία ότι οφείλουν να προβούν σε περαιτέρω εξετάσεις, αφού, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδέκτες των εγγράφων των διαγνωστικών ιατρικών εξετάσεων είναι οι ίδιοι οι ασθενείς ή εξεταζόμενοι, σε κάθε δε περίπτωση τα εν λόγω έγγραφα τίθενται στον ιατρικό τους φάκελο και έχουν άμεση πρόσβαση σε αυτά. Εν όψει των ανωτέρω, κατά την πλειοψηφήσασα άποψη, ο θεράπων ιατρός […] ενήργησε κατά τη διάρκεια της δεύτερης εγκυμοσύνης της ενάγουσας σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και τέχνης και το επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας που απορρέει από την άσκηση της ιατρικής του ειδικότητας, καθώς και σύμφωνα με τα οικεία πρωτόκολλα παρακολούθησης της εγκυμοσύνης της ενάγουσας, παραπέμποντας αυτήν για ειδικές εξετάσεις σε ειδικά βιοχημικά εργαστήρια και κέντρα υπερήχων και ενημερώνοντάς την για τον λόγο της παραπομπής και την αιτία τέλεσης εκάστης συνιστώμενης ιατρικής πράξης, δεν απέδειξαν δε οι ενάγοντες, που φέρουν το βάρος αποδείξεως των πραγματικών ισχυρισμών τους και της ιστορικής βάσης της αγωγής τους ότι παρέλειψε να τους ενημερώσει περί της ιατρικής αναγκαιότητας πλήρους ελέγχου του ενάγοντος για κάθε γνωστή μετάλλαξη της κυστικής ίνωσης ώστε να αποκλειστεί η γέννηση τέκνου πάσχοντος από την εν λόγω ασθένεια, παρότι, κατά τα ανωτέρω, είχε κατά τη διάρκεια της κύησης υπόψη του όλα τα έγγραφα του ιατρικού φακέλου της και τα αποτελέσματα των εξετάσεων των διαγνωστικών κέντρων που υποδείκνυαν το αντίθετο, και οι ισχυρισμοί των εναγόντων είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Σε κάθε δε περίπτωση ακόμη και αληθείς υποτιθέμενοι οι ισχυρισμοί των εναγόντων περί ελλιπούς ενημέρωσής τους από τον ανωτέρω ιατρό περί του ότι έπρεπε να υποβληθεί ο ενάγων σε πλήρη έλεγχο για τη διαπίστωση του αν νοσεί από άλλες μεταλλάξεις της κυστικής ίνωσης, οι ανωτέρω παραλείψεις του ιατρού δεν τελούν εν τέλει σε αιτιώδη σύνδεσμο με το αποδιδόμενο σε αυτές ζημιογόνο αποτέλεσμα. Και τούτο, διότι η παράλειψη των εναγόντων να υποβληθούν στις υποδειχθείσες εξετάσεις ακόμα και μετά την κατά τα ανωτέρω πλήρη και έγκαιρη ενημέρωσή τους σχετικά με τους κινδύνους που παρουσίαζε η επίδικη κύηση διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ των αποδιδόμενων στον ιατρό του εναγόμενου παράνομων παραλείψεων και του επελθόντος ζημιογόνου αποτελέσματος (πρβλ. ΔΕφΘεσ 722/2020), καθώς η αδυναμία έγκαιρης διάγνωσης της ασθένειας του κυοφορούμενου τέκνου τους και διακοπής της κύησης της ενάγουσας ήταν απότοκος της ανωτέρω παράλειψής τους. Συγκεκριμένα, όπως προαναφέρθηκε, αυτοί γνώριζαν ήδη πριν από τη συμπλήρωση της 24ης εβδομάδας της κύησης την έγγραφη ιατρική σύσταση του ιατρικού κέντρου […] περί του ότι έπρεπε να υποβληθεί ο ενάγων σε πλήρη έλεγχο των μεταλλάξεων της ινοκυστικής νόσου ώστε να αποκλειστεί κάθε ενδεχόμενο γέννησης νοσούντος τέκνου. Εν όψει τούτων, κατά την επικρατούσα άποψη, δεν στοιχειοθετείται ευθύνη του εναγόμενου νοσοκομείου προς αποζημίωση των εναγόντων, κατ’ απόρριψη των αντιθέτως προβαλλόμενων με την αγωγή.Ωστόσο, κατά την άποψη της εισηγήτριας, η οποία μειοψήφησε, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν αποδείχθηκε ότι μετά τη διάγνωση της πρώτης ενάγουσας ως φορέα της μετάλλαξης ΔF508 της κυστικής ίνωσης οι ενάγοντες ενημερώθηκαν προσηκόντως από τον [] για την ανάγκη υποβολής του δεύτερου εξ αυτών σε πλήρη έλεγχο για κάθε γνωστή και ανιχνεύσιμη μετάλλαξη της ινοκυστικής νόσου και για το γεγονός ότι οποιοσδήποτε συνδυασμός μεταλλάξεων του γονιδίου CFTR μπορεί να οδηγήσει σε απόκτηση νοσούντος τέκνου σε ποσοστό 25% σε κάθε εγκυμοσύνη, όπως επιβάλλουν οι ενδεδειγμένες αρχές και κανόνες της ιατρικής επιστήμης σύμφωνα με τα όσα έγιναν δεκτά στην αμέσως προηγούμενη σκέψη. Μόνη δε η μαρτυρία του ιατρού […], ο οποίος αναφέρει αορίστως ότι ο […] παρέπεμψε σε αυτόν την πρώτη ενάγουσα για τη διενέργεια πλήρους προγεννητικού ελέγχου, δεν συνιστά επαρκή περί του αντιθέτου απόδειξη. Περαιτέρω, η μαρτυρία του […] περί του ότι οι ενάγοντες ενημερώθηκαν από τον ίδιο για τις ως άνω πιθανότητες και την ανάγκη άμεσου και πλήρους ελέγχου του δεύτερου εξ αυτών δεν παρίσταται πειστική, αφενός μεν διότι ο εν λόγω μάρτυρας κατέθεσε αόριστα ότι ενημέρωσε τους ενάγοντες «σε μετέπειτα επίσκεψη τους στο ιατρείο [του]», χωρίς να προσδιορίζει τον χρόνο κατά τον οποίο προέβη στην εν λόγω ενημέρωση, και δη εάν αυτή έλαβε χώρα πριν από τη συμπλήρωση της 24ης εβδομάδας κύησης της ενάγουσας (ήτοι σε χρόνο κατά τον οποίο ήταν εφικτή η έγκαιρη διάγνωση της νόσου του κυοφορούμενου και η νόμιμη διακοπή της κύησης), αφετέρου δε ενόψει της προηγούμενης, εκδηλωθείσας με θετικές ενέργειες, συμπεριφοράς των εναγόντων (δηλαδή της συμμόρφωσής τους στις υποδείξεις του ίδιου ιατρού και της υποβολής της πρώτης ενάγουσας στην επεμβατική – και, κατά τα κοινώς γνωστά, ενέχουσα κίνδυνο πρόωρης διακοπής της κύησης – διαγνωστική μέθοδο της αμνιοπαρακέντησης, προκειμένου να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο γέννησης τέκνου με σύνδρομο Down), η οποία καταδεικνύει την ισχυρή βούληση αυτών να διασφαλίσουν τη γέννηση ενός υγιούς τέκνου μέσω της διενέργειας των ενδεδειγμένων εξετάσεων προγεννητικού ελέγχου. Τέλος, ναι μεν η από 5.3.2013 διάγνωση του ιδιωτικού διαγνωστικού κέντρου γενετικής με την επωνυμία […] και οι από 10.8.2015 και 24.8.2015 διαγνώσεις του ιδιωτικού εργαστηρίου γενετικών αναλύσεων με την επωνυμία […] διαλαμβάνουν συστάσεις για περαιτέρω έλεγχο μεταλλάξεων κυστικής ίνωσης του εμβρύου και των γονέων προκειμένου να εκτιμηθεί ο κίνδυνος γέννησης τέκνου πάσχοντος από κυστική ίνωση, πλην όμως δεν περιέχουν οποιαδήποτε αναφορά σχετικά με τις πιθανότητες απόκτησης τέκνου πάσχοντος από κυστική ίνωση σε περίπτωση που αμφότεροι οι γονείς του είναι φορείς της νόσου (25% σε κάθε γέννηση), δεδομένο καθοριστικής σημασίας για τη διαμόρφωση της απόφασης των γονέων να προβούν σε τεκνοποίηση. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με την ίδια μειοφηφήσασα γνώμη, η κατά τα ανωτέρω ενημέρωση των εναγόντων εκ μέρους τρίτων ιδιωτών σχετικά με τον κίνδυνο γέννησης τέκνου πάσχοντος από κυστική ίνωση και τον ενδεδειγμένο προγεννητικό έλεγχο του δεύτερου εξ αυτών υπήρξε ελλιπής και, άρα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η παράλειψή τους να υποβληθούν στον εν λόγω έλεγχο αποτελεί ασυνήθιστο και εξαιρετικό γεγονός που διέκοψε την αιτιώδη διαδρομή την οποία έθεσαν σε κίνηση οι παράνομες παραλείψεις του ιατρού του εναγόμενου νοσοκομείου. Και τούτο, διότι, εφόσον οι ενάγοντες δεν είχαν ενημερωθεί από τον θεράποντα ιατρό του εναγόμενου νοσοκομείου (ο οποίος άλλωστε είχε την ευθύνη για την ολοκληρωμένη παρακολούθηση της κύησης της ενάγουσας και την έγκαιρη διάγνωση παθολογικών καταστάσεων της μητέρας ή του εμβρύου) για το γεγονός ότι οποιοσδήποτε συνδυασμός μεταλλάξεων του γονιδίου CFTR των γονέων μπορεί να οδηγήσει σε απόκτηση νοσούντος τέκνου σε ποσοστό 25% σε κάθε εγκυμοσύνη, ακόμα και μετά τον ειδικό γενετικό έλεγχο που αποκάλυψε ότι το κυοφορούμενο ήταν φορέας της ίδιας μετάλλαξης της ινοκυστικής νόσου που φέρει η πρώτη ενάγουσα – μητέρα του (ΔF508) δεν ήταν σε θέση να σταθμίσουν προσηκόντως τον κίνδυνο που ενείχε η παράλειψη πλήρους εξέτασης του δεύτερου εξ αυτών, δοθέντος και ότι το πρώτο τους τέκνο γεννήθηκε απολύτως υγιές. Είναι διάφορο δε το ζήτημα του κατά πόσο η ενημέρωση των εναγόντων εκ μέρους των ως άνω τρίτων ιδιωτών θεμελιώνει συνυπαιτιότητα αυτών στην επέλευση της προκληθείσας ζημίας, η συνδρομή της οποίας, εφόσον κατά τα προεκτεθέντα δεν εξικνείται μέχρι του σημείου διάρρηξης του αιτιώδους συνδέσμου, δεν εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, παρά μόνον εφόσον ο σχετικός ισχυρισμός προβληθεί προσηκόντως από το εναγόμενο, το βραδύτερο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης (ΣτΕ 1652/2020, 291/2020).

18. Επειδή, κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί, να επιστραφεί το ποσό του καταβληθέντος αχρεωστήτως δικαστικού ενσήμου στους ενάγοντες, κατά αναλογική εφαρμογή του άρθρου 277 παρ.11 του Κ.Δ.Δ. και, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, να απαλλαγούν αμφότεροι από τη δικαστική δαπάνη του εναγόμενου, κατ’ άρθρο 275 παρ. 1 εδ.ε΄ του Κ.Δ.Δ..

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Απορρίπτει την αγωγή.

Διατάσσει την επιστροφή στους ενάγοντες του υπερβάλλοντος ποσού δικαστικού ενσήμου, ύψους τεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων δεκαέξι ευρώ και ογδόντα λεπτών του ευρώ (4.716,80 ευρώ), που καταβλήθηκε αχρεωστήτως.

Απαλλάσσει τους ενάγοντες από τα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου νοσοκομείου.

Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στον Πύργο στις 17 Μαΐου 2022 και στις 15 Ιουνίου 2022 και η απόφαση δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου κατά την έκτακτη δημόσια συνεδρίαση της 6ης Ιουλίου 2022.

        Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                       Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ

ΒΑΡΒΑΡΑ ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑ             ΗΛΙΑΝΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

 

                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

                                        ΑΚΡΙΒΗ ΜΙΚΕΛΟΠΟΥΛΟΥ

 

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *