ΔΕΕ, C‑210/20,Rad Service Srl Unipersonale, Cosmo Ambiente Srl, Cosmo Scavi Srl κατά Del Debbio SpA, Gruppo Sei Srl, Ciclat Val di Cecina Soc. Coop., Daf Costruzioni Stradali Srl, παρισταμένης της: Azienda Unità Sanitaria Locale USL Toscana Centr

«Προδικαστική παραπομπή – Σύναψη δημοσίων συμβάσεων προμηθειών, έργων και υπηρεσιών – Οδηγία 2014/24/ΕΕ – Διεξαγωγή της διαδικασίας – Επιλογή των συμμετεχόντων και ανάθεση των συμβάσεων – Άρθρο 63 – Προσφέρων στηριζόμενος στις δυνατότητες άλλου φορέα για την εκπλήρωση των απαιτήσεων της αναθέτουσας αρχής – Άρθρο 57, παράγραφοι 4, 6 και 7 – Ψευδείς δηλώσεις υποβληθείσες από τον φορέα αυτόν – Αποκλεισμός του εν λόγω προσφέροντος χωρίς να του επιβάλλεται ή να του επιτρέπεται να προβεί σε αντικατάσταση του φορέα αυτού – Αρχή της αναλογικότητας»

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 3ης Ιουνίου 2021 (*)

Στην υπόθεση C‑210/20,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας, Ιταλία) με απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 30 Μαρτίου 2020, στο πλαίσιο της δίκης

Rad Service Srl Unipersonale,

Cosmo Ambiente Srl,

Cosmo Scavi Srl

κατά

Del Debbio SpA,

Gruppo Sei Srl,

Ciclat Val di Cecina Soc. Coop.,

Daf Costruzioni Stradali Srl, 

παρισταμένης της:

Azienda Unità Sanitaria Locale USL Toscana Centro,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους N. Piçarra, πρόεδρο τμήματος, D. Šváby (εισηγητή) και S. Rodin, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        οι Del Debbio SpA, Gruppo Sei Srl και Ciclat Val di Cecina Soc. Coop., εκπροσωπούμενες από τους A. Manzi και F. Bertini, avvocati,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από την C. Colelli και τον S. L. Vitale, avvocati dello Stato,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους G. Gattinara και P. Ondrůšek και την K. Talabér-Ritz,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 49 και 56 ΣΛΕΕ, καθώς και του άρθρου 63 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ (ΕΕ 2014, L 94, σ. 65, και διορθωτικό ΕΕ 2016, L 135, σ. 120).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των Rad Service Srl Unipersonale, Cosmo Ambiente Srl και Cosmo Scavi Srl, οι οποίες συγκροτούν την προσωρινή κοινοπραξία επιχειρήσεων (ΠΚΕ) Rad Service (στο εξής: ΠΚΕ Rad Service), και, αφετέρου, των Del Debbio SpA, Gruppo Sei Srl, Ciclat Val di Cecina Soc. Coop. (στο εξής: ΠΚΕ Del Debbio), καθώς και της κοινοπραξίας επιχειρήσεων που συγκροτείται από τις DAF Costruzioni stradali Srl, GARC SpA και Edil Moter Srl (στο εξής: ΠΚΕ Daf), σχετικά με την απόφαση της Azienda Unità Sanitaria Locale Toscana Centro (τοπικής υγειονομικής υπηρεσίας της Κεντρικής Τοσκάνης, Ιταλία) να αποκλείσει την ΠΚΕ Del Debbio από διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης έργου.

  […]

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

12      Με προκήρυξη διαγωνισμού που δημοσιεύτηκε στις 3 Ιανουαρίου 2018, η τοπική υγειονομική υπηρεσία της Κεντρικής Τοσκάνης κίνησε διαδικασία για την ανάθεση συμβάσεως έργου επιλεκτικής και μηχανικής κατεδαφίσεως των κτιρίων του πρώην νοσοκομείου Misericordia e Dolce του Πράτο (Ιταλία), με βασικό ποσό 5 673 030,73 ευρώ.

13      Στο πλαίσιο της υποβολής της προσφοράς της, η GTE Del Debbio επικαλέστηκε τις τεχνικές και επαγγελματικές δυνατότητες μιας βοηθητικής επιχειρήσεως.

