ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)
της 2ας Αυγούστου 2021 (*)
«Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και σε διαφορές γονικής μέριμνας – Κανονισμός (EK) 2201/2003 – Πεδίο εφαρμογής – Άρθρο 2, σημείο 11 – Έννοια της “παράνομης μετακίνησης ή κατακράτησης παιδιού” – Σύμβαση της Χάγης της 25ης Οκτωβρίου 1980 – Αίτηση επιστροφής παιδιού πολύ μικρής ηλικίας του οποίου την επιμέλεια έχουν από κοινού οι γονείς του – Υπήκοοι τρίτης χώρας – Μεταφορά του παιδιού και της μητέρας του στο κράτος μέλος που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού (ΕΕ) 604/2013 (Δουβλίνο III)»
Στην υπόθεση C‑262/21 PPU,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Korkein oikeus (Ανώτατο Δικαστήριο, Φινλανδία) με απόφαση της 23ης Απριλίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 23 Απριλίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης
A
κατά
B,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),
συγκείμενο από τους J.-C. Bonichot (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, L. Bay Larsen, C. Toader, M. Safjan και N. Jääskinen, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: P. Pikamäe
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 28ης Ιουνίου 2021,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– ο A, εκπροσωπούμενος από τον J. Kuusivaara, asianajaja,
– ο B, εκπροσωπούμενος από τις E. Wehka-aho και A. Saarikoski, saaneet oikeudenkäyntiavustajat,
– η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την H. Leppo,
– η Σουηδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους O. Simonsson και J. Lundberg, καθώς και από τις C. Meyer-Seitz, A. M. Runeskjöld, M. Salborn Hodgson, H. Shev, H. Eklinder και R. Shahsavan Eriksson,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. Huttunen και W. Wils, καθώς και από την A. Azema,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Ιουλίου 2021,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2, σημείο 11, και του άρθρου 11, παράγραφος 4, του κανονισμού (EK) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1347/2000 (ΕΕ 2003, L 338, σ. 1, στο εξής: κανονισμός Βρυξέλλες IIα), του άρθρου 13, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, και του άρθρου 20 της Συμβάσεως για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών, που συνήφθη στη Χάγη στις 25 Οκτωβρίου 1980 (στο εξής: Σύμβαση της Χάγης), καθώς και του άρθρου 24 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).
2 H αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ A και B, υπηκόων τρίτης χώρας, αντιστοίχως πατέρα και μητέρας ενός ανήλικου παιδιού, σχετικά με αίτηση υποβληθείσα από τον πατέρα δυνάμει της Συμβάσεως της Χάγης με την οποία ζήτησε την επιστροφή του παιδιού στη Σουηδία, κατόπιν της μεταφοράς του τελευταίου και της μητέρας του στη Φινλανδία σε εκτέλεση αποφάσεως εκδοθείσας δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα (ΕΕ 2013, L 180, σ. 31, στο εξής: κανονισμός Δουβλίνο III).
[…]
Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
31 Στις 21 Μαΐου 2021, απαντώντας σε αίτημα του Δικαστηρίου για παροχή πληροφοριών, το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε, μεταξύ άλλων, ότι η αίτηση του πατέρα με την οποία ζητείται να διαταχθεί η επιστροφή του παιδιού δυνάμει του κανονισμού Δουβλίνο III είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη.
32 Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε τη διατύπωση του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος ως ακολούθως:
«Εάν η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι αρνητική, έχει το άρθρο 2, σημείο 11, του κανονισμού Βρυξέλλες IIα, το οποίο αφορά την παράνομη κατακράτηση, την έννοια ότι υφίσταται τέτοια παράνομη κατακράτηση εάν δικαστήριο του κράτους διαμονής του παιδιού έχει ακυρώσει την απόφαση που έλαβε αρμόδια αρχή περί μεταβίβασης της ευθύνης εξέτασης της υπόθεσης, υπόθεσης η οποία τέθηκε στο αρχείο όταν το παιδί και η μητέρα εγκατέλειψαν το κράτος διαμονής τους, αλλά το παιδί του οποίου η επιστροφή ζητείται δεν διαθέτει πλέον τίτλο διαμονής σε ισχύ στο κράτος διαμονής του ούτε δικαίωμα εισόδου ή διαμονής στο εν λόγω κράτος;»
33 Με υπόμνημα της 31ης Μαΐου 2021, η Σουηδική Κυβέρνηση απάντησε στις έγγραφες ερωτήσεις του Δικαστηρίου και προσκόμισε τα έγγραφα που της είχε ζητήσει το Δικαστήριο.
[…]
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου και του δεύτερου ερωτήματος
39 Με το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 2, σημείο 11, του κανονισμού Βρυξέλλες IIα έχει την έννοια ότι μπορεί να συνιστά παράνομη μετακίνηση ή παράνομη κατακράτηση, κατά την εν λόγω διάταξη, η κατάσταση στην οποία ένας από τους γονείς αναγκάζεται, χωρίς τη συναίνεση του έτερου γονέα, να οδηγήσει το παιδί του από το κράτος της συνήθους διαμονής του σε άλλο κράτος μέλος σε εκτέλεση αποφάσεως περί μεταφοράς εκδοθείσας από το πρώτο κράτος μέλος δυνάμει του κανονισμού Δουβλίνο III, στη συνέχεια δε να παραμείνει στο δεύτερο κράτος μέλος, μετά την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως περί μεταφοράς η οποία επήλθε χωρίς ωστόσο οι αρχές του πρώτου κράτους μέλους να έχουν αποφασίσει να αναλάβουν εκ νέου τα μεταφερθέντα άτομα ή να τους παράσχουν άδεια διαμονής.
40 Πρώτον, όσον αφορά το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, από το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού αυτού προκύπτει ότι ο εν λόγω κανονισμός εφαρμόζεται ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου, σε αστικές υποθέσεις που αφορούν, μεταξύ άλλων, την ανάθεση, την άσκηση, την ανάθεση σε τρίτον, την ολική ή μερική αφαίρεση της γονικής μέριμνας. Στο πλαίσιο αυτό, η έννοια των «αστικών υποθέσεων» δεν πρέπει να ερμηνεύεται στενά, αλλά πρέπει να θεωρείται ως αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ένωσης περιλαμβάνουσα, ιδίως, κάθε αίτηση, μέτρο ή απόφαση περί «γονικής μέριμνας» κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού, σύμφωνα με τον σκοπό που υπενθυμίζεται στην αιτιολογική σκέψη 5 του κανονισμού (απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2015, Gogova, C‑215/15, EU:C:2015:710, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
41 Συναφώς, η «γονική μέριμνα» στο άρθρο 2, σημείο 7, του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα ερμηνεύεται ευρέως, υπό την έννοια ότι περιλαμβάνει το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που παρέχονται σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με δικαστική απόφαση, απευθείας από τον νόμο ή με ισχύουσα συμφωνία όσον αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του παιδιού. Εξάλλου, μολονότι στο άρθρο 1, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού απαριθμούνται τα ζητήματα που εμπίπτουν στον κανονισμό σχετικά με τη «γονική μέριμνα», η απαρίθμηση αυτή είναι απλώς ενδεικτική και όχι αποκλειστική, όπως προκύπτει από τη χρήση της λέξεως «ιδίως» (απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2015, Gogova, C‑215/15, EU:C:2015:710, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
42 Προκειμένου να κριθεί αν μια αίτηση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, πρέπει να εξετάζεται το αντικείμενό της (απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2015, Gogova, C‑215/15, EU:C:2015:710, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
43 Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι ο πατέρας του παιδιού προσέφυγε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ζητώντας την άμεση επιστροφή στη Σουηδία του παιδιού βάσει της Συμβάσεως της Χάγης. Επομένως, δεδομένου ότι το αντικείμενο αίτησης όπως αυτή της κύριας δίκης αφορά τη γονική μέριμνα, έχει εφαρμογή ο κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙα.
44 Δεύτερον, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της μετακίνησης ή της κατακράτησης παιδιού ως παράνομης, από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 2, σημείο 11, του κανονισμού Βρυξέλλες IIα προκύπτει ότι πρέπει να θεωρείται παράνομη η μετακίνηση ή η κατακράτηση παιδιού που έγινε κατά προσβολή δικαιώματος επιμέλειας που προκύπτει από δικαστική απόφαση, απευθείας από τον νόμο ή από ισχύουσα συμφωνία δυνάμει του δικαίου του κράτους μέλους εντός του οποίου το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από τη μετακίνηση ή την κατακράτησή του, με την επιφύλαξη ότι το δικαίωμα επιμέλειας ασκείτο πραγματικά, αποκλειστικά ή από κοινού με άλλους, κατά τον χρόνο της μετακίνησης ή της κατακράτησης ή θα είχε ασκηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο εάν δεν είχαν επισυμβεί τα εν λόγω γεγονότα.
45 Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 34 των προτάσεών του, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο χαρακτηρισμός ως παράνομης της μετακίνησης ή της κατακράτησης ενός παιδιού απαιτεί τη συνδρομή δύο προϋποθέσεων, ήτοι προϋποθέτει, αφενός, ότι υπάρχει μετακίνηση κατά προσβολή δικαιώματος επιμέλειας χορηγηθέντος δυνάμει του δικαίου του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του, πράγμα το οποίο απαιτεί τον προσδιορισμό της συνήθους διαμονής του παιδιού πριν από τη μετακίνησή του (πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουνίου 2017, OL, C‑111/17 PPU, EU:C:2017:436, σκέψη 53) και, αφετέρου, ότι ασκείτο πραγματικά το δικαίωμα επιμέλειας του παιδιού ή ότι θα είχε ασκηθεί αν δεν είχε μεσολαβήσει η παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση.
46 Τούτο επιρρωννύεται επιπλέον από τον σκοπό τον οποίο επιδιώκει ο κανονισμός Βρυξέλλες IIα. Πράγματι, ο κανονισμός αυτός αποσκοπεί, όπως προκύπτει από το προοίμιό του, στη δημιουργία ενός δικαστικού χώρου στηριζόμενου στην αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των δικαστικών αποφάσεων μέσω της θεσπίσεως κανόνων που διέπουν τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε θέματα γονικής μέριμνας, ενώ η Σύμβαση της Χάγης έχει κατά το άρθρο 1, στοιχείο αʹ, αυτής ως σκοπό να εξασφαλίσει την άμεση επιστροφή των παιδιών που έχουν μετακινηθεί ή κατακρατούνται παρανόμως σε οποιοδήποτε συμβαλλόμενο κράτος, υφίσταται δε στενός σύνδεσμος μεταξύ των δύο ως άνω νομικών πράξεων οι οποίες έχουν, κατ’ ουσίαν, ως κοινό σκοπό την αποτροπή της απαγωγής παιδιών μεταξύ κρατών και την άμεση επιστροφή του παιδιού, σε περίπτωση απαγωγής, στο κράτος της συνήθους διαμονής του (απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, C.E. και N.E., C‑325/18 PPU και C‑375/18 PPU, EU:C:2018:739, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
47 Η διαδικασία επιστροφής κατά τη Σύμβαση της Χάγης και τον κανονισμό Βρυξέλλες ΙΙα αποσκοπεί να αποτρέψει το ενδεχόμενο ο ένας εκ των γονέων να ενισχύσει τη θέση του ως προς το ζήτημα της επιμέλειας του παιδιού εκφεύγοντας, με παράνομη συμπεριφορά, της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων που έχουν καταρχήν διεθνή δικαιοδοσία, βάσει των κανόνων που προβλέπει, μεταξύ άλλων, ο κανονισμός αυτός, για να αποφαίνονται επί της γονικής μέριμνας του παιδιού (πρβλ. αποφάσεις της 23ης Δεκεμβρίου 2009, Detiček, C‑403/09 PPU, EU:C:2009:810, σκέψη 49, της 9ης Οκτωβρίου 2014, C, C‑376/14 PPU, EU:C:2014:2268, σκέψη 67, και της 8ης Ιουνίου 2017, OL, C‑111/17, EU:C:2017:436, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
48 Το γεγονός, όμως, ότι γονέας που έχει το δικαίωμα επιμέλειας του παιδιού του μετακινείται μαζί με το παιδί σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του, προκειμένου να συμμορφωθεί προς απόφαση περί μεταφοράς, η οποία αφορά τόσο τον εν λόγω γονέα όσο και το παιδί του και εκδόθηκε από τις αρμόδιες εθνικές αρχές κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού Δουβλίνο III, δεν μπορεί να θεωρηθεί παράνομη συμπεριφορά, κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στην προηγούμενη σκέψη, δυνάμενη να χαρακτηρισθεί ως παράνομη μετακίνηση κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 11, του κανονισμού Βρυξέλλες IIα, χωρίς να απαιτείται να εξακριβωθεί προηγουμένως αν πληρούνται οι προϋποθέσεις περί των οποίων γίνεται λόγος στη σκέψη 45 της παρούσας αποφάσεως, ιδίως η προϋπόθεση περί μετακινήσεως κατά προσβολή πράγματι ασκούμενου δικαιώματος επιμέλειας του παιδιού.
49 Πράγματι, η συμμόρφωση προς απόφαση περί μεταφοράς η οποία δέσμευε τον γονέα και το παιδί, δεδομένου ότι, κατά την ημερομηνία της μετακινήσεως, ήταν εκτελεστή, χωρίς να έχει μέχρι τότε ανασταλεί ή ακυρωθεί, πρέπει να θεωρηθεί απλώς ως έννομη συνέπεια της εν λόγω αποφάσεως η οποία δεν μπορεί να προσαφθεί στον ως άνω γονέα.
50 Ομοίως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η παραμονή στο έδαφος του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως διεθνούς προστασίας συνιστά παράνομη συμπεριφορά, ακόμη και μετά την ακύρωση της αποφάσεως περί μεταφοράς, όταν δεν έχει ληφθεί απόφαση περί αναλήψεως του ως άνω γονέα και του παιδιού από τις αρχές του κράτους μέλους το οποίο προέβη στη σχετική μεταφορά, δυνάμει του άρθρου 29, παράγραφος 3, του κανονισμού Δουβλίνο III μετά την ημερομηνία της μεταφοράς και ενώ αυτοί δεν δικαιούνται να διαμένουν στο τελευταίο κράτος μέλος.
51 Σε μια τέτοια περίπτωση, πράγματι η κατακράτηση του παιδιού συνιστά απλή συνέπεια της διοικητικής καταστάσεώς του, όπως αυτή προσδιορίζεται με εκτελεστές αποφάσεις του κράτους μέλους εντός του οποίου το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του.
52 Τέλος, πρέπει να προστεθεί ότι μια ερμηνεία κατά την οποία ο αιτών διεθνή προστασία, όπως η μητέρα στη διαφορά της κύριας δίκης, θα πρέπει να μη συμμορφωθεί προς απόφαση περί μεταφοράς για τον λόγο ότι η συμπεριφορά της θα μπορούσε να θεωρηθεί παράνομη δυνάμει του κανονισμού Βρυξέλλες IIα θα προσέβαλλε την αρχή της ασφάλειας δικαίου και θα υπονόμευε την πραγματοποίηση των σκοπών του κανονισμού Δουβλίνο III.
53 Κατά συνέπεια, στο πρώτο και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, σημείο 11, του κανονισμού Βρυξέλλες IIα έχει την έννοια ότι δεν μπορεί να συνιστά παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση, κατά την εν λόγω διάταξη, η κατάσταση στην οποία ένας από τους γονείς αναγκάζεται, χωρίς τη συναίνεση του έτερου γονέα, να οδηγήσει το παιδί του από το κράτος της συνήθους διαμονής του σε άλλο κράτος μέλος σε εκτέλεση αποφάσεως περί μεταφοράς εκδοθείσας από το πρώτο κράτος μέλος δυνάμει του κανονισμού Δουβλίνο III, στη συνέχεια δε να παραμείνει στο δεύτερο κράτος μέλος μετά την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως περί μεταφοράς η οποία επήλθε χωρίς ωστόσο οι αρχές του πρώτου κράτους μέλους να έχουν αποφασίσει να αναλάβουν εκ νέου τα μεταφερθέντα άτομα ή να τους παράσχουν άδεια διαμονής.
[…]
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 2, σημείο 11, του κανονισμού (EK) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1347/2000, έχει την έννοια ότι δεν μπορεί να συνιστά παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση, κατά την εν λόγω διάταξη, η κατάσταση στην οποία ένας από τους γονείς αναγκάζεται, χωρίς τη συναίνεση του έτερου γονέα, να οδηγήσει το παιδί του από το κράτος της συνήθους διαμονής του σε άλλο κράτος μέλος σε εκτέλεση αποφάσεως περί μεταφοράς εκδοθείσας από το πρώτο κράτος μέλος δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα, στη συνέχεια δε να παραμείνει στο δεύτερο κράτος μέλος μετά την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως περί μεταφοράς η οποία επήλθε χωρίς ωστόσο οι αρχές του πρώτου κράτους μέλους να έχουν αποφασίσει να αναλάβουν εκ νέου τα μεταφερθέντα άτομα ή να τους παράσχουν άδεια διαμονής.