ΑΠΟΦΑΣΗ ΔΕΕ (έβδομο τμήμα) υπόθεση C‑464/15
«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 56 ΣΛΕΕ – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Τυχερά παίγνια – Ρύθμιση κράτους μέλους που απαγορεύει, προβλέποντας ποινικές κυρώσεις, την εκμετάλλευση παιγνιομηχανημάτων που παρέχουν δυνατότητα μικρού κέρδους (kleines Glücksspiel) αν δεν έχει χορηγηθεί άδεια από την αρμόδια αρχή – Περιορισμός – Δικαιολόγηση – Αναλογικότητα – Εκτίμηση της αναλογικότητας βάσει τόσο του σκοπού της ρυθμίσεως κατά τη στιγμή της θεσπίσεώς της όσο και των αποτελεσμάτων της κατά την εφαρμογή της – Αποτελέσματα που διαπιστώνονται εμπειρικώς με βεβαιότητα»
Το άρθρο 56 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι, κατά τον έλεγχο της αναλογικότητας περιοριστικής στον τομέα των τυχερών παιγνίων εθνικής ρυθμίσεως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον ο επιδιωκόμενος από τη ρύθμιση αυτή σκοπός, όπως είχε οριστεί κατά τον χρόνο της θεσπίσεώς της, αλλά και τα αποτελέσματά της, τα οποία πρέπει να αξιολογούνται μετά τη θέσπισήτης.
ΑΠΟΦΑΣΗ ΔΕΕ (δεύτερο τμήμα) υπόθεση C‑205/15,
«Προδικαστική παραπομπή – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 47 – Δικαίωμα προσβάσεως σε δικαστήριο – Αρχή της ισότητας των δικονομικών όπλων – Αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας – Διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως δικαστικής αποφάσεως διατάσσουσας την επιστροφή τέλους εισπραχθέντος κατά παράβαση του δικαίου της Ένωσης – Απαλλαγή των δημοσίων αρχών από ορισμένα δικαστικά έξοδα – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου»
Το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας έχουν την έννοια ότι δεν αντίκεινται σε κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, κατά την οποία τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου δεν υποχρεούνται να καταβάλλουν δικαστικό ένσημο όταν ασκούν ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως δικαστικής αποφάσεως διατάσσουσας την επιστροφή φόρων εισπραχθέντων κατά παράβαση του δικαίου της Ένωσης και απαλλάσσονται από την υποχρέωση καταθέσεως της εγγυήσεως που προβλέπεται για την υποβολή αιτήσεως αναστολής της εν λόγω διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως, ενώ για την υποβολή τέτοιων αιτήσεων από φυσικά πρόσωπα και νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, διατηρείται, καταρχήν, η υποχρέωση καταβολής δικαστικών εξόδων.
ΑΠΟΦΑΣΗ ΔΕΕ (έκτο τμήμα) υπόθεση C‑176/15,
«Προδικαστική παραπομπή – Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Άρθρα 63 και 65 ΣΛΕΕ – Άρθρο 4 ΣΕΕ – Άμεση φορολογία – Φορολόγηση των μερισμάτων – Διμερής σύμβαση για την αποφυγή της διπλής φορολογίας – Τρίτο κράτος – Πεδίο εφαρμογής»
Τα άρθρα 63 και 65 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 4 ΣΕΕ, έχουν την έννοια ότι δεν αντιβαίνει σε αυτά η μη επέκταση από κράτος μέλος, σε μια περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, της προνομιακής μεταχειρίσεως που επιφυλάσσεται σε εταίρο κάτοικο ημεδαπής, βάσει διμερούς συμβάσεως για την αποφυγή της διπλής φορολογίας την οποία έχει συνάψει το ως άνω κράτος μέλος με τρίτο κράτος, και η οποία συνίσταται στο ότι ο φόρος που έχει παρακρατηθεί στην πηγή από το τρίτο κράτος συμψηφίζεται απεριορίστως με τον φόρο που οφείλεται στο εν λόγω κράτος μέλος της κατοικίας του εταίρου, σε εταίρο κάτοικο ημεδαπής ο οποίος λαμβάνει μερίσματα προερχόμενα από κράτος μέλος με το οποίο το ως άνω κράτος μέλος της κατοικίας έχει συνάψει διμερή σύμβαση για την αποφυγή της διπλής φορολογίας, δυνάμει της οποίας ο συμψηφισμός αυτός εξαρτάται από την τήρηση πρόσθετων προϋποθέσεων του εθνικού δικαίου.
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ JULIANE KOKOTT υπόθεση C‑443/15
«Θεμελιώδη δικαιώματα – Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Διάκριση λόγω ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού – Πολλαπλές διακρίσεις – Συμβίωση ομόφυλων – Επαγγελματική σύνταξη – Σύνταξη επιζώντος – Χορήγηση συντάξεως επιζώντος στον/στην σύζυγο ή σύντροφο – Απαίτηση συνάψεως γάμου ή συμφώνου συμβιώσεως πριν από τη συμπλήρωση του 60ού έτους ηλικίας – Εμπόδια στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου»
Όταν, στο πλαίσιο επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος, το δικαίωμα σε σύνταξη επιζώντος για ομόφυλους συντρόφους παρέχεται υπό τον όρο ότι το σχετικό σύμφωνο συμβιώσεως έχει συναφθεί πριν από τη συμπλήρωση του 60ού έτους ηλικίας του εργαζόμενου που είναι ασφαλισμένος στο οικείο σύστημα, εφόσον συγχρόνως η σύναψη τέτοιου συμφώνου συμβιώσεως ή γάμου ήταν νομικώς αδύνατη για τους ενδιαφερομένους πριν από τη συμπλήρωση του προβλεπόμενου ηλικιακού ορίου, υφίσταται έμμεση δυσμενής διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού, η οποία απαγορεύεται βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με την παράγραφο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ.
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ MACIEJ SZPUNAR Υπόθεση C‑340/15
Προδικαστική παραπομπή – Φορολογία – ΦΠΑ – Έκτη οδηγία – Άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 4, και άρθρο 25 – Οδηγία 2006/112/ΕΚ – Άρθρα 9 έως 11 και άρθρο 296 – Έννοια του υποκειμένου στον φόρο – Ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα – Αστικές εταιρίες που πραγματοποιούν παραδόσεις αγαθών υπό κοινή εμπορική επωνυμία και μέσω εμπορικής εταιρίας – Μη αναγνώριση των εταιριών αυτών ως υποκειμένων στον φόρο – Κοινό κατ’ αποκοπή καθεστώς αγροτών – Εξαίρεση από το κατ’ αποκοπή καθεστώς
1) Το άρθρο 9, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, έχει την έννοια ότι δεν συνιστά βάση προκειμένου να μην αναγνωριστεί η ιδιότητα του υποκειμένου στον φόρο σε πρόσωπο συνδεόμενο από χρηματοδοτικής, οικονομικής και οργανωτικής άποψης με άλλο πρόσωπο, εφόσον ο μεταξύ τους δεσμός δεν έχει τον χαρακτήρα της νομικής σχέσης περί της οποίας διαλαμβάνει το άρθρο 10 της οδηγίας αυτής. Το άρθρο 11 της εν λόγω οδηγίας έχει την έννοια ότι η εφαρμογή του απαιτεί την ύπαρξη στην εθνική έννομη τάξη ρητής νομικής βάσης θεσπισθείσας μετά από προηγούμενη διαβούλευση με την επιτροπή ΦΠΑ. Στα εθνικά δικαστήρια εναπόκειται να κρίνουν αν το εθνικό δίκαιο προβλέπει τέτοια νομική βάση και αν αυτή έχει εφαρμογή στην συγκεκριμένη περίπτωση.
2) Ο προσδιορισμός των προσώπων που πρέπει, υπό συγκεκριμένες περιστάσεις, να χαρακτηριστούν ως ενιαίος υποκείμενος στον φόρο αποτελεί ζήτημα που εμπίπτει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα των φορολογικών αρχών και των εθνικών δικαστηρίων.
3) Το άρθρο 11 της οδηγίας 2006/112 έχει την έννοια ότι, στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου αυτού, οι φορολογικές αρχές έχουν τη δυνατότητα να χαρακτηρίζουν ως ενιαίο υποκείμενο στον φόρο πρόσωπα τα οποία μέχρι πρότινος ασκούσαν φορολογητέα δραστηριότητα ως χωριστοί υποκείμενοι στον φόρο. Ο χαρακτηρισμός των προσώπων αυτών ως ενιαίων υποκειμένων στον φόρο επιτρέπεται να έχει αναδρομική ισχύ, εφόσον διαπιστώνεται ότι τα εν λόγω πρόσωπα καταχράστηκαν τα δικαιώματα που απορρέουν από την ιδιότητα του χωριστού υποκειμένου στον φόρο.
4) Το άρθρο 296, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2006/112 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση κατά την οποία η προβλεπόμενη στην εν λόγω διάταξη άρνηση εφαρμογής του κατ’ αποκοπή καθεστώτος πρέπει να γίνεται δεκτή μόνον όταν ο αγρότης παύει να πληροί τα βασιζόμενα στο μέγεθος της εκμετάλλευσης κριτήρια υπαγωγής στο καθεστώς αυτό, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στην περίπτωση που ορισμένοι οικονομικά συνδεόμενοι αγρότες χαρακτηρίστηκαν ως ενιαίος υποκείμενος στον φόρο.
5) Το άρθρο 296, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2006/112 έχει την έννοια ότι δεν εμποδίζει την προβλεπόμενη στην εν λόγω διάταξη άρνηση εφαρμογής του κατ’ αποκοπή καθεστώτος στους αγρότες οι οποίοι είχαν υπαχθεί στο καθεστώς αυτό προγενέστερα. Η άρνηση αυτή μπορεί να ισχύσει αναδρομικώς, εφόσον διαπιστωθεί κατάχρηση δικαιώματος στο πλαίσιο της εφαρμογής του κατ’ αποκοπή καθεστώτος.
Δείτε περισσότερα σε curia.europa.eu