14      Ενώ η ΠΚΕ Daf και η ΠΚΕ Del Debbio κατείχαν τις δύο πρώτες θέσεις στην προσωρινή κατάταξη, η αναθέτουσα αρχή απέκλεισε αμφότερες τις κοινοπραξίες αυτές από τον διαγωνισμό. Ως εκ τούτου, η ΠΚΕ Rad Service κατέλαβε την πρώτη θέση της εν λόγω κατάταξης.

15      Ως αιτιολογία για τον αποκλεισμό της ΠΚΕ Del Debbio προβλήθηκε η υποβολή δηλώσεως από τη βοηθητική επιχείρηση, στην οποία δεν αναφερόταν η ύπαρξη patteggiamento –ήτοι δικαστικής αποφάσεως περί εκτελέσεως της ποινής που συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων– η οποία εκδόθηκε κατά του ιδιοκτήτη και νόμιμου εκπροσώπου της επιχειρήσεως στις 14 Ιουνίου 2013 και απέκτησε ισχύ δεδικασμένου στις 11 Σεπτεμβρίου 2013. Κατά το ιταλικό δίκαιο, η patteggiamento εξομοιούται ρητώς –υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπόθεσης της κύριας δίκης– με καταδίκη για το πλημμέλημα της σωματικής βλάβης εξ αμελείας το οποίο διαπράττεται κατά παράβαση της νομοθεσίας περί προστασίας της υγείας και της ασφάλειας στον χώρο εργασίας.

16      Η αναθέτουσα αρχή έκρινε ότι η βοηθητική επιχείρηση είχε υποβάλει εσφαλμένη και ψευδή δήλωση σε σχέση με το περιλαμβανόμενο στο ΕΕΕΠ ερώτημα που συνίστατο στο αν είχε κριθεί ένοχη για σοβαρά επαγγελματικά παραπτώματα, κατά την έννοια του άρθρου 80 παράγραφος 5, στοιχείο c, του κώδικα δημοσίων συμβάσεων. Κατά συνέπεια, η αναθέτουσα αρχή έκρινε ότι η ΠΚΕ Del Debbio έπρεπε να αποκλειστεί αυτομάτως από τον διαγωνισμό, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 80, παράγραφος 5, στοιχείο f-bis, και στο άρθρο 89, παράγραφος 1, του κώδικα αυτού.

17      Κατόπιν της ακυρώσεως, με δύο αποφάσεις του Tribunale amministrativo regionale per la Toscana (περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο Τοσκάνης, Ιταλία), των αποφάσεων περί αποκλεισμού της ΠΚΕ Del Debbio και της ΠΚΕ DAF, η ΠΚΕ RAD Service άσκησε έφεση κατά των αποφάσεων αυτών ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ήτοι του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας, Ιταλία).

18      Το δικαστήριο αυτό κρίνει ότι, βάσει του άρθρου 89, παράγραφος 1, τέταρτο εδάφιο, του κώδικα δημοσίων συμβάσεων, η ψευδής δήλωση που υποβάλλει ο νόμιμος εκπρόσωπος της βοηθητικής επιχείρησης στο πλαίσιο του διαγωνισμού συνεπάγεται αυτομάτως την υποχρέωση της αναθέτουσας αρχής να αποκλείσει τον προσφέροντα που επικαλέστηκε τις δυνατότητες της επιχείρησης αυτής, χωρίς ο προσφέρων να μπορεί να προβεί σε αντικατάστασή της. Συνεπώς, η διαδικασία διόρθωσης την οποία προβλέπει το άρθρο 89, παράγραφος 3, του κώδικα αυτού δεν έχει εφαρμογή, με αποτέλεσμα να μην μπορεί ο οικονομικός φορέας να προβεί σε αντικατάσταση της βοηθητικής επιχείρησης.

19      Το αιτούν δικαστήριο διατηρεί εντούτοις αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα της διατάξεως αυτής με τις αρχές και τους κανόνες του άρθρου 63 της οδηγίας 2014/24, καθώς και με τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, κατά το δικαστήριο αυτό, το άρθρο 63, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2014/24 αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στο να διασφαλίσει ότι οι παροχές πραγματοποιούνται από φορείς που διαθέτουν τα κατάλληλα μέσα και την απαιτούμενη ηθική και επιβάλλει, κατά συνέπεια, στην αναθέτουσα αρχή να συναινέσει στην αντικατάσταση μιας βοηθητικής επιχείρησης η οποία δεν πληροί τα κριτήρια ή ως προς την οποία συντρέχει λόγος αποκλεισμού. 

