ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)
της 7ης Απριλίου 2022 (*)
«Προδικαστική παραπομπή – Ενωσιακός τελωνειακός κώδικας – Απόσβεση της τελωνειακής οφειλής – Εμπορεύματα τα οποία έχουν εισαχθεί παρανόμως στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης – Κατάσχεση και δήμευση – Οδηγία 2008/118/ΕΚ – Ειδικοί φόροι κατανάλωσης – Οδηγία 2006/112/ΕΚ – Φόρος προστιθεμένης αξίας – Γενεσιουργός αιτία – Απαιτητό»
Στην υπόθεση C‑489/20,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Lietuvos vyriausiasis administracinis teismas (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Λιθουανίας) με απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 2 Οκτωβρίου 2020, στο πλαίσιο της δίκης
UB
κατά
Kauno teritorinė muitinė
παρισταμένου του:
Muitinės departamentas prie Lietuvos Respublikos Finansų ministerijos
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),
συγκείμενο από τους A. Arabadjiev, πρόεδρο του πρώτου τμήματος, προεδρεύοντα του δευτέρου τμήματος, I. Ziemele, T. von Danwitz (εισηγητή), P. G. Xuereb και A. Kumin, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: E. Tanchev
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Λιθουανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον K. Dieninis και την V. Kazlauskaitė-Švenčionienė,
– η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον G. Albenzio, avvocato dello Stato,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις F. Clotuche-Duvieusart και J. Jokubauskaitė,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 6ης Οκτωβρίου 2021,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 124, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 2013, L 269, σ. 1, στο εξής: ενωσιακός τελωνειακός κώδικας), του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/118/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με το γενικό καθεστώς των ειδικών φόρων κατανάλωσης και για την κατάργηση της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ (ΕΕ 2009, L 9, σ. 12), καθώς και του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και του άρθρου 70 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ 2006, L 347, σ. 1, στο εξής: οδηγία περί ΦΠΑ).
2 Η αίτηση αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, του UB, αναιρεσείοντος της κύριας δίκης, και, αφετέρου, της Kauno teritorinė muitinė (περιφερειακής τελωνειακής αρχής του Kaunas, Λιθουανία) και της Muitinės departamentas prie Finansų ministerijos (τελωνειακής αρχής του Υπουργείου Οικονομικών, Λιθουανία), σχετικής με απόφαση με την οποία η εν λόγω περιφερειακή τελωνειακή αρχή προσδιόρισε το οφειλόμενο από τον UB ποσό των ειδικών φόρων κατανάλωσης και του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) συνεπεία της παράνομης εισαγωγής τσιγάρων από τη Λευκορωσία στο λιθουανικό έδαφος.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
Ο ενωσιακός τελωνειακός κώδικας
3 Κατά το άρθρο 42, παράγραφος 1, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα:
«Κάθε κράτος μέλος προβλέπει κυρώσεις για μη συμμόρφωση με την τελωνειακή νομοθεσία. Οι κυρώσεις αυτές είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.»
4 Το άρθρο 79 του ανωτέρω κώδικα, το οποίο επιγράφεται «Τελωνειακή οφειλή που γεννάται λόγω μη τήρησης υποχρεώσεων και όρων», ορίζει τα εξής:
«1. Για τα εμπορεύματα που υπόκεινται σε εισαγωγικό δασμό, γεννάται τελωνειακή οφειλή κατά την εισαγωγή λόγω της μη τήρησης οποιουδήποτε από τα εξής:
α) μιας από τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στην τελωνειακή νομοθεσία όσον αφορά την είσοδο μη ενωσιακών εμπορευμάτων στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, την απομάκρυνσή τους από την τελωνειακή επιτήρηση ή τη διακίνηση, μεταποίηση, αποθήκευση, προσωρινή εναπόθεση, προσωρινή εισαγωγή ή διάθεση των εμπορευμάτων αυτών εντός του εν λόγω εδάφους·
[…]».
5 Το άρθρο 124 του εν λόγω κώδικα, το οποίο τιτλοφορείται «Απόσβεση», προβλέπει τα ακόλουθα:
«1. Με την επιφύλαξη των κείμενων διατάξεων σχετικά με τη μη ανάκτηση του ποσού του εισαγωγικού ή εξαγωγικού δασμού που αντιστοιχεί σε τελωνειακή οφειλή σε περίπτωση δικαστικά διαπιστωμένης αφερεγγυότητας του οφειλέτη, η τελωνειακή οφειλή, κατά την εισαγωγή ή την εξαγωγή, αποσβέννυται με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:
[…]
ε) όταν εμπορεύματα που υπόκεινται σε εισαγωγικούς ή εξαγωγικούς δασμούς δημευθούν ή κατασχεθούν και συγχρόνως ή στη συνέχεια δημευθούν.
[…]
2. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο ε), η τελωνειακή οφειλή λογίζεται ωστόσο, για τους σκοπούς του καθορισμού των κυρώσεων που επιβάλλονται στις τελωνειακές παραβάσεις, ως μη αποσβεσθείσα όταν η νομοθεσία ενός κράτους μέλους προβλέπει ότι ο εισαγωγικός ή εξαγωγικός δασμός ή η ύπαρξη τελωνειακής οφειλής χρησιμεύουν ως βάση για τον καθορισμό κυρώσεων.
[…]»
6 Κατά το άρθρο του 286, παράγραφος 1, ο εν λόγω κώδικας καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 450/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23 Απριλίου 2008, για τη θέσπιση του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (εκσυγχρονισμένος τελωνειακός κώδικας) (ΕΕ 2008, L 145, σ. 1), ο οποίος με τη σειρά του κατήργησε τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 1992, L 302, σ. 1).
Ο κανονισμός 450/2008
7 Ο κανονισμός 450/2008 όριζε, στο άρθρο του 86 με τίτλο «Απόσβεση», τα ακόλουθα:
«1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 68 και των κειμένων διατάξεων σχετικά με τη μη ανάκτηση του ποσού του εισαγωγικού ή εξαγωγικού δασμού που αντιστοιχεί σε τελωνειακή οφειλή σε περίπτωση δικαστικά διαπιστωμένης αφερεγγυότητας του οφειλέτη, η τελωνειακή οφειλή, κατά την εισαγωγή ή την εξαγωγή, αποσβέννυται με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:
[…]
ε) όταν εμπορεύματα που υπόκεινται σε εισαγωγικούς ή εξαγωγικούς δασμούς κατασχεθούν και συγχρόνως ή στη συνέχεια δημευθούν·
[…]».
Ο κανονισμός 2913/92
8 Ο κανονισμός 2913/92 προέβλεπε, στο άρθρο του 202, τα εξής:
«1. Τελωνειακή οφειλή κατά την εισαγωγή γεννάται:
α) από την παράτυπη εισαγωγή στο τελωνειακό έδαφος της [Ευρωπαϊκής] Κοινότητας, εμπορεύματος υποκείμενου σε εισαγωγικούς δασμούς ή
β) προκειμένου για εμπόρευμα υποκείμενο σε εισαγωγικούς δασμούς και ευρισκόμενο σε ελεύθερη ζώνη ή ελεύθερη αποθήκη, από την παράτυπη εισαγωγή του σε άλλο τμήμα του εν λόγω εδάφους.
Κατά την έννοια που παρόντος άρθρου, θεωρείται ως “παράτυπη εισαγωγή” κάθε εισαγωγή κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 38 έως 41 και του άρθρου 177 δεύτερη περίπτωση.
2. Η τελωνειακή οφειλή γεννάται τη στιγμή της παράτυπης εισαγωγής.
[…]»
9 Το άρθρο 233 του ανωτέρου κανονισμού, περί απόσβεσης της τελωνειακής οφειλής, όριζε τα ακόλουθα:
«Με την επιφύλαξη των διατάξεων που ισχύουν σχετικά με την παραγραφή της τελωνειακής οφειλής καθώς και σχετικά με την μη ανάκτηση του ποσού της τελωνειακής οφειλής σε περίπτωση δικαστικά διαπιστωμένης αφερεγγυότητας του οφειλέτη, η απόσβεση της τελωνειακής οφειλής επέρχεται:
[…]
δ) εφόσον τα εμπορεύματα για τα οποία γεννάται τελωνειακή οφειλή σύμφωνα με το άρθρο 202 κατασχεθούν κατά την παράτυπη εισαγωγή τους και συγχρόνως ή στη συνέχεια δημευθούν.
[…]»
Η οδηγία 2008/118
10 Κατά το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2008/118:
«Τα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης κατά:
[…]
β) την εισαγωγή τους στο έδαφος της Κοινότητας.»
11 Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, της ανωτέρω οδηγίας προβλέπει τα εξής:
«1. Ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός κατά το χρόνο και στο κράτος μέλος θέσης σε ανάλωση των προϊόντων.
2. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως “θέση σε ανάλωση” νοείται:
[…]
δ) η εισαγωγή υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων, συμπεριλαμβανομένης της παράτυπης εισαγωγής, εκτός εάν τα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα υπαχθούν, αμέσως μετά την εισαγωγή, σε καθεστώς αναστολής.»
Η οδηγία περί ΦΠΑ
12 Το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ ορίζει τα ακόλουθα:
«Στον ΦΠΑ υπόκεινται οι ακόλουθες πράξεις:
[…]
δ) οι εισαγωγές αγαθών.»
13 Κατά το άρθρο 70 της οδηγίας περί ΦΠΑ, «η γενεσιουργός αιτία επέρχεται και ο φόρος καθίσταται απαιτητός κατά το χρόνο πραγματοποίησης της εισαγωγής αγαθών».
14 Δυνάμει του άρθρου 71, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας, «[ε]φόσον […] τα εισαγόμενα αγαθά υπόκεινται σε δασμούς, γεωργικές εισφορές ή φόρους ισοδύναμου αποτελέσματος που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο κοινής πολιτικής, η γενεσιουργός αιτία επέρχεται και ο φόρος καθίσταται απαιτητός κατά το χρόνο που επέρχεται η γενεσιουργός αιτία και καθίστανται απαιτητές οι εν λόγω επιβαρύνσεις».
Το λιθουανικό δίκαιο
15 Το άρθρο 93 του Lietuvos Respublikos mokesčių administravimo įstatymas (νόμου της Δημοκρατίας της Λιθουανίας περί της φορολογικής διοικήσεως), της 13ης Απριλίου 2004 (Žin., 2004, αριθ. 63‑2243), με τίτλο «Απόσβεση της φορολογικής υποχρέωσης», προέβλεπε, στην παράγραφό του 2, σημείο 3, ότι «κάθε υποχρέωση καταβολής των δασμών τους οποίους εισπράττει η τελωνειακή αρχή αποσβέννυται […] επίσης […] εάν τα λαθραία εμπορεύματα κατασχεθούν κατά την παράτυπη εισαγωγή τους και συγχρόνως ή στη συνέχεια δημευθούν».
16 Η ανωτέρω διάταξη καταργήθηκε με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2017 και αντικαταστάθηκε από τις ακόλουθες διατάξεις:
– το άρθρο 20, παράγραφος 2, του Lietuvos Respublikos akcizų įstatymas (νόμου της Δημοκρατίας της Λιθουανίας περί των ειδικών φόρων κατανάλωσης), της 30ής Οκτωβρίου 2001 (Žin., 2001, αριθ. 9‑-3482), όπως ισχύει μετά τη θέσπιση του νόμου αριθ. XII 2696, της 3ης Νοεμβρίου 2016 (TAR, 2016, αριθ. 2016‑26860), κατά το οποίο «η υποχρέωση καταβολής των ειδικών φόρων κατανάλωσης στην τελωνειακή αρχή αποσβέννυται mutatis mutandis στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 124, παράγραφος 1, στοιχεία δʹ έως ζʹ, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα»·
– το άρθρο 121, παράγραφος 2, του Lietuvos Respublikos pridėtinės vertės mokesčio įstatymas (νόμου της Δημοκρατίας της Λιθουανίας περί του φόρου προστιθέμενης αξίας), της 5ης Μαρτίου 2002 (Žin., 2002, αριθ. 35‑1271), όπως ισχύει μετά τη θέσπιση του νόμου αριθ. XII 2697, της 3ης Νοεμβρίου 2016 (TAR, 2016, αριθ. 2016-26861), κατά το οποίο «η υποχρέωση καταβολής στην τελωνειακή αρχή του ΦΠΑ κατά την εισαγωγή αποσβέννυται mutatis mutandis στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 124, παράγραφος 1, στοιχεία δʹ έως ζʹ, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα».
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
17 Ο UB, αναιρεσείων της κύριας δίκης, οργάνωσε, από κοινού με άλλους, την παράνομη (λαθραία) εισαγωγή προϊόντων υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης από τη Λευκορωσία στο λιθουανικό έδαφος. Στις 22 Σεπτεμβρίου 2016, 6 000 πακέτα τσιγάρων (στο εξής: επίμαχα εμπορεύματα) ερρίφθησαν από απομακρυσμένη τοποθεσία προς την άλλη πλευρά των συνόρων, από όπου και ανακτήθηκαν. Την ίδια ημέρα, οι συνοριοφύλακες σταμάτησαν διά της βίας το αυτοκίνητο με το οποίο τα επίμαχα εμπορεύματα διακινούνταν εντός της Λιθουανίας και τα εμπορεύματα αυτά κατασχέθηκαν.
18 Με ποινική διαταγή της 23ης Ιανουαρίου 2017, το Vilniaus apygardos teismas (περιφερειακό δικαστήριο Βίλνιους, Λιθουανία) έκρινε τον UB ένοχο για την τέλεση αξιόποινης πράξης, του επέβαλε χρηματική ποινή ύψους 16 947 ευρώ και διέταξε τη δήμευση και την καταστροφή των επίμαχων εμπορευμάτων.
19 Υπό το πρίσμα της ανωτέρω ποινικής διαταγής, η περιφερειακή τελωνειακή αρχή του Kaunas διαπίστωσε ότι ο UB ευθυνόταν αλληλεγγύως, εις ολόκληρον και από κοινού με τρίτους για την καταβολή φορολογικής οφειλής ύψους 10 237 ευρώ ως ειδικού φόρου κατανάλωσης και 2 679 ευρώ ως ΦΠΑ κατά την εισαγωγή, καθώς και για την καταβολή των ποσών των 1 674 και 438 ευρώ ως τόκων υπερημερίας επί των εν λόγω φόρων. Αντιθέτως, η περιφερειακή τελωνειακή αρχή δεν υπολόγισε και δεν βεβαίωσε το ποσό των δασμών, διότι εκτίμησε ότι η τελωνειακή οφειλή είχε αποσβεστεί, δυνάμει του άρθρου 124, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα.
20 Κατόπιν διοικητικής ένστασης που υπέβαλε ο UB, η τελωνειακή αρχή του Υπουργείου Οικονομικών επικύρωσε, με απόφαση της 9ης Μαΐου 2018, την απόφαση της περιφερειακής τελωνειακής αρχής του Kaunas.
21 Ο UB άσκησε προσφυγή ενώπιον του Vilniaus apygardos administracinis teismas (περιφερειακού διοικητικού δικαστηρίου Βίλνιους, Λιθουανία). Υποστήριξε κατ’ ουσίαν ότι, δεδομένου ότι η τελωνειακή οφειλή είχε αποσβεστεί βάσει του λόγου που προβλέπεται στο άρθρο 124, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, έπρεπε να θεωρηθεί ότι και η υποχρέωσή του να καταβάλει τον ειδικό φόρο κατανάλωσης και τον ΦΠΑ κατά την εισαγωγή είχε ομοίως αποσβεστεί.
22 Με απόφαση της 30ής Οκτωβρίου 2018, το Vilniaus apygardos administracinis teismas (περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο Βίλνιους) απέρριψε την ανωτέρω προσφυγή ως προδήλως νόμω αβάσιμη. Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι ο ενωσιακός τελωνειακός κώδικας δεν προέβλεπε τους λόγους απόσβεσης της υποχρέωσης καταβολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης και/ή του ΦΠΑ κατά την εισαγωγή.
23 Ο UB άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του Lietuvos vyriausiasis administracinis teismas (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου της Λιθουανίας), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου.
24 Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, αφενός, ως προς το ζήτημα εάν κατάσχεση και δήμευση όπως οι επίμαχες στη διαφορά της κύριας δίκης συνιστούν λόγο απόσβεσης της τελωνειακής οφειλής βάσει του άρθρου 124, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα. Παρατηρεί ότι το γράμμα της διάταξης αυτής διαφέρει από το γράμμα του άρθρου 233, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 2913/92, το οποίο προέβλεπε ρητώς ότι για να θεωρηθεί ότι η τελωνειακή οφειλή έχει αποσβεστεί, τα λαθραία εμπορεύματα πρέπει να έχουν κατασχεθεί «κατά την παράτυπη εισαγωγή» τους. Επομένως, θα ήταν δυνατόν να κριθεί ότι, κατά τον ενωσιακό τελωνειακό κώδικα, δεν είναι πλέον κρίσιμο το πότε πραγματοποιήθηκε η κατάσχεση και ότι η τελωνειακή οφειλή αποσβέννυται ακόμη και αν τα λαθραία εμπορεύματα κατασχεθούν μετά την εισαγωγή τους στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, εκτός δηλαδή της ζώνης εντός της οποίας βρίσκεται το πρώτο τελωνείο στο έδαφος της Ένωσης.
25 Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τις συνέπειες της απόσβεσης της τελωνειακής οφειλής επί της υποχρέωσης καταβολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης και του ΦΠΑ κατά την εισαγωγή. Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί συναφώς ότι, μολονότι η νομολογία του Δικαστηρίου, περιλαμβανομένης της απόφασης της 29ης Απριλίου 2010, Dansk Transport og Logistik (C‑230/08, EU:C:2010:231), φαίνεται να κάνει δεκτό ότι με την απόσβεση της τελωνειακής οφειλής αποσβέννυνται «παράλληλα» και οι λοιπές φορολογικές υποχρεώσεις, όπως οι υποχρεώσεις καταβολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης και του ΦΠΑ κατά την εισαγωγή, ούτε η οδηγία 2008/118 ούτε η οδηγία περί ΦΠΑ περιέχουν διατάξεις που να προβλέπουν την απόσβεση των υποχρεώσεων αυτών σε περίπτωση παράνομης εισαγωγής και επακόλουθης κατάσχεσης και δήμευσης των εμπορευμάτων.
26 Στο πλαίσιο αυτό, το Lietuvos vyriausiasis administracinis teismas (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Λιθουανίας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Έχει το άρθρο 124, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 952/2013 του [ενωσιακού τελωνειακού κώδικα] την έννοια ότι η τελωνειακή οφειλή αποσβέννυται εάν, σε περίπτωση όπως η προκείμενη, λαθραία εμπορεύματα κατασχέθηκαν και, στη συνέχεια, δημεύθηκαν μετά την παράνομη εισαγωγή τους (και την, ως εκ τούτου, θέση τους σε ανάλωση) στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης;
2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, έχουν τα άρθρα 2, στοιχείο βʹ, και 7, παράγραφος 1, της οδηγίας [2008/118], καθώς και τα άρθρα 2, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και 70 της [οδηγίας περί ΦΠΑ] την έννοια ότι η υποχρέωση καταβολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης και/ή του ΦΠΑ δεν αποσβέννυται στην περίπτωση που, όπως εν προκειμένω, λαθραία εμπορεύματα κατάσχονται και, στη συνέχεια, δημεύονται αφού εισαχθούν παρανόμως (και τεθούν, ως εκ τούτου, σε ανάλωση) στο τελωνειακό έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακόμη και αν η τελωνειακή οφειλή έχει αποσβεστεί βάσει του λόγου που προβλέπεται στο άρθρο 124, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του [ενωσιακού τελωνειακού κώδικα];»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος
27 Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 124, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα έχει την έννοια ότι η τελωνειακή οφειλή αποσβέννυται εάν τα εμπορεύματα κατασχέθηκαν και, στη συνέχεια, δημεύθηκαν μετά την παράνομη εισαγωγή τους στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης.
28 Υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι, προκειμένου να ερμηνευθεί διάταξη του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος, καθώς και, μεταξύ άλλων, το ιστορικό θέσπισης της ρύθμισης αυτής (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána, C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 32).
29 Όσον αφορά το γράμμα του άρθρου 124, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, η διάταξη αυτή προβλέπει ότι, με την επιφύλαξη των κείμενων διατάξεων σχετικά με τη μη ανάκτηση του ποσού του εισαγωγικού ή εξαγωγικού δασμού που αντιστοιχεί σε τελωνειακή οφειλή σε περίπτωση δικαστικά διαπιστωμένης αφερεγγυότητας του οφειλέτη, τελωνειακή οφειλή, κατά την εισαγωγή ή την εξαγωγή, αποσβέννυται, μεταξύ άλλων, όταν λαθραία εμπορεύματα που υπόκεινται σε εισαγωγικούς ή εξαγωγικούς δασμούς κατασχεθούν και συγχρόνως ή στη συνέχεια δημευθούν.
30 Κατά συνέπεια, η ανωτέρω διάταξη, όπως είναι διατυπωμένη, δεν εξαρτά τη δυνατότητα απόσβεσης της εν λόγω οφειλής από το πότε πραγματοποιήθηκε η κατάσχεση.
31 Συναφώς, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 30, 34 και 35 των προτάσεών του, το γράμμα της διάταξης αυτής, η οποία διαδέχθηκε το άρθρο 86, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 450/2008, διαφέρει από το γράμμα του άρθρου 233, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 2913/92, το οποίο αναφερόταν ρητώς σε κατάσχεση «κατά την παράτυπη εισαγωγή» εμπορευμάτων στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης.
32 Στο πλαίσιο του συστήματος που θεσπίζει το άρθρο 233, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 2913/92, προκειμένου η κατάσχεση παρατύπως εισαχθέντων εμπορευμάτων στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας να επιφέρει την απόσβεση της τελωνειακής οφειλής, πρέπει να πραγματοποιηθεί πριν τα εν λόγω εμπορεύματα απομακρυνθούν από το πρώτο τελωνείο στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας (πρβλ. απόφαση της 29ης Απριλίου 2010, Dansk Transport og Logistik, C‑230/08, EU:C:2010:231, σκέψη 50).
33 Όταν θέσπισε το άρθρο 86, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 450/2008 και, στη συνέχεια, το άρθρο 124, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, η επιλογή του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να μην εξαρτάται πλέον η απόσβεση της τελωνειακής οφειλής από το κατά πόσον τα εμπορεύματα κατασχέθηκαν συγχρόνως με την εισαγωγή τους στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης.
34 Επομένως, το γεγονός ότι τα εμπορεύματα κατασχέθηκαν και, στη συνέχεια, δημεύθηκαν μετά την παράνομη εισαγωγή τους στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης δεν επηρεάζει τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 124, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, με συνέπεια η σχετική τελωνειακή οφειλή να πρέπει και στην περίπτωση αυτή να θεωρηθεί αποσβεσθείσα.
35 Η ανωτέρω ερμηνεία του άρθρου 124, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα είναι σύμφωνη με τους σκοπούς που ο εν λόγω κώδικας επιδιώκει, περιλαμβανομένης, μεταξύ άλλων, της εξασφάλισης ενός κατάλληλου επιπέδου αποτελεσματικών, αποτρεπτικών και αναλογικών κυρώσεων σε ολόκληρη την εσωτερική αγορά για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, κατά την έννοια των αιτιολογικών σκέψεων 11 και 23 του ίδιου κώδικα.
36 Διευκρινίζεται συναφώς ότι η απόσβεση της τελωνειακής οφειλής ουδόλως εμποδίζει την επιβολή κυρώσεων λόγω μη συμμόρφωσης προς την τελωνειακή νομοθεσία.
37 Πράγματι, δυνάμει του άρθρου 42, παράγραφος 1, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, κάθε κράτος μέλος οφείλει να προβλέπει αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις για την περίπτωση της μη συμμόρφωσης προς την τελωνειακή νομοθεσία, και κατά το άρθρο 124, παράγραφος 2, του κώδικα αυτού, για τους σκοπούς του καθορισμού των κυρώσεων που επιβάλλονται για τις τελωνειακές παραβάσεις, η τελωνειακή οφειλή λογίζεται ως μη αποσβεσθείσα όταν η νομοθεσία ενός κράτους μέλους προβλέπει ότι ο εισαγωγικός ή εξαγωγικός δασμός ή η ύπαρξη τελωνειακής οφειλής χρησιμεύουν ως βάση για τον καθορισμό των κυρώσεων.
38 Επομένως, η προβλεπόμενη στο άρθρο 124, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του εν λόγω κώδικα απόσβεση της τελωνειακής οφειλής σε περίπτωση κατάσχεσης και δήμευσης εμπορευμάτων μετά την παράνομη εισαγωγή τους στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης δεν μπορεί να εμποδίσει την επιβολή κυρώσεων, ούτε να θίξει το αποτρεπτικό τους αποτέλεσμα.
39 Κατά συνέπεια, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 124, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα έχει την έννοια ότι η τελωνειακή οφειλή αποσβέννυται, εάν τα εμπορεύματα κατασχέθηκαν και, στη συνέχεια, δημεύθηκαν μετά την παράνομη εισαγωγή τους στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης.
Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος
40 Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν τα άρθρα 2, στοιχείο βʹ, και 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/118, καθώς και τα άρθρα 2, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και 70 της οδηγίας περί ΦΠΑ έχουν την έννοια ότι η απόσβεση της τελωνειακής οφειλής βάσει του λόγου που προβλέπεται στο άρθρο 124, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα συνεπάγεται την απόσβεση του οφειλόμενου ποσού των ειδικών φόρων κατανάλωσης και του ΦΠΑ για τα εμπορεύματα που εισήχθησαν παρανόμως στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης.
41 Όσον αφορά την υποχρέωση καταβολής των ειδικών φόρων κατανάλωσης, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2008/118, τα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα υπόκεινται στον φόρο αυτόν κατά την εισαγωγή τους στο έδαφος της Ένωσης. Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός κατά τον χρόνο και στο κράτος μέλος θέσης σε ανάλωση των προϊόντων. Το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει ότι ως «θέση σε ανάλωση» νοείται η εισαγωγή υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων, συμπεριλαμβανομένης της παράτυπης εισαγωγής, εκτός εάν τα προϊόντα αυτά υπαχθούν, αμέσως μετά την εισαγωγή τους, σε καθεστώς αναστολής.
42 Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 42 των προτάσεών του, η οδηγία 2008/118 δεν περιέχει καμία διάταξη παρόμοια προς αυτή του άρθρου 124, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα που να προβλέπει την απόσβεση της υποχρέωσης καταβολής των ειδικών φόρων κατανάλωσης σε περίπτωση απόσβεσης της τελωνειακής οφειλής για τα λαθραία εμπορεύματα. Επομένως, άπαξ και καταστεί απαιτητός, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης επί των εμπορευμάτων αυτών εξακολουθεί να οφείλεται.
43 Η ανωτέρω εκτίμηση ενισχύεται από το γεγονός ότι, εάν τα εμπορεύματα που εισήχθησαν παρατύπως κατασχεθούν και δημευθούν από τις αρχές μετά την απομάκρυνσή τους από το πρώτο τελωνείο στο έδαφος της Ένωσης, θεωρείται ότι τα εμπορεύματα αυτά έχουν εισαχθεί στην Ένωση και ότι ως προς αυτά έχει επέλθει, συνεπώς, η γενεσιουργός αιτία του ειδικού φόρου κατανάλωσης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 29ης Απριλίου 2010, Dansk Transport og Logistik, C‑230/08, EU:C:2010:231, σκέψη 74).
44 Επιπλέον, τα παρατύπως εισαχθέντα εμπορεύματα θεωρείται ότι έχουν τεθεί σε ανάλωση, με συνέπεια το γεγονός ότι, μετά την κατάσχεση και τη δήμευσή τους, τέθηκαν υπό καθεστώς τελωνειακής αποταμίευσης να μην ασκεί καμία επιρροή όσον αφορά το απαιτητό του ειδικού φόρου κατανάλωσης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 29ης Απριλίου 2010, Dansk Transport og Logistik, C‑230/08, EU:C:2010:231, σκέψη 81).
45 Εν προκειμένω, δεδομένου ότι τα επίμαχα εμπορεύματα κατασχέθηκαν και δημεύθηκαν μετά τη θέση τους σε ανάλωση, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2008/118, οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης εξακολουθούν να είναι απαιτητοί και η απόσβεση της αντίστοιχης τελωνειακής οφειλής δεν ασκεί επιρροή συναφώς.
46 Όσον αφορά την υποχρέωση καταβολής του ΦΠΑ, διαπιστώνεται ότι, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ, οι εισαγωγές αγαθών υπόκεινται σε ΦΠΑ. Κατά το άρθρο 70 της οδηγίας περί ΦΠΑ, η γενεσιουργός αιτία επέρχεται και ο φόρος καθίσταται απαιτητός κατά τον χρόνο πραγματοποίησης της εισαγωγής αγαθών.
47 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, ο ΦΠΑ κατά την εισαγωγή και οι δασμοί παρουσιάζουν ορισμένα παρεμφερή ουσιώδη χαρακτηριστικά, δεδομένου ότι γενεσιουργός αιτία αμφοτέρων είναι το γεγονός της εισαγωγής ενός αγαθού στην Ένωση και της ένταξής του στη συνέχεια στο κύκλωμα οικονομικών συναλλαγών των κρατών μελών. Ο παραλληλισμός αυτός επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι το άρθρο 71, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας περί ΦΠΑ επιτρέπει στα κράτη μέλη να συναρτούν τη γενεσιουργό αιτία και το απαιτητό του ΦΠΑ κατά την εισαγωγή προς τη γενεσιουργό αιτία και το απαιτητό των δασμών [απόφαση της 3ης Μαρτίου 2021, Hauptzollamt Münster (Τόπος γενέσεως του ΦΠΑ), C‑7/20, EU:C:2021:161, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
48 Στο πλαίσιο αυτό, πέραν της τελωνειακής οφειλής, μπορεί να επιβληθεί και υποχρέωση καταβολής ΦΠΑ, εάν, βάσει της παράνομης συμπεριφοράς που προκάλεσε τη γένεση της τελωνειακής οφειλής, ήταν δυνατό να συναχθεί τεκμήριο ότι τα επίμαχα εμπορεύματα εισήλθαν στο κύκλωμα οικονομικών συναλλαγών της Ένωσης και ότι μπόρεσαν με τον τρόπο αυτόν να αναλωθούν, ώστε να στοιχειοθετείται η γενεσιουργός αιτία του ΦΠΑ [απόφαση της 3ης Μαρτίου 2021, Hauptzollamt Münster (Τόπος γενέσεως του ΦΠΑ), C‑7/20, EU:C:2021:161, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
49 Η οδηγία περί ΦΠΑ δεν περιέχει καμία διάταξη παρόμοια προς αυτή του άρθρου 124, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα που να προβλέπει την απόσβεση της υποχρέωσης καταβολής του φόρου σε περίπτωση απόσβεσης της τελωνειακής οφειλής για τα λαθραία εμπορεύματα. Επομένως, άπαξ και καταστεί απαιτητός, ο ΦΠΑ επί των εμπορευμάτων αυτών εξακολουθεί να οφείλεται.
50 Η ανωτέρω εκτίμηση ενισχύεται από το γεγονός ότι, εάν τα εμπορεύματα κατασχεθούν και δημευθούν μετά την απομάκρυνσή τους από το πρώτο τελωνείο στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, η γενεσιουργός αιτία του ΦΠΑ επέρχεται και ο φόρος αυτός καθίσταται, ως εκ τούτου, απαιτητός (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 29ης Απριλίου 2010, Dansk Transport og Logistik, C‑230/08, EU:C:2010:231, σκέψη 94).
51 Εν προκειμένω, δεδομένου ότι τα επίμαχα εμπορεύματα κατασχέθηκαν και δημεύθηκαν μετά την εισαγωγή τους, κατά την έννοια του άρθρου 70 της οδηγίας περί ΦΠΑ, ο ΦΠΑ εξακολουθεί να είναι απαιτητός και η απόσβεση της αντίστοιχης τελωνειακής οφειλής δεν ασκεί επιρροή συναφώς.
52 Κατά συνέπεια, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 2, στοιχείο βʹ, και 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/118, καθώς και τα άρθρα 2, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και 70 της οδηγίας περί ΦΠΑ έχουν την έννοια ότι η απόσβεση της τελωνειακής οφειλής βάσει του λόγου που προβλέπεται στο άρθρο 124, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα δεν συνεπάγεται την απόσβεση του οφειλόμενου ποσού των ειδικών φόρων κατανάλωσης και του ΦΠΑ για τα εμπορεύματα που εισήχθησαν παρανόμως στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης.
Επί των δικαστικών εξόδων
53 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:
1) Το άρθρο 124, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, έχει την έννοια ότι η τελωνειακή οφειλή αποσβέννυται, εάν τα εμπορεύματα κατασχέθηκαν και, στη συνέχεια, δημεύθηκαν μετά την παράνομη εισαγωγή τους στο τελωνειακό έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
2) Τα άρθρα 2, στοιχείο βʹ, και 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/118/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με το γενικό καθεστώς των ειδικών φόρων κατανάλωσης και για την κατάργηση της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ, καθώς και τα άρθρα 2, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και 70 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, έχουν την έννοια ότι η απόσβεση της τελωνειακής οφειλής βάσει του λόγου που προβλέπεται στο άρθρο 124, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα δεν συνεπάγεται την απόσβεση του οφειλόμενου ποσού των ειδικών φόρων κατανάλωσης και του ΦΠΑ για τα εμπορεύματα που εισήχθησαν παρανόμως στο τελωνειακό έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
(υπογραφές)