Βλ. το πλήρες κείμενο εδώ
Με προδικαστικά ερωτήματά του, το περιφερειακό δικαστήριο Bleiburg (Αυστρία) ζήτησε να διευκρινιστεί αν το άρθρο 56 ΣΛΕΕ και η οδηγία 2014/67 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε ρύθμιση κράτους μέλους, κατά την οποία οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιβάλουν σε κύριο έργου εγκατεστημένο στο κράτος μέλος αυτό υποχρέωση αναστολής πληρωμών προς αντισυμβαλλόμενό του εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, ακόμη και υποχρέωση παροχής ασφάλειας ισόποσης προς το οφειλόμενο υπόλοιπο της συμφωνημένης για το έργο αμοιβής, με σκοπό την εξασφάλιση της εισπράξεως ενδεχόμενου προστίμου που θα μπορούσε να επιβληθεί στον εν λόγω αντισυμβαλλόμενο σε περίπτωση αποδεδειγμένης παραβάσεως του εργατικού δικαίου του πρώτου κράτους μέλους.
(Σκέψεις 44 έως 50)
Επισημαίνεται, συναφώς, ότι η κοινωνική προστασία των εργαζομένων καθώς και η πάταξη της απάτης, ιδίως στον τομέα της κοινωνικής νομοθεσίας, και η πρόληψη των καταχρηστικών πρακτικών αποτελούν σκοπούς οι οποίοι συγκαταλέγονται στους επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος που μπορούν να δικαιολογήσουν περιορισμό της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Βελγίου, C-577/10, EU:C:2012:814, σκέψη 45, καθώς και της 3ης Δεκεμβρίου 2014, De Clercq κ.λπ., C-315/13, EU:C:2014:2408, σκέψη 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
Μέτρα όπως τα προβλεπόμενα με την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση, τα οποία αποσκοπούν, μεταξύ άλλων, στη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των κυρώσεων που θα μπορούσαν να επιβληθούν στον πάροχο υπηρεσιών σε περίπτωση παραβάσεως της εργατικής νομοθεσίας, μπορούν να θεωρηθούν κατάλληλα για την επίτευξη των ως άνω σκοπών.
Όσον αφορά την αναλογικότητα της ρυθμίσεως αυτής σε σχέση με τους ως άνω σκοπούς, επισημαίνεται, καταρχάς, ότι η εν λόγω ρύθμιση προβλέπει ότι οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιβάλουν στον κύριο του έργου υποχρέωση αναστολής των πληρωμών του προς τον πάροχο υπηρεσιών καθώς και υποχρέωση παροχής ασφάλειας ισόποσης με το οφειλόμενο υπόλοιπο της συμφωνημένης για το έργο αμοιβής, εφόσον υφίσταται «εύλογη υπόνοια περί διοικητικής παραβάσεως» της εθνικής εργατικής νομοθεσίας. Επομένως, η ρύθμιση αυτή επιτρέπει τη λήψη τέτοιων μέτρων πριν ακόμη η αρμόδια αρχή διαπιστώσει διοικητική παράβαση που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει απάτη, ιδίως στον τομέα της κοινωνικής νομοθεσίας, καταχρηστική πρακτική ή πρακτική ικανή να θίξει την προστασία των εργαζομένων.
Περαιτέρω, η ίδια αυτή ρύθμιση δεν προβλέπει τη δυνατότητα του παρόχου υπηρεσιών σε βάρος του οποίου υφίσταται τέτοια εύλογη υπόνοια να διατυπώσει, πριν από τη λήψη των εν λόγω μέτρων, τις παρατηρήσεις του επί των πραγματικών περιστατικών που του προσάπτονται.
Τέλος, επισημαίνεται ότι το ποσό της ασφάλειας που ενδέχεται να υποχρεωθεί να καταβάλει ο ενδιαφερόμενος αποδέκτης υπηρεσιών ισούται, δυνάμει της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνικής ρυθμίσεως, με το υπόλοιπο της συμφωνημένης για το έργο αμοιβής, το οποίο οφείλεται κατά τον χρόνο λήψεως του μέτρου αυτού. Επομένως, το ποσό της ασφάλειας αυτής, δεδομένου ότι μπορεί να καθοριστεί από τις αρμόδιες αρχές χωρίς να ληφθούν υπόψη τυχόν κατασκευαστικά ελαττώματα ή άλλες παραλείψεις του παρόχου υπηρεσιών κατά την εκτέλεση της συμβάσεως έργου, είναι δυνατόν να υπερβεί, αναλόγως της περιπτώσεως κατά πολύ, το ποσό που θα πρέπει κανονικά να καταβάλει ο ενδιαφερόμενος κύριος του έργου μετά την αποπεράτωση των εργασιών.
Για όλους τους λόγους που εκτίθενται στις τρεις προηγούμενες σκέψεις, πρέπει να γίνει δεκτό ότι εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών προστασίας των εργαζομένων, πατάξεως της απάτης ιδίως στον τομέα της κοινωνικής νομοθεσίας, καθώς και προλήψεως των καταχρηστικών πρακτικών.
Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 56 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, κατά την οποία οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιβάλουν σε κύριο έργου εγκατεστημένο στο κράτος μέλος αυτό υποχρέωση αναστολής πληρωμών προς αντισυμβαλλόμενό του εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, ακόμη και υποχρέωση παροχής ασφάλειας ισόποσης προς το οφειλόμενο υπόλοιπο της συμφωνημένης για το έργο αμοιβής, με σκοπό την εξασφάλιση της εισπράξεως ενδεχόμενου προστίμου που θα μπορούσε να επιβληθεί στον εν λόγω αντισυμβαλλόμενο σε περίπτωση αποδεδειγμένης παραβάσεως του εργατικού δικαίου του πρώτου κράτους μέλους.