20      Προβλέποντας όμως τον αυτόματο αποκλεισμό του προσφέροντος λόγω ψευδών δηλώσεων της επιχείρησης στης οποίας τις δυνατότητες σκόπευε να στηριχθεί, το άρθρο 89, παράγραφος 1, τέταρτο εδάφιο, του κώδικα δημοσίων συμβάσεων απαγορεύει την αντικατάσταση της βοηθητικής επιχείρησης και, ως εκ τούτου, τη διορθωτική λύση που προβλέπει ωστόσο η παράγραφος 3 της διατάξεως αυτής σε σχέση με όλους τους άλλους υποχρεωτικούς λόγους αποκλεισμού.

21      Πλην όμως, κατά το αιτούν δικαστήριο, το άρθρο 63 της οδηγίας 2014/24 δεν προβλέπει καμία διαφορά ως προς το καθεστώς και επιβάλλει την αντικατάσταση της βοηθητικής επιχείρησης οσάκις συντρέχουν ως προς αυτήν υποχρεωτικοί λόγοι αποκλεισμού, όποιοι και αν είναι αυτοί.

22      Επιπλέον, ένας προσφέρων δεν είναι σε θέση να ελέγξει την αλήθεια και την ειλικρίνεια των δηλώσεων που υποβάλλουν οι επιχειρήσεις στων οποίων τις δυνατότητες σκοπεύει να στηριχθεί. Οφείλει επομένως να στηριχθεί στις δηλώσεις ή στα έγγραφα που προσκομίζουν οι εν λόγω επιχειρήσεις. Η ΠΚΕ Del Debbio υποστηρίζει εξάλλου ότι, εν προκειμένω, ήταν αδύνατο να γνωρίζει την ποινική καταδίκη του ιδιοκτήτη της βοηθητικής επιχείρησης, στο μέτρο που η καταδίκη αυτή δεν περιλαμβανόταν στο απόσπασμα ποινικού μητρώου στο οποίο είχε πρόσβαση άλλος ιδιωτικός φορέας πλην του ενδιαφερομένου.

23      Τέλος, κατά το αιτούν δικαστήριο, τυχόν εθνικοί περιορισμοί στην άσκηση του δικαιώματος ενός προσφέροντος να στηριχθεί στις δυνατότητες άλλου φορέα πρέπει να υπόκεινται σε αυστηρό έλεγχο, διενεργούμενο υπό το πρίσμα των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της απαγόρευσης των διακρίσεων. 

24      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Πρέπει να θεωρηθεί ότι το άρθρο 63 της οδηγίας [2014/24], σε συνδυασμό με τις αρχές της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών που κατοχυρώνονται στα άρθρα 49 και 56 [ΣΛΕΕ], αντιτίθεται στην εφαρμογή της ιταλικής κανονιστικής ρυθμίσεως αφορώσας τη στήριξη στις δυνατότητες άλλου φορέα και τον αποκλεισμό από τις διαδικασίες αναθέσεως, η οποία περιέχεται στο άρθρο 89, παράγραφος 1, τέταρτο εδάφιο, του ιταλικού κώδικα δημοσίων συμβάσεων, […] σύμφωνα με το οποίο, σε περίπτωση ψευδούς δηλώσεως εκ μέρους της βοηθητικής επιχειρήσεως σχετικά με την ύπαρξη ποινικών καταδικαστικών αποφάσεων με ισχύ δεδικασμένου, από τις οποίες ενδεχομένως μπορεί να αποδειχθεί η τέλεση σοβαρού επαγγελματικού παραπτώματος, η αναθέτουσα αρχή οφείλει να αποκλείει πάντοτε τον διαγωνιζόμενο οικονομικό φορέα, χωρίς να του επιβάλλει ή να του επιτρέπει να υποδείξει άλλη κατάλληλη βοηθητική επιχείρηση προς αντικατάσταση της πρώτης, όπως εντούτοις ορίζεται στις λοιπές περιπτώσεις στις οποίες οι άλλοι φορείς των οποίων τις δυνατότητες επικαλείται ο οικονομικός φορέας δεν πληρούν κάποιο σχετικό κριτήριο επιλογής ή για τους οποίους συντρέχουν υποχρεωτικοί λόγοι αποκλεισμού;»

25      Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο ζήτησε την υπαγωγή της υπόθεσης στην ταχεία διαδικασία, δυνάμει του άρθρου 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, με την αιτιολογία ότι η υπό κρίση υπόθεση εγείρει ζήτημα αρχής, αφορά την εκτέλεση επειγουσών εργασιών επί νοσοκομειακών κτιρίων –οι οποίες δεν πρέπει ούτε να αναβληθούν ούτε να ανασταλούν και έχουν σημαντική αξία– και ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική διάταξη αποτελεί αντικείμενο πληθώρας ενδίκων διαφορών.

26      Η αίτηση αυτή υπαγωγής της υπόθεσης στην ταχεία διαδικασία απορρίφθηκε με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 7ης Ιουλίου 2020.

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

27      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι το προδικαστικό ερώτημα υπονοεί ότι ενδέχεται να προσκρούει στην αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων εθνική ρύθμιση που προβλέπει τον άνευ ετέρου αποκλεισμό του προσφέροντος στην περίπτωση που ο φορέας στις δυνατότητες του οποίου σκοπεύει να στηριχθεί ο προσφέρων έχει παράσχει ψευδείς πληροφορίες, δεδομένου ότι επιτρέπεται η αντικατάσταση τέτοιου φορέα όταν αυτός δεν πληροί κάποιο σχετικό κριτήριο επιλογής ή όταν συντρέχουν σε βάρος του υποχρεωτικοί λόγοι αποκλεισμού.

28      Τα κράτη μέλη διαθέτουν όμως ορισμένη εξουσία εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό των προϋποθέσεων εφαρμογής των προαιρετικών λόγων αποκλεισμού που προβλέπει το άρθρο 57, παράγραφος 4, της οδηγίας 2014/24 (πρβλ. αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 2014, Consorzio Stabile Libor Lavori Pubblici, C‑358/12, EU:C:2014:2063, σκέψη 36, της 28ης Μαρτίου 2019, Idi, C‑101/18, EU:C:2019:267, σκέψη 45, και της 30ής Ιανουαρίου 2020, Tim, C‑395/18, EU:C:2020:58, σκέψη 34). Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 57, παράγραφοι 4 και 7, της οδηγίας 2014/24, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να μην εφαρμόσουν τους προαιρετικούς λόγους αποκλεισμού που αναφέρονται στη διάταξη αυτή ή να τους ενσωματώσουν στην εθνική νομοθεσία με βαθμό αυστηρότητας που μπορεί να διαφέρει κατά περίπτωση, με γνώμονα εκτιμήσεις νομικής, οικονομικής ή κοινωνικής φύσεως που επικρατούν σε εθνικό επίπεδο.

29      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να αναδιατυπωθεί το υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα και να γίνει δεκτό ότι, με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 63 της οδηγίας 2014/24, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 57, παράγραφος 4, στοιχείο ηʹ, και παράγραφος 6, της οδηγίας αυτής και υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας η αναθέτουσα αρχή οφείλει άνευ ετέρου να αποκλείσει έναν προσφέροντα από διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης, στην περίπτωση που η βοηθητική επιχείρηση στης οποίας τις δυνατότητες σκόπευε να στηριχθεί ο προσφέρων έχει υποβάλει ψευδή δήλωση ως προς την ύπαρξη ποινικών καταδικαστικών αποφάσεων που έχουν αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, χωρίς η αρχή αυτή να δύναται, σε μια τέτοια περίπτωση, να επιβάλει ή τουλάχιστον να επιτρέψει στον προσφέροντα να προβεί στην αντικατάσταση της εν λόγω επιχείρησης, αντιθέτως προς ό,τι προβλέπεται σε σχέση με τις άλλες περιπτώσεις κατά τις οποίες οι φορείς των οποίων τις δυνατότητες επικαλείται ο προσφέρων δεν πληρούν κάποιο σχετικό κριτήριο επιλογής ή συντρέχει ως προς αυτούς υποχρεωτικός λόγος αποκλεισμού.

30      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 63, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/24 προβλέπει το δικαίωμα ενός οικονομικού φορέα να στηριχθεί, ως προς συγκεκριμένη δημόσια σύμβαση, στις δυνατότητες άλλων φορέων, ασχέτως της νομικής φύσης των μεταξύ τους δεσμών, για την πλήρωση τόσο των κριτηρίων περί οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας του άρθρου 58, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής όσο και των κριτηρίων περί τεχνικής και επαγγελματικής ικανότητας του άρθρου 58, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας (πρβλ. αποφάσεις της 10ης Οκτωβρίου 2013, Swm Costruzioni 2 και Mannocchi Luigino, C‑94/12, EU:C:2013:646, σκέψεις 29 και 33, της 7ης Απριλίου 2016, Partner Apelski Dariusz, C‑324/14, EU:C:2016:214, σκέψεις 33, 35, 39, 49 και 51, και της 2ας Ιουνίου 2016, Pizzo, C‑27/15, EU:C:2016:404, σκέψη 25).

31      Ο οικονομικός φορέας που επιθυμεί να ασκήσει το δικαίωμα αυτό οφείλει, βάσει του άρθρου 59, παράγραφος 1, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2014/24, ερμηνευόμενου υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 84, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής, να προσκομίσει στην αναθέτουσα αρχή, κατά την υποβολή της αιτήσεως συμμετοχής ή της προσφοράς του, ΕΕΕΣ με το οποίο θα δηλώνει ότι τόσο ο ίδιος όσο και οι φορείς στων οποίων τις δυνατότητες σκοπεύει να στηριχθεί δεν εμπίπτουν σε κάποια από τις περιπτώσεις του άρθρου 57 της εν λόγω οδηγίας, η οποία πρέπει ή μπορεί να συνεπάγεται τον αποκλεισμό ενός οικονομικού φορέα. 

32      Επομένως, βάσει του άρθρου 63, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2014/24, εναπόκειται στην αναθέτουσα αρχή να εξακριβώσει, αφενός, ότι, σύμφωνα με τα άρθρα 59 έως 61 της οδηγίας αυτής, οι φορείς στων οποίων τις δυνατότητες σκοπεύει να στηριχθεί ο οικονομικός φορέας πληρούν τα εφαρμοστέα κριτήρια επιλογής και, αφετέρου, αν συντρέχει κάποιος από τους λόγους αποκλεισμού του άρθρου 57 της εν λόγω οδηγίας ως προς τόσο τον ίδιο τον οικονομικό φορέα όσο και τους ως άνω φορείς.

33      Κατά το άρθρο 63, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, τρίτη περίοδος, της οδηγίας 2014/24, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να απαιτήσει –ή μπορεί να υποχρεωθεί από το κράτος μέλος στο οποίο υπάγεται να απαιτήσει– από τον συγκεκριμένο οικονομικό φορέα να προβεί στην αντικατάσταση του φορέα στου οποίου τις δυνατότητες σκόπευε να στηριχθεί, αλλά ως προς τον οποίο συντρέχουν μη υποχρεωτικοί λόγοι αποκλεισμού. Επομένως, από το γράμμα της περιόδου αυτής προκύπτει σαφώς ότι, μολονότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, η αναθέτουσα αρχή υποχρεούται να επιβάλει στον εν λόγω οικονομικό φορέα να προβεί σε τέτοια αντικατάσταση, δεν μπορούν, αντιθέτως, να στερήσουν από την αναθέτουσα αρχή τη δυνατότητά της να απαιτήσει οίκοθεν την εν λόγω αντικατάσταση. Πράγματι, τα κράτη μέλη μπορούν μόνο να αντικαταστήσουν τη δυνατότητα αυτή με υποχρέωση της αναθέτουσας αρχής να επιβάλει τέτοια αντικατάσταση. 

34      Μια τέτοια ερμηνεία του άρθρου 63, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, τρίτη περίοδος, της οδηγίας 2014/24 συμβάλλει, επιπλέον, στη διασφάλιση της τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας από τις αναθέτουσες αρχές, συμφώνως προς το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής. Ειδικότερα, από την αρχή αυτή, η οποία αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, προκύπτει ότι οι κανόνες τους οποίους θεσπίζουν τα κράτη μέλη ή οι αναθέτουσες αρχές στο πλαίσιο της εφαρμογής των διατάξεων της εν λόγω οδηγίας δεν πρέπει να βαίνουν πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η οδηγία (πρβλ. αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Μηχανική, C‑213/07, EU:C:2008:731, σκέψη 48, και της 30ής Ιανουαρίου 2020, Tim, C‑395/18, EU:C:2020:58, σκέψη 45).

35      Ο σκοπός τον οποίον επιδιώκει δε το άρθρο 57 της οδηγίας 2014/54, όπως και το άρθρο της 63, είναι να παράσχει στην αναθέτουσα αρχή τη δυνατότητα να βεβαιωθεί για την ακεραιότητα και την αξιοπιστία καθενός από τους προσφέροντες και, ως εκ τούτου, για τη μη διάρρηξη της σχέσεως εμπιστοσύνης με τον οικείο οικονομικό φορέα (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Ιουνίου 2019, Meca, C‑41/18, EU:C:2019:507, σκέψη 29, και της 3ης Οκτωβρίου 2019, Delta Antrepriză de Construcţii şi Montaj 93, C‑267/18, EU:C:2019:826, σκέψη 26). Υπ’ αυτό ακριβώς το πρίσμα, το άρθρο 57, παράγραφος 6, της οδηγίας 2014/24, σε συνδυασμό με την αιτιολογική της σκέψη 102, εγγυάται, κατ’ αρχήν, το δικαίωμα κάθε οικονομικού φορέα που εμπίπτει σε μία από τις περιπτώσεις των παραγράφων 1 και 4 της διατάξεως αυτής να παράσχει στοιχεία που αποδεικνύουν ότι τα μέτρα που έλαβε επαρκούν προς επιβεβαίωση της αξιοπιστίας του παρά την ύπαρξη σχετικού λόγου αποκλεισμού.

36      Υπό τις συνθήκες αυτές, πριν ακόμα απαιτήσει από προσφέροντα την αντικατάσταση φορέα στου οποίου τις δυνατότητες σκόπευε να στηριχθεί, λόγω του ότι εμπίπτει σε μια από τις περιπτώσεις του άρθρου 57, παράγραφοι 1 και 4, της οδηγίας 2014/24, το άρθρο 63 της οδηγίας αυτής προϋποθέτει ότι η αναθέτουσα αρχή παρέχει στον προσφέροντα αυτόν και/ή στον εν λόγω φορέα τη δυνατότητα να της παρουσιάσουν τα διορθωτικά μέτρα που τυχόν έλαβαν για τη θεραπεία της διαπιστωθείσας πλημμέλειας και, ως εκ τούτου, τη δυνατότητα να αποδείξουν ότι ο εν λόγω φορέας μπορεί, εκ νέου, να θεωρηθεί αξιόπιστος φορέας (πρβλ. απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2019, Delta Antrepriză de Construcţii şi Montaj 93, C‑267/18, EU:C:2019:826, σκέψη 37).

37      Επομένως, μόνον επικουρικώς και εφόσον ο φορέας ως προς τον οποίον προβάλλεται λόγος αποκλεισμού του άρθρου 57, παράγραφοι 1 και 4, της οδηγίας 2014/24 δεν έχει λάβει κανένα διορθωτικό μέτρο ή αν τα μέτρα που έλαβε κρίθηκαν ανεπαρκή από την αναθέτουσα αρχή, η αρχή αυτή μπορεί ή –αν το εθνικό της δίκαιο την υποχρεώνει– οφείλει να απαιτήσει από τον προσφέροντα να προβεί σε αντικατάσταση του εν λόγω φορέα.

38      Συναφώς, διευκρινίζεται ότι, κατά το άρθρο 57, παράγραφος 6, τέταρτο εδάφιο, της οδηγίας 2014/24, ο οικονομικός φορέας που αποκλείστηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση από τη συμμετοχή σε διαδικασίες σύναψης σύμβασης ή ανάθεσης σύμβασης παραχώρησης δεν έχει βεβαίως το δικαίωμα, κατά τη διάρκεια της περιόδου αποκλεισμού που καθορίζεται από την εν λόγω απόφαση, στα κράτη μέλη όπου η απόφαση αυτή παράγει τα αποτελέσματά της, να επικαλεστεί τα διορθωτικά μέτρα που έλαβε κατόπιν της εν λόγω αποφάσεως και, ως εκ τούτου, να αποφύγει τον αποκλεισμό του εφόσον κριθούν επαρκή τα αποδεικτικά στοιχεία. Εντούτοις, όταν τελεσίδικη δικαστική απόφαση αποκλείει από τη συμμετοχή σε διαδικασίες σύναψης δημόσιας σύμβασης ή ανάθεσης σύμβασης παραχώρησης έναν φορέα στου οποίου τις δυνατότητες σκόπευε να στηριχθεί ο προσφέρων, πρέπει, στην περίπτωση αυτή, η αναθέτουσα αρχή να παράσχει στον εν λόγω προσφέροντα τη δυνατότητα να προβεί σε αντικατάσταση του ως άνω φορέα.

39      Δεύτερον, η σημασία που έχει συναφώς, σε σχέση με την αρχή της αναλογικότητας, η ερμηνεία του άρθρου 63, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, τρίτη περίοδος, της οδηγίας 2014/24 που εκτίθεται στη σκέψη 33 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει επίσης από την αιτιολογική σκέψη 101, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής, κατά την οποία, όταν οι αναθέτουσες αρχές εφαρμόζουν προαιρετικούς λόγους αποκλεισμού, πρέπει να δίδουν ιδιαίτερη προσοχή στην εν λόγω αρχή. Η προσοχή αυτή πρέπει όμως να είναι ακόμη μεγαλύτερη όταν ο προβλεπόμενος από την εθνική νομοθεσία αποκλεισμός δεν πλήττει τον προσφέροντα για παράβαση καταλογιστέα σε αυτόν, αλλά για παράβαση διαπραχθείσα από φορέα στου οποίου τις δυνατότητες σκόπευε να στηριχθεί και έναντι του οποίου δεν διαθέτει καμία εξουσία ελέγχου (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Tim, C‑395/18, EU:C:2020:58, σκέψη 48).

40      Ειδικότερα, η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει στην αναθέτουσα αρχή να προβαίνει σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εκτίμηση της στάσεως του οικείου φορέα βάσει όλων των στοιχείων που ασκούν επιρροή συναφώς (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 2012, Forposta και ABC Direct Contact, C‑465/11, EU:C:2012:801, σκέψη 31, και της 3ης Οκτωβρίου 2019, Delta Antrepriză de Construcţii şi Montaj 93, C‑267/18, EU:C:2019:826, σκέψη 29). Στο πλαίσιο αυτό, η αναθέτουσα αρχή πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα μέσα που είχε στη διάθεσή του ο προσφέρων προκειμένου να διαπιστώσει ότι συνέτρεχε παράβαση εκ μέρους του φορέα στου οποίου τις δυνατότητες σκόπευε να στηριχθεί (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Tim, C‑395/18, EU:C:2020:58, σκέψη 52).

41      Εν προκειμένω, αν το αιτούν δικαστήριο επιβεβαιώσει τον ισχυρισμό της ΠΚΕ Del Debbio ότι η ποινική καταδίκη του ιδιοκτήτη της βοηθητικής επιχείρησης στης οποίας της δυνατότητες η κοινοπραξία αυτή σκόπευε να στηριχθεί δεν περιλαμβανόταν στο απόσπασμα ποινικού μητρώου στο οποίο είχαν πρόσβαση οι ιδιωτικοί φορείς, με αποτέλεσμα η ιταλική νομοθεσία να μην παρέχει στην ΠΚΕ Del Debbio τη δυνατότητα να λάβει γνώση της εν λόγω καταδίκης, δεν θα μπορεί να της προσαφθεί ότι δεν επέδειξε επιμέλεια. Ως εκ τούτου, υπό τις περιστάσεις αυτές, θα ήταν αντίθετο προς την αρχή της αναλογικότητας, που διατυπώνεται στο άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/24, να εμποδισθεί η αντικατάσταση του φορέα ως προς τον οποίον συντρέχει λόγος αποκλεισμού. 

42      Διευκρινίζεται ακόμη ότι η αναθέτουσα αρχή, όταν υποχρεούται, βάσει του εθνικού της δικαίου, να απαιτήσει από τον προσφέροντα να προβεί σε αντικατάσταση του φορέα στου οποίου τις δυνατότητες σκόπευε να στηριχθεί, οφείλει να μεριμνήσει, σύμφωνα με τις αρχές της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης που διατυπώνονται στο άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/24, ώστε η αντικατάσταση του οικείου φορέα να μην καταλήξει σε ουσιώδη τροποποίηση της προσφοράς του εν λόγω προσφέροντος.

43      Ειδικότερα, η υποχρέωση της αναθέτουσας αρχής να τηρεί την αρχή της ίσης μεταχείρισης των προσφερόντων, σκοπός της οποίας είναι η προώθηση της ανάπτυξης υγιούς και αποτελεσματικού ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων που μετέχουν σε δημόσιο διαγωνισμό, ανταγωνισμού ο οποίος άπτεται της ίδιας της ουσίας των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημόσιων συμβάσεων, συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ότι οι προσφέροντες πρέπει να τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης τόσο κατά τον χρόνο προετοιμασίας των προσφορών τους όσο και κατά τον χρόνο αξιολογήσεως των εν λόγω προσφορών από την αναθέτουσα αρχή. Η αρχή της ίσης μεταχείρισης και η υποχρέωση διαφάνειας αποκλείουν κάθε διαπραγμάτευση μεταξύ της αναθέτουσας αρχής και ενός προσφέροντος στο πλαίσιο διαδικασίας σύναψης δημόσιας σύμβασης, όπερ σημαίνει ότι, κατ’ αρχήν, είναι αδύνατον να τροποποιηθεί η προσφορά μετά την κατάθεσή της, κατόπιν πρωτοβουλίας είτε της αναθέτουσας αρχής είτε του προσφέροντος (πρβλ. απόφαση της 11ης Μαΐου 2017, Archus και Gama, C‑131/16, EU:C:2017:358, σκέψεις 25 και 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44      Ως εκ τούτου, όπως και το αίτημα αποσαφηνίσεως μιας προσφοράς, το αίτημα της αναθέτουσας αρχής που απαιτεί την αντικατάσταση φορέα στου οποίου τις δυνατότητες σκόπευε να στηριχθεί ένας προσφέρων δεν πρέπει να καταλήγει σε υποβολή, στην πραγματικότητα, νέας προσφοράς, λόγω του ότι μεταβάλλει ουσιωδώς την αρχική προσφορά (πρβλ. αποφάσεις της 29ης Μαρτίου 2012, SAG ELV Slovensko κ.λπ., C‑599/10, EU:C:2012:191, σκέψη 40, της 7ης Απριλίου 2016, Partner Apelski Dariusz, C‑324/14, EU:C:2016:214, σκέψη 64, και της 11ης Μαΐου 2017, Archus και Gama, C‑131/16, EU:C:2017:358, σκέψεις 31 και 37).

45      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 63 της οδηγίας 2014/24, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 57, παράγραφος 4, στοιχείο ηʹ, και υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας η αναθέτουσα αρχή οφείλει άνευ ετέρου να αποκλείσει έναν προσφέροντα από διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης στην περίπτωση που η βοηθητική επιχείρηση στης οποίας τις δυνατότητες σκόπευε να στηριχθεί ο προσφέρων έχει υποβάλει ψευδή δήλωση ως προς την ύπαρξη ποινικών καταδικαστικών αποφάσεων που έχουν αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, χωρίς η αρχή αυτή να δύναται, σε μια τέτοια περίπτωση, να επιβάλει ή τουλάχιστον να επιτρέψει στον προσφέροντα να προβεί στην αντικατάσταση της εν λόγω επιχείρησης.

 […]

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 63 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 57, παράγραφος 4, στοιχείο ηʹ, και υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας η αναθέτουσα αρχή οφείλει άνευ ετέρου να αποκλείσει έναν προσφέροντα από διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης στην περίπτωση που η βοηθητική επιχείρηση στης οποίας τις δυνατότητες σκόπευε να στηριχθεί ο προσφέρων έχει υποβάλει ψευδή δήλωση ως προς την ύπαρξη ποινικών καταδικαστικών αποφάσεων που έχουν αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, χωρίς η αρχή αυτή να δύναται, σε μια τέτοια περίπτωση, να επιβάλει ή τουλάχιστον να επιτρέψει στον προσφέροντα να προβεί στην αντικατάσταση της εν λόγω επιχείρησης.

(υπογραφές)

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *