Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών 4040/2020 – Ανακοπή κατ’ άρθρο 199 παρ. 2α του Κ.Δ.Δ.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 924, 933, 934, 585 παρ. 1, 215 και 237 του Κ.Πολ.Δ., που εφαρμόζονται ανάλογα επί ανακοπής του άρθρου 199 παρ. 2α του Κ.Δ.Δ., όπως οι διατάξεις αυτές αντικαταστάθηκαν με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του ν.4335/2015 (Α΄87) και ισχύουν στην περίπτωση που η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1η.1.2016 (βλ. παρ. 3 του άρθρου ένατου του αυτού ως άνω άρθρου 1 του ν.4335/2015), συνάγεται ότι, όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1η.1.2016, δηλαδή υπό το καθεστώς του ν.4335/2015, η άσκηση της ανακοπής του άρθρου 933 του ΚΠολΔ απαιτεί διαδικασία που ολοκληρώνεται με την κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και την επίδοση αντιγράφου του δικογράφου αυτού στον καθ’ ου η ανακοπή μέσα στην προβλεπόμενη για το σκοπό αυτό από το άρθρο 934 του ίδιου Κώδικα προθεσμία. Εάν, δε, η ανακοπή δεν επιδοθεί μέσα στην προθεσμία αυτή, θεωρείται, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της ρητής διάταξης του άρθρου 215 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ως μη ασκηθείσα.

Αριθμός απόφασης 4040/2020

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ 28ο ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ

Σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του στις 13 Νοεμβρίου 2019, με δικαστή την Παναγιώτα Δουβή, Πρωτοδίκη Δ.Δ., και γραμματέα την Πολυξένη Δερβένη, δικαστική υπάλληλο,

γ ι α να δικάσει την από 29 Αυγούστου 2016 και με ημερομηνία κατάθεσης 30 Αυγούστου 2016 ανακοπή κατ’ άρθρο 199 παρ. 2α του Κ.Δ.Δ., σε συνδυασμό με το άρθρο 933 του Κ.Πολ.Δ.,

τ ο υ Νομικού Προσώπου Δημόσιου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία […]  και παρέστη με την κατατεθείσα στις 12.11.2019 δήλωση του άρθρου 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ. του πληρεξούσιου δικηγόρου Παναγιώτη Αθανασόπουλου, τον οποίο διόρισε […],

κ α τ ά

τ ο υ […], ο οποίος παρέστη μαζί με την πληρεξούσια δικηγόρο Αγγελική Γκίνη, την οποία διόρισε με προφορική δήλωση στο ακροατήριο.

Κατά τη συζήτηση, ο διάδικος που παρέστη στο ακροατήριο ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά.

Η κ ρ ί σ η τ ο υ ε ί ν α ι η ε ξ ή ς:

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης ανακοπής δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 28 παρ. 4 του ν. 2579/1998 (Α΄31), που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 285 παρ. 2 περ. ζ΄ του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν.2717/1999 (Α΄97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (εφεξής ‘Κ.Δ.Δ.’).

2. Επειδή, με την ανακοπή αυτή, όπως εκτιμάται από το Δικαστήριο, ζητείται η ακύρωση της από 26.7.2016 επιταγής προς εκτέλεση που συντάχθηκε κάτω από αντίγραφο του 58/5.12.2014 πρώτου εκτελεστού απογράφου της 9201/2000 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα 10ο, Τριμελές) και επιδόθηκε από τον καθ’ ου η ανακοπή στο ανακόπτον στις 27.7.2016 για την ικανοποίηση χρηματικής απαίτησής του κατ’ αυτού συνολικού ποσού 3.941,43 ευρώ.

3. Επειδή, ο Κ.Δ.Δ. ορίζει στο άρθρο 199 ότι: «1. Οι τελεσίδικες, οι ανέκκλητες και οι προσωρινώς εκτελεστές καταψηφιστικές αποφάσεις, οι οποίες εκδίδονται για διαφορές που άγονται προς επίλυση με την άσκηση αγωγής, αποτελούν τίτλο εκτελεστό κατά το άρθρο 904 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Ο εκτελεστήριος τύπος περιάπτεται σε αυτές σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 918 του ίδιου Κώδικα. Οι παραπομπές γίνονται στις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως αυτές εκάστοτε ισχύουν. 2. Ως προς το, κατά περίπτωση, επιτρεπτό της αναγκαστικής εκτέλεσης των κατά την προηγούμενη παράγραφο καταψηφιστικών αποφάσεων και τη διαδικασία της εκτέλεσής τους, εφαρμόζονται αναλόγως οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση των καταψηφιστικών αποφάσεων των πολιτικών δικαστηρίων. 2α. Αντιρρήσεις κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης δικάζονται από το μονομελές διοικητικό πρωτοδικείο. Αρμόδιο κατά τόπο είναι το δικαστήριο του τόπου της εκτέλεσης, εφόσον μετά την επίδοση της επιταγής ακολούθησαν και άλλες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας, αλλιώς το δικαστήριο του τόπου έκδοσης της απόφασης. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται αναλόγως οι σχετικές διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. [όπως η παρ. 2α προστέθηκε με το άρθρο 29 του ν. 4274/2014 (Α΄147/14.7.2014)] 3. (…)».

4. Επειδή, περαιτέρω, ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας (εφεξής ‘Κ.Πολ.Δ.’, π.δ. 503/1985, Α΄182), ο οποίος εφαρμόζεται ανάλογα στην παρούσα δίκη, κατά τα αναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη, ορίζει, στο άρθρο 924, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του ν.4335/2015 (Α΄87) και ισχύει στην περίπτωση που η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1η.1.2016 (βλ. παρ. 3 του άρθρου ένατου του αυτού ως άνω άρθρου 1 του ν.4335/2015), όπως στην προκείμενη περίπτωση που η επίδοση της ανακοπτόμενης επιταγής για εκτέλεση έλαβε χώρα στις 27.7.2016, ότι: «Η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης αρχίζει από την επίδοση σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση αντιγράφου του απογράφου με επιταγή για εκτέλεση (…) Η επιταγή γράφεται κάτω από το αντίγραφο του απογράφου και πρέπει να ορίζει με ακρίβεια την απαίτηση. (…)», στο άρθρο 933, όπως αυτό επίσης αντικαταστάθηκε με το προαναφερόμενο άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του ν.4335/2015 και ισχύει, κατά τα ανωτέρω, από 1.1.2016, ότι: «1. Αντιρρήσεις εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και κάθε δανειστή του που έχει έννομο συμφέρον και αφορούν την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ή την απαίτηση ασκούνται μόνο με ανακοπή (…)», στο άρθρο 934, όπως αυτό ομοίως αντικαταστάθηκε με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του ν.4335/2015 και ισχύει, κατά τα ανωτέρω, από 1.1.2016, ότι: «1. Ανακοπή σύμφωνα με το άρθρο 933 είναι παραδεκτή: α) Αν αφορά ελαττώματα από τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση μέχρι και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης κατά τα άρθρα 955 και 995 ή την απαίτηση ή σε περίπτωση κατάσχεσης στα χέρια τρίτου μέχρι και την επίδοση του κατασχετήριου εγγράφου στον καθ’ ου, μέσα σε σαράντα πέντε (45) ημέρες από την ημέρα της κατάσχεσης. (…)», στο άρθρο 585 παρ. 1, ότι: «Οι διατάξεις για την άσκηση της αγωγής, την εισαγωγή της για συζήτηση και τη συζήτηση στο ακροατήριο εφαρμόζονται και στην ανακοπή», στο άρθρο 215, ότι: «1. Η αγωγή ασκείται με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και με επίδοση αντιγράφου της στον εναγόμενο. (…) [όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 20 του ν.3994/2011 (Α΄165)] 2. Στην περίπτωση του άρθρου 237, η αγωγή επιδίδεται στον εναγόμενο μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της και αν αυτός ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών. Αν η αγωγή δεν επιδοθεί μέσα στην προθεσμία αυτή, θεωρείται ως μη ασκηθείσα [ όπως η παρ. 2 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του ν.4335/2015 και ισχύει από 1.1.2016, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου]» και, τέλος, στο άρθρο 237, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του ν.4335/2015 και εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 1 του αυτού άρθρου και νόμου, για τις κατατιθέμενες μετά την 1η.1.2016 αγωγές, ότι: «1. Μέσα σε εκατό (100) ημέρες από την κατάθεση της αγωγής οι διάδικοι οφείλουν να καταθέσουν τις προτάσεις και να προσκομίσουν όλα τα αποδεικτικά μέσα και τα διαδικαστικά έγγραφα που επικαλούνται με αυτές. Μέσα στην ίδια προθεσμία κατατίθενται το αποδεικτικό επίδοσης της αγωγής. (…)».

5. Επειδή, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι, όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1η.1.2016, δηλαδή υπό το καθεστώς του ν.4335/2015, η άσκηση της ανακοπής του άρθρου 933 του ΚΠολΔ απαιτεί διαδικασία που ολοκληρώνεται με την κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και την επίδοση αντιγράφου του δικογράφου αυτού στον καθ’ ου η ανακοπή μέσα στην προβλεπόμενη για το σκοπό αυτό από το άρθρο 934 του ίδιου Κώδικα προθεσμία. Εάν, δε, η ανακοπή δεν επιδοθεί μέσα στην προθεσμία αυτή, θεωρείται, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της ρητής διάταξης του άρθρου 215 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ως μη ασκηθείσα.

6. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, η κρινόμενη ανακοπή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 30.8.2016. Όμως, από τα στοιχεία του φακέλου και, ιδίως, τα προσκομιζόμενα από το ανακόπτον έγγραφα δεν προκύπτει επίδοση της ανωτέρω ανακοπής στον καθ’ ου αυτή στρέφεται.

7. Επειδή, ενόψει των διατάξεων που εκτέθηκαν και ερμηνεύτηκαν στην τέταρτη και πέμπτη σκέψη, η μη επίδοση της κρινόμενης ανακοπής, εξεταζόμενη αυτεπαγγέλτως, καθιστά αυτήν απαράδεκτη, όπως βάσιμα, άλλωστε, προβάλλει και ο καθ’ ου η ανακοπή με το κατατεθέν στις 18.11.2019 υπόμνημά του.

8. Επειδή, κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η ανακοπή, να απαλλαγεί, όμως, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, το ανακόπτον από τα δικαστικά έξοδα του καθ’ ου η ανακοπή, κατ’ άρθρο 275 παρ. 1 εδ. ε΄ του Κ.Δ.Δ.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Απορρίπτει την ανακοπή.

Απαλλάσσει το ανακόπτον από τα δικαστικά έξοδα του καθ’ ου η ανακοπή.

Η απόφαση δημοσιεύτηκε στην Αθήνα, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 10 Μαρτίου 2020.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *