Πηγή: http://www.humanrightscaselaw.gr/
Πεδίο εφαρμογής του Χάρτη ΘΔΕΕ – Άμεσο αποτέλεσμα διάταξης Οδηγίας –Δυνατότητα επίκλησης διάταξης του Χάρτη ΘΔΕΕ ή Οδηγίας στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών – Δικαιώματα εργαζομένων – Δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών – Άρθρο 7 της Οδηγίας 2003/88/ΕΚ – Άρθρο 31 παρ. 2 του Χάρτη ΘΔΕΕ – Λύση της σχέσεως εργασίας λόγω θανάτου του εργαζομένου – Μη συμβατή προς το ενωσιακό δίκαιο εθνική κανονιστική ρύθμιση που δεν επιτρέπει την καταβολή στους κληρονόμους του εργαζομένου της χρηματικής αποζημιώσεως για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών του κληρονομούμενου
(Α) Σε κάθε περίπτωση κατά την οποία οι διατάξεις οδηγίας είναι, από απόψεως του περιεχομένου τους, ανεπιφύλακτες και αρκούντως ακριβείς, οι ιδιώτες μπορούν να τις επικαλούνται έναντι του κράτους μέλους ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, είτε σε περίπτωση κατά την οποία το κράτος μέλος αυτό παρέλειψε να τις μεταφέρει εμπροθέσμως στην εσωτερική έννομη τάξη είτε σε περίπτωση κατά την οποία τις μετέφερε στην εσωτερική έννομη τάξη πλημμελώς. Επιπλέον, όταν οι ιδιώτες είναι σε θέση να επικαλεστούν οδηγία έναντι του κράτους, μπορούν να το πράξουν ανεξαρτήτως του αν το κράτος ενεργεί ως εργοδότης ή ως δημόσια αρχή. Πράγματι, και στις δύο περιπτώσεις πρέπει να αποτραπεί το ενδεχόμενο να μπορεί το κράτος να αντλήσει όφελος από τη μη συμμόρφωσή του προς το δίκαιο της Ένωσης. Δεδομένου ότι το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να έχει άμεσο αποτέλεσμα, ο σύζυγος της M. E. Bauer ή, δεδομένου του θανάτου του, η κληρονόμος του έχουν το δικαίωμα να εισπράξουν εις βάρος του Δήμου Wuppertal χρηματική αποζημίωση για την κεκτημένη από τον ενδιαφερόμενο δυνάμει της εν λόγω διατάξεως και μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών, ενώ το εθνικό δικαστήριο υποχρεούται προς τούτο να μην εφαρμόσει τυχόν εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία, όπως η επίμαχη στις κύριες δίκες, κωλύει την καταβολή της αποζημιώσεως αυτής.
(Β) Αντιθέτως, όσον αφορά τη διαφορά της κύριας δίκης στην υπόθεση C‑570/16 στην οποία αντίδικοι είναι η M. Broßonn, ως κληρονόμος του αποβιώσαντος συζύγου της, και ο πρώην εργοδότης του, ήτοι ο V. Willmeroth, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, μια οδηγία δεν μπορεί αφ’ εαυτής να γεννά υποχρεώσεις εις βάρος ιδιώτη και επομένως δεν χωρεί επίκλησή της έναντι αυτού. Πράγματι, η επέκταση στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών της δυνατότητας επικλήσεως διατάξεως οδηγίας που δεν έχει μεταφερθεί ή έχει μεταφερθεί πλημμελώς στην εσωτερική έννομη τάξη θα ισοδυναμούσε με αναγνώριση της εξουσίας της Ένωσης να επιβάλλει υποχρεώσεις με άμεσο αποτέλεσμα σε βάρος ιδιωτών, παρά το γεγονός ότι διαθέτει τέτοια αρμοδιότητα μόνο στις περιπτώσεις που της απονέμεται εξουσία εκδόσεως κανονισμών. Επομένως, ακόμη και μια σαφής, ακριβής και ανεπιφύλακτη διάταξη οδηγίας, η οποία αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων ή στην επιβολή υποχρεώσεων στους ιδιώτες, δεν μπορεί να έχει εφαρμογή, αυτή καθεαυτήν, στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς ανακύπτουσας αποκλειστικώς μεταξύ ιδιωτών. Συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει συνεπώς επίκληση του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/88 σε διαφορά μεταξύ ιδιωτών. Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να εξεταστεί το περιεχόμενο του άρθρου 31, παράγραφος 2, του Χάρτη, προκειμένου να εξακριβωθεί αν η διάταξη αυτή, η οποία μπορεί να εφαρμοστεί σε καταστάσεις όπως εκείνες των διαφορών των κύριων δικών(περί εθνικής κανονιστικής ρύθμισης με την οποία τίθεται σε εφαρμογή η οδηγία 2003/88) και έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση όπως η επίμαχη στις κύριες δίκες, μπορεί να γίνει αντικείμενο επικλήσεως στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών, όπως η διαφορά στην υπόθεση C‑570/16, προκειμένου το εθνικό δικαστήριο να μην εφαρμόσει την εν λόγω εθνική κανονιστική ρύθμιση και να επιδικάσει στους κληρονόμους του θανόντος εργαζομένου, εις βάρος του πρώην εργοδότη του, χρηματική αποζημίωση για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια την οποία εδικαιούτο ο εν λόγω εργαζόμενος δυνάμει του δικαίου της Ένωσης κατά τον χρόνο του θανάτου του.
(Γ) Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών συνιστά ουσιώδη αρχή του κοινωνικού δικαίου της Ένωσης. Η αρχή αυτή πηγάζει τόσο από πράξεις που έχουν καταρτιστεί από τα κράτη μέλη σε επίπεδο Ένωσης, όπως ο Κοινοτικός Χάρτης των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων, του οποίου γίνεται εξάλλου μνεία στο άρθρο 151 ΣΛΕΕ, όσο και από διεθνή κείμενα στην κατάρτιση των οποίων τα εν λόγω κράτη μέλη έχουν συμπράξει ή στα οποία αυτά έχουν προσχωρήσει. Μεταξύ των διεθνών αυτών κειμένων περιλαμβάνεται ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης, στον οποίο όλα τα κράτη μέλη είναι συμβαλλόμενα μέρη, δεδομένου ότι έχουν προσχωρήσει είτε στον αρχικό Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη είτε στον αναθεωρημένο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη είτε και στις δύο μορφές του, και στον οποίο γίνεται επίσης αναφορά στο άρθρο 151 ΣΛΕΕ. Πρέπει επίσης να γίνει μνεία της Συμβάσεως 132 της Διεθνούς Οργανώσεως Εργασίας, της 24ης Ιουνίου 1970, περί της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών (αναθεωρηθείσα). Συνεπώς, το άρθρο 7 της οδηγίας 93/104 και το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 δεν κατοχύρωσαν αφ’ εαυτών το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών το οποίο ως εκ τούτου πηγάζει, μεταξύ άλλων, από διάφορα διεθνή κείμενα και έχει επιτακτικό χαρακτήρα, ως ουσιώδης αρχή του κοινωνικού δικαίου της Ένωσης, η οποία περιλαμβάνει αυτό καθεαυτό το δικαίωμα ετήσιας άδειας «μετ’ αποδοχών» και το άρρηκτα συνδεδεμένο δικαίωμα στην καταβολή χρηματικής αποζημιώσεως για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας. Ορίζοντας, με επιτακτική διατύπωση, ότι «[κ]άθε εργαζόμενος» έχει «δικαίωμα» «σε ετήσια περίοδο αμειβόμενων διακοπών», χωρίς να παραπέμπει συναφώς στις «περιπτώσεις και […] τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές», όπως, για παράδειγμα, το άρθρο 27 του Χάρτη, το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη εκφράζει την ουσιώδη αρχή του κοινωνικού δικαίου της Ένωσης από την οποία επιτρέπεται παρέκκλιση μόνον εφόσον τηρούνται οι αυστηρές προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη και, ιδίως, εφόσον δεν θίγεται το βασικό περιεχόμενο του θεμελιώδους δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών. Συνεπώς, το δικαίωμα ετήσιας περιόδου αμειβόμενων διακοπών που κατοχυρώνει υπέρ κάθε εργαζομένου το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη είναι, ως προς την ίδια του την ύπαρξη, επιτακτικό και ανεπιφύλακτο, δεδομένου ότι δεν απαιτείται συγκεκριμενοποίησή του με διατάξεις του δικαίου της Ένωσης ή του εθνικού δικαίου, οι οποίες απλώς καλούνται να προσδιορίσουν τη συγκεκριμένη διάρκεια της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών και, κατά περίπτωση, να ορίσουν ορισμένες προϋποθέσεις για τη χρήση της. Κατά συνέπεια, η διάταξη αυτή είναι αφ’ εαυτής ικανή να απονείμει στους εργαζομένους δικαίωμα δυνάμενο να προβληθεί αυτό καθεαυτό στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ αυτών και του εργοδότη σε κατάσταση που διέπεται από το δίκαιο της Ένωσης και εμπίπτει, κατά συνέπεια, στο πεδίο εφαρμογής του Χάρτη.
(Δ) Όσον αφορά τα αποτελέσματα που αναπτύσσει το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη έναντι των ιδιωτών εργοδοτών, επισημαίνεται ότι, μολονότι το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη διευκρινίζει ότι οι διατάξεις του απευθύνονται στα θεσμικά και λοιπά όργανα και στους οργανισμούς της Ένωσης τηρουμένης της αρχής της επικουρικότητας, καθώς και στα κράτη μέλη, μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, εντούτοις το εν λόγω άρθρο 51, παράγραφος 1, δεν θίγει το ζήτημα αν οι ιδιώτες αυτοί μπορεί, ενδεχομένως, να έχουν την υποχρέωση τηρήσεως ορισμένων διατάξεων του εν λόγω Χάρτη και δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποκλείει πάντοτε το ενδεχόμενο αυτό. Καταρχάς, το γεγονός ότι ορισμένες διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου απευθύνονται πρωτίστως στα κράτη μέλη δεν μπορεί να αποκλείσει τη δυνατότητα εφαρμογής τους στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών. Εν συνεχεία, το Δικαστήριο έχει, μεταξύ άλλων, ήδη αποφανθεί ότι η απαγόρευση που κατοχυρώνεται στο άρθρο 21, παράγραφος 1, του Χάρτη είναι αφ’ εαυτής ικανή να απονείμει στους ιδιώτες δικαίωμα δυνάμενο να προβληθεί αυτό καθεαυτό στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ τους (απόφαση της 17.4.2018, Egenberger, C‑414/16, σκέψη 76), χωρίς, συνεπώς, το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη να αποτελεί κώλυμα προς τούτο. Τέλος, όσον αφορά, ειδικότερα, το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη, πρέπει να επισημανθεί ότι το δικαίωμα κάθε εργαζομένου σε ετήσιες περιόδους αμειβόμενων διακοπών συνεπάγεται, ως εκ της φύσεώς του, την αντίστοιχη υποχρέωση του εργοδότη να χορηγήσει τέτοιες περιόδους αμειβόμενων διακοπών. Συνεπώς, σε περίπτωση που είναι αδύνατη για το αιτούν δικαστήριο η ερμηνεία της επίμαχης στις κύριες δίκες εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως κατά τρόπο ώστε αυτή να συνάδει προς το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη, το δικαστήριο αυτό οφείλει, σε κατάσταση όπως εκείνη της υποθέσεως C‑570/16, να διασφαλίσει, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, την έννομη προστασία που παρέχει η εν λόγω διάταξη και να εγγυηθεί την πλήρη αποτελεσματικότητά της, αφήνοντας εν ανάγκη ανεφάρμοστη την εν λόγω εθνική κανονιστική ρύθμιση.