ΔΕΕ -ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ Γ.ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ Υπόθεση C‑704/17- Εγγυήσεις για τους αιτούντες διεθνή προστασία που τίθενται υπό διοικητική κράτηση κλπ.

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ELEANOR SHARPSTON

της 31ης Ιανουαρίου 2019 (1)

Υπόθεση C‑704/17

D. H.

παρισταμένου του:

Ministerstvovnitra

[αίτηση του Nejvyšší správní soud
(Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου, Τσεχική Δημοκρατία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρα 6 και 47 – Κοινή πολιτική ασύλου και επικουρικής προστασίας – Οδηγία 2013/33/ΕΕ – Άρθρο 9 – Εγγυήσεις για τους αιτούντες διεθνή προστασία που τίθενται υπό διοικητική κράτηση – Δικαστικός έλεγχος των αποφάσεων κρατήσεως – Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής – Εθνικοί κανόνες που προβλέπουν την κατάργηση των δικών για τον δικαστικό έλεγχο αποφάσεων κρατήσεως μετά την απόλυση των αιτούντων διεθνή προστασία»

 

1.        Με την παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το Nejvyšší správní soud (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Τσεχική Δημοκρατία) ζητεί από το Δικαστήριο καθοδήγηση όσον αφορά την ερμηνεία των διατάξεων της οδηγίας 2013/33/ΕΕ (2) οι οποίες παρέχουν εγγυήσεις στους αιτούντες διεθνή προστασία που τίθενται υπό διοικητική κράτηση δυνάμει αποφάσεως των αρμόδιων εθνικών αρχών. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν αντιβαίνουν στην ανωτέρω οδηγία, σε συνδυασμό με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (3), ιδίως δε στα δικαιώματα ελευθερίας, ασφάλειας και πραγματικής προσφυγής που κατοχυρώνονται στον Χάρτη, εθνικοί κανόνες που προβλέπουν ότι η δίκη επί προσφυγής κατά αποφάσεως κρατήσεως καταργείται μόλις ο ενδιαφερόμενος αφεθεί ελεύθερος.

2.        Το ζήτημα που εγείρεται από το αιτούν δικαστήριο καθιστά, μεταξύ άλλων, αναγκαίο να εξετασθεί από το Δικαστήριο το θεμελιώδες δικαίωμα πραγματικής προσφυγής, από κοινού με τις κατά το δίκαιο της Ένωσης γενικές αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, στο πλαίσιο της εθνικής δικονομικής αυτονομίας.

 Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (στο εξής: ΕΣΔΑ)

3.        Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ (4) προβλέπει ότι «[π]αν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν και την ασφάλειαν». Το άρθρο 5, παράγραφος 4, ορίζει ότι «[π]αν πρόσωπον στερούμενον της ελευθερίας του συνεπεία συλλήψεως ή κρατήσεως έχει δικαίωμα προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, ίνα τούτο αποφασίση εντός βραχείας προθεσμίας επί του νομίμου της κρατήσεώς του και διατάξη την απόλυσίν του εν περιπτώσει παρανόμου κρατήσεως». Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 5, «[π]αν πρόσωπον θύμα συλλήψεως ή κρατήσεως υπό συνθήκας αντιθέτους προς τας ανωτέρω διατάξεις, έχει δικαίωμα επανορθώσεως».

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Ο Χάρτης

4.        Το άρθρο 6 ορίζει ότι «[κ]άθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια» (5). Οι λοιπές διατάξεις του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ δεν επαναλαμβάνονται.

5.        Το άρθρο 47, πρώτο εδάφιο, ορίζει ότι κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάσθηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου (6).

6.        Κατά το άρθρο 51, παράγραφος 1, οι διατάξεις του Χάρτη απευθύνονται στα κράτη μέλη «μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης».

7.        Κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, «[κ]άθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται στον […] Χάρτη πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών. Τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η [Ευρωπαϊκή Ένωση] ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων». Το άρθρο 52, παράγραφος 3, ορίζει ότι, «[σ]τον βαθμό που ο […] Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται στην [ΕΣΔΑ], η έννοια και η εμβέλειά τους είναι ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η [ΕΣΔΑ]. Η διάταξη αυτή δεν εμποδίζει το δίκαιο της Ένωσης να παρέχει ευρύτερη προστασία». Το άρθρο 52, παράγραφος 7, προβλέπει ότι τα δικαστήρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών λαμβάνουν «δεόντως υπόψη τους τις επεξηγήσεις οι οποίες έχουν εκπονηθεί με σκοπό την παροχή κατευθύνσεων για την ερμηνεία του […] Χάρτη» (7).

8.        Στις επεξηγήσεις διευκρινίζεται ότι «[τ]α δικαιώματα που προβλέπονται στο άρθρο 6 αντιστοιχούν στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται με το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ, με τα οποία, σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, έχουν την ίδια έννοια και την ίδια εμβέλεια». Ως εκ τούτου, «οι περιορισμοί που μπορούν νομίμως να επιβληθούν [στα δικαιώματα αυτά] δεν μπορούν να υπερβαίνουν εκείνους που επιτρέπονται από την ΕΣΔΑ». Στις επεξηγήσεις επισημαίνεται ότι η προστασία την οποία εγγυάται το άρθρο 47 του Χάρτη είναι ευρύτερη από εκείνη που παρέχεται από το άρθρο 13 της ΕΣΔΑ, καθόσον εγγυάται το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου.

 Η οδηγία 2013/32

9.        Το άρθρο 26, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (8) προβλέπει ότι, «[ό]ταν υποβάλλουν έναν αιτούντα σε κράτηση, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να υπάρχει η δυνατότητα ταχείας δικαστικής επανεξέτασης σύμφωνα με την οδηγία 2013/33».

 Η οδηγία 2013/33

10.      Οι αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας 2013/33 περιλαμβάνουν τα εξής:

–        το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε το πρόγραμμα της Στοκχόλμης (9), με το οποίο επανέλαβε τη δέσμευσή του στον στόχο της δημιουργίας ενός κοινού χώρου προστασίας και αλληλεγγύης, βάσει κοινής διαδικασίας ασύλου και ομοιόμορφου καθεστώτος για τα πρόσωπα στα οποία χορηγείται διεθνής προστασία με βάση πρότυπα υψηλής προστασίας καθώς και δίκαιες και αποτελεσματικές διαδικασίες (αιτιολογική σκέψη 5)·

–        όσον αφορά τη μεταχείριση των αιτούντων διεθνή προστασία, τα κράτη μέλη δεσμεύονται από υποχρεώσεις που απορρέουν από πράξεις διεθνούς δικαίου των οποίων είναι μέρη (αιτιολογική σκέψη 10)·

–        η κράτηση των προσώπων αυτών θα πρέπει να είναι δυνατή μόνο σε σαφώς καθορισμένες, εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες προβλέπονται στην οδηγία 2013/33 και να διέπεται από τις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας όσον αφορά τόσο τον τρόπο όσο και τον σκοπό της εν λόγω κρατήσεως· σε περίπτωση που ένας αιτών διεθνή προστασία τελεί υπό κράτηση, ο αιτών θα πρέπει να έχει αποτελεσματική πρόσβαση στις αναγκαίες διαδικαστικές εγγυήσεις, όπως το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον εθνικής δικαστικής αρχής (αιτιολογική σκέψη 15)· και

–        η οδηγία 2013/33 σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και συνάδει με τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως στον Χάρτη· αποβλέπει στην προώθηση της εφαρμογής, μεταξύ άλλων, των άρθρων 6 και 47 του Χάρτη και πρέπει να εφαρμόζεται αναλόγως (αιτιολογική σκέψη 35).

11.      Το άρθρο 2 περιλαμβάνει τους εξής ορισμούς: «αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας» είναι «η αίτηση παροχής προστασίας από κράτος μέλος που υποβάλλει υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής, ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί ότι αιτείται καθεστώς πρόσφυγα ή καθεστώς επικουρικής προστασίας και ο οποίος δεν αιτείται ρητώς να του παρασχεθεί άλλη μορφή προστασίας, μη εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής της [οδηγίας 2011/95], δυναμένη να ζητηθεί αυτοτελώς» (10). «Αιτών» είναι «ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής ο οποίος έχει ασκήσει αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας, επί της οποίας δεν έχει ληφθεί ακόμη οριστική απόφαση» (11). Τέλος, «κράτηση» είναι «ο περιορισμός σε ειδικό χώρο που επιβάλλει ένα κράτος μέλος σε αιτούντα, με αποτέλεσμα τη στέρηση της ελευθερίας κυκλοφορίας του/της» (12).

12.      Το άρθρο 3 ορίζει ότι η οδηγία 2013/33 εφαρμόζεται σε «[…] όλους τους υπηκόους τρίτων χωρών και τους ανιθαγενείς που ασκούν αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στο έδαφος, περιλαμβανομένων των συνόρων, στα χωρικά ύδατα ή στις ζώνες διέλευσης κράτους μέλους, εφόσον τους επιτρέπεται να παραμείνουν στο έδαφος ως αιτούντες […]».

13.      Κατά το άρθρο 4, τα κράτη μέλη δύνανται να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ ευνοϊκότερες διατάξεις σχετικά με τις συνθήκες υποδοχής των αιτούντων.

14.      Το άρθρο 8 καθορίζει τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που διέπουν την κράτηση των αιτούντων διεθνή προστασία. Οι αιτούντες μπορούν να τίθενται υπό κράτηση μόνο για τους λόγους που καθορίζονται στο άρθρο 8, παράγραφος 3. Ειδικότερα, το άρθρο 8, παράγραφος 3, στοιχείο δʹ, επιτρέπει στα κράτη μέλη να θέτουν υπό κράτηση τους αιτούντες διεθνή προστασία στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει της οδηγίας 2008/115/ΕΚ (13), «προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή και/ή να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης», εφόσον το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος «είναι σε θέση να τεκμηριώνει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο ασκεί αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής». Οι λόγοι κρατήσεως πρέπει να προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο.

15.      Το άρθρο 9 επιγράφεται «Εγγυήσεις για κρατούμενους αιτούντες». Η διάταξη αυτή ορίζει τα εξής:

«1.      Η κράτηση αιτούντος έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και εφαρμόζεται μόνο για όσο διάστημα ισχύουν οι λόγοι που καθορίζονται στο άρθρο 8, παράγραφος 3.

[…]

2.      Η κράτηση αιτούντος διατάσσεται εγγράφως από τις δικαστικές ή διοικητικές αρχές. Στη διαταγή κράτησης αναφέρονται οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι στους οποίους αυτή βασίζεται.

3.      Όταν η κράτηση διατάσσεται από διοικητικές αρχές, τα κράτη μέλη προβλέπουν την ταχεία δικαστική επανεξέταση της νομιμότητας της κράτησης αυτεπαγγέλτως και/ή κατόπιν αιτήσεως του αιτούντος. Όταν διεξάγεται αυτεπαγγέλτως, η επανεξέταση αυτή αποφασίζεται το συντομότερο δυνατό μετά την έναρξη της κράτησης. Όταν διεξάγεται κατόπιν αίτησης του αιτούντος, αποφασίζεται το συντομότερο δυνατό μετά την έναρξη της σχετικής διαδικασίας. Προς τούτο, τα κράτη μέλη ορίζουν στο εθνικό δίκαιο το χρονικό διάστημα εντός του οποίου διεξάγεται η αυτεπάγγελτη δικαστική επανεξέταση και/ή η δικαστική επανεξέταση κατόπιν αίτησης του αιτούντος.

Όταν, κατόπιν της δικαστικής επανεξέτασης, η κράτηση θεωρείται παράνομη, ο αιτών αφήνεται αμέσως ελεύθερος.

4.      Οι κρατούμενοι αιτούντες ενημερώνονται αμέσως εγγράφως, σε γλώσσα που κατανοούν ή μπορεί ευλόγως να υποτεθεί ότι κατανοούν, για τους λόγους κράτησης και τις διαδικασίες που προβλέπει το εθνικό δίκαιο για την προσβολή της εντολής κράτησης, καθώς και για τη δυνατότητα να ζητούν δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση.

5.      Η κράτηση επανεξετάζεται από δικαστική αρχή σε εύλογα χρονικά διαστήματα, αυτεπαγγέλτως και/ή μετά από αίτηση του ενδιαφερόμενου αιτούντος, ιδίως όταν είναι παρατεταμένης διάρκειας, όταν υπάρξουν σχετικές περιστάσεις ή όταν προκύψουν νέα στοιχεία τα οποία ενδέχεται να επηρεάζουν τη νομιμότητα της κράτησης.

6.      Σε περιπτώσεις δικαστικής επανεξέτασης της διαταγής κράτησης που προβλέπεται στην παράγραφο 3, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτούντες να έχουν πρόσβαση σε δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση. Το ανωτέρω περιλαμβάνει, τουλάχιστον, την κατάρτιση των αναγκαίων διαδικαστικών εγγράφων και τη συμμετοχή εξ ονόματος του αιτούντος σε ακροαματική διαδικασία ενώπιον των δικαστικών αρχών.

[…]»

 Το εθνικό δίκαιο

16.      Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι, μέχρι τις 14 Αυγούστου 2017, οι διατάξεις για τον δικαστικό έλεγχο των αποφάσεων κρατήσεως, που περιλαμβάνονταν στο άρθρο 46a, παράγραφοι 6 έως 9, του Zákon č. 325/1999 Sb., o azylu (νόμου 325/1999 για τη χορήγηση ασύλου), παρείχαν στους αιτούντες το δικαίωμα να προσβάλλουν τις αποφάσεις κρατήσεως εντός 30 ημερών από την ημερομηνία κοινοποιήσεως μιας τέτοιας αποφάσεως. Το Krajský soud (περιφερειακό δικαστήριο, Τσεχική Δημοκρατία) –το πρωτοβάθμιο δικαστήριο– όφειλε να αποφανθεί επί της προσφυγής εντός επτά εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία καταθέσεως του διοικητικού φακέλου. Κατά της αποφάσεως αυτής χωρούσε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

17.      Από τις 15 Αυγούστου 2017, το άρθρο 46a, παράγραφος 9, του νόμου 325/1999 για τη χορήγηση ασύλου τροποποιήθηκε με τον νόμο 222/2017. Κατά το τροποποιημένο άρθρο 46a, παράγραφος 9 (14) (σύμφωνα με τις παρατιθέμενες στη διάταξη περί παραπομπής πληροφορίες), όταν o αιτών διεθνή προστασία αφήνεται ελεύθερος πριν από την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως επί προσφυγής κατά διοικητικής αποφάσεως περί κρατήσεως, το δικαστήριο οφείλει πλέον να καταργήσει αυτοδικαίως τη δίκη που εκκρεμεί ενώπιόν του. Οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να ενημερώνουν χωρίς καθυστέρηση το επιληφθέν δικαστήριο σχετικά με την απόλυση του αιτούντος. Οι ανωτέρω κανόνες έχουν εφαρμογή τόσο σε πρώτο βαθμό όσο και, mutatis mutandis, στις κατ’ αναίρεση διαδικασίες ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

 Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία και το προδικαστικό ερώτημα

18.      Στις 20 Μαρτίου 2017 αποκαλύφθηκε ότι ο D. H. διέμενε στο έδαφος της Τσεχικής Δημοκρατίας χωρίς να διαθέτει έγκυρα ταξιδιωτικά έγγραφα ή άδεια διαμονής. Εις βάρος του εκδόθηκε διαταγή απελάσεως, μαζί με απαγόρευση εισόδου, και τέθηκε υπό κράτηση με σκοπό την απέλαση. Εν συνεχεία, ο D. H. ζήτησε να του χορηγηθεί διεθνής προστασία στο έδαφος της Τσεχικής Δημοκρατίας. Με απόφαση της 28ης Μαρτίου 2017, οι αρμόδιες αρχές τον έθεσαν υπό κράτηση με την αιτιολογία ότι υπέβαλε την αίτησή του για χορήγηση διεθνούς προστασίας με μοναδικό σκοπό τη νομιμοποίηση του καθεστώτος διαμονής του και την αποφυγή της απελάσεως από την Τσεχική Δημοκρατία (στο εξής: απόφαση κρατήσεως).

19.      Ο D. H. προσέβαλε την απόφαση αυτή ενώπιον του Krajský soud (περιφερειακού δικαστηρίου). Στις 4 Ιουλίου 2017 το εν λόγω δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του D. H. ως αβάσιμη. Στις 16 Αυγούστου 2017, ήτοι την επομένη της ενάρξεως ισχύος του επίμαχου εθνικού μέτρου, ο D. H. άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

20.      Εν τω μεταξύ, στις 5 Απριλίου 2017, ο D. H. ανακάλεσε την αίτησή του διεθνούς προστασίας. Κατόπιν τούτου, αφέθηκε ελεύθερος και, στις 5 Μαΐου 2017, εξήλθε οικειοθελώς από το έδαφος της Τσεχικής Δημοκρατίας για να μεταβεί στη Δημοκρατία της Λευκορωσίας. Οι αρμόδιες αρχές ενημέρωσαν το αιτούν δικαστήριο σχετικά με την απόλυση του D. H. και ζήτησαν την κατάργηση της εκκρεμούς ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου δίκης κατ’ αναίρεση, σύμφωνα με το επίμαχο εθνικό μέτρο.

21.      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο έθεσε το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αντιβαίνει στην ερμηνεία του άρθρου 9 της οδηγίας 2013/33 […] σε συνδυασμό με τα άρθρα 6 και 47 του Χάρτη […] εθνική νομοθεσία βάσει της οποίας δεν επιτρέπεται στο [αιτούν δικαστήριο] ο έλεγχος δικαστικής αποφάσεως που αφορά κράτηση υπηκόου τρίτης χώρας αφότου το εν λόγω πρόσωπο έχει αφεθεί ελεύθερο;»

22.      Η Τσεχική Δημοκρατία και η Επιτροπή υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις. Η υπόθεση ανατέθηκε στο τμήμα μείζονος συνθέσεως. Παρά την πρόδηλη σημασία των σχετικών ζητημάτων, δεν διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

 Ανάλυση

 Επί του παραδεκτού

23.       Αποτελεί πάγια νομολογία ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, το εθνικό δικαστήριο, που είναι το μόνο που έχει άμεση γνώση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως, είναι σε καλύτερη θέση να εκτιμήσει, έχοντας πλήρη γνώση της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, την ανάγκη εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως προκειμένου να μπορέσει να εκδώσει τη δική του απόφαση. Συνεπώς, όταν το τεθέν από εθνικό δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα αφορά την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο οφείλει, κατ’ αρχήν, να απαντήσει.

24.      Ο D. H. αφέθηκε ελεύθερος (και ακολούθως εξήλθε από το έδαφος της Τσεχικής Δημοκρατίας). Γεννάται επομένως ένα ζήτημα, το οποίο θα εξετασθεί αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, ως προς το αν το αιτούν δικαστήριο ζητεί τη διατύπωση συμβουλευτικής γνώμης επί γενικού ή υποθετικού ζητήματος, πράγμα που θα καθιστούσε απαράδεκτη την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως (15).

25.      Κατά την άποψή μου, τούτο δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι η ίδια η απόφαση κρατήσεως δεν έχει ακυρωθεί και ότι, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, ο αιτών, πριν ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως λόγω παράνομης κρατήσεως, πρέπει να επιτύχει την έκδοση δικαστικής διατάξεως με την οποία ακυρώνεται η απόφαση κρατήσεως. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η αυτοδίκαιη κατάργηση στερεί από αυτούς τους αιτούντες διεθνή προστασία το δικαίωμα να λάβουν τέτοια αποζημίωση. Η Τσεχική Κυβέρνηση δεν συντάσσεται με την άποψη αυτή.

26.      Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να αποφαίνεται επί της δυνατότητας εφαρμογής των εθνικών διατάξεων που ασκούν επιρροή για τη λύση της διαφοράς της κύριας δίκης. Αντιθέτως, το Δικαστήριο οφείλει να λαμβάνει υπόψη, στο πλαίσιο της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των δικαστηρίων της Ένωσης και των εθνικών δικαστηρίων, το νομοθετικό πλαίσιο, όπως αυτό προσδιορίζεται με τη διάταξη περί παραπομπής, στο οποίο εντάσσεται το προδικαστικό ερώτημα (16). Ωστόσο, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο πλήρη καθοδήγηση σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, προκειμένου το παράσχει στο εν λόγω δικαστήριο τη δυνατότητα να εκτιμήσει το ζήτημα της συμβατότητας του εθνικού δικαίου με το δίκαιο της Ένωσης στην υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί (17).

27.      Δεδομένου ότι εξακολουθεί να είναι πιθανό ότι ο D. H. θα θελήσει να κινήσει δίκη για την ακύρωση της εις βάρος του αποφάσεως κρατήσεως και το αιτούν δικαστήριο έχει την άποψη ότι η απάντηση που θα δοθεί από το Δικαστήριο στο προδικαστικό ερώτημα είναι κρίσιμη για τη δική του εκτίμηση στην υπόθεση της κύριας δίκης, φρονώ ότι το Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει το εν λόγω ερώτημα.

 Γενικές παρατηρήσεις

28.      Δεν αμφισβητείται ότι ο D. H. υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας και ότι ως εκ τούτου είναι αιτών κατά την έννοια της οδηγίας 2013/33 (18). Επίσης, δεν αμφισβητείται ότι η απόφαση κρατήσεως είχε ως επακόλουθο την κράτησή του κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ηʹ, της εν λόγω οδηγίας.

29.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, ενώ η εθνική νομοθεσία που ίσχυε πριν από τις 15 Αυγούστου 2017 είχε εφαρμογή στη σε πρώτο βαθμό δίκη επί της προσφυγής του D. H. κατά της αποφάσεως κρατήσεως, η τροποποιημένη μορφή της οικείας διατάξεως, η οποία απαιτεί την αυτοδίκαιη κατάργηση της δίκης, έχει τώρα εφαρμογή στη δίκη ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

30.      Το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινισθεί αν το επίμαχο εθνικό μέτρο αντιβαίνει στο άρθρο 9 της οδηγίας 2013/33. Το δικαστήριο αυτό έχει, αξιέπαινα, επίγνωση της ευθύνης του να διασφαλίσει, εν ανάγκη, την πλήρη αποτελεσματικότητα της εν λόγω οδηγίας, χωρίς να αναμείνει την προηγούμενη εξαφάνιση του επίμαχου εθνικού μέτρου είτε διά της νομοθετικής οδού ή με οποιαδήποτε άλλη συνταγματική διαδικασία (19). Ομοίως, γνωρίζει ότι οφείλει να ερμηνεύσει τις εν λόγω διατάξεις, στο μέτρο του δυνατού, υπό το πρίσμα του γράμματος και των σκοπών της οδηγίας 2013/33, ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που επιδιώκεται από την τελευταία (20), προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η επίμαχη οδηγία είναι αποτελεσματική και ότι η έκβαση της ενώπιόν του δίκης στοιχεί με τον σκοπό που επιδιώκει η οδηγία αυτή (21). Το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι το επίμαχο εθνικό μέτρο, που απαιτεί την αυτοδίκαιη κατάργηση της δίκης, έχει εφαρμογή σε όλες τις δίκες, τόσο σε πρώτο βαθμό όσο και κατ’ αναίρεση.

31.      Όταν οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές των κρατών μελών εφαρμόζουν τις διατάξεις του εθνικού δικαίου που έχουν θεσπισθεί για τη μεταφορά της οδηγίας 2013/33 στην εθνική έννομη τάξη, ενεργούν εντός του πεδίου εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης και, ως εκ τούτου, εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη (22). Επομένως, οφείλουν να τηρούν τα θεμελιώδη δικαιώματα ελευθερίας και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που καθιερώνονται στα άρθρα 6 και 47 του Χάρτη.

32.      Δεδομένου ότι ο Χάρτης καθιερώνει δικαιώματα που αντιστοιχούν στα δικαιώματα τα οποία εγγυάται η ΕΣΔΑ, η έννοια και η εμβέλειά τους ταυτίζονται με την έννοια και την εμβέλεια των δικαιωμάτων που προβλέπονται στη Σύμβαση αυτή (23). Στις επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη εκτίθεται ότι το άρθρο 6 αυτού αντιστοιχεί στο άρθρο 5 της ΕΣΔΑ, ενώ το άρθρο 47 του Χάρτη βασίζεται στο άρθρο 13 της ΕΣΔΑ (24). Επομένως, το ελάχιστο εγγυημένο όριο προστασίας των δικαιωμάτων αυτών πρέπει να καθορισθεί με αναφορά όχι μόνο στο κείμενο της ΕΣΔΑ (25), αλλά και, μεταξύ άλλων, στη νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου (26).

33.      Το Δικαστήριο πρέπει, κατ’ ουσίαν, να εξετάσει δύο ζητήματα. Πρώτον, ποια είναι η έκταση του δικαιώματος προσβάσεως σε δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας της κρατήσεως με γνώμονα το άρθρο 9 της οδηγίας 2013/33; Δεύτερον, σε ποια έκταση οι ίδιες προϋποθέσεις έχουν εφαρμογή στις κατ’ αναίρεση δίκες με αντικείμενο τη νομιμότητας μιας τέτοιας κρατήσεως όπως έχουν εφαρμογή στον δικαστικό έλεγχο σε πρώτο βαθμό;

 Δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας της κρατήσεως: άρθρο 9 της οδηγίας 2013/33

34.      Το άρθρο 8 της οδηγίας 2013/33 καθορίζει αυστηρές προϋποθέσεις που διέπουν τη διοικητική κράτηση των αιτούντων διεθνή προστασία. Ακολούθως, το άρθρο 9 παρέχει στους εν λόγω κρατουμένους ορισμένες σημαντικές εγγυήσεις. Μεταξύ άλλων, προβλέπεται ότι η κράτηση του ενδιαφερόμενου εφαρμόζεται μόνο για όσο διάστημα έχουν εφαρμογή οι λόγοι που καθορίζονται στο άρθρο 8, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας (άρθρο 9, παράγραφος 1). Μολονότι η διάταξη περί παραπομπής δεν είναι σαφής ως προς το σημείο αυτό, φαίνεται ότι ο D.H. τέθηκε υπό κράτηση με βάση το άρθρο 8, παράγραφος 3, στοιχείο δʹ (27).

35.      Σε περίπτωση κρατήσεως ενός αιτούντος, πρέπει να του παρέχεται η δυνατότητα ταχέος δικαστικού ελέγχου της νομιμότητας της σχετικής αποφάσεως κρατήσεως (28). Του παρέχονται σημαντικές συμπληρωματικές διαδικαστικές εγγυήσεις: το δικαίωμα να ενημερωθεί, σε γλώσσα που κατανοεί, σχετικά με τους λόγους της κρατήσεώς του και τις διαδικασίες που προβλέπονται για την προσβολή της διαταγής κρατήσεως (29), καθώς και πρόσβαση σε δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση (30). Όταν η κράτηση του αιτούντος κρίνεται παράνομη, ο αιτών πρέπει να αφήνεται αμέσως ελεύθερος.

36.      Δεδομένου ότι οι διατάξεις του άρθρου 9 της οδηγίας 2013/33 πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα των άρθρων 6 και 47 του Χάρτη και των διατάξεων της ΕΣΔΑ στις οποίες παραπέμπει ο Χάρτης, είναι σκόπιμο να ξεκινήσω με υπόμνηση των απαιτήσεων προστασίας που τίθενται από την ΕΣΔΑ.

37.      Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ ορίζει ότι ουδείς δύναται να στερηθεί της ελευθερίας του παρά μόνο σε ειδικές περιπτώσεις που απαριθμούνται στο ίδιο άρθρο και σύμφωνα με τη νόμιμη διαδικασία. Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 4, κάθε πρόσωπο που στερείται της ελευθερίας του έχει δικαίωμα προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, προκειμένου αυτό να αποφασίσει εντός βραχείας προθεσμίας σχετικά με τη νομιμότητα της κρατήσεώς του και να διατάξει την απόλυσή του σε περίπτωση παράνομης κρατήσεως (31). Ο εν λόγω δικαστικός έλεγχος έχει, προφανώς, ως κύριο σκοπό να παράσχει στον κρατούμενο τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμά του ελευθερίας. Αν η κράτηση είναι παράνομη, βεβαίως αυτή θα πρέπει να αρθεί.

38.      Ωστόσο, ούτε οι συνέπειες ούτε τα αποτελέσματα μιας παράνομης κρατήσεως εξαφανίζονται ως διά μαγείας μόλις ο κρατούμενος αφεθεί ελεύθερος και διαβεί την πύλη του κέντρου κρατήσεως. Η δικαστική κρίση ότι πρόσωπο κρατήθηκε παρανόμως αποτελεί κρίση ότι αυτός δεν έπρεπε να μείνει έγκλειστος τόσες ημέρες ή εβδομάδες. Καμία δύναμη στον κόσμο δεν μπορεί να του επιστρέψει αυτόν τον απολεσθέντα χρόνο ελευθερίας. Αλλά τα δικαστήρια μπορούν να επισημάνουν και να κηρύξουν τον παράνομο χαρακτήρα της κρατήσεως. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αποκαθίσταται η αλήθεια σε νομικό επίπεδο. Τούτο μπορεί να είναι σημαντικό για το μέλλον, όταν το πρόσωπο αυτό ενδεχομένως κληθεί να συμπληρώσει ένα έντυπο το οποίο ανατρέχει στο παρελθόν ή όταν ένας δημόσιος υπάλληλος ή πιθανός εργοδότης διενεργήσει ηλεκτρονικό έλεγχο για το πρόσωπό αυτό. Αυτό και μόνο μπορεί να παράσχει, σε ορισμένο βαθμό, ηθική ικανοποίηση: η επίσημη αναγνώριση ότι διαπράχθηκε ένα σφάλμα, μια αδικία. Επίσης, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να επιθυμεί να προβεί σε περαιτέρω ενέργειες και να ζητήσει αποζημίωση για αυτές τις απολεσθείσες ημέρες ή εβδομάδες. Συγκεκριμένα, το άρθρο 5, παράγραφος 5, της ΕΣΔΑ ορίζει με σαφή και κατηγορηματικό τρόπο ότι κάθε πρόσωπο που στερείται της ελευθερίας του υπό συνθήκες αντίθετες προς τους κανόνες των παραγράφων 1 και 4 του ίδιου άρθρου, έχει δικαίωμα επανορθώσεως (32).

39.      Όσον αφορά το δικαίωμα δικαστικής προστασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, σε περιπτώσεις προσβολής των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να έχει, στην πράξη, τη δυνατότητα να προσφύγει στη δικαιοσύνη σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπει το συγκεκριμένο άρθρο. Το Δικαστήριο τόνισε, στη συγκεκριμένη απόφασή του, ότι η ύπαρξη αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου προς διασφάλιση της τηρήσεως των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την ύπαρξη κράτους δικαίου (33).

40.      Από το γράμμα του άρθρου 9, παράγραφοι 3 και 5, της οδηγίας 2013/33 προκύπτει σαφώς, πέραν αμφιβολίας, ότι οι κρατούμενοι αιτούντες πρέπει να έχουν πρόσβαση στον δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας της κρατήσεώς τους. Διατηρείται όμως το δικαίωμα αυτό όταν, ενώ εξακολουθεί να εκκρεμεί η δίκη που ο αιτών κίνησε ενόσω τελούσε υπό κράτηση, αφήνεται ελεύθερος με διοικητική απόφαση των αρμόδιων εθνικών αρχών;

41.      Κατά την άποψή μου, η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα πρέπει να είναι καταφατική.

42.      Το άρθρο 9, παράγραφος 3, αρχίζει με τη φράση «[ό]ταν η κράτηση διατάσσεται από διοικητικές αρχές […]». Το κείμενο δεν λέγει «[ό]ταν ο αιτών τελεί υπό κράτηση». Αντιθέτως, δίδεται έμφαση στο νομικό δεδομένο ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές διέταξαν στέρηση της ελευθερίας. Το νομικό αυτό δεδομένο είναι εκείνο που πρέπει να εξετασθεί, επειδή το εν λόγω δικαίωμα ελευθερίας είναι εκείνο που περιορίσθηκε με κρατική ενέργεια.

43.      Τούτο επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι το άρθρο 9, παράγραφος 2, διευκρινίζει ότι «[η] κράτηση αιτούντος διατάσσεται εγγράφως από τις δικαστικές ή διοικητικές αρχές. Στη διαταγή κράτησης αναφέρονται οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι στους οποίους αυτή βασίζεται». Η διαταγή κρατήσεως είναι εκείνη που αποτελεί το αντικείμενο δικαστικού ελέγχου, επειδή η διαταγή αυτή είναι εκείνη που λειτουργεί ως βάση για τη στέρηση της ελευθερίας. Όταν, κατόπιν εξετάσεως της διαταγής αυτής, «η κράτηση θεωρείται παράνομη, ο αιτών αφήνεται αμέσως ελεύθερος» (άρθρο 9, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος). Η αυστηρότητα του ελέγχου στον οποίο πρέπει να υποβληθεί η διαταγή κρατήσεως ως προς τη νομιμότητά της τονίζεται στην αιτιολογική σκέψη 15 της οδηγίας 2013/33, η οποία εκθέτει ότι η κράτηση αιτούντων πρέπει να είναι δυνατή μόνο σε σαφώς καθορισμένες, εξαιρετικές περιστάσεις και να διέπεται από τις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας (34).

44.      Θεωρώ, επομένως, ότι το γράμμα του άρθρου 9 της οδηγίας 2013/33 στηρίζει την ερμηνεία την οποία προτείνω.

45.      Όσον αφορά το αντικείμενο και τον σκοπό της εν λόγω διατάξεως, φυσικά ο συνήθης και άμεσος σκοπός της αιτήσεως δικαστικού ελέγχου της νομιμότητας της αποφάσεως κρατήσεως είναι η ακύρωση της διαταγής κρατήσεως, ώστε ο ενδιαφερόμενος να μπορέσει να ανακτήσει την ελευθερία του. Ωστόσο, οι συνέπειες και τα αποτελέσματα της κρατήσεως είναι τα ίδια, ανεξαρτήτως του αν η απόλυση απορρέει από περαιτέρω διοικητική απόφαση των αρμόδιων αρχών ή αποτελεί το επακόλουθο δικαστικής αποφάσεως με την οποία ακυρώνεται η διαταγή κρατήσεως.

46.      Τυχόν ερμηνεία της οδηγίας υπό την έννοια ότι, άπαξ παύσει η κράτηση του ενδιαφερόμενου, αυτός πλέον δεν προστατεύεται οδηγεί σαφώς σε μη ομαλές καταστάσεις. Δύο παραδείγματα αρκούν για να γίνει κατανοητή η άποψη αυτή.

47.      Ας υποτεθεί ότι δύο αιτούντες διεθνή προστασία, ο Α και ο Β, κρατούνται αμφότεροι από τις αρμόδιες αρχές για λόγους που δεν επιτρέπονται βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/33. Αμφότεροι υποβάλλουν αιτήσεις δικαστικού ελέγχου. Μετά από δύο εβδομάδες οι αρχές συνειδητοποιούν το σφάλμα τους όσον αφορά τον Α και τον αφήνουν ελεύθερο το πρωί της δέκατης πέμπτης ημέρας κρατήσεώς του. Ο Β συνεχίζει να τελεί υπό κράτηση. Το ίδιο απόγευμα, αμφότερες οι αιτήσεις εκδικάζονται από τον δικαστή που είναι αρμόδιος για την εξέταση τέτοιων υποθέσεων. Αν θεωρηθεί ότι η απόλυση επιφέρει την απόσβεση των δικαιωμάτων που προβλέπονται στην οδηγία, η αίτηση του Α θα απορριφθεί, ενώ υπέρ του Β θα εκδοθεί απόφαση ακυρώσεως της διαταγής κρατήσεως, διατάσσουσα την άμεση απόλυσή του το ίδιο απόγευμα και καθιστώσα δυνατό για αυτόν να ζητήσει αποζημίωση για παράνομη κράτηση. Μόνο έξι ώρες χωρίζουν τα χρονικά σημεία ανακτήσεως από τον Α και τον Β της ελευθερίας τους. Αμφότεροι κρατήθηκαν παρανόμως για διάστημα που υπερβαίνει τις δύο εβδομάδες. Εντούτοις, βάσει στενής ερμηνείας του άρθρου 9 υπό την έννοια ότι αφορά μόνον τους αιτούντες που εξακολουθούν να τελούν υπό κράτηση κατά τον χρόνο εκδικάσεως της αιτήσεώς τους δικαστικού ελέγχου, ο Α στερείται κάθε δικαστικής προστασίας.

48.      Ας υποτεθεί, εναλλακτικώς, ότι ο αιτών Γ κρατείται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές. Πρόκειται για περίπτωση εσφαλμένης ταυτοποιήσεως –μολονότι ο Γ είναι όντως αιτών διεθνή προστασία, στην πραγματικότητα δεν είναι ο Δ τον οποίο οι αρχές σκόπευαν να θέσουν υπό κράτηση· και στην οδηγία δεν υπάρχει νομική βάση για την κράτησή του. Ο Γ υποβάλλει αίτηση δικαστικού ελέγχου. Πριν εκδικασθεί η αίτησή του (και ενώ εντόνως διαμαρτύρεται αναφωνώντας ότι δεν είναι ο Δ), απελαύνεται. Επομένως, παύει να τελεί υπό κράτηση. Με βάση τη στενή ερμηνεία του άρθρου 9, επειδή «έχει αφεθεί ελεύθερος» (διά της απελάσεώς του), δεν μπορεί να προσφύγει στα δικαστήρια για προστασία.

49.      Αν οι αρμόδιες αρχές δύνανται να θέτουν εκτός του πεδίου εφαρμογής και εκτός της προστασίας του άρθρου 9 της οδηγίας 2013/33 όσους έχουν θέσει υπό κράτηση δυνάμει του άρθρου 8 της ίδιας οδηγίας απλώς και μόνο μέσω της εκδόσεως μιας περαιτέρω διοικητικής αποφάσεως περί απολύσεώς τους (εφαρμόζοντας εν συνεχεία μια διάταξη περί αυτοδίκαιης καταργήσεως της δίκης όπως η επίμαχη διάταξη στην κύρια δίκη), υφίσταται πολύ μεγάλη πραγματική πιθανότητα καταχρήσεως. Οι αρχές θα έχουν τότε τη δυνατότητα, διαδοχικά θέτοντας υπό κράτηση, αφήνοντας ελεύθερους, θέτοντας εκ νέου υπό κράτηση και αφήνοντας εκ νέου ελεύθερους τους αιτούντες διεθνή προστασία, να διασφαλίζουν ότι αυτοί ουδέποτε θα επιτυγχάνουν τον δικαστικό έλεγχο των διαταγών κρατήσεως.

50.      Εκθέτοντας τα ανωτέρω, δεν διατείνομαι ότι τούτο συμβαίνει στην πραγματικότητα. Αντιθέτως, προτιμώ να επικαλεστώ το ιστορικό παράδειγμα ενός ατυχούς νόμου που εκδόθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο στο απόγειο του αγώνα των σουφραζετών υπέρ του δικαιώματος ψήφου των γυναικών. Αγωνίστριες φυλακίζονταν για ελαφρές φθορές ιδιοκτησίας ή για παρεμπόδιση της αστυνομίας. Στη φυλακή ξεκινούσαν απεργία πείνας και υποβάλλονταν, με μάλλον βάναυσο τρόπο, σε αναγκαστική σίτιση. Η κοινή γνώμη άρχισε να στρέφεται υπέρ τους. Η κυβέρνηση των φιλελευθέρων του Stanley Baldwin είχε μια ιδέα. Αντί να σιτίζει αναγκαστικά τις σουφραζέτες στη φυλακή μόλις αυτές εμφάνιζαν ορισμένου βαθμού αδυναμία λόγω της ελλείψεως τροφής, γιατί να μην αφήνονταν ελεύθερες με άδεια; Μόλις άρχιζαν πάλι να τρέφονται και ανακτούσαν τις δυνάμεις τους, μπορούσαν να συλληφθούν και να φυλακισθούν εκ νέου. Συγκεκριμένα, η κυβέρνηση εξέδωσε τον Prisoners (Temporary Discharge for Ill Health) Act 1913 [νόμο του 1913 για την προσωρινή απόλυση των κρατουμένων με προβλήματα υγείας]. Ο νόμος έγινε σύντομα γνωστός με την προσωνυμία «Ο νόμος της γάτας με το ποντίκι», επειδή ήταν προφανέστατη η στυγνή αναλογία με τη γάτα που παίζει με το θήραμά της προτού το εξοντώσει. Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υποθέσεως, είναι σαφές ότι υφίσταται δυνατότητα καταχρήσεως.

51.      Υπενθυμίζω επίσης ότι το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι η έκδοση δικαστικής αποφάσεως ακυρώνουσας την απόφαση κρατήσεως αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση αγωγής αποζημιώσεως λόγω παράνομης κρατήσεως. Σημειώνω ότι η Τσεχική Κυβέρνηση, με τις γραπτές παρατηρήσεις της, δεν δέχεται ότι τούτο είναι κατ’ ανάγκην το ισχύον καθεστώς κατά το εθνικό δίκαιο· προσωπικά, αποφεύγω να εκφέρω άποψη ως προς το αν ορθή είναι η ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας από την εν λόγω κυβέρνηση ή από το Nejvyšší správní soud (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο). Περιορίζομαι να διατυπώσω δύο γενικότερες παρατηρήσεις.

52.      Πρώτον, ο σκοπός των εγγυήσεων που παρέχονται από το άρθρο 9 είναι να καθίσταται δυνατός ο δικαστικός έλεγχος των κατά το άρθρο 8, παράγραφος 3, λόγων κρατήσεως προκειμένου όχι μόνο να διασφαλίζεται ότι οι αιτούντες θα αφήνονται ελεύθεροι αν οι λόγοι αυτοί δεν μπορούν να στοιχειοθετηθούν, αλλά και να αποτρέπεται η αυθαίρετη προσβολή του δικαιώματος ελευθερίας που έχουν οι αιτούντες (35). Το γεγονός ότι η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 6 και 47 του Χάρτη συνηγορεί υπέρ μη στενής ερμηνείας. Αντιστρόφως, θεωρώ ότι η αντίθετη ερμηνεία αντιστρατεύεται αυτά τα θεμελιώδη δικαιώματα (36).

53.      Δεύτερον, θεωρώ ότι η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το έννομο συμφέρον ενός ατόμου να προσφύγει στη δικαιοσύνη παρέχει χρήσιμη καθοδήγηση εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει κρίνει, όσον αφορά ατομικά περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν από το Συμβούλιο στο πλαίσιο της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας, ότι ο προσφεύγων διατηρεί έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση πράξεως ειδικότερα στην περίπτωση που η διαπίστωση της παρανομίας εύλογα μπορεί να λειτουργήσει ως βάση για μελλοντική αγωγή αποκαταστάσεως των υλικών ζημιών ή ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης (37) που αυτός υπέστη λόγω της προσβαλλομένης πράξεως (38). Ακόμη και αν δεν υφίσταται προοπτική λήψεως χρηματικής αποζημιώσεως, ο προσφεύγων είναι δυνατόν να έχει ηθικής φύσεως συμφέρον να προσφύγει στη δικαιοσύνη, για τον λόγο ότι η τυχόν ακύρωση μπορεί να αποτελέσει ένα είδος επανορθώσεως για την ηθική βλάβη που του προκάλεσε ο παράνομος χαρακτήρας της επίμαχης πράξεως (39).

54.      Φρονώ ότι οι αρχές που διατυπώθηκαν στην ανωτέρω νομολογία δικαιολογημένα μπορούν να εφαρμοσθούν σε μια κατάσταση όπως αυτή στην υπό εξέταση υπόθεση, όπου έχει γίνει επέμβαση στο κατά το άρθρο 6 του Χάρτη θεμελιώδες δικαίωμα ελευθερίας του ενδιαφερόμενου. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι το άρθρο 9 της οδηγίας 2013/33 δεν παρέχει μόνο στους αιτούντες που εξακολουθούν να τελούν υπό κράτηση τη δυνατότητα προσβάσεως στη δικαιοσύνη. Παρέχει επίσης στους αιτούντες που τέθηκαν υπό κράτηση, αλλά εν συνεχεία αφέθησαν ελεύθεροι με διοικητική διαταγή, τη δυνατότητα να ζητήσουν να κηρυχθεί παράνομη η κράτηση υπό την οποία τέθηκαν. Το αν η δικαστική αυτή κρίση παρέχει ηθική ικανοποίηση για την αδικία που υπέστησαν ή λειτουργεί ως εφαλτήριο για την άσκηση αγωγής αποζημιώσεως λόγω παράνομης κρατήσεως δεν ασκεί, εν προκειμένω, επιρροή.

55.      Τέλος, υπενθυμίζω ότι το αιτούν δικαστήριο έχει επισημάνει ότι το επίμαχο εθνικό μέτρο προβλέπει την αυτοδίκαιη κατάργηση της δίκης, αποκλείοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τον δικαστικό έλεγχο των αποφάσεων διοικητικής κρατήσεως, ακόμη και σε πρώτο βαθμό. Το αιτούν δικαστήριο εκφράζει την άποψη ότι η ρύθμιση αυτή είναι ασύμβατη με το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/33, πράγμα που με βρίσκει σύμφωνη. Εκτιμώ ότι διάταξη η οποία έχει ως πρακτικό αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της ελεγκτικής εξουσίας των δικαστηρίων δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται με τη θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

56.      Επομένως, φρονώ ότι, σε γενικές γραμμές, η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου είναι ότι εθνικός κανόνας όπως ο επίμαχος στην κύρια δίκη αντιβαίνει στο άρθρο 9 της οδηγίας 2013/33, κατά το μέρος που ο κανόνας αυτός απαιτεί από τα εθνικά δικαστήρια να καταργούν αυτοδικαίως τη δίκη επί προσφυγής που πρόσωπο που ζητεί δικαστική προστασία άσκησε κατά της εις βάρος του εκδοθείσας αποφάσεως κρατήσεως, μόλις το πρόσωπο αυτό αφεθεί ελεύθερο με μεταγενέστερη διοικητική διαταγή πριν από την έκδοση της αποφάσεως του δικαστηρίου.

 Δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας της κρατήσεως: τα ένδικα μέσα

57.      Στην παρούσα διαδικασία, ο D.H. είχε το πλεονέκτημα του δικαστικού ελέγχου, σε πρώτο βαθμό, της εις βάρος του εκδοθείσας αποφάσεως κρατήσεως πριν από την έναρξη ισχύος του τροποποιηθέντος άρθρου 46a, παράγραφος 9, του νόμου 325/1999 για τη χορήγηση ασύλου.

58.      Διατηρούν τα κράτη μέλη περιθώριο διακριτικής ευχέρειας, από απόψεως δικαίου της Ένωσης, που να τους παρέχει τη δυνατότητα να προβλέπουν ότι η δίκη επί ενδίκου μέσου κατά πρωτόδικης αποφάσεως δικαστικού ελέγχου πρέπει να καταργείται αυτοδικαίως σε περίπτωση που ο αιτών αφήνεται ελεύθερος με διοικητική διαταγή πριν από την έκδοση της αποφάσεως του δικαστηρίου;

59.      Τόσο η Τσεχική Κυβέρνηση όσο και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι η καταφατική απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα συνάδει με το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/33.

60.      Δεν συμμερίζομαι την άποψή τους.

61.      Η οδηγία 2013/33 σκοπεί να θεσπίσει υψηλά πρότυπα προστασίας, καθώς και δίκαιες και αποτελεσματικές διαδικασίες για τους αιτούντες (40). Από το ιστορικό εκδόσεως της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι θεσπίσθηκαν νομικές και διαδικαστικές εγγυήσεις όσον αφορά την κράτηση των αιτούντων, προκειμένου να διασφαλισθεί υψηλότερου βαθμού εναρμόνιση και να βελτιωθούν τα πρότυπα που είχαν καθιερωθεί από το προγενέστερο μέτρο για την καθιέρωση ελάχιστων απαιτήσεων για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο (οδηγία 2003/9/ΕΚ) (41). Ο σκοπός ήταν να διασφαλισθεί ότι οι κανόνες αυτοί συνάδουν πλήρως με τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον Χάρτη, καθώς και με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο (42).

62.      Στο μέτρο που η οδηγία 2013/33 προβλέπει ελάχιστη εναρμόνιση των συνθηκών υποδοχής των αιτούντων (43), καθορίζει ένα βασικό επίπεδο το οποίο πρέπει να τηρείται κατ’ ελάχιστον από όλα τα κράτη μέλη. Πάντως, αυτά παραμένουν ελεύθερα να θεσπίζουν ευνοϊκότερους κανόνες.

63.      Η οδηγία 2013/33 δεν ορίζει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να προβλέπουν δεύτερο βαθμό δικαστικού ελέγχου στις περιπτώσεις που οι αιτούντες επιθυμούν να προσβάλουν μια πρωτόδικη απόφαση (44). Επιπλέον, αποτελεί πάγια νομολογία ότι η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας παρέχει στον πολίτη δικαίωμα προσβάσεως σε δικαστήριο αλλά όχι σε περισσότερους βαθμούς δικαιοδοσίας (45).

64.      Επομένως, εθνική διάταξη όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη εμπίπτει ευθέως στο πεδίο της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, με την επιφύλαξη των κατά το δίκαιο της Ένωσης αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας (46). Επισημαίνω παρεμπιπτόντως ότι η πρόβλεψη δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει πλεονεκτήματα όχι μόνο για τους αιτούντες. Συγκεκριμένα, επί παραδείγματι, παρέχει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους τη δυνατότητα να προσβάλλουν τις πρωτόδικες αποφάσεις τις οποίες θεωρούν (ορθώς ή εσφαλμένως) ως «έχουσες υπερβεί τα εσκαμμένα»· επίσης, στις περιπτώσεις που η αρμοδιότητα εκδόσεως αποφάσεων έχει ανατεθεί σε πολλούς διαφορετικούς πρωτοβάθμιους δικαστές, η πρόβλεψη δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας παρέχει τη δυνατότητα διαμορφώσεως συνεκτικής νομολογίας σε δεύτερο βαθμό, η οποία διασφαλίζει συνέπεια και ασφάλεια δικαίου για όλους.

65.      Όταν εξετάζεται το περιθώριο διακριτικής ευχέρειας που διαθέτουν τα κράτη μέλη, είναι σημαντικό να λαμβάνεται υπόψη ότι το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/33 εξειδικεύει, όσον αφορά τη δημιουργία, στο ευρύτερο πλαίσιο του Κοινού Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου, συνθηκών υποδοχής των αιτούντων, το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής. Η οδηγία αυτή έχει σκοπό να διασφαλίσει ότι υφίστανται αποτελεσματικές νομικές και διαδικαστικές εγγυήσεις για τη διασφάλιση της νομιμότητας των αποφάσεων κρατήσεως (47).

66.      Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί σε πολλές υποθέσεις όπου άτομο προσέβαλε πρωτόδικη απόφαση αφορώσα δικαιώματα απορρέοντα από το δίκαιο της Ένωσης, αλλά η σχετική νομοθεσία της Ένωσης δεν προέβλεπε δεύτερο βαθμό ελέγχου σε εθνικό επίπεδο. Στις υποθέσεις εκείνες ήταν αναγκαίο να εξετασθούν εθνικοί δικονομικοί κανόνες που ρύθμιζαν την πρόοδο του ελέγχου αυτού υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας. Δύο πρόσφατα παραδείγματα είναι ενδεικτικά όσον αφορά την προσέγγιση που ακολουθείται από το Δικαστήριο.

67.      Συγκεκριμένα, η απόφαση στην υπόθεση Belastingdienst κατά Toeslagen (48) αφορούσε την έφεση ενός υπηκόου τρίτης χώρας κατά αποφάσεως των εθνικών αρχών που διέτασσε την επιστροφή οικονομικών παροχών που είχαν ληφθεί για στέγαση και υγειονομική περίθαλψη. Το αιτούν δικαστήριο είχε ζητήσει καθοδήγηση όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 39 της οδηγίας 2005/85/ΕΚ (49) και του άρθρου 13 της οδηγίας 2008/115, σε συνδυασμό με τα άρθρο 18, 19, παράγραφος 2, και 47 του Χάρτη. Το προς διευκρίνιση ζήτημα αφορούσε το αν οι εν λόγω διατάξεις έπρεπε να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν επέτρεπαν εθνική νομοθεσία που, ενώ επέτρεπε την άσκηση εφέσεως κατά πρωτόδικης αποφάσεως με την οποία επικυρώνεται απορριπτική διοικητική απόφαση επί αιτήσεως διεθνούς προστασίας και επιβάλλεται υποχρέωση επιστροφής, δεν προσέδιδε αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα στο ένδικο αυτό μέσο, ακόμη και σε περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος επικαλούνταν σοβαρό κίνδυνο παραβιάσεως της αρχής της μη επαναπροωθήσεως.

68.      Το Δικαστήριο, στην υπόθεση εκείνη, αναγνώρισε ότι, μολονότι ουδεμία από τις εν λόγω οδηγίες περιείχε κανόνες για τη θέσπιση και οργάνωση δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας για τις προσφυγές κατά των απορριπτικών αποφάσεων επί αιτήσεων διεθνούς προστασίας και κατά των αποφάσεων περί επιστροφής (50), παρά ταύτα «η ερμηνεία της οδηγίας 2008/115, όπως άλλωστε και της οδηγίας 2005/85, πρέπει, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 24 της πρώτης και από την αιτιολογική σκέψη 8 της δεύτερης, να είναι σύμφωνη με τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από τον Χάρτη» (51). Εν συνεχεία, το Δικαστήριο ανέλυσε τις εθνικές διατάξεις χρησιμοποιώντας ως γνώμονα τις συμφυείς αρχές της ισοδυναμίας και αποτελεσματικότητας και έκρινε ότι η αρχή της αποτελεσματικότητας δεν συνεπαγόταν, στην περίπτωση εκείνη, άλλες απαιτήσεις πέραν εκείνων που απορρέουν από τα θεμελιώδη δικαιώματα, και ιδίως από το δικαίωμα που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη (52). Το Δικαστήριο συνήγαγε, σε εκείνη την απόφασή του, ότι αμφότερες οι αρχές είχαν τηρηθεί.

69.      Αντιθέτως, στην υπόθεση Sánchez Morcillo και Abril García (53), που αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 7 της οδηγίας 93/13/ΕΕΚ σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (54) και του άρθρου 47 του Χάρτη, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εκεί επίμαχοι εθνικοί κανόνες έθεταν σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα της προστασίας του καταναλωτή στην οποία αποβλέπει η οδηγία 93/13 (55). Εξετάζοντας τους εκεί επίμαχους εθνικούς κανόνες υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η υποχρέωση των κρατών μελών να εξασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από την οδηγία 93/13 (στην περίπτωση εκείνη, κατά της χρήσεως καταχρηστικών ρητρών) έχει ως συνέπεια μια απαίτηση δικαστικής προστασίας, που κατοχυρώνεται επίσης στο άρθρο 47 του Χάρτη, την οποία ο εθνικός δικαστής οφείλει να τηρεί. Η προστασία αυτή πρέπει να ισχύει τόσο για τον καθορισμό των δικαιοδοτικών οργάνων που είναι αρμόδια να επιλαμβάνονται των ενδίκων βοηθημάτων που στηρίζονται στο δίκαιο της Ένωσης όσο και για τον καθορισμό των λεπτομερών δικονομικών προϋποθέσεων που αφορούν τα ένδικα αυτά βοηθήματα (56).

70.      Φρονώ ότι η προσέγγιση την οποία το Δικαστήριο ακολούθησε στην τελευταία ως άνω υπόθεση δύναται λυσιτελώς να εφαρμοσθεί κατ’ αναλογίαν. εν προκειμένω. Τελικά, η αποτελεσματικότητα του δικαστικού ελέγχου των αποφάσεων κρατήσεως είναι εκείνη που καθορίζει αν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 8 και οι εγγυήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 9 της οδηγίας 2013/33, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 42 του Χάρτη, λειτουργούν για την προστασία των αιτούντων σύμφωνα με τον σκοπό των διατάξεων αυτών.

71.      Ιδιαιτέρως κρίσιμες όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας φρονώ ότι είναι οι ακόλουθες πτυχές της καταστάσεως την οποία περιέγραψε το αιτούν δικαστήριο.

72.      Πρώτον, η αυτοδίκαιη κατάργηση της δίκης μπορεί να συνεπάγεται αυθαίρετη μεταχείριση. Όταν το ανώτερο δικαστήριο δεν μπόρεσε να εκδώσει, πριν αφεθεί ελεύθερος ο ενδιαφερόμενος, την απόφασή του επί ενδίκου μέσου κατά πρωτόδικης αποφάσεως με αντικείμενο απόφαση κρατήσεως, θα υπάρχει διαφορετική μεταχείριση σε σύγκριση με τις περιπτώσεις στις οποίες ο αιτών παραμένει υπό κράτηση. Ακόμη και αν οι λόγοι δικαστικού ελέγχου και οι σχετικές περιστάσεις ταυτίζονται, ο δεύτερος θα είναι σε θέση να προσβάλει την πρωτόδικη απόφαση με ένδικο μέσο, ενώ ο πρώτος δεν θα μπορεί.

73.      Δεύτερον, οι διοικητικές αρχές θα είναι σε θέση, απλώς και μόνον αφήνοντας ελεύθερο τον περί ου πρόκειται αιτούντα, να διασφαλίσουν ότι το ανώτερο δικαστήριο ουδέποτε θα είναι σε θέση να ελέγξει πρωτόδικη απόφαση. Στην περίπτωση αυτή, δύσκολα μπορεί να υποστηριχθεί ότι τηρείται η αρχή της ισότητας των όπλων (57). Επιπλέον, εφόσον οι αρμόδιες αρχές είναι εκείνες που ενημερώνουν τα δικαστήρια όταν ο αιτών αφήνεται ελεύθερος, επιφέροντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την αυτοδίκαιη κατάργηση της δίκης, τούτο επίσης περιάγει τις αρχές αυτές σε θέση να εμποδίζουν τα ανώτερα δικαστήρια κατά την εκτέλεση των ανεξάρτητων καθηκόντων τους. Αν –όπως το αιτούν δικαστήριο εκθέτει στη διάταξή του περί παραπομπής ότι συμβαίνει– αναιρέσεις ασκούνται ενώπιόν του κατά κανόνα μόνον αφότου ο ενδιαφερόμενος αιτών αφέθηκε ελεύθερος, η αυτοδίκαιη κατάργηση της δίκης σημαίνει ότι το αιτούν δικαστήριο όντως στερείται της δυνατότητας να ελέγχει τη νομιμότητα των αποφάσεων κρατήσεως.

74.      Μολονότι είναι απολύτως αληθές ότι το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/33 δεν απαιτεί δεύτερο βαθμό δικαστικού ελέγχου, παρά ταύτα, όταν τα κράτη μέλη επιλέγουν να περιλάβουν αυτόν τον πρόσθετο έλεγχο στα εθνικά τους συστήματα, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες ασκείται ο εν λόγω έλεγχος πρέπει, κατά την άποψή μου, να στοιχούν με το γενικό πλαίσιο των εγγυήσεων που προβλέπονται στην εν λόγω οδηγία και, επομένως, με το άρθρο 47 του Χάρτη.

75.      Στο σημείο αυτό, μπορεί να είναι χρήσιμος ο παραλληλισμός με μια παλαιότερη απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Sotgiu (58). Η υπόθεση εκείνη είχε ως αντικείμενο την ερμηνεία της προβλεπόμενης στο άρθρο 48, παράγραφος 4, της Συνθήκης ΕΟΚ εξαιρέσεως της δημόσιας διοικήσεως από την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων. Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα συμφέροντα που η εν λόγω παρέκκλιση επέτρεπε στα κράτη μέλη να προστατεύουν ικανοποιούνταν με τη δυνατότητα περιορισμού της προσβάσεως ξένων υπηκόων σε ορισμένες δραστηριότητες της δημόσιας διοικήσεως. Αντιθέτως, δεν μπορούσε να γίνει επίκληση της διατάξεως αυτής προκειμένου να δικαιολογηθούν μέτρα που εισήγαγαν διακρίσεις, όσον αφορά την αμοιβή ή άλλους όρους εργασίας, εις βάρος εργαζομένων που είχαν ήδη γίνει δεκτοί στη δημόσια διοίκηση (59).

76.      Κατ’ αναλογίαν, όταν κράτος μέλος προβλέπει δεύτερο βαθμό ελέγχου των αποφάσεων κρατήσεως, φρονώ ότι τότε πρέπει να τηρεί τις εγγυήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 9 της οδηγίας 2013/33 ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, συμπεριλαμβανομένης της αποτελεσματικής προσβάσεως σε δικαστικό έλεγχο.

77.      Σε προτάσεις μου επί άλλης υποθέσεως, έχω εκθέσει ότι, όταν εθνικό μέτρο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης συνιστά περιορισμό του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά την έννοια του άρθρου 47 του Χάρτη, ένας τέτοιος περιορισμός δύναται να δικαιολογηθεί μόνον αν προβλέπεται από τον νόμο, σέβεται το βασικό περιεχόμενο του εν λόγω δικαιώματος και (τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας) είναι αναγκαίος και πραγματικά ανταποκρίνεται σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζονται από την Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων. Όπως αντιλαμβάνομαι, σε περιπτώσεις όπως αυτή της υπό εξέταση υποθέσεως, η αξιολόγηση που προβλέπεται στο άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη είναι αναγκαία για να τηρηθεί το επίπεδο προστασίας που το άρθρο 47 του Χάρτη παρέχει στους ιδιώτες. Η εφαρμογή διαφορετικής μεθοδολογίας θα είχε το αναπάντεχο (και κατά την άποψή μου απαράδεκτο) αποτέλεσμα τα κράτη μέλη να μπορούν να διαφύγουν τον έλεγχο αυτόν, απλώς και μόνον επειδή ενήργησαν, στο πλαίσιο της δικονομικής αυτονομίας τους, σε τομέα όπου ο νομοθέτης της Ένωσης έχει εξειδικεύσει το περιεχόμενο του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής (60).

78.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, φρονώ ότι το επίμαχο εθνικό μέτρο δεν συνάδει με την αρχή της αποτελεσματικότητας.

79.      Ισχύει το ίδιο επίσης όσον αφορά την αρχή της ισοδυναμίας;

80.      Η εν λόγω αρχή συνεπάγεται την ίση μεταχείριση των ενδίκων βοηθημάτων που στηρίζονται σε παραβίαση του εθνικού δικαίου και των παρεμφερών ενδίκων βοηθημάτων που στηρίζονται σε παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, και όχι την ισοδυναμία των εθνικών δικονομικών κανόνων που έχουν εφαρμογή επί υποθέσεων διαφορετικού είδους (61). Η κατάσταση υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος ζητεί διεθνή προστασία είναι από ορισμένες απόψεις ιδιαίτερη. Επί παραδείγματι, υφίστανται υποχρεώσεις απορρέουσες από το διεθνές δίκαιο καθώς και ειδικές διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που μπορούν να επηρεάσουν την κατάσταση αυτή (62). Επομένως, ο υπήκοος τρίτης χώρας που ζητεί διεθνή προστασία στο πλαίσιο της οδηγίας 2013/33 δεν υπόκειται απαραιτήτως στους ίδιους δικονομικούς κανόνες όπως αυτοί που διέπουν εθνικά ζητήματα.

81.      Επισημαίνω ότι το αιτούν δικαστήριο παραθέτει, στη διάταξή του περί παραπομπής, ποικίλα παραδείγματα εθνικών διαδικασιών με αντικείμενο τον δικαστικό έλεγχο περιπτώσεων κρατήσεως, όπως ο έλεγχος της νομιμότητας της κρατήσεως από την αστυνομία ή της κρατήσεως σε νοσηλευτικό ίδρυμα. Εκ πρώτης όψεως, οι διαδικασίες αυτές προβάλλουν ως πιθανά μέτρα συγκρίσεως όσον αφορά το επίμαχο εθνικό μέτρο. Τούτου λεχθέντος, εν τέλει στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν οι εθνικοί δικονομικοί κανόνες με τους οποίους η οδηγία αυτή μεταφέρθηκε στην εθνική έννομη τάξη είναι παρεμφερείς με τους γενικότερους δικονομικούς κανόνες που διέπουν την κράτηση ατόμων. Κατά τη διατύπωση του Δικαστηρίου, «ως προς τον παρεμφερή χαρακτήρα των ενδίκων βοηθημάτων, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει άμεση γνώση των εφαρμοστέων δικονομικών κανόνων, να ελέγξει την ομοιότητα των σχετικών ενδίκων βοηθημάτων, με γνώμονα το αντικείμενο, την αιτία και τα ουσιώδη στοιχεία τους» (63).

 Πρόταση

82.      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα του Nejvyšší správní soud (Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου, Τσεχική Δημοκρατία) ως εξής:

Το άρθρο 9 της οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία, σε συνδυασμό με τα άρθρα 6 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνικό κανόνα, όπως ο επίμαχος στην κύρια δίκη, κατά το μέρος που ο κανόνας αυτός απαιτεί από τα εθνικά δικαστήρια να καταργούν αυτοδικαίως τη δίκη επί προσφυγής που ασκήθηκε από αιτούντα δικαστική προστασία κατά της εις βάρος του εκδοθείσας αποφάσεως κρατήσεως, μόλις ο ενδιαφερόμενος αφεθεί ελεύθερος με μεταγενέστερη διοικητική διαταγή πριν από την έκδοση αποφάσεως του δικαστηρίου.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (ΕΕ 2013, L 180, σ. 96).


3      ΕΕ 2010, C 83, σ. 389 (στο εξής: Χάρτης).


4      Υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950.


5      Το άρθρο 6 του Χάρτη αντιστοιχεί στο άρθρο 5 της ΕΣΔΑ.


6      Το δικαίωμα αυτό βασίζεται στο άρθρο 13 της ΕΣΔΑ.


7      Επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΕΕ 2007, C 303, σ. 17).


8      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 (ΕΕ 2013, L 180, σ. 60).


9      Κατά τη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 10ης και 11ης Δεκεμβρίου 2009.


10      Άρθρο 2, στοιχείο αʹ. Γίνεται παραπομπή προς την οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (ΕΕ 2011, L 337, σ. 9).


11      Άρθρο 2, στοιχείο βʹ.


12      Άρθρο 2, στοιχείο ηʹ.


13      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (ΕΕ 2008, L 348, σ. 98).


14      Στη συνέχεια των παρουσών προτάσεων, θα αναφέρω την τροποποιηθείσα διάταξη ως «το επίμαχο εθνικό μέτρο» και τον επίμαχο εν προκειμένω μηχανισμό ως «αυτοδίκαιη κατάργηση της δίκης».


15      Απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2005, Mangold (C‑144/04, EU:C:2005:709, σκέψεις 34 έως 36).


16      Απόφαση της 17ης Ιουλίου 2008, Corporación Dermoestética (C‑500/06, EU:C:2008:421, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


17      Απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Μηχανική (C‑213/07, EU:C:2008:731, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


18      Βλ. σημεία 9 και 11 των παρουσών προτάσεων.


19      Βλ., προς επίρρωση, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2015, Taricco κ.λπ. (C‑105/14, EU:C:2015:555, σκέψη 49).


20      Απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 1990, Marleasing (C‑106/89, EU:C:1990:395, σκέψη 8).


21      Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Max-Planck-Gesellschaft zur Förderung der Wissenschaften (C‑684/16, EU:C:2018:874, σκέψη 59).


22      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και CăldăraruAranyosi και CăldăraruAranyosi και CăldăraruAranyosi και CăldăraruAranyosi και CăldăraruAranyosi και CăldăraruAranyosi και Căldăraru (C‑404/15 και C‑659/15 PPU, EU:C:2016:198, σκέψη 84 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


23      Το άρθρο 52, παράγραφος 3, επιδιώκει να διασφαλίσει την αναγκαία συνοχή μεταξύ των δικαιωμάτων που περιλαμβάνονται στον Χάρτη και των αντίστοιχων δικαιωμάτων που εγγυάται η ΕΣΔΑ. Βλ. απόφαση της 28ης Ιουλίου 2016, JZ (C‑294/16 PPU, EU:C:2016:610, σκέψη 50).


24      Απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, K.K. (C‑18/16, EU:C:2017:680, σκέψη 50).


25      Βλ. σημείο 8 των παρουσών προτάσεων· βλ., επίσης (όσον αφορά το άρθρο 6 του Χάρτη), απόφαση της 15ης Μαρτίου 2017, Al ChodorAl ChodorAl Chodor (C‑528/15, EU:C:2017:213, σκέψη 37).


26      Απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, DEB (C‑279/09, EU:C:2010:811, σκέψη 35).


27      Βλ., όσον αφορά το κείμενο της διατάξεως αυτής, σημείο 14 των παρουσών προτάσεων.


28      Βλ. τόσο το άρθρο 26, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 όσο και το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/33.


29      Άρθρο 9, παράγραφος 4.


30      Άρθρο 9, παράγραφος 6.


31      Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 8ης Ιουλίου 2004, Vachev κατά Βουλγαρίας (ECHR:2004:0708JUD004298798, § 71).


32      Βλ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 16ης Ιουνίου 2005, Storck κατά Γερμανίας (ECHR:2005:0616JUD006160300, § 119 έως § 122), και της 19ης Φεβρουαρίου 2009, A. κ.λπ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου (ECHR:2009:0219JUD000345505, § 226 έως § 229).


33      Απόφαση της 28ης Μαρτίου 2017, Rosneft (C‑72/15, EU:C:2017:236, σκέψη 73). Τα αντίστοιχα δικαιώματα στην ΕΣΔΑ κατοχυρώνονται στα άρθρα 6 και 13.


34      Απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N. (C‑601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 56).


35      Κατά συνέπεια, δεν ερμηνεύω τη φράση «σε περίπτωση που ένας αιτών τελεί υπό κράτηση», η οποία περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 15, υπό την έννοια ότι ο αιτών πρέπει όντως να κρατείται προκειμένου να έχει δικαίωμα υποβολής αιτήσεως δικαστικού ελέγχου. Σε κάθε περίπτωση, αποτελεί πάγια νομολογία ότι το προοίμιο πράξεως του δικαίου της Ένωσης δεν είναι νομικώς δεσμευτικό και δεν μπορεί να αποτελέσει βάση για παρέκκλιση από τις διατάξεις της οικείας πράξεως ούτε για ερμηνεία των διατάξεων αυτών κατά τρόπο σαφώς αντίθετο προς το γράμμα τους (βλ. απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2005, Deutsches Milch-Kontor, C‑136/04, EU:C:2005:716, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


36      Βλ. γνώμη μου στην υπόθεση N. (C‑601/15 PPU, EU:C:2016:85, σημείο 136)· βλ., επίσης, αιτιολογικές σκέψεις 10 και 35 της οδηγίας 2013/33.


37      Βλ. απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, Gordon κατά Επιτροπής (C‑198/07 P, EU:C:2008:761, σκέψεις 19 και 60).


38      Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 27ης Ιουνίου 2013, Xeda International και Pace Internationalκατά Επιτροπής (C‑149/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:433, σκέψεις 32 και 33).


39      Βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 28ης Μαΐου 2013, Abdulrahim κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑239/12 P, EU:C:2013:331, σκέψεις 70 έως 72), και της 15ης Ιουνίου 2017, Al‑Faqih κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑19/16 P, EU:C:2017:466, σκέψεις 36 και 37).


40      Αιτιολογική σκέψη 5 της οδηγίας 2013/33.


41      Οδηγία του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2003, σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο στα κράτη μέλη (ΕΕ 2003, L 31, σ. 18). Η νομική αυτή πράξη δεν περιείχε ειδικές διατάξεις που να καθορίζουν τους λόγους κρατήσεως ή τις εγγυήσεις υπέρ των αιτούντων.


42      Πρόταση της Επιτροπής, της 9ης Δεκεμβρίου 2008, για οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο στα κράτη μέλη [COM(2008) 815 τελικό/2].


43      Άρθρο 4 της οδηγίας 2013/33.


44      Συνεπώς, η οδηγία 2013/33 κατά μείζονα λόγο δεν περιέχει ειδική διάταξη αφορώσα την πρόοδο της δίκης σε δεύτερο βαθμό, όπως το ζήτημα αν οι δίκες επί των ενδίκων μέσων που ασκούν οι αιτούντες πρέπει να καταργούνται όταν αυτοί αφήνονται ελεύθεροι.


45      Απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Belastingdienst κατά Toeslagen (Ανασταλτικό αποτέλεσμα της εφέσεως) (C‑175/17, EU:C:2018:776, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


46      Οι εθνικοί δικονομικοί κανόνες δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που διέπουν παρόμοιες καταστάσεις του εσωτερικού δικαίου (αρχή της ισοδυναμίας) (βλ. σημεία 79 έως 81 των παρουσών προτάσεων) και δεν πρέπει να καθιστούν πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (βλ. σημεία 71 έως 78 των παρουσών προτάσεων)· απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Belastingdienst κατά Toeslagen (Ανασταλτικό αποτέλεσμα της εφέσεως) (C‑175/17, EU:C:2018:776, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, βλ., επίσης, δεύτερο εδάφιο του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ, το οποίο ορίζει ότι τα κράτη μέλη προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται πραγματική δικαστική προστασία «στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης».


47      Βλ. σημείο 57 των παρουσών προτάσεων.


48      Απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Belastingdienst κατά Toeslagen (Ανασταλτικό αποτέλεσμα της εφέσεως) (C‑175/17, EU:C:2018:776).


49      Οδηγία του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα (ΕΕ 2005, L 326, σ. 13).


50      Απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Belastingdienst κατά Toeslagen (Ανασταλτικό αποτέλεσμα της εφέσεως) (C‑175/17, EU:C:2018:776, σκέψη 30).


51      Απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Belastingdienst κατά Toeslagen (Ανασταλτικό αποτέλεσμα της εφέσεως) (C‑175/17, EU:C:2018:776, σκέψη 31, με παραπομπή, συναφώς, στην απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Gnandi, C‑181/16, EU:C:2018:465, σκέψη 51).


52      Απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Belastingdienst κατά Toeslagen (Ανασταλτικό αποτέλεσμα της εφέσεως) (C‑175/17, EU:C:2018:776, σκέψη 47).


53      Απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Sánchez Morcillo και Abril García (C‑169/14, EU:C:2014:2099).


54      Οδηγία του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993 (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29).


55      Βλ. απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Sánchez Morcillo και Abril García (C‑169/14, EU:C:2014:2099, σκέψεις 44 έως 46 και 50).


56      Απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Sánchez Morcillo και Abril García (C‑169/14, EU:C:2014:2099, σκέψη 35).


57      Αποτελεί πάγια νομολογία ότι η αρχή της ισότητας των όπλων, όπως, μεταξύ άλλων, η αρχή της κατ’ αντιμωλίαν διαδικασίας, αποτελεί συμπλήρωμα της ίδιας της έννοιας της δίκαιης δίκης, η οποία συνεπάγεται ότι πρέπει να παρέχεται σε κάθε έναν από τους διαδίκους η εύλογη δυνατότητα να εκθέτει την άποψή του, υπό συνθήκες που δεν τον περιάγουν σε σαφώς μειονεκτική θέση έναντι του αντιδίκου. Βλ. απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Sánchez Morcillo και Abril García (C‑169/14, EU:C:2014:2099, σκέψεις 48 και 49).


58      Απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 1974 (152/73, EU:C:1974:13).


59      Απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 1974, Sotgiu (152/73, EU:C:1974:13, σκέψη 4).


60      Προτάσεις μου στην υπόθεση Star Storage κ.λπ. (C‑439/14 και C‑488/14, EU:C:2016:307, σημεία 37 και 38).


61      Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Târșia (C‑69/14, EU:C:2015:662, σκέψη 34).


62      Στις πράξεις διεθνούς δικαίου καταλέγεται η υπογραφείσα στις 28 Ιουλίου 1951 Σύμβαση της Γενεύης περί του καθεστώτος των προσφύγων [United Nations Treaty Series, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954)], όπως συμπληρώθηκε με το Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης της 31ης Ιανουαρίου 1967 (Σύμβαση της Γενεύης).


63      Απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Belastingdienst κατά Toeslagen (Ανασταλτικό αποτέλεσμα της εφέσεως) (C‑175/17, EU:C:2018:776, σκέψη 43, με παραπομπές στις αποφάσεις της 27ης Ιουνίου 2013, Agrokonsulting-04, C‑93/12, EU:C:2013:432, σκέψη 39, και της 9ης Νοεμβρίου 2017, Δήμος Ζαγορίου, C‑217/16, EU:C:2017:841, σκέψη

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *