ΔΕΕ-Prima banka Slovensko a.s. κατά HD, C-192/20

«Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Οδηγία 93/13/EOK – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων οι οποίες συνάπτονται με καταναλωτές – Πεδίο εφαρμογής – Άρθρο 1, παράγραφος 2 – Εθνικές νομοθετικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου – Πρόωρη λύση της συμβάσεως δανείου λόγω καταγγελίας – Σώρευση τόκων δανείου και τόκων υπερημερίας»

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 10ης Ιουνίου 2021 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Οδηγία 93/13/EOK – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων οι οποίες συνάπτονται με καταναλωτές – Πεδίο εφαρμογής – Άρθρο 1, παράγραφος 2 – Εθνικές νομοθετικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου – Πρόωρη λύση της συμβάσεως δανείου λόγω καταγγελίας – Σώρευση τόκων δανείου και τόκων υπερημερίας»

Στην υπόθεση C‑192/20,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Krajský súd v Prešove (περιφερειακό δικαστήριο του Prešov, Σλοβακία) με απόφαση της 9ης Μαρτίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 5 Μαΐου 2020, στο πλαίσιο της δίκης

Prima banka Slovensko a.s.

κατά

HD,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Kumin, πρόεδρο τμήματος, T. von Danwitz και I. Ziemele (εισηγήτρια), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: E. Tanchev

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Σλοβακική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την B. Ricziová,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους R. Lindenthal και N. Ruiz García,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 2, και του άρθρου 169, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, του άρθρου 38 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 7 παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29), όπως ερμηνεύθηκαν από το Δικαστήριο με την απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Banco Santander και Escobedo Cortés (C‑96/16 και C‑94/17, στο εξής: απόφαση Banco Santander και Escobedo Cortés, EU:C:2018:643).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Prima banka Slovensko a.s. και του HD σχετικά με την καταβολή των ποσών που οφείλονται κατόπιν της πρόωρης λύσεως, λόγω καταγγελίας, συμβάσεως καταναλωτικού δανείου συναφθείσας μεταξύ των μερών αυτών.

[…] 

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

 Επί του παραδεκτού 

19      Η Σλοβακική Κυβέρνηση προβάλλει ένσταση απαραδέκτου του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, υποστηρίζοντας, αφενός, ότι η απόφαση περί παραπομπής δεν εκθέτει ούτε τους λόγους για τους οποίους υποβλήθηκε το ερώτημα αυτό ούτε τη σχέση μεταξύ των διατάξεων της οδηγίας 93/13 των οποίων ζητείται η ερμηνεία και της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας και, αφετέρου, ότι το ερώτημα αυτό είναι υποθετικό στο μέτρο που δεν είναι αναγκαίο για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, δεδομένου ότι η εν λόγω διαφορά μπορεί να επιλυθεί επί τη βάσει των διατάξεων του εθνικού δικαίου.

20      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι οι αμφιβολίες του ως προς τη συμβατότητα της σλοβακικής νομοθεσίας και, ιδίως, του άρθρου 54, παράγραφος 1, του αστικού κώδικα με τις διατάξεις της οδηγίας 93/13 απορρέουν από την απόφαση Banco Santander και Escobedo Cortés, η οποία αποτέλεσε αντικείμενο αποκλινουσών ερμηνειών από τα σλοβακικά δικαστήρια.

21      Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι από την απόφαση αυτή θα μπορούσε να συναχθεί, όπως υποστηρίζει η Prima banka Slovensko, ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 αντιτίθενται στο άρθρο 54, παράγραφος 1, του αστικού κώδικα το οποίο, σε συνδυασμό με το άρθρο 517, παράγραφος 2, και το άρθρο 519 του αστικού κώδικα, καθώς και με τις διατάξεις του κυβερνητικού διατάγματος 87/1995, απαγορεύει μια σύμβαση δανείου συναφθείσα με καταναλωτή να παρέχει τη δυνατότητα στον δανειστή, σε περίπτωση πρόωρης λύσεως λόγω καταγγελίας της συμβάσεως δάνειου, να αξιώσει πέραν της καταβολής τόκων υπερημερίας και την καταβολή συμβατικών τόκων μέχρι την πραγματική αποπληρωμή του ποσού του δανείου.

22      Τούτου δοθέντος, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά επίσης ότι οι συμβατικές ρήτρες που επιτρέπουν τη σώρευση συμβατικών τόκων με τόκους υπερημερίας δημιουργούν σημαντική ανισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, εις βάρος του καταναλωτή.

