ΔΕΕ 27.9.2017, C-73/16, Puškár – Αναδημοσίευση από www.humanrightscaselaw

Οδηγία 95/46/ΕΚ – Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Κατάρτιση από τη φορολογική Διοίκηση καταλόγου φυσικών προσώπων, τα οποία θεωρούνται ότι κατέχουν εικονικά διευθυντική θέση σε νομικό πρόσωπο – Δικαστική προστασία (άρ. 47 Χάρτη ΘΔΕΕ) – Εξάρτηση της ένδικης προσφυγής από την απαίτηση να έχει υποβληθεί προηγούμενη διοικητική ένσταση – Παραδεκτό του εν λόγω καταλόγου ως αποδεικτικού μέσου παραβίασης της νομοθεσίας περί προσωπικών δεδομένων, εάν προσκομίζεται από τον διοικούμενο χωρίς τη νόμιμη συγκατάθεση του υπεύθυνου επεξεργασίας – Προϋποθέσεις νόμιμης επεξεργασίας – Καταπολέμηση της φοροδιαφυγής
(Α) Το άρθρο 22 της οδηγίας 95/46 επιβάλλει ρητώς στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να προσφύγει ενώπιον δικαστηρίου σε περίπτωση προσβολής δικαιωμάτων κατοχυρωμένων από την εθνική νομοθεσία που εφαρμόζεται στη σχετική επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Η εν λόγω οδηγία δεν περιέχει καμία διάταξη η οποία να διέπει ειδικά τις προϋποθέσεις άσκησης της εν λόγω προσφυγής, αλλά ούτε και αποκλείει το ενδεχόμενο το εθνικό δίκαιο να προβλέπει και διαδικασίες διοικητικής προσφυγής (βλ. σχετικά και άρθρο 22) – Εναπόκειται στα δικαστήρια των κρατών μελών, δυνάμει της διαλαμβανόμενης στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ αρχής της καλόπιστης συνεργασίας, να διασφαλίζουν τη δικαστική προστασία των δικαιωμάτων τα οποία αντλούν οι ιδιώτες από το δίκαιο της Ένωσης, ενώ το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η αποτελεσματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης – Η υποχρέωση αυτή που επιβάλλεται στα κράτη μέλη αντιστοιχεί στο δικαίωμα του άρθρου 47 του Χάρτη – Συνεπώς, όταν τα κράτη μέλη καθορίζουν τους δικονομικούς κανόνες που διέπουν τα ένδικα βοηθήματα με τα οποία εξασφαλίζεται η προστασία των δικαιωμάτων που απονέμονται από την οδηγία 95/46, πρέπει να εγγυώνται την τήρηση του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής και πρόσβασης σε αμερόληπτο δικαστήριο – Εν προκειμένω, ο επίμαχος περιορισμός του ανωτέρω δικαιώματος προβλέπεται στο νόμο και δεν θίγει την ουσία του – Οι λόγοι για τους οποίους προβλέφθηκε υποχρεωτικά η υποβολή διοικητικής ένστασης πριν την άσκηση δικαστικής προσφυγής συναρτώνται, αφενός, με τη βούληση να παρασχεθεί η δυνατότητα στη διοικητική αρχή, εφόσον δέχεται τα επιχειρήματα του ενιστάμενου, να άρει ταχύτερα μία παράνομη κατάσταση έχοντας διαπιστώσει το βάσιμο της εν λόγω ένστασης, καθώς και να αποφύγει τη διεξαγωγή μιας αιφνιδιαστικής δίκης – Αφετέρου, οι λόγοι αυτοί συναρτώνται με το γεγονός ότι η ανωτέρω υποχρέωση συμβάλλει στην αποτελεσματικότητα της δικαστικής διαδικασίας καθόσον, αν υποτεθεί ότι η οικεία αρχή δεν συμμερίζεται την άποψη του ενιστάμενου ή ότι ο τελευταίος ασκήσει εν συνεχεία δικαστική προσφυγή, το δικαστήριο θα έχει στην περίπτωση αυτή τη δυνατότητα να στηριχθεί στον ήδη υφιστάμενο διοικητικό φάκελο – Επομένως, προκύπτει ότι η υποχρέωση εξάντλησης των προβλεπόμενων διαδικασιών διοικητικής προσφυγής αποβλέπει στην αποσυμφόρηση των δικαστηρίων από διαφορές δυνάμενες να επιλυθούν απευθείας ενώπιον της οικείας διοικητικής αρχής καθώς και να ενισχύσει την αποτελεσματικότητα των δικαστικών διαδικασιών όσον αφορά τις διαφορές στις οποίες ασκείται δικαστική προσφυγή παρά το γεγονός ότι έχει ήδη υποβληθεί διοικητική ένσταση – Κατά συνέπεια, η εν λόγω υποχρέωση επιδιώκει θεμιτούς σκοπούς γενικού ενδιαφέροντος – Επιπλέον, είναι πρόσφορη για την επίτευξη των σκοπών αυτών, καθόσον δεν προκύπτει ότι υφίσταται κάποιο ηπιότερο μέσο το οποίο θα μπορούσε να υλοποιήσει εξίσου αποτελεσματικά τους σκοπούς αυτούς – Εξάλλου, δεν συνάγεται ότι υφίσταται πρόδηλη δυσαναλογία μεταξύ των σκοπών αυτών και των ενδεχομένων μειονεκτημάτων που προκαλεί η υποχρέωση εξάντλησης των προβλεπόμενων διαδικασιών διοικητικής προσφυγής – Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το ΔΕΕ έχει κρίνει ότι η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία εξαρτά την άσκηση δικαστικής προσφυγής στον τομέα των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και των καταναλωτικών υπηρεσιών από την προηγούμενη διεξαγωγή εξώδικης διαδικασίας συμβιβασμού και διαμεσολάβησης, όταν οι διαδικασίες αυτές δεν καταλήγουν σε δεσμευτική για τα εμπλεκόμενα μέρη απόφαση, δεν καθυστερούν ουσιωδώς την άσκηση ενδίκου βοηθήματος, αναστέλλουν την απόσβεση των οικείων δικαιωμάτων και δεν προκαλούν έξοδα, ή προκαλούν ελάχιστα έξοδα, στα ενδιαφερόμενα μέρη, εφόσον πάντως η ηλεκτρονική οδός δεν αποτελεί το μοναδικό μέσο πρόσβασης στις εν λόγω διαδικασίες και είναι δυνατή η λήψη προσωρινών μέτρων σε εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες το επείγον της κατάστασης τα επιβάλλει – Οι ανωτέρω προϋποθέσεις εφαρμόζονται mutatis mutandis στην επίμαχη υπόθεση – Συνεπώς, το άρθρο 47 του Χάρτη έχει την έννοια ότι
δεν αντιτίθεται
[
προσοχή: στην ελληνική έκδοση της απόφασης έχει παραλειφθεί το «δεν», με αποτέλεσμα να προκύπτει ερμηνεία αντίθετη με εκείνη που υιοθέτησε η απόφαση του ΔΕΕ]σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει ότι η άσκηση δικαστικής προσφυγής από πρόσωπο επικαλούμενο προσβολή του δικαιώματός του στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα το οποίο κατοχυρώνεται στην οδηγία 95/46 εξαρτάται από την προηγούμενη εξάντληση των προβλεπόμενων διαδικασιών διοικητικής προσφυγής, υπό την προϋπόθεση ότι οι συγκεκριμένοι όροι κίνησης των εν λόγω διαδικασιών δεν επηρεάζουν δυσανάλογα το κατοχυρούμενο στη διάταξη αυτή δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας ενώπιον δικαστηρίου – Η εξάντληση των προβλεπόμενων διαδικασιών διοικητικής προσφυγής πρέπει, μεταξύ άλλων, να μην καθυστερεί ουσιωδώς την άσκηση ενδίκου βοηθήματος, να αναστέλλει την απόσβεση των οικείων δικαιωμάτων και να μην προκαλεί υπερβολικά έξοδα
(Β) Η απόρριψη καταλόγου, όπως ο επίμαχος στην κύρια δίκη, ως μέσου απόδειξης της παράβασης των κανόνων προστασίας των δικαιωμάτων που χορηγεί η οδηγία 95/46 συνιστά περιορισμό του κατοχυρούμενου στο άρθρο 47 του Χάρτη δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Προτού το αιτούν δικαστήριο μπορέσει να απορρίψει τον επίμαχο κατάλογο ως αποδεικτικό μέσο, οφείλει καταρχάς να βεβαιωθεί ότι ο εν λόγω περιορισμός του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προσφυγής προβλέπεται όντως από το εθνικό δίκαιο – Εν συνεχεία, το δικαστήριο αυτό θα πρέπει να εξετάσει αν η απόρριψη αυτή θίγει το βασικό περιεχόμενο του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής, στο πλαίσιο δε αυτό, θα πρέπει μεταξύ άλλων να εξακριβωθεί αν η ύπαρξη του επίμαχου καταλόγου και το γεγονός ότι σε αυτόν περιλαμβάνονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν τον Puškár αμφισβητούνται στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης και, ενδεχομένως, αν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο διαθέτει άλλα σχετικά αποδεικτικά μέσα – Ειδικότερα, το εν λόγω δικαστήριο θα πρέπει να εκτιμήσει κατά πόσον η απόρριψη του επίμαχου καταλόγου ως αποδεικτικού μέσου είναι αναγκαία και ανταποκρίνεται πραγματικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων – Συναφώς, προκύπτει ότι ο σκοπός που έγκειται στην αποφυγή της μη επιτρεπόμενης χρήσης εσωτερικών εγγράφων στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας ενδέχεται να συνιστά θεμιτό στόχο γενικού ενδιαφέροντος – Επιπλέον, όταν ένας κατάλογος όπως ο επίμαχος στην κύρια δίκη θεωρείται εμπιστευτικός και περιλαμβάνει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και άλλων φυσικών προσώπων, υπάρχει ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων των εν λόγω προσώπων – Μολονότι η απόρριψη ως αποδεικτικού μέσου ενός καταλόγου όπως ο επίμαχος στην κύρια δίκη, ο οποίος αποκτήθηκε χωρίς τη νόμιμη συγκατάθεση του υπεύθυνου επεξεργασίας των περιεχόμενων στον οικείο κατάλογο δεδομένων, είναι πρόσφορη για την επίτευξη των ανωτέρω σκοπών, εντούτοις το αιτούν δικαστήριο οφείλει να εξακριβώσει μήπως η απόρριψη αυτή επηρεάζει δυσανάλογα το θεμελιώδες δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου – Πάντως, τουλάχιστον στην περίπτωση κατά την οποία το πρόσωπο του οποίου τα προσωπικά δεδομένα περιλαμβάνονται στον κατάλογο διαθέτει δικαίωμα πρόσβασης στα δεδομένα αυτά, η απόρριψη αυτή είναι δυσανάλογη προς τους ίδιους αυτούς σκοπούς – Σχετικώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 12 της οδηγίας 95/46 εξασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο δικαίωμα πρόσβασης στα συλλεγόμενα δεδομένα που το αφορούν, ενώ από τα άρθρα 10 και 11 της ίδιας οδηγίας προκύπτει ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας των δεδομένων αυτών οφείλει να παρέχει στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα ορισμένες πληροφορίες σχετικές με την εν λόγω επεξεργασία – Μολονότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46 επιτρέπει τον περιορισμό των κατοχυρούμενων στα άρθρα 11 και 12 της οδηγίας αυτής δικαιωμάτων, όταν ο περιορισμός αυτός συνιστά αναγκαίο μέτρο για τη διαφύλαξη μεταξύ άλλων της πρόληψης, της διερεύνησης, της διαπίστωσης και της δίωξης παραβάσεων του ποινικού νόμου ή σημαντικού οικονομικού ή χρηματοοικονομικού συμφέροντος κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένων των φορολογικών θεμάτων, καθώς και της αποστολής ελέγχου, επιθεωρήσεως ή ρυθμιστικών καθηκόντων, εντούτοις, το εν λόγω άρθρο 13 απαιτεί ρητώς τέτοιου είδους περιορισμοί να επιβάλλονται με διάταξη νόμου – Επομένως, προκειμένου να εκτιμηθεί η αναλογικότητα της απόρριψης του επίμαχου καταλόγου ως αποδεικτικού μέσου, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να εξετάσει κατά πόσον η εθνική του νομοθεσία περιορίζει ή όχι, σε σχέση με τα δεδομένα του καταλόγου αυτού, τα δικαιώματα ενημέρωσης και πρόσβασης που προβλέπουν τα άρθρα 10 έως 12 της οδηγίας 95/46 και κατά πόσον ο περιορισμός αυτός είναι ενδεχομένως δικαιολογημένος – Επιπλέον, ακόμη και σε περίπτωση που τούτο ισχύει και που εντοπίζονται στοιχεία τα οποία συνηγορούν υπέρ της ύπαρξης θεμιτού συμφέροντος για την ενδεχόμενη εμπιστευτικότητα του επίμαχου καταλόγου, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να εξακριβώσουν κατά περίπτωση αν τα στοιχεία αυτά υπερισχύουν του συμφέροντος στην προστασία των δικαιωμάτων του ιδιώτη και αν υπάρχουν, στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, άλλα μέσα εξασφάλισης της εν λόγω εμπιστευτικότητας, ειδικότερα όσον αφορά τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των άλλων φυσικών προσώπων που περιλαμβάνονται στον ίδιο κατάλογο
(Γ) Το άρθρο 7 της οδηγίας 95/46 προβλέπει εξαντλητικό και περιοριστικό κατάλογο των περιπτώσεων κατά τις οποίες η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μπορεί να θεωρηθεί σύννομη – Ειδικότερα, επισημαίνεται ότι το στοιχείο εʹ του εν λόγω άρθρου 7 προβλέπει ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι θεμιτή μόνον εάν «είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση έργου δημοσίου συμφέροντος ή εμπίπτοντος στην άσκηση δημοσίας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο της επεξεργασίας ή στον τρίτο στον οποίο ανακοινώνονται τα δεδομένα» – Η κατάρτιση του επίμαχου καταλόγου ενδέχεται να εμπίπτει στην εν λόγω διάταξη, καθόσον η είσπραξη του φόρου και η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, προς τον σκοπό των οποίων καταρτίστηκε ο επίμαχος κατάλογος, πρέπει να θεωρηθούν ως έργα δημοσίου συμφέροντος κατά την έννοια της διάταξης αυτής – Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται επίσης να ελέγξει αν η κατάρτιση του επίμαχου καταλόγου είναι αναγκαία για την εκπλήρωση των επίμαχων στην κύρια δίκη έργων δημοσίου συμφέροντος, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, του ακριβούς σκοπού της κατάρτισης του επίμαχου καταλόγου, τις έννομες συνέπειες που έχει για τους ενδιαφερόμενους η εγγραφή τους στον κατάλογο αυτό καθώς και τον δημόσιο ή όχι χαρακτήρα του ίδιου αυτού καταλόγου – Επί του σημείου αυτού, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, δεδομένου ότι η προστασία του θεμελιώδους δικαιώματος του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής στο επίπεδο της Ένωσης επιτάσσει οι παρεκκλίσεις από την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και οι περιορισμοί της να μην υπερβαίνουν τα όρια του απολύτως αναγκαίου – Το γεγονός της εγγραφής ενός προσώπου στον επίμαχο κατάλογο ενδέχεται να θίξει ορισμένα από τα δικαιώματά του, στο μέτρο που δύναται να βλάψει τη φήμη του και να επηρεάσει τις σχέσεις του με τις φορολογικές αρχές, να υπονομεύσει το τεκμήριο αθωότητας του οικείου προσώπου, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη, καθώς και την προστατευόμενη από το άρθρο 16 του Χάρτη επιχειρηματική ελευθερία των νομικών προσώπων με τα οποία συσχετίζονται τα εγγεγραμμένα στον επίμαχο κατάλογο φυσικά πρόσωπα – Τέτοια προσβολή δύναται να θεωρηθεί εύλογη μόνον εφόσον υφίστανται επαρκείς ενδείξεις όσον αφορά την υπόνοια ότι ο θιγόμενος κατέχει εικονικές διευθυντικές θέσεις στα νομικά πρόσωπα με τα οποία συσχετίζεται και ότι, ως εκ τούτου, υπονομεύει τη συλλογή φόρων και την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής – Αν το αιτούν δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η κατάρτιση του επίμαχου καταλόγου είναι αναγκαία για την εκπλήρωση έργου δημοσίου συμφέροντος ανατεθέντος στον υπεύθυνο της επεξεργασίας σύμφωνα με το άρθρο 7, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 95/46, τότε το δικαστήριο αυτό θα πρέπει περαιτέρω να εξακριβώσει ότι πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις της νόμιμης επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τις οποίες θέτει η ίδια αυτή οδηγία, ειδικά δε οι απορρέουσες από τα άρθρα της 6 και 10 έως 12 – Εκτός αυτού, αν συντρέχουν λόγοι για να περιοριστούν, δυνάμει του άρθρου 13 της οδηγίας 95/46, ορισμένα από τα δικαιώματα που προβλέπονται στις τελευταίες αυτές διατάξεις, όπως είναι το δικαίωμα ενημέρωσης του ενδιαφερόμενου προσώπου, ο περιορισμός αυτός πρέπει, αφενός μεν, να παρίσταται αναγκαίος για τη διαφύλαξη ενός εκ των απαριθμούμενων στην παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου 13 συμφερόντων, όπως είναι για παράδειγμα ένα σημαντικό οικονομικό ή χρηματοοικονομικό συμφέρον στον φορολογικό τομέα, αφετέρου δε, να απορρέει από νομοθετικό μέτρο

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *