Κανονισμός (ΕΕ) 910/2014 – Άρθρο 3, σημείο 12 – Έννοια της “εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής” – Άρθρο 25, παράγραφος 1 – Άρθρο 26 – Παράρτημα I – Νομική ισχύς των ηλεκτρονικών υπογραφών – Απαιτήσεις που αφορούν την προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή – Διοικητική πράξη εκδοθείσα υπό μορφή ηλεκτρονικού εγγράφου που φέρει ηλεκτρονική υπογραφή η οποία δεν πληροί τις απαιτήσεις “εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής” – Σωρευτικές απαιτήσεις – Συνέπειες – Άρθρο 3, σημείο 15 – Απουσία “εγκεκριμένου πιστοποιητικού ηλεκτρονικής υπογραφής” – Καταχώριση εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής στο πιστοποιητικό που εκδίδει ο πάροχος υπηρεσιών εμπιστοσύνης – Ισχύς – Ονοματεπώνυμο του κατόχου της ηλεκτρονικής υπογραφής το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο μεταγραμματισμού στο λατινικό αλφάβητο αντί της συνήθους αναγραφής του με κυριλλικούς χαρακτήρες»
Προσωρινό κείμενο
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα)
της 20ής Οκτωβρίου 2022 (*)
«Προδικαστική παραπομπή – Εσωτερική αγορά – Κανονισμός (ΕΕ) 910/2014 – Άρθρο 3, σημείο 12 – Έννοια της “εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής” – Άρθρο 25, παράγραφος 1 – Άρθρο 26 – Παράρτημα I – Νομική ισχύς των ηλεκτρονικών υπογραφών – Απαιτήσεις που αφορούν την προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή – Διοικητική πράξη εκδοθείσα υπό μορφή ηλεκτρονικού εγγράφου που φέρει ηλεκτρονική υπογραφή η οποία δεν πληροί τις απαιτήσεις “εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής” – Σωρευτικές απαιτήσεις – Συνέπειες – Άρθρο 3, σημείο 15 – Απουσία “εγκεκριμένου πιστοποιητικού ηλεκτρονικής υπογραφής” – Καταχώριση εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής στο πιστοποιητικό που εκδίδει ο πάροχος υπηρεσιών εμπιστοσύνης – Ισχύς – Ονοματεπώνυμο του κατόχου της ηλεκτρονικής υπογραφής το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο μεταγραμματισμού στο λατινικό αλφάβητο αντί της συνήθους αναγραφής του με κυριλλικούς χαρακτήρες»
Στην υπόθεση C‑362/21,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Administrativen sad Veliko Tarnovo (διοικητικό πρωτοδικείο του Veliko Tarnovo, Βουλγαρία) με απόφαση της 14ης Μαΐου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 9 Ιουνίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης
«Ekofrukt» EOOD
κατά
Direktor na Direktsia «Obzhalvane i danachno-osiguritelna praktika» – Veliko Tarnovo
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),
συγκείμενο από τους Δ. Γρατσία, πρόεδρο τμήματος, I. Jarukaitis και Z. Csehi (εισηγητή), δικαστές,
γενική εισαγγελέας: T. Ćapeta
γραμματέας: Α. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η «Ekofrukt» EOOD, εκπροσωπούμενη από την D. Y. Kirilova,
– ο Direktor na Direktsia «Obzhalvane i danachno-osiguritelna praktika» – Veliko Tarnovo, εκπροσωπούμενος από τον B. Nikolov,
– η Βουλγαρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Georgieva και L. Zaharieva,
– η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Jacobs και M. Van Regemorter,
– η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την J. Očková και τους M. Smolek και J. Vláčil,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον G. Braun, την D. Drambozova και τον P.‑J. Loewenthal,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 25, παράγραφος 1, του άρθρου 26 και του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΕ) 910/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 1999/93/ΕΚ (ΕΕ 2014, L 257, σ. 73).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της εδρεύουσας στη Βουλγαρία «Ekofrukt» EOOD και του Direktor na Direktsia «Obzhalvane i danachno-osiguritelna praktika» – Veliko Tarnovo (Διευθυντή της Διευθύνσεως «Προσφυγές και πρακτική στους τομείς της φορολογίας και της κοινωνικής ασφαλίσεως» του Veliko Tarnovo, Βουλγαρία, στο εξής: Διευθυντής) με αντικείμενο διορθωτική πράξη επιβολής φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) οφειλόμενου από την Ekofrukt για τις φορολογικές περιόδους των μηνών Αυγούστου έως Οκτωβρίου 2014.
[…]
Επί της ουσίας
Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος
32 Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 25, παράγραφος 1, του κανονισμού 910/2014 έχει την έννοια ότι η ακύρωση διοικητικής πράξης η οποία έχει εκδοθεί υπό μορφή ηλεκτρονικού εγγράφου δεν είναι δυνατή, όταν το έγγραφο αυτό φέρει ηλεκτρονική υπογραφή η οποία δεν πληροί τις απαιτήσεις του ως άνω κανονισμού προκειμένου να θεωρηθεί ως «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή», κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 12, του κανονισμού αυτού.
33 Κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της κατά τη συνήθη έννοιά του στην καθομιλουμένη, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2022, Stichting Rookpreventie Jeugd κ.λπ., C‑160/20, EU:C:2022:101, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
34 Πρώτον, επισημαίνεται ότι, κατά το ίδιο το γράμμα του άρθρου 25, παράγραφος 1, του κανονισμού 910/2014, δεν απορρίπτονται η νομική ισχύς και το παραδεκτό της ηλεκτρονικής υπογραφής ως αποδεικτικού στοιχείου σε νομικές διαδικασίες μόνο λόγω του γεγονότος ότι η υπογραφή είναι σε ηλεκτρονική μορφή ή ότι δεν πληροί όλες τις απαιτήσεις για τις εγκεκριμένες ηλεκτρονικές υπογραφές.
35 Επομένως, η διάταξη αυτή δεν απαγορεύει την ακύρωση των ηλεκτρονικών υπογραφών από τα εθνικά δικαστήρια, αλλά καθιερώνει γενική αρχή η οποία απαγορεύει στα εθνικά δικαστήρια να μην αναγνωρίζουν τη νομική ισχύ και την αποδεικτική ισχύ των ηλεκτρονικών υπογραφών σε νομικές διαδικασίες μόνο λόγω του γεγονότος ότι οι υπογραφές αυτές είναι σε ηλεκτρονική μορφή ή ότι δεν πληρούν τις απαιτήσεις που θέτει ο κανονισμός 910/2014 προκειμένου μια ηλεκτρονική υπογραφή να μπορεί να θεωρηθεί ως «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή».
36 Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 910/2014, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεων 21 και 49 του κανονισμού αυτού, από το οποίο προκύπτει ότι εναπόκειται στην εθνική νομοθεσία να καθορίζει το νομικό αποτέλεσμα των ηλεκτρονικών υπογραφών. Πράγματι, δυνάμει της διατάξεως αυτής, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να αποφασίσουν αν, μεταξύ άλλων, οι ανακοινώσεις και οι πράξεις που εκδίδει η φορολογική αρχή έναντι των υποκειμένων στον φόρο μπορούν να έχουν ηλεκτρονική μορφή και να καθορίσουν, σε μια τέτοια περίπτωση, ποιος τύπος ηλεκτρονικής υπογραφής απαιτείται αναλόγως των περιστάσεων. Ο κανονισμός 910/2014 δεν προβλέπει ποιος συγκεκριμένος τύπος ηλεκτρονικής υπογραφής πρέπει να χρησιμοποιείται κατά την έκδοση συγκεκριμένης νομικής πράξης όπως, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση διοικητικής απόφασης εκδιδόμενης υπό μορφή ηλεκτρονικού εγγράφου. Κατά συνέπεια, εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίσουν αν στην περίπτωση μιας τέτοιας διοικητικής απόφασης απαιτείται μόνον εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή και ποιες είναι, ενδεχομένως, οι συνέπειες μη τηρήσεως της απαίτησης αυτής.
37 Η μοναδική σχετική εξαίρεση έγκειται στην απαίτηση που προβλέπει το άρθρο 25, παράγραφος 2, του κανονισμού 910/2014, κατά την οποία η νομική ισχύς της εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής πρέπει να είναι ισοδύναμη με εκείνη της ιδιόχειρης υπογραφής. Ο σκοπός της διατάξεως αυτής, η οποία καθιερώνει μόνον υπέρ της εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής ένα τεκμήριο «εξομοίωσης» με ιδιόχειρη υπογραφή, θα διακυβευόταν αν μια ηλεκτρονική υπογραφή που δεν πληροί τις απαιτήσεις του κανονισμού αυτού για να θεωρηθεί ως «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή» είχε, εντούτοις, συγκρίσιμη ή και υπέρτερη ισχύ, καθόσον μια ευρεία ερμηνεία του άρθρου 25, παράγραφος 1, του κανονισμού 910/2014 θα καθιστούσε την προσβολή μιας τέτοιας υπογραφής αδύνατη ή, τουλάχιστον, δυσχερέστερη από την προσβολή ιδιόχειρης υπογραφής. Όπως ορθώς επισήμανε το αιτούν δικαστήριο, μια τέτοια προσέγγιση θα είχε ως συνέπεια τη δημιουργία ανισορροπίας μεταξύ έντυπου εγγράφου φέροντος ιδιόχειρη υπογραφή και ηλεκτρονικού εγγράφου φέροντος ηλεκτρονική υπογραφή.
38 Εν προκειμένω, από το εθνικό νομικό πλαίσιο που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι, δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 4, του νόμου περί ηλεκτρονικών εγγράφων, η νομική ισχύς της ηλεκτρονικής υπογραφής και της προηγμένης ηλεκτρονικής υπογραφής είναι ισοδύναμη με τη νομική ισχύ της ιδιόχειρης υπογραφής μόνον εάν αυτό έχει συμφωνηθεί μεταξύ των μερών.
39 Τρίτον, υπογραμμίζεται ότι σκοπός του κανονισμού 910/2014 είναι να διασφαλίσει, όπως προκύπτει από το άρθρο 2, παράγραφος 3, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 49, του κανονισμού αυτού, ότι μια ηλεκτρονική υπογραφή δεν στερείται νομικής ισχύος μόνο λόγω του γεγονότος ότι είναι σε ηλεκτρονική μορφή, χωρίς ωστόσο να παρακωλύεται η επιλογή των κρατών μελών ως προς απαιτήσεις που αφορούν τον τύπο. Αντιθέτως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι, στο πλαίσιο του ιεραρχημένου συστήματος των διαφόρων ηλεκτρονικών υπογραφών που προβλέπει ο κανονισμός 910/2014, πρέπει να αναγνωρισθεί, σε ηλεκτρονική υπογραφή η οποία δεν πληροί τις απαιτήσεις του κανονισμού αυτού προκειμένου να θεωρηθεί ως «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή», υπέρτερη νομική ισχύς από την προσδιδόμενη σε ιδιόχειρη υπογραφή.
40 Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 25, παράγραφος 1, του κανονισμού 910/2014 δεν απαγορεύει στα εθνικά δικαστήρια να ακυρώνουν τις ηλεκτρονικές υπογραφές που δεν πληρούν τις απαιτήσεις του κανονισμού αυτού προκειμένου να θεωρούνται ως «εγκεκριμένες ηλεκτρονικές υπογραφές», κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 12, του κανονισμού αυτού, υπό την προϋπόθεση ότι η ακυρότητα των ως άνω υπογραφών δεν διαπιστώνεται μόνο λόγω του γεγονότος ότι αυτές είναι σε ηλεκτρονική μορφή.
41 Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 25, παράγραφος 1, του κανονισμού 910/2014 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην ακύρωση διοικητικής πράξης η οποία έχει εκδοθεί υπό μορφή ηλεκτρονικού εγγράφου όταν το έγγραφο αυτό φέρει ηλεκτρονική υπογραφή η οποία δεν πληροί τις απαιτήσεις του ως άνω κανονισμού προκειμένου να θεωρηθεί ως «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή», κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 12, του κανονισμού αυτού, υπό την προϋπόθεση ότι η ακύρωση της πράξης αυτής δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι το εν λόγω έγγραφο φέρει ηλεκτρονική υπογραφή.
Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος
42 Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο πρέπει να εξεταστεί πριν από το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, σημείο 12, του κανονισμού 910/2014 έχει την έννοια ότι, εφόσον δεν υφίσταται «εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής υπογραφής», κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 15, του κανονισμού αυτού, ο χαρακτηρισμός μιας ηλεκτρονικής υπογραφής από τον πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης ως «υπηρεσιακής ηλεκτρονικής υπογραφής» αντί «εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής» αρκεί για να μην αναγνωριστεί ότι η επίμαχη υπογραφή συνιστά εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή.
43 Επισημαίνεται ότι το άρθρο 3, σημείο 12, του κανονισμού 910/2014 θέτει τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις προκειμένου μια ηλεκτρονική υπογραφή να μπορεί να θεωρηθεί ως «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή». Πρώτον, η υπογραφή πρέπει να είναι «προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή», η οποία πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 3, σημείο 11, να πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 26 του κανονισμού αυτού. Δεύτερον, η υπογραφή πρέπει να δημιουργείται από «εγκεκριμένη διάταξη δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής», η οποία πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 3, σημείο 23, να πληροί τις απαιτήσεις του παραρτήματος II του εν λόγω κανονισμού. Τρίτον, η υπογραφή πρέπει να βασίζεται σε «εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής υπογραφής», κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 15, του κανονισμού 910/2014. Κατά τη διάταξη αυτή, το εν λόγω πιστοποιητικό πρέπει να έχει εκδοθεί από «εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης» και να πληροί τις απαιτήσεις του παραρτήματος I του κανονισμού αυτού.
44 Επομένως, παρά το γεγονός ότι ο εγκεκριμένος πάροχος υπηρεσιών εμπιστοσύνης χαρακτήρισε, στην υπόθεση της κύριας δίκης, την επίμαχη ηλεκτρονική υπογραφή ως «υπηρεσιακή ηλεκτρονική υπογραφή», έννοια η οποία δεν προβλέπεται στον κανονισμό 910/2014, επισημαίνεται ότι η ύπαρξη «εγκεκριμένου πιστοποιητικού ηλεκτρονικής υπογραφής», κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 15, του κανονισμού αυτού, το οποίο εκδίδεται από εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης και πληροί τις απαιτήσεις του παραρτήματος II του εν λόγω κανονισμού, συνιστά μία από τις τρεις σωρευτικές απαιτήσεις του άρθρου 3, σημείο 12, του κανονισμού αυτού για να μπορεί μια ηλεκτρονική υπογραφή να θεωρηθεί ως «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή».
45 Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι η ηλεκτρονική υπογραφή δεν πληροί την απαίτηση αυτή αρκεί για να μην μπορεί να θεωρηθεί ως «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή» κατά την έννοια του κανονισμού 910/2014.
46 Κατά τα λοιπά, όπως ορθώς υπογράμμισε η Βουλγαρική Κυβέρνηση στις γραπτές παρατηρήσεις της, το γεγονός ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, ο οικείος πάροχος υπηρεσιών εμπιστοσύνης χρησιμοποίησε τον χαρακτηρισμό «υπηρεσιακή ηλεκτρονική υπογραφή» δεν αποκλείει εξάλλου την αναγνώριση της υπογραφής αυτής ως «εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής». Πράγματι, ο χαρακτηρισμός μιας ηλεκτρονικής υπογραφής ως «υπηρεσιακής ηλεκτρονικής υπογραφής» ουδεμία επιρροή ασκεί κατά την εξέταση του ζητήματος αν η υπογραφή αυτή εμπίπτει στην έννοια της «εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής» κατά τον κανονισμό 910/2014.
47 Επομένως, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, σημείο 12, του κανονισμού 910/2014 έχει την έννοια ότι το γεγονός ότι δεν υφίσταται «εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής υπογραφής», κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 15, του κανονισμού αυτού, αρκεί για να αποδειχθεί ότι μια ηλεκτρονική υπογραφή δεν συνιστά «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή», κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 3, σημείο 12, ο δε τυχόν χαρακτηρισμός της ως «υπηρεσιακής ηλεκτρονικής υπογραφής» δεν ασκεί συναφώς επιρροή.
Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος
48 Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν ο κανονισμός 910/2014 έχει την έννοια ότι η καταχώριση ηλεκτρονικής υπογραφής στο πιστοποιητικό που εκδίδει ο πάροχος υπηρεσιών εμπιστοσύνης αρκεί για να πληροί η υπογραφή αυτή τις απαιτήσεις που τίθενται από τον κανονισμό αυτόν προκειμένου να θεωρηθεί ως «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή», κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 12, του εν λόγω κανονισμού, ή αν είναι αναγκαίο να εξακριβώσει το εθνικό δικαστήριο αν η υπογραφή αυτή πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 26 και του παραρτήματος I του ίδιου κανονισμού.
49 Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 43 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 3, σημείο 12, του κανονισμού 910/2014 προβλέπει τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις προκειμένου μια ηλεκτρονική υπογραφή να μπορεί να θεωρηθεί ως «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή», η δε ύπαρξη «εγκεκριμένου πιστοποιητικού ηλεκτρονικής υπογραφής» αποτελεί μία από αυτές. Μεταξύ των λοιπών προϋποθέσεων περιλαμβάνονται η προϋπόθεση να πληρούνται κατά τον χρόνο υπογραφής οι απαιτήσεις του άρθρου 26 του κανονισμού αυτού και η ηλεκτρονική υπογραφή να έχει δημιουργηθεί από εγκεκριμένη διάταξη δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής.
50 Κατά συνέπεια, προκειμένου να διαπιστωθεί αν μια ηλεκτρονική υπογραφή πληροί τις απαιτήσεις που τίθενται από τον κανονισμό 910/2014 προκειμένου να θεωρηθεί ως «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή», δεν αρκεί μόνον το γεγονός ότι βασίζεται σε εγκεκριμένο πιστοποιητικό που εκδόθηκε από εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης.
51 Δεύτερον, υπογραμμίζεται ότι, όπως επισήμαναν η Βελγική Κυβέρνηση και η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, το σύνολο των απαιτήσεων του κανονισμού 910/2014 που ισχύουν για τους εγκεκριμένους παρόχους υπηρεσιών, καθώς και για την εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή και για το εγκεκριμένο πιστοποιητικό έχουν ήδη ελεγχθεί από διαπιστευμένο οργανισμό αξιολόγησης της συμμόρφωσης, ο οποίος ορίζεται στο άρθρο 3, σημείο 18, του εν λόγω κανονισμού, στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου και από τον εποπτικό φορέα που ορίζεται στο άρθρο 17 του ίδιου κανονισμού, πλην όμως, όταν ένας διάδικος σε εθνική διαδικασία αμφισβητεί το γεγονός ότι μια ηλεκτρονική υπογραφή συνιστά όντως «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή» κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 12, του κανονισμού 910/2014, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να ελέγξει αν πληρούνται οι τρεις προϋποθέσεις τις οποίες θέτει η διάταξη αυτή.
52 Τρίτον, οι εκτιμήσεις αυτές δεν κλονίζονται από τις παρατηρήσεις της Βουλγαρικής Κυβερνήσεως και του Διευθυντή, κατά τις οποίες η αιτιολογική σκέψη 23 του κανονισμού 910/2014 δημιουργεί υποχρέωση αναγνωρίσεως μιας υπηρεσίας εμπιστοσύνης που πληροί τις απαιτήσεις του εν λόγω κανονισμού και ότι το καθεστώς εποπτείας και πιστοποίησης που θεσπίζει ο κανονισμός 910/2014 θα καθίστατο κενό περιεχομένου αν ο εθνικός δικαστής δεν έλεγχε μόνον αν για την επίμαχη ηλεκτρονική υπογραφή έχει εκδοθεί εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής υπογραφής από εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης, εγγεγραμμένο στο εθνικό μητρώο.
53 Από την εν λόγω αιτιολογική σκέψη δεν μπορεί, όμως, να συναχθεί ότι σκοπός της είναι να εξαιρέσει από κάθε δικαστικό έλεγχο τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης που καθίστανται υποχρεωτικές με τον κανονισμό 910/2014 διότι αποτέλεσαν αντικείμενο διοικητικού ελέγχου, είτε από διαπιστευμένο οργανισμό αξιολόγησης της συμμόρφωσης, ο οποίος ορίζεται στο άρθρο 3, σημείο 18, του κανονισμού αυτού, στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου, είτε από τον εποπτικό φορέα που ορίζεται στο άρθρο 17 του εν λόγω κανονισμού.
54 Πράγματι, η εν λόγω αιτιολογική σκέψη αναφέρει απλώς ότι ο αποδέκτης της υποχρέωσης αναγνώρισης μιας τέτοιας υπηρεσίας εμπιστοσύνης μπορεί να απορρίψει την υπηρεσία αυτή μόνον αν αδυνατεί να την αναγνώσει ή να την επαληθεύσει για τεχνικούς λόγους που εκφεύγουν του άμεσου ελέγχου του.
55 Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ο κανονισμός 910/2014 έχει την έννοια ότι η καταχώριση ηλεκτρονικής υπογραφής στο πιστοποιητικό που εκδίδει ο πάροχος υπηρεσιών εμπιστοσύνης δεν αρκεί για να πληροί η συγκεκριμένη υπογραφή τις απαιτήσεις που τίθενται από τον κανονισμό αυτόν προκειμένου να θεωρηθεί ως «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή», κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 12, του εν λόγω κανονισμού. Όταν ο χαρακτηρισμός αυτός αμφισβητείται στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να εξακριβώσει αν πληρούνται όλες οι σωρευτικές προϋποθέσεις του εν λόγω άρθρου 3, σημείο 12, υποχρέωση που του επιβάλλει, μεταξύ άλλων, να εξακριβώσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 26 και του παραρτήματος I του ίδιου κανονισμού.
Επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος
56 Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, σημείο 12, και το παράρτημα I του κανονισμού 910/2014 έχουν την έννοια ότι, κατά τον έλεγχο της συμμόρφωσης μιας εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής προς τις απαιτήσεις του εν λόγω παραρτήματος, το γεγονός ότι το ονοματεπώνυμο του υπογράφοντος, ο οποίος συνήθως χρησιμοποιεί το κυριλλικό αλφάβητο για την αναγραφή του, αποτέλεσε αντικείμενο μεταγραμματισμού στο λατινικό αλφάβητο έχει ως συνέπεια ότι η υπογραφή αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή» κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 3, σημείο 12.
57 Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται συναφώς, αφενός, ότι, για να αποτελεί «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή», κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 12, του κανονισμού 910/2014, μια ηλεκτρονική υπογραφή πρέπει να βασίζεται σε «εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής υπογραφής» το οποίο, δυνάμει του άρθρου 3, σημείο 15, του κανονισμού αυτού, πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις του παραρτήματος I του κανονισμού αυτού. Κατά το στοιχείο γʹ του εν λόγω παραρτήματος, τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά ηλεκτρονικής υπογραφής περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τουλάχιστον το όνομα του υπογράφοντος ή ένα ψευδώνυμο το οποίο πρέπει να αναφέρεται σαφώς. Όσον αφορά τις διατάξεις που αφορούν τη χρήση ψευδωνύμων, στην αιτιολογική σκέψη 33 του κανονισμού αυτού επισημαίνεται ότι οι διατάξεις αυτές δεν θα πρέπει να εμποδίζουν τα κράτη μέλη να ζητούν εξακρίβωση της ταυτότητας των προσώπων σύμφωνα με το ενωσιακό ή το εθνικό δίκαιο.
58 Αφετέρου, μία από τις τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 3, σημείο 12, του κανονισμού 910/2014 για την αναγνώριση μιας ηλεκτρονικής υπογραφής ως «εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής» είναι να συνιστά η υπογραφή αυτή «προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή», κατά την έννοια του σημείου 11 του ίδιου άρθρου. Το άρθρο 26, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 910/2014 προβλέπει ότι, για να χαρακτηριστεί ως «προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή», μια ηλεκτρονική υπογραφή πρέπει να συνδέεται κατά τρόπο μοναδικό με τον υπογράφοντα και να καθιστά δυνατή την ταυτοποίησή του.
59 Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, σημείο 12, και το παράρτημα I του κανονισμού 910/2014 έχουν την έννοια ότι, όταν ελέγχεται η συμμόρφωση εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής προς τις απαιτήσεις του εν λόγω παραρτήματος, το γεγονός ότι το ονοματεπώνυμο του υπογράφοντος, ο οποίος συνήθως χρησιμοποιεί το κυριλλικό αλφάβητο για την αναγραφή του, αποτέλεσε αντικείμενο μεταγραμματισμού στο λατινικό αλφάβητο δεν αποκλείει το να θεωρηθεί η ηλεκτρονική υπογραφή του ως «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή» κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 3, σημείο 12, υπό την προϋπόθεση ότι η υπογραφή αυτή συνδέεται κατά τρόπο μοναδικό με τον υπογράφοντα και καθιστά δυνατή την ταυτοποίησή του, όπερ εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει.
[…]