23      Δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο έχει επιληφθεί αγωγής με αίτημα να υποχρεωθεί ο καταναλωτής στην καταβολή συμβατικών τόκων μέχρι την πραγματική αποπληρωμή του κεφαλαίου του δανείου, επιπλέον της καταβολής τόκων υπερημερίας, η επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης εξαρτάται κατ’ ανάγκην από την απάντηση του Δικαστηρίου στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα.

24      Κατά συνέπεια, η απόφαση περί παραπομπής εκθέτει επαρκώς κατά νόμον τόσο τους λόγους που οδήγησαν το αιτούν δικαστήριο να υποβάλει ερώτημα στο Δικαστήριο όσο και τη σχέση μεταξύ των διατάξεων της οδηγίας 93/13 των οποίων την ερμηνεία ζητεί το αιτούν δικαστήριο, της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας και της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί το εν λόγω δικαστήριο.

25      Συνεπώς, το πρώτο προδικαστικό ερώτημα είναι παραδεκτό.

 Επί της ουσίας

26      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, όπως ερμηνεύθηκαν από το Δικαστήριο με την απόφαση Banco Santander και Escobedo Cortés, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας ο καταναλωτής ο οποίος συνήψε σύμβαση δανείου με επαγγελματία δεν μπορεί να υποχρεωθεί, βάσει των όρων της συμβάσεως αυτής, σε περίπτωση πρόωρης λύσεως λόγω καταγγελίας της συμβάσεως δανείου, να καταβάλει στον επαγγελματία τους συμβατικούς τόκους για την περίοδο από την ως άνω λύση μέχρι την πραγματική αποπληρωμή του κεφαλαίου του δανείου, εφόσον η καταβολή τόκων υπερημερίας και λοιπών συνομολογηθεισών ποινικών ρητρών που οφείλονται βάσει της εν λόγω συμβάσεως παρέχει τη δυνατότητα αποκαταστάσεως της ζημίας την οποία πράγματι υπέστη ο επαγγελματίας.

27      Κατ’ αρχάς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει, αφενός, ότι, δυνάμει του άρθρου 519 του αστικού κώδικα, ο πιστωτής δικαιούται, σε περίπτωση εκπρόθεσμης πληρωμής χρηματικής οφειλής, να αξιώσει αποκατάσταση της εντεύθεν ζημίας, εφόσον αυτή δεν καλύπτεται από τους τόκους υπερημερίας, το ύψος των οποίων περιορίζεται, όσον αφορά τις συμβάσεις δανείου τις οποίες συνάπτουν καταναλωτές, από το άρθρο 3a του κυβερνητικού διατάγματος 87/1995.

28      Αφετέρου, σύμφωνα με το άρθρο 54, παράγραφος 1, του αστικού κώδικα, ο καταναλωτής δεν μπορεί να παραιτηθεί εκ των προτέρων από τα δικαιώματα που του αναγνωρίζονται από τον κώδικα αυτόν ή από ειδικές διατάξεις, ούτε να επιδεινώσει κατ’ άλλον τρόπο τη συμβατική του θέση.

29      Κατά το αιτούν δικαστήριο, οι εν λόγω εθνικές διατάξεις αποσκοπούν στη διασφάλιση της προστασίας του καταναλωτή, καθόσον αυτός δεν μπορεί να υποχρεωθεί, σε περίπτωση πρόωρης λύσεως, λόγω καταγγελίας, της συμβάσεως δανείου την οποία συνήψε με επαγγελματία, να καταβάλει συμβατικούς τόκους, δεδομένου ότι η καταβολή τόκων υπερημερίας και τυχόν ποινικών ρητρών που προβλέπει η σύμβαση αυτή καθώς και, ενδεχομένως, η καταβολή αποζημιώσεως καλύπτουν τη ζημία που πράγματι υπέστη ο συγκεκριμένος επαγγελματίας.

30      Στο μέτρο που, με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν αντιβαίνουν στο άρθρο 6, παράγραφος 1, και στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 οι εν λόγω εθνικές διατάξεις, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας, σκοπός της είναι η προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες στις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή.

31      Επιπλέον, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, οι συμβατικές ρήτρες που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου δεν υπόκεινται στις διατάξεις της οδηγίας.

32      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει επανειλημμένως ότι, όπως προκύπτει από τη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13, η εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής την οποία προβλέπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, εκτείνεται στις διατάξεις του εθνικού δικαίου οι οποίες εφαρμόζονται μεταξύ των συμβαλλομένων μερών ανεξαρτήτως της επιλογής τους και στις διατάξεις που εφαρμόζονται κατ’ αρχήν, ήτοι ελλείψει διαφορετικής σχετικής συμφωνίας των μερών. Η εξαίρεση αυτή δικαιολογείται από το γεγονός ότι θεμιτώς τεκμαίρεται ότι ο εθνικός νομοθέτης καθιέρωσε μια ισορροπία μεταξύ του συνόλου των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε ορισμένες συμβάσεις, ισορροπία την οποία ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε ρητώς να διατηρήσει (απόφαση Banco Santander και Escobedo Cortés, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

33      Από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι η εν λόγω εξαίρεση καλύπτει τις νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου εκτός από αυτές που αφορούν τον έλεγχο των καταχρηστικών ρητρών, ιδίως των σχετικών με το εύρος των εξουσιών του εθνικού δικαστή για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας (απόφαση Banco Santander και Escobedo Cortés, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

34      Εν προκειμένω, πρώτον, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι οι εθνικές διατάξεις οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο της προδικαστικής παραπομπής είναι νομοθετικής ή κανονιστικής φύσεως και δεν περιλαμβάνονται στην επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση.

35      Δεύτερον, αφενός, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως, ότι, δυνάμει του άρθρου 54, παράγραφος 1, του αστικού κώδικα, ο καταναλωτής δεν μπορεί να παραιτηθεί εκ των προτέρων από τα δικαιώματα που του αναγνωρίζουν ο κώδικας αυτός ή ειδικές διατάξεις, οπότε τα εν λόγω δικαιώματα είναι δεσμευτικά για τα συμβαλλόμενα μέρη, ανεξαρτήτως των όσων έχουν συμφωνήσει στην επίμαχη σύμβαση. Αφετέρου, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι οι εθνικές διατάξεις τις οποίες αφορά η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν αφορούν το εύρος των εξουσιών του εθνικού δικαστή για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας και, γενικότερα, δεν φαίνεται να αφορούν τον έλεγχο των καταχρηστικών ρητρών. Κατά συνέπεια, υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, οι εν λόγω εθνικές διατάξεις εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13.

36      Τούτου δοθέντος, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει επίσης ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης σύμβαση δανείου περιλαμβάνει ρήτρα η οποία επιβάλλει στον καταναλωτή, σε περίπτωση πρόωρης λύσεως της συμβάσεως αυτής λόγω καταγγελίας, να καταβάλει στον επαγγελματία, μεταξύ άλλων, τόσο τόκους υπερημερίας όσο και συμβατικούς τόκους για το χρονικό διάστημα από την εν λόγω λύση με καταγγελία μέχρι την πραγματική αποπληρωμή του δανείου. Μια τέτοια σώρευση τόκων έγινε δεκτή, κατά την Prima banka Slovensko, από το Δικαστήριο με την απόφαση Banco Santander και Escobedo Cortés. Κατά την εν λόγω διάδικο της κύριας δίκης, με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι συμβατικοί τόκοι επιτελούν τη λειτουργία του ανταλλάγματος για τη χρήση κεφαλαίων μέχρι την αποπληρωμή τους. Δεδομένου ότι ο καταναλωτής προβαίνει σε μια τέτοια χρήση, οφείλει να καταβάλει επίσης τους συμβατικούς τόκους. Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα με την εν λόγω απόφαση της επίμαχης στην κύρια δίκη εθνικής νομοθεσίας, η οποία δεν επιτρέπει τη σώρευση τόκων υπερημερίας και συμβατικών τόκων.

37      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, το αιτούν δικαστήριο ζητούσε, μεταξύ άλλων, να διευκρινισθεί αν οι διατάξεις της οδηγίας 93/13 αντιτίθεντο σε εθνική νομολογία κατά την οποία οι συνέπειες του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας περί καθορισμού του επιτοκίου υπερημερίας η οποία δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο διαπραγματεύσεως σε σύμβαση δανείου συναφθείσα με καταναλωτή συνίστανται στην πλήρη απάλειψη των τόκων υπερημερίας ενώ εξακολουθούν να οφείλονται οι συμβατικοί τόκοι που προβλέπει η σύμβαση αυτή.

38      Ειδικότερα, το Δικαστήριο υπενθύμισε, στη σκέψη 75 της αποφάσεως Banco Santander και Escobedo Cortés, ότι η οδηγία 93/13 δεν απαιτεί από το εθνικό δικαστήριο να αφήσει ανεφάρμοστες, πέραν της ρήτρας που κηρύχθηκε καταχρηστική, και εκείνες που δεν χαρακτηρίσθηκαν ως καταχρηστικές.

39      Επιπλέον, το Δικαστήριο διευκρίνισε, στη σκέψη 76 της ως άνω αποφάσεως, ότι από την οδηγία αυτή δεν προκύπτει ότι η μη εφαρμογή ή η ακύρωση ρήτρας συμβάσεως δανείου καθορίζουσας το επιτόκιο υπερημερίας, λόγω του καταχρηστικού χαρακτήρα της, θα έπρεπε επίσης να συνεπάγεται τη μη εφαρμογή ή την ακύρωση της ρήτρας της συμβάσεως αυτής που καθορίζει το συμβατικό επιτόκιο, τούτο δε κατά μείζονα λόγο καθόσον οι διάφορες αυτές ρήτρες πρέπει να αντιδιαστέλλονται σαφώς. Το Δικαστήριο επισήμανε, στην ως άνω σκέψη, ότι, συναφώς, οι τόκοι υπερημερίας αποσκοπούν στην επιβολή κυρώσεων λόγω της μη εκπληρώσεως από τον οφειλέτη της υποχρεώσεώς του να καταβάλλει τις δόσεις του δανείου εντός των προβλεπομένων από τη σύμβαση προθεσμιών, στην αποτροπή του οφειλέτη από το να καταστεί υπερήμερος στην εκτέλεση των υποχρεώσεών του, καθώς και, ενδεχομένως, στην αποζημίωση του δανειστή για τη ζημία που υπέστη λόγω της υπερημερίας του οφειλέτη. Το Δικαστήριο τόνισε, στην εν λόγω σκέψη, ότι, αντιθέτως, οι συμβατικοί τόκοι επιτελούν τη λειτουργία του ανταλλάγματος για τη διάθεση του χρηματικού ποσού από τον δανειστή μέχρι την επιστροφή του.

40      Το Δικαστήριο στήριξε τη λύση αυτή στον σκοπό που επιδιώκει η οδηγία 93/13, ο οποίος συνίσταται στην προστασία του καταναλωτή και στην αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ των συμβαλλομένων μερών με τη μη εφαρμογή των ρητρών που κρίνονται καταχρηστικές και τη διατήρηση, κατ’ αρχήν, της ισχύος των λοιπών ρητρών της επίμαχης συμβάσεως (απόφαση Banco Santander και Escobedo Cortés, σκέψη 75).

41      Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς όσα φαίνεται να υποστηρίζει η Prima banka Slovensko, από την απόφαση Banco Santander και Escobedo Cortés δεν προκύπτει ότι οι διατάξεις της οδηγίας 93/13 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία δεν επιτρέπει στον επαγγελματία που συνήψε σύμβαση δανείου με καταναλωτή να απαιτήσει, σε περίπτωση πρόωρης λύσεως λόγω καταγγελίας της εν λόγω συμβάσεως και επί τη βάσει των όρων αυτής, την καταβολή συμβατικών τόκων, πλέον των τόκων υπερημερίας, για το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία της ως άνω λύσεως έως την πλήρη αποπληρωμή του κεφαλαίου του δανείου.

42      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι, υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, η οδηγία 93/13 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν έχει εφαρμογή σε εθνικές διατάξεις δυνάμει των οποίων ο καταναλωτής ο οποίος έχει συνάψει με επαγγελματία σύμβαση δανείου δεν μπορεί να υποχρεωθεί, επί τη βάσει των όρων της συμβάσεως αυτής, σε περίπτωση πρόωρης λύσεώς της λόγω καταγγελίας, να καταβάλει στον επαγγελματία τους συμβατικούς τόκους για την περίοδο από την ως άνω λύση μέχρι την πραγματική αποπληρωμή του κεφαλαίου του δανείου, εφόσον η καταβολή των τόκων υπερημερίας και των λοιπών συνομολογηθεισών ποινικών ρητρών οι οποίες οφείλονται βάσει της εν λόγω συμβάσεως παρέχει τη δυνατότητα αποκαταστάσεως της ζημίας την οποία πράγματι υπέστη ο επαγγελματίας.

[..]

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφαίνεται:

Υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, η οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν έχει εφαρμογή σε εθνικές διατάξεις δυνάμει των οποίων ο καταναλωτής ο οποίος έχει συνάψει με επαγγελματία σύμβαση δανείου δεν μπορεί να υποχρεωθεί, επί τη βάσει των όρων της συμβάσεως αυτής, σε περίπτωση πρόωρης λύσεώς της λόγω καταγγελίας, να καταβάλει στον επαγγελματία τους συμβατικούς τόκους για την περίοδο από την ως άνω λύση μέχρι την πραγματική αποπληρωμή του κεφαλαίου του δανείου, εφόσον η καταβολή των τόκων υπερημερίας και των λοιπών συνομολογηθεισών ποινικών ρητρών οι οποίες οφείλονται βάσει της εν λόγω συμβάσεως παρέχει τη δυνατότητα αποκαταστάσεως της ζημίας την οποία πράγματι υπέστη ο επαγγελματίας.

 

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *