ΔΕΕ, Airbnb Ireland UC κατά Région de Bruxelles-Capitale, C-674/20- Δεν αντιβαίνει στο δίκαιο της ΕΕ η υποχρέωση των υπευθύνων ηλεκτρονικής πλατφόρμας καταλυμάτων να διαβιβάζουν στη φορολογική αρχή στοιχεία για συναλλαγές για τουριστικά καταλύ

«Προδικαστική παραπομπή – Εσωτερική αγορά – Άρθρο 114, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ – Εξαίρεση των φορολογικών διατάξεων – Οδηγία 2000/31/ΕΚ – Υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας – Ηλεκτρονικό εμπόριο – Ηλεκτρονική πλατφόρμα κτηματομεσιτικής διαμεσολάβησης – Άρθρο 1, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ – Εξαίρεση του φορολογικού τομέα – Ορισμός – Περιφερειακή κανονιστική ρύθμιση σχετική με φόρο επί των τουριστικών καταλυμάτων – Διάταξη η οποία υποχρεώνει τους μεσάζοντες να κοινοποιούν στη φορολογική αρχή, κατόπιν γραπτού αιτήματος, ορισμένα στοιχεία όσον αφορά την εκμετάλλευση των εν λόγω καταλυμάτων προκειμένου να προσδιοριστούν οι υποκείμενοι στον ανωτέρω φόρο – Άρθρο 56 ΣΛΕΕ – Απουσία δυσμενούς διακρίσεως– Απουσία περιορισμού»

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

 

της 27ης Απριλίου 2022 (*)

Στην υπόθεση C‑674/20,

 

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Cour constitutionnelle (Συνταγματικό Δικαστήριο, Βέλγιο) με απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 10 Δεκεμβρίου 2020, στο πλαίσιο της δίκης

 

Airbnb Ireland UC

 

κατά

 

Région de Bruxelles-Capitale,

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

 

συγκείμενο από τους A. Prechal, πρόεδρο τμήματος, J. Passer, F. Biltgen, N. Wahl (εισηγητή) και M. L. Arastey Sahún, δικαστές,

 

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

 

γραμματέας: A. Calot Escobar

 

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

 

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

 

–        η Airbnb Ireland UC, εκπροσωπούμενη από τον D. Van Liedekerke, advocaat, και τους A. Laes και M. Van Lierde, avocats,

 

–        η Région de Bruxelles-Capitale, εκπροσωπούμενη από τον C. Molitor, avocat,

 

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. Aguilera Ruiz,

 

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την N. Vincent και τον T. Stéhelin,

 

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από την R. Guizzi, avvocato dello Stato,

 

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. K. Bulterman και τον J. Hoogveld,

 

–        η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την J. Schmoll,

 

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

 

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους W. Roels, S. Kalėda και P.‑J. Loewenthal και την L. Armati,

 

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

 

εκδίδει την ακόλουθη

 

Απόφαση

 

[…]

 

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

 

18      Κατόπιν της έναρξης ισχύος της κανονιστικής απόφασης της 23ης Δεκεμβρίου 2016, και συγκεκριμένα στις 10 Φεβρουαρίου 2017, η φορολογική αρχή της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτευούσης απηύθυνε στην Airbnb Ireland αίτημα παροχής πληροφοριών σχετικά με τους υποκείμενους στον κατ’ αποκοπήν τουριστικό φόρο που χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες της (στο εξής: πρώτο αίτημα παροχής πληροφοριών).

 

19      Στις 31 Μαρτίου 2017, η Airbnb Ireland διατύπωσε επιφυλάξεις ως προς το ανωτέρω αίτημα και πρότεινε να συζητήσει το ζήτημα με τις περιφερειακές αρχές. Στις 8 Αυγούστου 2017, η εν λόγω αρχή της απέστειλε νέο, περισσότερο στοχευμένο αίτημα παροχής πληροφοριών σχετικά με εννέα τουριστικά καταλύματα ευρισκόμενα στην Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτευούσης (στο εξής: δεύτερο αίτημα παροχής πληροφοριών).

 

20      Στις 8 Σεπτεμβρίου 2017, η Airbnb Ireland δήλωσε ότι δεν θα ικανοποιούσε το εν λόγω αίτημα και, ως εκ τούτου, στις 10 Νοεμβρίου 2017, η φορολογική αρχή της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτευούσης της επέβαλε εννέα πρόστιμα ύψους 10 000 ευρώ το καθένα.

 

21      Κατόπιν της αποστολής του πρώτου αιτήματος παροχής πληροφοριών και πριν από την αποστολή του δευτέρου αιτήματος, η Airbnb Ireland είχε ασκήσει, στις 10 Ιουλίου 2017, προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ήτοι του Cour constitutionnelle (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Βέλγιο), για την ακύρωση του άρθρου 12 της κανονιστικής απόφασης της 23ης Δεκεμβρίου 2016.

 

22      Το αιτούν δικαστήριο, αφού επισήμανε ότι από τις κοινοβουλευτικές εργασίες προκύπτει ότι, με τη θέσπιση του κατ’ αποκοπήν τουριστικού φόρου, η κανονιστική απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 2016 αποσκοπούσε να εξασφαλίσει τη συμμετοχή του τουριστικού τομέα στις οικονομικές επιβαρύνσεις τις οποίες συνεπάγεται ο τουρισμός και να εναρμονίσει τη φορολόγηση των τουριστικών καταλυμάτων της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτευούσης, αποσαφήνισε ότι, ενώ οι μεσάζοντες, στους οποίους περιλαμβάνεται η Airbnb Ireland, δεν είναι ούτε υποκείμενοι στον εν λόγω φόρο ούτε επιφορτισμένοι με την είσπραξή του, υπέχουν, βάσει του άρθρου 12 της ανωτέρω κανονιστικής απόφασης, την υποχρέωση παροχής πληροφοριών κατόπιν γραπτού αιτήματος της φορολογικής αρχής, εάν δε δεν τηρήσουν την εν λόγω υποχρέωση μπορεί να επιβληθεί σε βάρος τους πρόστιμο ύψους 10 000 ευρώ.

 

23      Σημειώνοντας ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, μια υπηρεσία διαμεσολάβησης η οποία έχει ως αντικείμενο την έναντι αμοιβής διευκόλυνση της επικοινωνίας, μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας, μεταξύ, αφενός, δυνητικών μισθωτών και, αφετέρου, επαγγελματιών ή μη επαγγελματιών εκμισθωτών που προσφέρουν υπηρεσίες παροχής καταλύματος βραχείας διάρκειας, καθώς και την ταυτόχρονη παροχή ορισμένων άλλων υπηρεσιών παρεπόμενων της εν λόγω υπηρεσίας διαμεσολάβησης, πρέπει να χαρακτηριστεί ως «υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας» εμπίπτουσα στην οδηγία 2000/31 (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Airbnb Ireland, C‑390/18, EU:C:2019:1112, σκέψη 69), το αιτούν δικαστήριο, το οποίο εκτιμά ότι οι προβλεπόμενοι στην κανονιστική απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 2016 μεσάζοντες παρέχουν, κατά βάση, τέτοια υπηρεσία διαμεσολάβησης, διερωτάται κατά πόσον η εν λόγω οδηγία ασκεί επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι στο άρθρο της 1, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ προβλέπεται ότι αυτή δεν εφαρμόζεται στον «φορολογικό τομέα».

 

24      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ειδικότερα ως προς την ερμηνεία των ανωτέρω όρων και ως προς τον σχετικό χαρακτηρισμό που πρέπει να δοθεί στο άρθρο 12 της κανονιστικής απόφασης της 23ης Δεκεμβρίου 2016. Το άρθρο αυτό εντάσσεται μεν σε φορολογική κανονιστική ρύθμιση, πλην όμως η Airbnb Ireland υποστηρίζει ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 1, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31 εξαίρεση, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται στενά, δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω, με συνέπεια το άρθρο 12 της εν λόγω κανονιστικής απόφασης να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. Πάντως, κατά την άποψη του αιτούντος δικαστηρίου, το άρθρο 12, με την υποχρέωση κοινοποίησης που επιβάλλει, δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2000/31, υπό τις οποίες μπορούν τα κράτη μέλη να λαμβάνουν μέτρα που περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας.

 

 […]

 

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

 

26      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 1, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31 έχει την έννοια ότι διάταξη φορολογικής κανονιστικής ρύθμισης κράτους μέλους η οποία υποχρεώνει τους μεσάζοντες, όσον αφορά τα ευρισκόμενα σε μια περιφέρεια του εν λόγω κράτους μέλους τουριστικά καταλύματα για τα οποία μεσολαβούν ή για τα οποία εφαρμόζουν πολιτική προώθησης, να κοινοποιούν στη φορολογική αρχή, κατόπιν γραπτού αιτήματός της, τα στοιχεία του φορέα εκμετάλλευσης και των τουριστικών καταλυμάτων, καθώς και τον αριθμό των διανυκτερεύσεων και των μονάδων καταλύματος που οι ανωτέρω φορείς εκμεταλλεύθηκαν κατά το παρελθόν έτος, πρέπει να θεωρηθεί αρρήκτως συνδεδεμένη, ως προς τη φύση της, με την κανονιστική ρύθμιση στην οποία εντάσσεται, με συνέπεια να εμπίπτει στον «φορολογικό τομέα», ο οποίος εξαιρείται ρητώς από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.

 

27      Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι η οδηγία 2000/31 εκδόθηκε βάσει, μεταξύ άλλων, του άρθρου 95 ΕΚ, το περιεχόμενο του οποίου επαναλήφθηκε στο άρθρο 114 ΣΛΕΕ, που εξαιρεί, στην παράγραφό του 2, τις «φορολογικές διατάξεις» από το πεδίο εφαρμογής του. Στην απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (C‑338/01, EU:C:2004:253, σκέψη 63), το Δικαστήριο επισήμανε ότι ο όρος αυτός καλύπτει όχι μόνον όλους τους τομείς της φορολογίας, χωρίς να γίνεται διάκριση με βάση το είδος του φόρου ή των λοιπών συναφών επιβαρύνσεων, αλλά και όλες τις πτυχές του θέματος αυτού, ασχέτως του αν πρόκειται για ουσιαστικούς ή διαδικαστικούς κανόνες. Το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι ο συγκεκριμένος τρόπος εισπράξεως των οποιασδήποτε φύσεως φορολογικών επιβαρύνσεων δεν μπορεί να διαχωριστεί από το σύστημα επιβολής φόρων ή λοιπών επιβαρύνσεων με το οποίο αυτές συνδέονται (απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C‑338/01, EU:C:2004:253, σκέψη 66).

 

28      Δεύτερον, η ανωτέρω ερμηνεία επιβεβαιώνεται επίσης και από τη θέση των οικείων διατάξεων στις Συνθήκες. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο του τίτλου VII σχετικά με «[τους] [κ]οιν[ούς] κανόνες για τον ανταγωνισμό, τη φορολογία και την προσέγγιση των νομοθεσιών» της Συνθήκης ΛΕΕ, το άρθρο 114, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ εντάσσεται στο κεφάλαιο 3, με τίτλο «Η προσέγγιση των νομοθεσιών», που έπεται του κεφαλαίου 2, το οποίο επιγράφεται «Φορολογικές διατάξεις». Κατά συνέπεια, τα θέματα που ρυθμίζονται στο κεφάλαιο 3, δηλαδή αυτά που αφορούν την προσέγγιση των νομοθεσιών, δεν σχετίζονται, και δεν μπορούν να σχετίζονται, με τα ρυθμιζόμενα στο κεφάλαιο 2, δηλαδή τις φορολογικές διατάξεις.

 

29      Τρίτον, η ίδια συλλογιστική ισχύει όσον αφορά το παράγωγο δίκαιο που θεσπίστηκε βάσει του άρθρου 95 ΕΚ και, εν συνεχεία, του άρθρου 114 ΣΛΕΕ. Τούτο εξάλλου συνάγεται από τη γραμματική ερμηνεία του ευρέος όρου που χρησιμοποιείται στο άρθρο 1, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31, ήτοι του όρου «φορολογικό[ς] τομέα[ς]» ο οποίος, ως εκ τούτου, χρήζει ευρείας ερμηνείας, όπως αναγνώρισε το Δικαστήριο, παραδείγματος χάριν, σχετικά με την έννοια του «τομέα των μεταφορών», η οποία είναι ευρύτερη από την έννοια των «υπηρεσιών μεταφορών» (απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2015, Grupo Itevelesa κ.λπ., C‑168/14, EU:C:2015:685, σκέψη 41).

 

30      Τέταρτον, οι ανωτέρω εκτιμήσεις επιρρωννύονται από τις αιτιολογικές σκέψεις 12 και 13 της οδηγίας 2000/31, στις οποίες εκτίθεται ότι από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας εξαιρείται η «φορολογία» και ότι η εν λόγω οδηγία «δεν αποσκοπεί στον καθορισμό κανόνων σχετικά με φορολογικές υποχρεώσεις».

 

31      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι υπηρεσίες όπως αυτές που παρέχει η Airbnb Ireland αποτελούν υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/31, δεδομένου ότι το Δικαστήριο χαρακτήρισε ως υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας υπηρεσία διαμεσολάβησης η οποία έχει ως αντικείμενο την έναντι αμοιβής διευκόλυνση της επικοινωνίας, μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας, μεταξύ, αφενός, δυνητικών μισθωτών και, αφετέρου, επαγγελματιών ή μη επαγγελματιών εκμισθωτών που προσφέρουν υπηρεσίες παροχής καταλύματος βραχείας διάρκειας, καθώς και την ταυτόχρονη παροχή ορισμένων άλλων υπηρεσιών παρεπόμενων της εν λόγω υπηρεσίας διαμεσολάβησης (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Airbnb Ireland, C‑390/18, EU:C:2019:1112, σκέψεις 49 και 69).

 

32      Εντούτοις, όπως επισήμανε το αιτούν δικαστήριο, η δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας αυτής στη διαφορά της κύριας δίκης εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι το άρθρο 12 της κανονιστικής απόφασης της 23ης Δεκεμβρίου 2016, το οποίο υποχρεώνει τους μεσάζοντες, όσον αφορά τα ευρισκόμενα στην Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτευούσης τουριστικά καταλύματα για τα οποία μεσολαβούν ή για τα οποία εφαρμόζουν πολιτική προώθησης, να κοινοποιούν στη φορολογική αρχή, κατόπιν γραπτού αιτήματός της, τα στοιχεία του φορέα εκμετάλλευσης και των τουριστικών καταλυμάτων, καθώς και τον αριθμό των διανυκτερεύσεων και των μονάδων καταλύματος που οι ανωτέρω φορείς εκμεταλλεύθηκαν κατά το παρελθόν έτος, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στον «φορολογικό τομέα», άλλως θα εξέφευγε του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2000/31, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 5, στοιχείο α, της οδηγίας.

 

33      Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι, ναι μεν αληθεύει ότι το άρθρο 12 της κανονιστικής απόφασης της 23ης Δεκεμβρίου 2016 δεν απευθύνεται, αυτό καθεαυτό, στους υποκείμενους στον κατ’ αποκοπήν τουριστικό φόρο, αλλά στα πρόσωπα που είχαν τον ρόλο του μεσάζοντος στο πλαίσιο της συναλλαγής με αντικείμενο την έναντι αμοιβής εκμετάλλευση τουριστικού καταλύματος, και ότι αφορά την, επ’ απειλή προστίμου, παροχή πληροφοριών στην αρχή της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτευούσης, εντούτοις γεγονός παραμένει, κατά πρώτον, ότι η διοικητική αρχή που αποτελεί τον αποδέκτη των πληροφοριών αυτών είναι η φορολογική αρχή, κατά δεύτερον, ότι, όπως υπογράμμισε και το ίδιο το αιτούν δικαστήριο, το ανωτέρω άρθρο εντάσσεται σε φορολογική κανονιστική ρύθμιση, και συγκεκριμένα στην κανονιστική απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 2016, και, κατά τρίτον, ότι οι πληροφορίες οι οποίες πρέπει, δυνάμει της διάταξης αυτής, να διαβιβαστούν είναι, ως προς την ουσία τους, αρρήκτως συνδεδεμένες με την εν λόγω κανονιστική ρύθμιση, διότι μόνο με βάση τις εν λόγω πληροφορίες είναι δυνατόν να προσδιοριστούν ο πραγματικός υποκείμενος στον φόρο, η βάση επιβολής του φόρου, δηλαδή ο τόπος του ιδιωτικού καταλύματος, ο αριθμός των μονάδων καταλύματος και ο αριθμός των διανυκτερεύσεων και, κατά συνέπεια, το ποσό του φόρου.

 

34      Επομένως, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι διάταξη φορολογικής κανονιστικής ρύθμισης κράτους μέλους η οποία υποχρεώνει τους μεσάζοντες, όσον αφορά τα ευρισκόμενα σε μια περιφέρεια του εν λόγω κράτους μέλους τουριστικά καταλύματα για τα οποία μεσολαβούν ή για τα οποία εφαρμόζουν πολιτική προώθησης, να κοινοποιούν στη φορολογική αρχή της περιφέρειας, κατόπιν γραπτού αιτήματός της, τα στοιχεία του φορέα εκμετάλλευσης και των τουριστικών καταλυμάτων, καθώς και τον αριθμό των διανυκτερεύσεων και των μονάδων καταλύματος που οι ανωτέρω φορείς εκμεταλλεύθηκαν κατά το παρελθόν έτος, πρέπει να θεωρηθεί αρρήκτως συνδεδεμένη, ως προς τη φύση της, με την κανονιστική ρύθμιση στην οποία εντάσσεται, με συνέπεια να εμπίπτει στον «φορολογικό τομέα» ο οποίος εξαιρείται ρητώς από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/31.

 

 Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

 

 […]

 

 Επί της ουσίας

 

39      Με το δεύτερο σκέλος του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματός του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία υποχρεώνει τους παρόχους υπηρεσιών κτηματομεσιτικής διαμεσολάβησης, ανεξαρτήτως του τόπου εγκατάστασής τους και του τρόπου με τον οποίο μεσολαβούν, στην περίπτωση των ευρισκομένων σε μια περιφέρεια του οικείου κράτους μέλους τουριστικών καταλυμάτων για τα οποία μεσολαβούν ή για τα οποία εφαρμόζουν πολιτική προώθησης, να κοινοποιούν στη φορολογική αρχή της περιφέρειας, κατόπιν γραπτού αιτήματός της, τα στοιχεία του φορέα εκμετάλλευσης και των τουριστικών καταλυμάτων, καθώς και τον αριθμό των διανυκτερεύσεων και των μονάδων καταλύματος που οι ανωτέρω φορείς εκμεταλλεύθηκαν κατά το παρελθόν έτος, προσκρούει ή όχι στην απαγόρευση του άρθρου 56 ΣΛΕΕ.

 

40      Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το άρθρο 12 της κανονιστικής απόφασης της 23ης Δεκεμβρίου 2016 υποχρεώνει όλους τους παρόχους υπηρεσιών διαμεσολάβησης που δραστηριοποιούνται σε σχέση με τουριστικά καταλύματα ευρισκόμενα στην Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτευούσης να ικανοποιούν αίτημα παροχής πληροφοριών των φορολογικών αρχών, ανεξαρτήτως του τόπου και, κατ’ επέκταση, του κράτους μέλους εγκατάστασής τους, και δίχως να ασκεί επιρροή το εάν οι εν λόγω οικονομικοί φορείς μεσολαβούν με τη χρήση ψηφιακών ή άλλων μέσων διευκόλυνσης της επικοινωνίας.

 

41      Επομένως, τέτοια κανονιστική ρύθμιση δεν εισάγει δυσμενείς διακρίσεις και δεν αφορά, αυτή καθεαυτήν, τις προϋποθέσεις για την παροχή υπηρεσιών διαμεσολάβησης, αλλά επιβάλλει απλώς στους παρόχους υπηρεσιών την υποχρέωση, μετά την παροχή της υπηρεσίας, να διατηρούν τα σχετικά με αυτή στοιχεία, ώστε να διασφαλίζεται η ορθή είσπραξη, από τους οικείους ιδιοκτήτες, των φόρων για τη μίσθωση των επίμαχων ακινήτων.

 

42      Συναφώς, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι δεν προσκρούει στην απαγόρευση του άρθρου 56 ΣΛΕΕ εθνική νομοθεσία η οποία ισχύει ως προς όλους τους επιχειρηματίες που ασκούν δραστηριότητες στην εθνική επικράτεια, δεν σκοπεί στη ρύθμιση των προϋποθέσεων που αφορούν την άσκηση της παροχής υπηρεσιών των οικείων επιχειρήσεων, τα δε περιοριστικά αποτελέσματα που θα μπορούσε να έχει επί της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών είναι υπερβολικά αβέβαια και έμμεσα για να μπορεί η υποχρέωση την οποία θεσπίζει να θεωρηθεί ικανή να αποτελέσει εμπόδιο στην ανωτέρω ελευθερία (απόφαση της 8ης Μαΐου 2014, Pelckmans Turnhout, C‑483/12, Turckmans, EU:C:2014:304, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 

43      Η Airbnb Ireland, μολονότι παραδέχεται ότι, θεωρητικώς, το άρθρο 12 της κανονιστικής απόφασης της 23ης Δεκεμβρίου 2016 δεν εισάγει διακρίσεις, εκτιμά ότι, στην πράξη, το άρθρο αυτό επηρεάζει ιδιαιτέρως υπηρεσίες διαμεσολάβησης όπως αυτές που παρέχει η ίδια.

 

44      Βεβαίως, η εξέλιξη των τεχνολογικών μέσων και η τρέχουσα κατάσταση του τομέα της αγοράς της παροχής υπηρεσιών κτηματομεσιτικής διαμεσολάβησης οδηγούν στη διαπίστωση ότι οι μεσάζοντες που παρέχουν τις υπηρεσίες τους μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας μπορεί, κατ’ εφαρμογήν κανονιστικής ρύθμισης όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, να υποχρεώνονται να διαβιβάζουν στοιχεία στη φορολογική αρχή με μεγαλύτερη συχνότητα και σε μεγαλύτερη έκταση σε σχέση με τους λοιπούς μεσάζοντες. Ωστόσο, η εν λόγω εκτενέστερη υποχρέωση απηχεί απλώς τον μεγαλύτερο αριθμό των συναλλαγών τις οποίες πραγματοποιούν οι εν λόγω μεσάζοντες και το αντίστοιχο μερίδιό τους στην αγορά. Κατά συνέπεια, από το ανωτέρω γεγονός δεν προκύπτει δυσμενής διάκριση.

 

45      Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι, ως εκ της φύσης τους, οι φορολογικές υποχρεώσεις συνεπάγονται πρόσθετες επιβαρύνσεις για τους παρόχους υπηρεσιών.

 

46      Το Δικαστήριο έχει τονίσει ότι το άρθρο 56 ΣΛΕΕ δεν καλύπτει τα μέτρα των οποίων το μόνο αποτέλεσμα είναι να καθιστούν οικονομικά επαχθέστερη τη συγκεκριμένη παροχή υπηρεσιών και τα οποία πλήττουν εξίσου την παροχή υπηρεσιών μεταξύ κρατών μελών και την παροχή υπηρεσιών στο εσωτερικό ενός μόνον κράτους μέλους (βλ. απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2018, Vorarlberger Landes- und Hypothekenbank, C‑625/17, EU:C:2018:939, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 

47      Τέλος, έστω και αν η υποχρέωση που επιβάλλεται σε όλους τους μεσάζοντες να παρέχουν στη φορολογική αρχή, όταν υποβάλλει σχετικό αίτημα, πληροφορίες όσον αφορά τα στοιχεία του φορέα εκμετάλλευσης και των τουριστικών καταλυμάτων, καθώς και τον αριθμό των διανυκτερεύσεων και των μονάδων καταλύματος που οι ανωτέρω φορείς εκμεταλλεύθηκαν κατά το παρελθόν έτος μπορεί να συνεπάγεται πρόσθετες επιβαρύνσεις, σχετιζόμενες ιδίως με την αναζήτηση και την αποθήκευση των επίμαχων στοιχείων, παρατηρείται, κυρίως στην περίπτωση παρεχόμενων με ψηφιακά μέσα υπηρεσιών διαμεσολάβησης, ότι οι μεσάζοντες, όπως η Airbnb Ireland, αρχειοθετούν τα επίμαχα στοιχεία, με συνέπεια το πρόσθετο κόστος το οποίο η εν λόγω υποχρέωση συνεπάγεται για αυτούς να είναι, εν πάση περιπτώσει, μειωμένο.

 

48      Αρκεί, συναφώς, η παραπομπή στις δηλώσεις της Airbnb Ireland στο πλαίσιο της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Airbnb Ireland (C‑390/18, EU:C:2019:1112), στις οποίες η τελευταία επισήμανε ότι μία από τις υπηρεσίες που παρείχε ήταν ένα «σύστημα βαθμολόγησης των εκμισθωτών και των μισθωτών, προσβάσιμο στους μελλοντικούς εκμισθωτές και μισθωτές», όπερ προϋποθέτει, αυτομάτως, τη διατήρηση των σχετικών στοιχείων.

 

49      Επομένως, στο δεύτερο σκέλος του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία υποχρεώνει τους παρόχους υπηρεσιών κτηματομεσιτικής διαμεσολάβησης, ανεξαρτήτως του τόπου εγκατάστασής τους και του τρόπου με τον οποίο μεσολαβούν, στην περίπτωση των ευρισκομένων σε μια περιφέρεια του οικείου κράτους μέλους τουριστικών καταλυμάτων για τα οποία μεσολαβούν ή για τα οποία εφαρμόζουν πολιτική προώθησης, να κοινοποιούν στη φορολογική αρχή της περιφέρειας, κατόπιν γραπτού αιτήματός της, τα στοιχεία του φορέα εκμετάλλευσης και των τουριστικών καταλυμάτων, καθώς και τον αριθμό των διανυκτερεύσεων και των μονάδων καταλύματος που οι ανωτέρω φορείς εκμεταλλεύθηκαν κατά το παρελθόν έτος, δεν προσκρούει στην απαγόρευση του άρθρου 56 ΣΛΕΕ.

 

 Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

 

50      Το τρίτο προδικαστικό ερώτημα αφορά την ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/31 και στηρίζεται στην παραδοχή ότι η εν λόγω οδηγία έχει εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης. Ωστόσο, από την απάντηση που δόθηκε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα προκύπτει ότι τούτο δεν ισχύει. Επομένως, παρέλκει η απάντηση στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα.

 

 […]

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)      Διάταξη φορολογικής κανονιστικής ρύθμισης κράτους μέλους η οποία υποχρεώνει τους μεσάζοντες, όσον αφορά τα ευρισκόμενα σε μια περιφέρεια του εν λόγω κράτους μέλους τουριστικά καταλύματα για τα οποία μεσολαβούν ή για τα οποία εφαρμόζουν πολιτική προώθησης, να κοινοποιούν στη φορολογική αρχή της περιφέρειας, κατόπιν γραπτού αιτήματός της, τα στοιχεία του φορέα εκμετάλλευσης και των τουριστικών καταλυμάτων, καθώς και τον αριθμό των διανυκτερεύσεων και των μονάδων καταλύματος που οι ανωτέρω φορείς εκμεταλλεύθηκαν κατά το παρελθόν έτος, πρέπει να θεωρηθεί αρρήκτως συνδεδεμένη, ως προς τη φύση της, με την κανονιστική ρύθμιση στην οποία εντάσσεται, με συνέπεια να εμπίπτει στον «φορολογικό τομέα» ο οποίος εξαιρείται ρητώς από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά («οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο»).

 

2)      Κανονιστική ρύθμιση η οποία υποχρεώνει τους παρόχους υπηρεσιών κτηματομεσιτικής διαμεσολάβησης, ανεξαρτήτως του τόπου εγκατάστασής τους και του τρόπου με τον οποίο μεσολαβούν, στην περίπτωση των ευρισκομένων σε μια περιφέρεια του οικείου κράτους μέλους τουριστικών καταλυμάτων για τα οποία μεσολαβούν ή για τα οποία εφαρμόζουν πολιτική προώθησης, να κοινοποιούν στη φορολογική αρχή της περιφέρειας, κατόπιν γραπτού αιτήματός της, τα στοιχεία του φορέα εκμετάλλευσης και των τουριστικών καταλυμάτων, καθώς και τον αριθμό των διανυκτερεύσεων και των μονάδων καταλύματος που οι ανωτέρω φορείς εκμεταλλεύθηκαν κατά το παρελθόν έτος, δεν προσκρούει στην απαγόρευση του άρθρου 56 ΣΛΕΕ.

 

 

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *