Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών ΤΜΗΜΑ 28ο ΤΡΙΜΕΛΕΣ 11816/2020 Ακύρωση επιστροφής κρατικής ενίσχυσης με απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αίτημα τόκων-εκτελεστότητα πράξης

Προσφυγή με την οποία ζητείται, κατ’ επίκληση του άρθρου 63 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., η ακύρωση της τεκμαιρόμενης, λόγω παρόδου άπρακτου τριμήνου, σιωπηρής απόρριψης από την Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή με την επωνυμία «Επιτροπή Ελέγχου και Εποπτείας Παιγνίων» (Ε.Ε.Ε.Π.) αίτησης της προσφεύγουσας για καταβολή τόκων επί ποσού που κατέβαλε αχρεωστήτως, στο πλαίσιο ανάκτησης παράνομης κρατικής ενίσχυσης. Η καταβολή αυτή κατέστη αχρεώστητη μετά την έκδοση απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Γ.Δ.Ε.Ε.), με την οποία, κατόπιν αποδοχής προσφυγής της Ελληνικής Δημοκρατίας, ακυρώθηκε στο σύνολό της απόφαση ανάκτησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ειδικότερα, με την τελευταία είχε κριθεί, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 107 παρ. 1 και 108 παρ. 3 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ότι η προσφεύγουσα, μεταξύ άλλων, υπήρξε αποδέκτης μη συμβατής με το ενωσιακό δίκαιο κρατικής ενίσχυσης και διατάχθηκε η Ελληνική Δημοκρατία να προβεί στην ανάκτηση της ενίσχυσης αυτής εντόκως.

Κατά την υποβολή της από 19.9.2014 αίτησης της προσφεύγουσας για έντοκη επιστροφή του ποσού που κατάβαλε αχρεωστήτως, κατά τα ανωτέρω, η Ε.Ε.Ε.Π. είχε καταστεί, ως εποπτεύουσα αρχή, αρμόδια υπηρεσία ανάκτησης παράνομων κρατικών ενισχύσεων με αποδέκτες καζίνο, κατά την έννοια της παρ. 3 του άρθρου 22 του ν.4002/2011, και, συνακόλουθα, αρμόδια και για την υλοποίηση της απόφασης του Γ.Δ.Ε.Ε., με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που έκρινε παράνομη την ένδικη κρατική ενίσχυση. Με τα δεδομένα αυτά, εφόσον με την έκδοση της ως άνω ακυρωτικής δικαστικής απόφασης εξέλιπε πλέον η νόμιμη αιτία επιστροφής από την προσφεύγουσα της ενίσχυσης αυτής, η καθ’ ης η προσφυγή Ε.Ε.Ε.Π. νομίμως εξέδωσε απόφαση, με την οποία ανακάλεσε τόσο την «πράξη ανάκτησης» όσο και την οικεία τριπλότυπη περιληπτική κατάσταση βεβαίωσης εσόδου. Εξάλλου, δυνάμει της ως άνω απόφασης της Ε.Ε.Ε.Π. επιστράφηκε στην προσφεύγουσα από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., δια συμψηφισμού, το ποσό που αυτή είχε ήδη καταβάλει καθώς και οι τόκοι που υπολογίστηκαν επί του ανακτητέου ποσού, κατ’ εφαρμογή τόσο του Κανονισμού 794/2004/ΕΚ όσο και του Κ.Ε.Δ.Ε., λόγω της υπαγωγής της προσφεύγουσας σε ρυθμίσεις τμηματικής καταβολής μέρους της ταμειακώς βεβαιωθείσας οφειλής της. Ωστόσο, από καμία διάταξη της κείμενης νομοθεσίας που καθορίζει τις αρμοδιότητες της Ε.Ε.Ε.Π. δεν παρέχεται σε αυτήν η εξουσία να προβεί, κατόπιν σχετικής αίτησης επιχείρησης καζίνο, σε έντοκη επιστροφή ποσών που τυχόν καταβλήθηκαν από την τελευταία αχρεωστήτως, στο πλαίσιο ανάκτησης παράνομης κρατικής ενίσχυσης. Μάλιστα, η ίδια ως άνω νομοθεσία δεν επιφυλάσσει, γενικότερα, στην Ε.Ε.Ε.Π. καμία εξουσία διάθεσης δημόσιου χρήματος στο πλαίσιο της εποπτείας που αυτή ασκεί στα καζίνο. Ενόψει τούτων και λαμβανομένου, περαιτέρω, υπόψη ότι ο οικονομικός έλεγχος των καζίνο ανήκει στο κράτος, το οποίο ρυθμίζει κανονιστικά τις φορολογικές και λοιπές υποχρεώσεις αυτών (τιμή εισιτηρίου, δικαιώματα επί του μικτού κέρδους των τυχερών παιχνιδιών κλπ.) και εισπράττει τα αναλογούντα ποσά ως δημόσια έσοδα, είτε μέσω των αρμόδιων Δ.Ο.Υ. είτε μέσω της Ε.Ε.Ε.Π., η οποία ενεργεί στην περίπτωση αυτή διαμεσολαβητικά, για λογαριασμό του Δημοσίου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τυχόν εκ μέρους της Ε.Ε.Ε.Π. ρητή ή σιωπηρή απόρριψη αίτησης επιχείρησης καζίνο για καταβολή τόκων επί ποσού που κατέβαλε, ως παράνομη κρατική ενίσχυση, αχρεωστήτως, δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα και άρα απαραδέκτως προσβάλλεται με προσφυγή (πρβλ. ΣτΕ 3325/2013, 2942/2003 κ.ά.). Επομένως, στην προκείμενη περίπτωση, η σιωπηρή απόρριψη από την Ε.Ε.Ε.Π. της από 19.9.2014 αρχικής αίτησης της προσφεύγουσας ως προς το σκέλος της έντοκης επιστροφής του ήδη καταβληθέντος ποσού ενίσχυσης στερείται εκτελεστότητας. Συνακόλουθα, η προσβαλλόμενη με την κρινόμενη προσφυγή σιωπηρή απόρριψη από την Ε.Ε.Ε.Π. της μεταγενέστερης από 12.10.2015 αίτησης της προσφεύγουσας, με την οποία η τελευταία επεδίωξε κατ’ ουσίαν την ανάκληση της προαναφερόμενης, μη εκτελεστής, σιωπηρής απόρριψης της από 19.9.2014 αίτησής της, κατά το ως άνω σκέλος, στερείται ομοίως εκτελεστότητας (πρβλ. ΣτΕ 1334/2019, σκ. 8 κ.ά.) και, για το λόγο αυτό, που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, η κρινόμενη προσφυγή είναι απορριπτέα, ως απαράδεκτη.

Αριθμός απόφασης 11816/2020

ΤΟ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ 28ο ΤΡΙΜΕΛΕΣ

Σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του στις 25 Σεπτεμβρίου 2019 με δικαστές τις: Αναστασία Τζόλα, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Παναγιώτα Δουβή (εισηγήτρια) και Όλγα Θεοδωρικάκου, Πρωτοδίκες Δ.Δ., και γραμματέα την Ανατολή Κυριαζίδου, δικαστική υπάλληλο,

γ ι α να δικάσει την από 11 Φεβρουαρίου 2016 και με ίδια ημερομηνία κατάθεσης προσφυγή

τ η ς ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία […] η οποία εδρεύει στο […] εκπροσωπείται από τον Αντιπρόεδρο του Διοικητικού της Συμβουλίου – Διευθύνοντα Σύμβουλο αυτής και παρέστη με τους πληρεξούσιους δικηγόρους Ελευθέριο Ράντο και Ιωάννη Παπαδάκη, οι οποίοι νομιμοποιήθηκαν με το από 17.9.2019 ιδιωτικό έγγραφο παροχής πληρεξουσιότητας, 

κ α τ ά της Ανεξάρτητης Διοικητικής Αρχής με την επωνυμία […].

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, οι διάδικοι, που παρέστησαν ως άνω, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν όσα αναφέρονται στα πρακτικά.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα.

Σκέφθηκε κατά το νόμο.

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης προσφυγής καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. το 1403441/11.2.2016 Σειράς Α΄ ειδικό έντυπο παραβόλου).

2. Επειδή, με την προσφυγή αυτή ζητείται, κατ’ επίκληση του άρθρου 63 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, η ακύρωση της τεκμαιρόμενης, λόγω παρόδου άπρακτου τριμήνου, σιωπηρής απόρριψης από την καθ’ ης η προσφυγή της […] αίτησης της προσφεύγουσας για καταβολή τόκων επί ποσού που κατέβαλε αχρεωστήτως, στο πλαίσιο ανάκτησης παράνομης κρατικής ενίσχυσης. Η καταβολή αυτή κατέστη αχρεώστητη μετά την έκδοση της από 11.9.2014 απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση Τ – 425/2011, με την οποία, κατόπιν αποδοχής προσφυγής της Ελληνικής Δημοκρατίας, ακυρώθηκε στο σύνολό της η C-3504/24.5.2011 απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Με την τελευταία είχε κριθεί, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 107 παρ. 1 και 108 παρ. 3 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ότι η προσφεύγουσα, μεταξύ άλλων, υπήρξε αποδέκτης μη συμβατής με το ενωσιακό δίκαιο κρατικής ενίσχυσης και διατάχθηκε η Ελληνική Δημοκρατία να προβεί στην ανάκτηση της ενίσχυσης αυτής εντόκως. Με τα δεδομένα αυτά, το σωρευόμενο στην κρινόμενη προσφυγή αίτημα της προσφεύγουσας να υποχρεωθεί η καθ’ ης η προσφυγή να της καταβάλει ποσό 749.194,96 ευρώ, που, κατά τους υπολογισμούς της, αντιστοιχεί στους προαναφερόμενους τόκους επί του ποσού που αυτή κατέβαλε αχρεωστήτως, είναι απορριπτέο, ως απαράδεκτο, λόγω του αγωγικού του χαρακτήρα, σύμφωνα με τα άρθρα 68 παρ. 2 και 79 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.

3. Επειδή, ο Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.2690/1999 (Α΄45), ορίζει, στο άρθρο 21 παρ. 1, ότι: «Αρμόδιο για την ανάκληση ατομικής διοικητικής πράξης όργανο είναι εκείνο που την εξέδωσε ή που είναι αρμόδιο για την έκδοσή της» και στο άρθρο 24 παρ. 1 ότι: «1. Αν από τις σχετικές διατάξεις δεν προβλέπεται η δυνατότητα άσκησης της, κατά το επόμενο άρθρο, ειδικής διοικητικής ή ενδικοφανούς προσφυγής, ο ενδιαφερόμενος, για την αποκατάσταση υλικής ή ηθικής βλάβης των έννομων συμφερόντων του που προκαλείται από ατομική διοικητική πράξη μπορεί, για οποιονδήποτε λόγο, με αίτησή του, να ζητήσει (…) από τη διοικητική αρχή η οποία εξέδωσε την πράξη την ανάκληση ή την τροποποίησή της (αίτηση θεραπείας) (…)». Εξάλλου, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (εφεξής ΄Κ.Δ.Δ.’), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.2717/1999 (Α΄97), ορίζει στο άρθρο 63 ότι: «1.Με την επιφύλαξη όσων ορίζονται σε ειδικές διατάξεις του Κώδικα, οι εκτελεστές ατομικές διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις, από τις οποίες δημιουργούνται κατά νόμο διοικητικές διαφορές ουσίας, υπόκεινται σε προσφυγή. 2. Παράλειψη υπάρχει όταν η διοικητική αρχή, αν και υποχρεούται κατά νόμο, δεν εκδίδει εκτελεστή ατομική διοικητική πράξη για να ρυθμίσει ορισμένη έννομη σχέση. Η παράλειψη συντελείται με την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας που τυχόν τάσσει ο νόμος για την έκδοση, είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου, της πράξης αυτής. Στην τελευταία αυτήν περίπτωση (σιωπηρή άρνηση), αν από το νόμο δεν τάσσεται τέτοια προθεσμία, η παράλειψη συντελείται με την πάροδο άπρακτου τριμήνου από την υποβολή της σχετικής αίτησης στη Διοίκηση. (…)».

4. Επειδή, περαιτέρω, η Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής ‘ΣΛΕΕ’) ορίζει, στο άρθρο 107 παρ. 1, ότι: «Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν οι Συνθήκες ορίζουν άλλως» και στο άρθρο 108 ότι: «1. (…) 2. Αν η Επιτροπή διαπιστώσει, αφού τάξει προηγουμένως στους ενδιαφερομένους προθεσμία για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, ότι ενίσχυση που χορηγείται από ένα κράτος ή με κρατικούς πόρους δεν συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά, κατά το άρθρο 107, ή ότι η ενίσχυση αυτή εφαρμόζεται καταχρηστικώς, αποφασίζει ότι το εν λόγω κράτος οφείλει να την καταργήσει ή να την τροποποιήσει εντός προθεσμίας που η ίδια καθορίζει. 3. Η Επιτροπή ενημερώνεται εγκαίρως περί των σχεδίων που αποβλέπουν να θεσπίσουν ή να τροποποιήσουν τις ενισχύσεις, ώστε να δύναται να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Αν κρίνει ότι σχέδιο ενισχύσεως δεν συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά, κατά το άρθρο 107, κινεί αμελλητί τη διαδικασία που προβλέπεται από την προηγούμενη παράγραφο. Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν δύναται να εφαρμόσει τα σχεδιαζόμενα μέτρα πριν η Επιτροπή καταλήξει σε τελική απόφαση. (…)». Εξάλλου, ο ν.4002/2011 (Α΄180) ορίζει στο άρθρο 22, όπως αυτό ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, μετά από την τροποποίηση της παρ. 3 αυτού από την περ. 8 της υποπαρ. Β10 του άρθρου πρώτου του ν.4152/2013 (Α΄ 107), ότι: «1. Κρατικές ενισχύσεις, οι οποίες έχει κριθεί ότι σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 107 ΣΛΕΕ είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, δυνάμει απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή απόφασης του Δικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πρέπει να ανακτηθούν, ανακτώνται από την αρμόδια υπηρεσία, ως εξής: α. Με πρωτοβουλία της αρμόδιας υπηρεσίας, αποστέλλεται στον αποδέκτη της ενίσχυσης και, ειδικότερα, στον νόμιμο εκπρόσωπο του νομικού προσώπου, αντίγραφο της απόφασης με πρόσκληση για καταβολή του εκεί οριζόμενου ποσού εντός ορισμένης προθεσμίας στη Δ.Ο.Υ. φορολογίας εισοδήματος του νομικού προσώπου. β. Μετά την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας αυτής, η αρμόδια υπηρεσία συντάσσει χρηματικό κατάλογο, (…) τον [οποίο] αποστέλλει στην οικεία Δ.Ο.Υ., προκειμένου να γίνει η βεβαίωση και η είσπραξη του ποσού με τη διαδικασία του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων. 2. Νόμιμο τίτλο για την είσπραξη του ποσού αποτελεί η απόφαση της παραγράφου 1. 3. Αρμόδια υπηρεσία κατά την έννοια των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 1 είναι η υπηρεσία που εποπτεύει τις δραστηριότητες του νομικού προσώπου για τις οποίες χορηγήθηκε η παράνομη κρατική ενίσχυση. Αν η ανακτητέα κρατική ενίσχυση αφορά περισσότερες της μίας δραστηριότητες που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα περισσοτέρων υπηρεσιών, αρμόδια είναι η υπηρεσία που εποπτεύει την κύρια δραστηριότητα του νομικού προσώπου. 4. Αρμόδια Δ.Ο.Υ. για τη βεβαίωση και είσπραξη των ποσών που ανακτώνται κατά το παρόν άρθρο ορίζεται η Δ.Ο.Υ. φορολογίας εισοδήματος του νομικού προσώπου. 5. (…)».

5. Επειδή, εξάλλου, ο ν.2206/1994 (Α΄62), ο οποίος εισήγαγε νέες ρυθμίσεις σχετικά με την ίδρυση, οργάνωση, λειτουργία και τον έλεγχο των καζίνο, ορίζει στο άρθρο 3 ότι: «1. Η λειτουργία των καζίνων υπόκειται στον έλεγχο του κράτους. 2. Η Επιτροπή διεξαγωγής του διαγωνισμού παραμένει και λειτουργεί ως Επιτροπή εποπτείας της λειτουργίας των καζίνων. 3. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από κοινή πρόταση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Οικονομικών και Τουρισμού, δημιουργείται στο Υπουργείο Τουρισμού διεύθυνση καζίνων που έχει σκοπό την επικουρία της Επιτροπής και του Υπουργού Τουρισμού στην άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. (…) 4. α) Ο διοικητικός έλεγχος ασκείται από το Υπουργείο Ανάπτυξης και περιλαμβάνει ενδεικτικά τον έλεγχο κτιρίων και εγκαταστάσεων, τη διεξαγωγή των τυχερών παιγνίων, τα υλικά και τα μηχανήματα διεξαγωγής των παιγνίων και τη διαδικασία προμήθειάς τους, καθώς και την τήρηση των όρων χορήγησης της άδειας. (…) β) Ο οικονομικός έλεγχος, εκτός εκείνου της εφαρμογής των όρων αδειών ίδρυσης και λειτουργίας, ασκείται από το Υπουργείο Οικονομικών. (…) [όπως η παρ. 4 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ. 2 του άρθρου 22 του ν.2919/2001 (Α΄128), με τη σημείωση ότι το αναφερόμενο στην εν λόγω παρ. 4 Υπουργείο Ανάπτυξης αντιστοιχεί στο Υπουργείο Τουρισμού της ίδιας παραγράφου, όπως αυτή ίσχυε αρχικά]». Στη συνέχεια, με το άρθρο 16 παρ. 1 του ν.3229/2004 (Α΄38) συστάθηκε διοικητική αρχή, υπαγόμενη στην εποπτεία του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, με την επωνυμία «Επιτροπή Εποπτείας και Ελέγχου Τυχερών Παιχνιδιών», με οικονομική και διοικητική αυτοτέλεια και σκοπό την εποπτεία των τυχερών παιχνιδιών καθώς και την ενάσκηση όλων των αρμοδιοτήτων που της ανατέθηκαν με το άρθρο 17 του ίδιου νόμου, στις οποίες περιλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, εκτός από την κύρια αρμοδιότητα της παρακολούθησης και του ελέγχου των καζίνο και της διεξαγωγής κάθε τυχερού παιχνιδιού – έλεγχος ο οποίος αφορούσε και στην απόδοση των κερδών στους πελάτες και το Δημόσιο-, η συγκέντρωση, μελέτη και επεξεργασία στοιχείων σχετικών με τα έσοδα του Δημοσίου από τη λειτουργία των τυχερών παιχνιδιών (περ. δ΄) και η εισήγηση για τη λήψη μέτρων βελτίωσης του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου για τη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου (περ. ζ΄). Ακολούθως, με τη μεν παράγραφο 1 του άρθρου 28 του αναφερόμενου στην προηγούμενη σκέψη ν.4002/2011 η εν λόγω Επιτροπή μετονομάστηκε σε «Επιτροπή Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων» (εφεξής ‘Ε.Ε.Ε.Π.’), με τη δε παράγραφο 3 του αυτού άρθρου ανατέθηκαν σε αυτήν, πέραν των προαναφερόμενων αρμοδιοτήτων του άρθρου 17 του ν.3229/2004, επιπλέον αρμοδιότητες, μεταξύ των οποίων, ο έλεγχος της αγοράς των παιγνίων, περιλαμβανομένου του ελέγχου απόδοσης των κερδών στους παίκτες και το Δημόσιο, η έκδοση κανονιστικών αποφάσεων με σκοπό την προστασία ανηλίκων και γενικά ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού και την εφαρμογή συγκεκριμένων μέτρων πρόληψης και καταστολής και την απαγόρευση παιγνίων με περιεχόμενο ρατσιστικό, ξενοφοβικό, πορνογραφικό ή αντίθετο σε κανόνες δημόσιας τάξης (περ. ε΄) καθώς επίσης και η έκδοση κανονιστικών αποφάσεων που απευθύνονται στους κατόχους των αδειών για την εφαρμογή μέτρων πρόληψης και παρεμπόδισης νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (περ. στ΄). Περαιτέρω, με το άρθρο 7 παρ. 10 του ν.4038/2012 (Α΄ 14) η Ε.Ε.Ε.Π. μετατράπηκε σε Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή, με διοικητική και οικονομική ανεξαρτησία και αυτοτέλεια, ενώ με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 92 του ν.4182/2013 (Α΄185) προστέθηκαν στις αρμοδιότητές της, όπως αυτές καθορίστηκαν με το άρθρο 17 του ν.3229/2004 και συμπληρώθηκαν με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του ν.4002/2011, κατά τα ανωτέρω, και οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Εποπτείας Καζίνο του Υπουργείου Τουρισμού, η οποία συστάθηκε με το π.δ. 217/1995 (Α΄116) κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 3 του ν.2206/1994, και της Επιτροπής Καζίνο του ίδιου άρθρου και νόμου. Ειδικότερα, με την ως άνω διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 92 του ν.4182/2013 ορίστηκαν τα εξής: «Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου: α. Μεταφέρονται στην Ε.Ε.Ε.Π. οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Εποπτείας Καζίνο του Υπουργείου Τουρισμού και της Επιτροπής Καζίνο του ν. 2206/1994 (Α΄ 62), με εξαίρεση τον έλεγχο και την εποπτεία των θεμάτων που αφορούν στα αντισταθμιστικά οφέλη, τα οποία έχουν συμβατικά αναλάβει να παρέχουν τα καζίνο. Με απόφαση του Υπουργού Τουρισμού ορίζεται η υπηρεσία του Υπουργείου Τουρισμού που είναι αρμόδια για την άσκηση του ελέγχου και της εποπτείας των θεμάτων αυτών [όπως η περ. α΄ ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, πριν από την κατάργηση της εξαίρεσης που περιέχεται στο πρώτο εδάφιο αυτής καθώς επίσης και του δεύτερου εδαφίου αυτής με το άρθρο 377 παρ. 4 του ν.4512/2018 (Α΄8)]. β. Καταργείται η Επιτροπή Καζίνο. γ. Με την επιφύλαξη όσων ορίζονται στο ως άνω στοιχείο α΄ της παραγράφου αυτής, όλες οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Εποπτείας Καζίνο του Υπουργείου Τουρισμού ασκούνται από την Ε.Ε.Ε.Π. Όπου στο ν. 2206/1994 προβλέπεται ο Υπουργός Τουρισμού νοείται η Ε.Ε.Ε.Π. Ο Κανονισμός Διοικητικού Ελέγχου και Εποπτείας της Λειτουργίας των Καζίνο [Τ/6736 (Β΄929/4.7.2003)] συνεχίζει να ισχύει μέχρι την αντικατάστασή του από τον Κανονισμό Διεξαγωγής και Ελέγχου Παιγνίων της παρ. 3 του άρθρου 29 του ν.4002/2011 (Α΄ 180). δ. (…)». Μεταξύ, δε, των νέων αυτών αρμοδιοτήτων της Ε.Ε.Ε.Π. συγκαταλέγονται, σύμφωνα με τις περιπτώσεις γ΄, δ΄ και στ΄ της παρ. 8 του άρθρου 2 του ν.2206/1994, οι οποίες προστέθηκαν με την παράγραφο 3 του άρθρου 22 του ν.4255/2014 (Α΄89/11.04.2014) και ήταν σε ισχύ κατά τον κρίσιμο χρόνο, η είσπραξη από τις υπόχρεες επιχειρήσεις καθημερινά, αποκλειστικά και μόνο μέσω ηλεκτρονικής πληρωμής (web banking), των χρημάτων της συμμετοχής του Ελληνικού Δημοσίου στο μικτό κέρδος των τυχερών παιγνίων καθώς και η απόδοσή τους στο Ελληνικό Δημόσιο την τελευταία εργάσιμη ημέρα κάθε εβδομάδας, ο έλεγχος της καταβολής των υπόλοιπων οικονομικών υποχρεώσεων των επιχειρήσεων καζίνο προς το Ελληνικό Δημόσιο, μέσω της υποβολής σε αυτήν των οικείων αποδεικτικών πληρωμής, και, τέλος, η έκδοση πράξεων διαπιστωτικών της μη έγκαιρης και πλήρους καταβολής τόσο της συμμετοχής του Ελληνικού Δημοσίου στο μικτό κέρδος των τυχερών παιγνίων όσο και των προαναφερόμενων υπόλοιπων οικονομικών υποχρεώσεων των επιχειρήσεων καζίνο. Σημειωτέον, δε, στο πλαίσιο αυτό, ότι το Ελληνικό Δημόσιο έχει δικαίωμα και στο εισιτήριο εισόδου στα καζίνο, δικαίωμα το οποίο προβλέφθηκε με το άρθρο 2 παρ. 10 του ν.2206/1994 και καθορίστηκε με την 1128269/1226/0015/ΠΟΛ.1292/16.11.1995 υπουργική απόφαση (Β΄982), με την οποία ορίστηκε, στην παράγραφο 10 του άρθρου μόνου αυτής, ότι τα δικαιώματα του Δημοσίου από τα εισιτήρια των καζίνο αποδίδονται στην αρμόδια για τη φορολογία του εισοδήματος της επιχείρησης (καζίνο) Δ.Ο.Υ. Ειδικότερα, όσον αφορά στο καζίνο Πάρνηθας, με τη μερική ιδιωτικοποίησή του με το ν.3139/2003 (Α΄62), το εισιτήριο εισόδου σε αυτό καθορίστηκε σε 6 ευρώ (βλ. το άρθρο 1 περ. ζ΄ του ν.3139/2003), ενώ, μεταγενέστερα, με την παρ. 9 της υποπαραγράφου Ε7 του άρθρου πρώτου του ν.4093/2012 (Α΄222), ορίστηκε, πλέον, οριζόντια, για όλα τα καζίνο, ότι: «Το εισιτήριο για την είσοδο στο χώρο των «μηχανημάτων» ή των «τραπεζιών» των επιχειρήσεων καζίνο της χώρας, ορίζεται ενιαία, στο ποσό των έξι (6) ευρώ. Από τη συνολική αξία του εισιτηρίου παρακρατείται ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) από την επιχείρηση – καζίνο, ως δικαίωμα διάθεσης και κάλυψης δαπανών, στο οποίο εμπεριέχεται και ο αναλογών Φ.Π.Α., το υπόλοιπο δε ποσό αποτελεί το δικαίωμα του Δημοσίου. (…)». Τέλος, με το άρθρο 173 παρ. 8 περ. β΄ του ν.4261/2014 (Α΄107/5.5.2014) προστέθηκε παράγραφος 10 στο άρθρο 28 του ν.4002/2011, με την οποία ορίστηκαν τα εξής: «Από την 1.6.2014 η Ε.Ε.Ε.Π. καθίσταται καθολικός διάδοχος όλων των εκκρεμών, κατά την δημοσίευση του νόμου αυτού, δικών κατά του Ελληνικού Δημοσίου και του Υπουργού Οικονομικών, όπως και εκείνων που θα προκύψουν στο μέλλον, και οι οποίες έχουν ως αντικείμενο οποιοδήποτε θέμα σχετικό με την αγορά παιγνίων. Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους και οι αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών διαβιβάζουν στην Ε.Ε.Ε.Π. κάθε σχετικό, με τις παραπάνω υποθέσεις, φάκελο ή έγγραφο, προκειμένου να συγκροτηθεί το απαιτούμενο αρχείο διαχείρισης των υποθέσεων αυτών. Κατ’ εξαίρεση, ο χειρισμός κάθε είδους δικαστικών υποθέσεων σχετικών με τα καζίνο, που αφορούν ή έχουν ως αιτία τους πράξεις ή παραλείψεις της Διοίκησης, οι οποίες εκκρεμούσαν μέχρι την ημερομηνία μεταφοράς αρμοδιοτήτων της παρ. 2 του άρθρου 92 του ν.4182/2013, καθώς και όσων τέτοιων δημιουργούνται μετά την ημερομηνία αυτή, για τις οποίες ο κρίσιμος χρόνος προσδιορίζεται πριν την παραπάνω ημερομηνία μεταφοράς αρμοδιοτήτων, παραμένει στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, το οποίο τις διεκπεραιώνει με την υπηρεσιακή υποστήριξη της Ε.Ε.Ε.Π. Το αυτό ισχύει και για ζητήματα κρατικών ενισχύσεων, όπου, ως αρμόδια υπηρεσία, συνεχίζει να θεωρείται η υπηρεσία, από την οποία μεταφέρθηκαν οι παραπάνω αρμοδιότητες», ενώ με την παρ. 20 του αυτού ως άνω άρθρου 173 του ν.4261/2014, που ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 190 του ίδιου νόμου, από τη δημοσίευση του τελευταίου (5.5.2014), προστέθηκε τελευταίο εδάφιο στην παρ. 10 του άρθρου 7 του ν.4038/2012 ως εξής: «Η Ε.Ε.Ε.Π. έχει νομική προσωπικότητα και παρίσταται αυτοτελώς σε κάθε είδους δίκες».

6. Επειδή, από τις διατάξεις που παρατέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη προκύπτει ότι, από την έναρξη ισχύος του ν.4182/2013, μεταφέρθηκε στην Ε.Ε.Ε.Π., δυνάμει της παρ. 2 του άρθρου 92 του νόμου αυτού, το σύνολο σχεδόν των αρμοδιοτήτων της Διεύθυνσης Εποπτείας Καζίνο του Υπουργείου Τουρισμού καθώς και της καταργηθείσας με την ίδια διάταξη Επιτροπής Καζίνο του ν.2206/1994, αρμοδιότητες οι οποίες άπτονταν του διοικητικού και όχι του οικονομικού ελέγχου των καζίνο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 3 παρ. 4 του ν.2206/1994. Με τη μεταφορά, δε, αυτή η Ε.Ε.Ε.Π., η οποία είχε ήδη μετατραπεί σε Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή με το άρθρο 7 παρ. 10 του ν.4038/2012, κατέστη αποκλειστικά σχεδόν αρμόδια να εποπτεύει τα καζίνο, κατ’ επέκταση της αρμοδιότητας παρακολούθησης και ελέγχου αυτών που είχε, άλλωστε, από τη σύστασή της με το ν.3229/2004, δυνάμει του άρθρου 17 του νόμου αυτού. Με τα δεδομένα αυτά, μετά την έναρξη ισχύος του ν.4182/2013, αρμόδια υπηρεσία για την ανάκτηση παράνομων κρατικών ενισχύσεων με αποδέκτες καζίνο κατέστη, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 22 του ν.4002/2011, όπως η διάταξη αυτή ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, η Ε.Ε.Ε.Π. Ειδικότερα, η Ε.Ε.Ε.Π., που από 5.5.2014 έχει πλέον ίδια νομική προσωπικότητα, κατέστη αρμόδια για την εκτέλεση – υλοποίηση απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή του Δικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την οποία κρίθηκε, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 107 της ΣΛΕΕ, ότι κρατικές ενισχύσεις είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά και, συνεπώς, ανακτητέες. Η εκτέλεση, δε, της ανωτέρω απόφασης, που, όπως ρητά ορίζεται στο άρθρο 22 παρ. 2 του ν.4002/2011, αποτελεί το νόμιμο τίτλο για την είσπραξη του ανακτητέου ποσού, συνίσταται στην κίνηση από την Ε.Ε.Ε.Π. της διαδικασίας είσπραξης του ποσού αυτού, αρχικά με την αποστολή στο καζίνο – αποδέκτη της ενίσχυσης αντιγράφου της εν λόγω απόφασης μαζί με πρόσκληση για καταβολή του ανακτητέου ποσού εντός ορισμένης προθεσμίας και στη συνέχεια, μετά την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας αυτής, με τη σύνταξη σχετικού χρηματικού καταλόγου για την ταμειακή βεβαίωση του προαναφερόμενου ποσού από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. Εξάλλου, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, σε περίπτωση μεταγενέστερης ακύρωσης του προαναφερόμενου νόμιμου τίτλου ανάκτησης παράνομης κρατικής ενίσχυσης, όπως απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η αρμοδιότητα της Ε.Ε.Ε.Π. εκτείνεται και στην έκδοση πράξεων εκτέλεσης – υλοποίησης της απόφασης με την οποία ακυρώθηκε ο εν λόγω νόμιμος τίτλος. Περαιτέρω, από τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 28 του ν.4002/2011, της παρ. 9 της υποπαραγράφου Ε7 του άρθρου πρώτου του ν.4093/2012 και των περ. γ΄, δ΄ και στ΄ της παρ. 8 του άρθρου 2 του ν.2206/1994, που προστέθηκαν με την παράγραφο 3 του άρθρου 22 του ν.4255/2014, προκύπτει ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο, η Ε.Ε.Ε.Π. είχε αρμοδιότητα ελέγχου απόδοσης των κερδών στο Δημόσιο και καταβολής του δικαιώματος του Δημοσίου επί της τιμής του εισιτηρίου εισόδου στα καζίνο καθώς επίσης αρμοδιότητα είσπραξης και απόδοσης στο Δημόσιο των χρημάτων της συμμετοχής του στο μικτό κέρδος των τυχερών παιγνίων, όχι όμως και αρμοδιότητα διαχείρισης ή διάθεσης των εν λόγω χρημάτων, τα οποία δεν της ανήκουν. Άλλωστε, ο οικονομικός έλεγχος των καζίνο εξακολουθεί να ανήκει στο Υπουργείο Οικονομικών, σύμφωνα με το προαναφερόμενο άρθρο 3 παρ. 4 του ν.2206/1994. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 17 περ. δ΄ και ζ΄ του ν.3229/2004, η Ε.Ε.Ε.Π. είναι αρμόδια για τη συγκέντρωση, μελέτη και επεξεργασία στοιχείων σχετικών με τα έσοδα του Δημοσίου από τη λειτουργία των τυχερών παιχνιδιών και την εισήγηση για τη λήψη μέτρων βελτίωσης του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου για τη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου, ενώ, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 28 του ν.4002/2011, αυτή είναι αρμόδια και για την έκδοση ορισμένων κανονιστικών αποφάσεων προστατευτικού, προληπτικού και κατασταλτικού χαρακτήρα, με σκοπό την προάσπιση του κοινωνικού συνόλου και την παρεμπόδιση νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (περ. ε΄ και στ΄ της ως άνω παραγράφου 3).

7. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την C-3504/24.5.2011 απόφασή της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκανε δεκτό ότι το […], δημόσιο, τότε, κατά το μεγαλύτερο ποσοστό του, καζίνο, υπήρξε, όπως και άλλα δημόσια καζίνο, αποδέκτης μη συμβατής με το ενωσιακό δίκαιο κρατικής ενίσχυσης, κατά παράβαση των άρθρων 107 παρ. 1 και 108 παρ. 3 της ΣΛΕΕ, συνιστάμενης στη διακριτική φορολογική μεταχείρισή του (καθορισμός ενιαίου φόρου 80% επί της τιμής των εισιτηρίων εισόδου, με παράλληλο ορισμό δύο άνισων νόμιμων τιμών του εισιτηρίου αυτού σε 6 και σε 15 ευρώ για τα δημόσια και ιδιωτικά καζίνο αντίστοιχα) και, για το λόγο αυτό, διέταξε την Ελληνική Δημοκρατία να υπολογίσει το ποσό της εν λόγω ενίσχυσης από 21.10.1999 και μετά και να προβεί στην ανάκτησή της. Με την ίδια απόφαση ορίστηκε, επιπλέον, ότι επί των ποσών των ανακτητέων ενισχύσεων οφείλονται τόκοι, από την ημερομηνία που οι ενισχύσεις αυτές τέθηκαν στη διάθεση των δικαιούχων μέχρι το χρόνο της πραγματικής τους ανάκτησης, οι οποίοι θα πρέπει να υπολογιστούν με τη μέθοδο του ανατοκισμού, σύμφωνα με τον Κανονισμό 794/2004/ΕΚ της Επιτροπής (EE L 140, 30.4.2004). Ακολούθως, σε συμμόρφωση με την ανωτέρω απόφαση και για την υλοποίηση αυτής, η Διεύθυνση Εποπτείας Καζίνο του Υπουργείου Τουρισμού, ως αρμόδια, τότε, υπηρεσία ανάκτησης, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 3 του ν.4002/2011, απέστειλε στην προσφεύγουσα, κατ’ εφαρμογή του άρθρου αυτού, αρχικά το 7729/22.5.2012 έγγραφο, με το οποίο της διαβίβασε αντίγραφο της εν λόγω απόφασης καθώς επίσης και του πίνακα υπολογισμού των ποσών των ανακτητέων ενισχύσεων, και στη συνέχεια το 10605/24.7.2012 έγγραφο με θέμα «Ανάκτηση παράνομων κρατικών ενισχύσεων του ν.4002/2011», με το οποίο την κάλεσε να επιστρέψει συνολικό ποσό 77.100.747,46 ευρώ, που αντιστοιχεί σε κεφάλαιο ανάκτησης για το χρονικό διάστημα από 22.10.1999 έως 29.2.2012 ύψους 62.777.578 ευρώ και σε τόκους για το ίδιο χρονικό διάστημα ύψους 14.323.169,76 ευρώ. Κατά του 10605/24.7.2012 εγγράφου, το οποίο με την κρινόμενη προσφυγή χαρακτηρίζεται ως καταλογιστική πράξη ανάκτησης της προαναφερόμενης ενίσχυσης, καθώς επίσης και της C-3504/24.5.2011 απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή και αίτηση αναστολής ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο, με την 4392/2012 απόφασή του σε συμβούλιο (Τμήμα 28ο, Τριμελές), έκανε εν μέρει δεκτή την εν λόγω αίτηση αναστολής και ανέστειλε την εκτέλεση του […] εγγράφου, κατά το μέρος που αφορούσε στο ποσό των 70.000.000 ευρώ. Στη συνέχεια, βάσει της ανωτέρω δικαστικής απόφασης και δυνάμει της […] τριπλότυπης περιληπτικής κατάστασης βεβαίωσης εσόδου που απέστειλε η Διεύθυνση Εποπτείας Καζίνο του Υπουργείου Τουρισμού στη Δ.Ο.Υ. Μεγάλων Επιχειρήσεων, ως αρμόδια Δ.Ο.Υ. φορολογίας εισοδήματος της προσφεύγουσας, βεβαιώθηκε ταμειακά σε βάρος της τελευταίας, με την […] πράξη του Προϊστάμενου της ίδιας ως άνω Δ.Ο.Υ., το υπόλοιπο του προαναφερθέντος ανακτητέου ποσού ενίσχυσης για το οποίο δε χορηγήθηκε αναστολή καταβολής του, δηλαδή ποσό 7.100.747,46 ευρώ. Για την εξόφληση, δε, της ανωτέρω ταμειακώς βεβαιωθείσας οφειλής της, η προσφεύγουσα κατέβαλε στις 31.12.2012 ποσό 4.000.000 ευρώ και ακολούθως προέβη σε διαδοχικές ρυθμίσεις του υπόλοιπου της οφειλής αυτής (βλ. σχετικά τις 65/22.1.2013 και 85/25.1.2013 αποφάσεις του Προϊστάμενου της Δ.Ο.Υ. Μεγάλων Επιχειρήσεων και την από 27.3.2013 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών), καταβάλλοντας, έως τις 29.8.2014, επιπλέον ποσό 3.054.408,29 ευρώ και συνολικά, έως την τελευταία αυτή ημερομηνία, ποσό 7.054.408,29 ευρώ. Στο τελευταίο, δε, ποσό περιλαμβάνονταν, αφενός τόκοι που καταλογίστηκαν επί του ανακτητέου ποσού, σύμφωνα με την C-3504/24.5.2011 απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αφετέρου τόκοι που υπολογίστηκαν σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημόσιων Εσόδων (εφεξής ‘Κ.Ε.Δ.Ε.’, ν.δ. 496/1974, Α΄90), λόγω της υπαγωγής της προσφεύγουσας στις ανωτέρω επιμέρους ρυθμίσεις τμηματικής καταβολής του υπόλοιπου της ταμειακώς βεβαιωθείσας οφειλής της. Ακολούθως, όμως, στις 11.9.2014, εκδόθηκε η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής ‘Γ.Δ.Ε.Ε.’) στην υπόθεση Τ – 425/2011, με την οποία, κατόπιν αποδοχής προσφυγής της Ελληνικής Δημοκρατίας, ακυρώθηκε στο σύνολό της η προαναφερόμενη απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Εξάλλου, αίτηση αναίρεσης που άσκησε η τελευταία κατά της ως άνω απόφασης απορρίφθηκε με διάταξη του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής ‘Δ.Ε.Ε.’), που εκδόθηκε στις 22.10.2015. Κατόπιν τούτων, στις 19.9.2014, η προσφεύγουσα, επικαλούμενη την προαναφερόμενη ακυρωτική απόφαση του Γ.Δ.Ε.Ε., υπέβαλε αίτηση στο Υπουργείο Τουρισμού, στην Ε.Ε.Ε.Π. και στο Υπουργείο Οικονομικών (στο Γραφείο Υπουργού και στη Γενική Γραμματεία Δημόσιων Εσόδων) ταυτόχρονα, με αίτημα: α) την ανάκληση της […] «απόφασης ανάκτησης» της Διεύθυνσης Εποπτείας Καζίνο του Υπουργείου Τουρισμού, του αποσταλέντος από την ίδια ως άνω Διεύθυνση προς τη Δ.Ο.Υ. Μεγάλων Επιχειρήσεων οικείου χρηματικού καταλόγου και της ταμειακής βεβαίωσης από τη Δ.Ο.Υ. αυτήν του ποσού των 7.100.747,46 ευρώ, β) την απαλλαγή της από την καταβολή των εναπομενουσών δόσεων και γ) την επιστροφή των ήδη καταβληθέντων ποσών εντόκως. Ειδικότερα, με την αίτηση αυτή η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι, κατόπιν της έκδοσης της απόφασης του Γ.Δ.Ε.Ε., «(…) Το νόμιμο έρεισμα της απόφασης ανάκτησης του Υπουργείου Τουρισμού (…) εξέλιπε» και ότι απόρροια της δικαστικής αυτής απόφασης είναι η υποχρέωση ανάκλησης των προαναφερόμενων πράξεων και η επιστροφή των ήδη καταβληθέντων ποσών εντόκως (βλ. σελ. 3 και 4 της αίτησης). Επί της εν λόγω αίτησης και σε συμμόρφωση με την ανωτέρω ακυρωτική απόφαση του Γ.Δ.Ε.Ε., η Ε.Ε.Ε.Π. εξέδωσε την […] απόφαση, με την οποία ανακάλεσε τόσο την […] «πράξη ανάκτησης» όσο και τη […] τριπλότυπη περιληπτική κατάσταση βεβαίωσης εσόδου ποσού 7.100.747,46 ευρώ, απέρριψε, όμως, σιωπηρά, το επιμέρους αίτημα της προσφεύγουσας για έντοκη επιστροφή των αχρεωστήτως, πλέον, καταβληθέντων από αυτήν ποσών. Στη συνέχεια, δυνάμει της ως άνω απόφασης της Ε.Ε.Ε.Π., συμψηφίστηκε διαδοχικά, κατά το χρονικό διάστημα από 30.10.2014 έως 28.8.2015, το μεγαλύτερο μέρος του ήδη καταβληθέντος από την προσφεύγουσα ποσού των 7.054.408,29 ευρώ με οφειλές της τελευταίας προς το Ελληνικό Δημόσιο. Κατόπιν τούτων, η προσφεύγουσα, με την […] αίτηση που υπέβαλε στο Κέντρο Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων (εφεξής ‘Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ.’), στο οποίο είχαν πλέον περιέλθει οι αρμοδιότητες της Δ.Ο.Υ. Μεγάλων Επιχειρήσεων, επικαλούμενη εκ νέου το ακυρωτικό αποτέλεσμα της απόφασης του Γ.Δ.Ε.Ε. και την εκ του αποτελέσματος αυτού ευθέως απορρέουσα, κατ’ αυτήν, υποχρέωση της Διοίκησης να αποκαταστήσει τα πράγματα στην κατάσταση που θα ήταν, εάν δεν είχε εκδοθεί η πράξη που ακυρώθηκε με την απόφαση αυτή, δηλαδή η C-3504/24.5.2011 απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, συμπληρωματικά, δε, την ισότητα των διαδίκων, ενόψει της έντοκης από μέρους της επιστροφής της κριθείσας ως παράνομης κρατικής ενίσχυσης, ζήτησε να της καταβληθούν τόκοι ύψους 749.194,96 ευρώ, υπολογιζόμενοι με επιτόκιο 6% ετησίως, που γεννήθηκαν, κατά τους ισχυρισμούς της, κατά το χρονικό διάστημα από 31.12.2012 μέχρι και 28.8.2015, λόγω της αχρεώστητης καταβολής στο Ελληνικό Δημόσιο συνολικού ποσού 7.054.408,29 ευρώ. Σε απάντηση της αίτησης αυτής, η Διευθύντρια του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ. απέστειλε στην προσφεύγουσα το […] έγγραφο, με το οποίο της γνώρισε ότι «(…) αρμόδια για την εξέταση και ικανοποίηση ή μη του αιτήματός σας είναι η Βεβαιούσα Αρχή που συνέταξε τους νόμιμους τίτλους βεβαίωσης και έκπτωσης». Στη συνέχεια, ενόψει της απάντησης αυτής, η προσφεύγουσα υπέβαλε στην Ε.Ε.Ε.Π. τη με αριθμό πρωτοκόλλου […] αίτηση με πανομοιότυπο με την προαναφερόμενη αίτηση περιεχόμενο και αίτημα, επί της οποίας, όμως, η Ε.Ε.Ε.Π. ουδέποτε απάντησε. Ήδη, δε, με την κρινόμενη προσφυγή η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της τεκμαιρόμενης, λόγω παρόδου άπρακτου τριμήνου, σιωπηρής απόρριψης από την Ε.Ε.Ε.Π. της τελευταίας αίτησής της.

8. Επειδή, ενόψει όσων έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην έκτη σκέψη, κατά την υποβολή της από 19.9.2014 αίτησης της προσφεύγουσας, η Ε.Ε.Ε.Π. είχε καταστεί, ως εποπτεύουσα αρχή, αρμόδια υπηρεσία ανάκτησης παράνομων κρατικών ενισχύσεων με αποδέκτες καζίνο, κατά την έννοια της παρ. 3 του άρθρου 22 του ν.4002/2011, και, συνακόλουθα, αρμόδια και για την υλοποίηση της από 11.9.2014 απόφασης του Γ.Δ.Ε.Ε. στην υπόθεση Τ – 425/2011, με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που έκρινε παράνομη την ένδικη κρατική ενίσχυση. Με τα δεδομένα αυτά, εφόσον με την έκδοση της ως άνω ακυρωτικής δικαστικής απόφασης εξέλιπε πλέον η νόμιμη αιτία επιστροφής από την προσφεύγουσα της ενίσχυσης αυτής, η καθ’ ης η προσφυγή νομίμως εξέδωσε την […] απόφαση, με την οποία ανακάλεσε τόσο την […] «πράξη ανάκτησης» όσο και την […] τριπλότυπη περιληπτική κατάσταση βεβαίωσης εσόδου. Όπως έγινε, δε, δεκτό στην προηγούμενη σκέψη, δυνάμει της ως άνω απόφασης της Ε.Ε.Ε.Π. επιστράφηκε στην προσφεύγουσα από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., δια συμψηφισμού, ποσό 7.054.408,29 ευρώ που αυτή είχε ήδη καταβάλει και στο οποίο περιλαμβάνονταν τόσο τόκοι που υπολογίστηκαν επί του ανακτητέου ποσού, σε συμμόρφωση με την προαναφερόμενη απόφαση του Γ.Δ.Ε.Ε. και σύμφωνα με τον Κανονισμό 794/2004/ΕΚ, όσο και τόκοι που υπολογίστηκαν σύμφωνα με τον Κ.Ε.Δ.Ε., λόγω της υπαγωγής της προσφεύγουσας σε ρυθμίσεις τμηματικής καταβολής μέρους της ταμειακώς βεβαιωθείσας οφειλής της. Ωστόσο, από καμία διάταξη της κείμενης νομοθεσίας που εκτέθηκε αναλυτικά στην έκτη σκέψη και καθορίζει τις αρμοδιότητες της Ε.Ε.Ε.Π. δεν παρέχεται σε αυτήν η εξουσία να προβεί, κατόπιν σχετικής αίτησης επιχείρησης καζίνο, σε έντοκη επιστροφή ποσών που τυχόν καταβλήθηκαν από την τελευταία αχρεωστήτως, στο πλαίσιο ανάκτησης παράνομης κρατικής ενίσχυσης. Μάλιστα, η ίδια ως άνω νομοθεσία δεν επιφυλάσσει, γενικότερα, στην Ε.Ε.Ε.Π. καμία εξουσία διάθεσης δημόσιου χρήματος στο πλαίσιο της εποπτείας που αυτή ασκεί στα καζίνο. Ενόψει τούτων και λαμβανομένου, περαιτέρω, υπόψη ότι ο οικονομικός έλεγχος των καζίνο ανήκει στο κράτος, το οποίο ρυθμίζει κανονιστικά τις φορολογικές και λοιπές υποχρεώσεις αυτών (τιμή εισιτηρίου, δικαιώματα επί του μικτού κέρδους των τυχερών παιχνιδιών κλπ.) και εισπράττει τα αναλογούντα ποσά ως δημόσια έσοδα, είτε μέσω των αρμόδιων Δ.Ο.Υ. είτε μέσω της Ε.Ε.Ε.Π., η οποία ενεργεί στην περίπτωση αυτή διαμεσολαβητικά, για λογαριασμό του Δημοσίου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τυχόν εκ μέρους της Ε.Ε.Ε.Π. ρητή ή σιωπηρή απόρριψη αίτησης επιχείρησης καζίνο για καταβολή τόκων επί ποσού που κατέβαλε, ως παράνομη κρατική ενίσχυση, αχρεωστήτως, δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα και άρα απαραδέκτως προσβάλλεται με προσφυγή (πρβλ. ΣτΕ 3325/20132942/2003 κ.ά.). Επομένως, στην προκείμενη περίπτωση, η σιωπηρή απόρριψη από την Ε.Ε.Ε.Π. της από 19.9.2014 αρχικής αίτησης της προσφεύγουσας ως προς το σκέλος της έντοκης επιστροφής του ήδη καταβληθέντος ποσού ενίσχυσης στερείται εκτελεστότητας. Συνακόλουθα, η προσβαλλόμενη με την κρινόμενη προσφυγή σιωπηρή απόρριψη από την Ε.Ε.Ε.Π. της μεταγενέστερης από 12.10.2015 αίτησης της προσφεύγουσας, με την οποία η τελευταία επεδίωξε κατ’ ουσίαν την ανάκληση της προαναφερόμενης, μη εκτελεστής, σιωπηρής απόρριψης της από 19.9.2014 αίτησής της, κατά το ως άνω σκέλος, στερείται ομοίως εκτελεστότητας (πρβλ. ΣτΕ 1334/2019, σκ. 8 κ.ά.) και, για το λόγο αυτό, που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, η κρινόμενη προσφυγή είναι απορριπτέα, ως απαράδεκτη.

9. Επειδή, κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η προσφυγή και να διαταχθεί η κατάπτωση του καταβληθέντος παραβόλου υπέρ του Δημοσίου, κατ’ άρθρο 277 παρ. 9 εδ. α΄ του Κ.Δ.Δ., να απαλλαγεί, όμως, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, η προσφεύγουσα από τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η προσφυγή, κατ’ άρθρο 275 παρ. 1 εδ. ε΄ του ίδιου ως άνω Κώδικα.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Απορρίπτει την προσφυγή.

Διατάσσει την κατάπτωση του καταβληθέντος παραβόλου υπέρ του Δημοσίου.

Απαλλάσσει την προσφεύγουσα από τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η προσφυγή.

Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στην Αθήνα στις 11 Μαρτίου 2020, στις 5 Μαΐου 2020 και στις 10 Ιουνίου 2020 και η απόφαση δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στον ίδιο τόπο, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 28 Ιουλίου 2020.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ

 

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *