Αρχές επιβολής (ποινικών) κυρώσεων – Nullum crimen, nulla poena sine lege (άρ. 49 Χάρτη) – Απαγόρευση αναδρομικής εφαρμογής του επαχθέστερου ποινικού νόμου – Αρχές της σαφήνειας και της προβλεψιμότητας του ποινικού νόμου – Παραγραφή ποινικών αδικημάτων – Αδικήματα σχετικά με το ΦΠΑ (ίδιος πόρος της Ένωσης) – Αρχή της υπεροχής και της αποτελεσματικότητας του ενωσιακού δικαίου –– Yποχρέωση των κρατών μελών για πρόβλεψη και επιβολή αποτελεσματικών και αποτρεπτικών κυρώσεων για παράνομες δραστηριότητες που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης (άρ. 325 ΣΛΕΕ) – Σχέση με συνταγματικούς κανόνες κράτους μέλους – Ιταλικός συνταγματικός κανόνας που απαγορεύει την επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής αδικήματος που έχει τελεστεί και δεν έχει ακόμα παραγραφεί, ενόψει του ότι η παραγραφή θεωρείται στο ιταλικό δίκαιο θεσμός του ουσιαστικού (ποινικού) δικαίου
(Α) Στην υπόθεση C-105/14 (Taricco I) η μείζονα σύνθεση του ΔΕΕ έκρινε (σκέψη 58 και διατακτικό) ότι «Εθνική ρύθμιση στον τομέα της παραγραφής ποινικών αδικημάτων, όπως η προβλεπόμενη από τις επίμαχες εθνικές διατάξεις, η οποία όριζε, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης, ότι η πράξη που διέκοπτε την προθεσμία παραγραφής στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας όσον αφορά βαρειές απάτες σχετικές με τον ΦΠΑ επιμήκυνε την προθεσμία παραγραφής μόνο κατά ένα τέταρτο της αρχικής της διάρκειας [επταετία], ενδέχεται να θίγει τις υποχρεώσεις που επιβάλλει στα κράτη μέλη το άρθρο 325, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ, καθόσον η εν λόγω εθνική ρύθμιση αποκλείει την επιβολή κυρώσεων αποτελεσματικού και αποτρεπτικού χαρακτήρα σε μεγάλο αριθμό περιπτώσεων βαρείας απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης ή προβλέπει μεγαλύτερες προθεσμίες παραγραφής σε περίπτωση απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων του οικείου κράτους μέλους σε σχέση με τις περιπτώσεις απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, πράγμα που απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει. Το αιτούν δικαστήριο οφείλει να εξασφαλίσει την αποτελεσματική εφαρμογή του άρθρου 325, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ, αφήνοντας, εν ανάγκη, ανεφάρμοστες τις διατάξεις του εθνικού δικαίου που συνεπάγονται την αδυναμία του οικείου κράτους μέλους να τηρήσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 325, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ.»
(Β) Προδικαστικό ερώτημα του Ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου – Ερμηνεύεται και εξετάζεται από το ΔΕΕ υπό την έννοια αν πρέπει το άρθρο 325, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει στον εθνικό δικαστή να μην εφαρμόσει, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας αφορώσας εγκλήματα σχετικά με τον ΦΠΑ, εθνικές διατάξεις περί παραγραφής που εμπίπτουν στο εθνικό ουσιαστικό δίκαιο και εμποδίζουν την επιβολή ποινικών κυρώσεων αποτελεσματικού και αποτρεπτικού χαρακτήρα σε μεγάλο αριθμό περιπτώσεων σοβαρής απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης ή προβλέπουν βραχύτερες προθεσμίες παραγραφής για τις περιπτώσεις απάτης σε βάρος των εν λόγω συμφερόντων σε σχέση με τις περιπτώσεις απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων του οικείου κράτους μέλους, ακόμη και όταν η εκτέλεση της υποχρεώσεως αυτής συνεπάγεται παραβίαση της αρχής «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο», επειδή ο εφαρμοστέος νόμος στερείται ακρίβειας ή εφαρμόζεται αναδρομικώς
(Γ) Προκειμένου να εξασφαλίζουν την είσπραξη του συνόλου των εσόδων από ΦΠΑ και, κατ’ επέκταση, την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, τα κράτη μέλη διαθέτουν ελευθερία επιλογής των κυρώσεων που επιβάλλουν, οι οποίες είναι δυνατόν να προσλαμβάνουν τη μορφή διοικητικών κυρώσεων, ποινικών κυρώσεων ή ενός συνδυασμού των δύο – Πρέπει, όμως, συναφώς, να επισημανθεί ότι οι ποινικές κυρώσεις ενδέχεται να είναι αναγκαίες για την καταπολέμηση κατά τρόπο αποτελεσματικό και αποτρεπτικό ορισμένων περιπτώσεων σοβαρής απάτης στον τομέα του ΦΠΑ και, συνεπώς, τα κράτη μέλη οφείλουν να μεριμνούν ώστε, στις περιπτώσεις σοβαρής απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης στον τομέα του ΦΠΑ, να επιβάλλονται ποινικές κυρώσεις αποτελεσματικού και αποτρεπτικού χαρακτήρα, άλλως παραβαίνουν τις υποχρεώσεις που τους επιβάλλει το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (βλ. Taricco Ι, σκέψεις 42 και 43) – Τα κράτη αυτά πρέπει επίσης να μεριμνούν ώστε οι προβλεπόμενοι από το εθνικό δίκαιο κανόνες παραγραφής να παρέχουν τη δυνατότητα αποτελεσματικής καταστολής των εγκλημάτων που συνδέονται με τέτοιου είδους απάτες – Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 325, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν τα ίδια μέτρα καταπολεμήσεως της απάτης κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, μεταξύ άλλων στον τομέα του ΦΠΑ, με εκείνα που λαμβάνουν για την καταπολέμηση της απάτης κατά των δικών τους οικονομικών συμφερόντων
(Δ) Τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια οφείλουν να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 325, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ και να αφήσουν ανεφάρμοστες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου αφορώσες, μεταξύ άλλων, την παραγραφή οι οποίες, στο πλαίσιο διαδικασίας που αφορά σοβαρά εγκλήματα σχετικά με τον ΦΠΑ, εμποδίζουν την εφαρμογή κυρώσεων αποτελεσματικού και αποτρεπτικού χαρακτήρα για την καταπολέμηση της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης (βλ. Taricco Ι, σκέψεις 49 και 58) – Εναπόκειται, καταρχάς, στον εθνικό νομοθέτη να προβλέψει κανόνες περί παραγραφής παρέχοντες τη δυνατότητα εκπληρώσεως των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 325 ΣΛΕΕ, υπό το πρίσμα των εκτιμήσεων που παρατίθενται στη σκέψη 58 της αποφάσεως Taricco Ι – Συγκεκριμένα, στον νομοθέτη αυτόν εναπόκειται να διασφαλίσει ότι το εθνικό καθεστώς για την παραγραφή στο ποινικό δίκαιο δεν θα οδηγήσει στην ατιμωρησία μεγάλου αριθμού περιπτώσεων σοβαρής απάτης στον τομέα του ΦΠΑ ή δεν θα είναι, για τους κατηγορουμένους, πιο αυστηρό στις περιπτώσεις απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων του οικείου κράτους μέλους από ό,τι στις περιπτώσεις απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης
(Ε) Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το γεγονός ότι ο εθνικός νομοθέτης επιμηκύνει την προθεσμία παραγραφής με άμεση εφαρμογή της επιμηκύνσεως αυτής, ακόμη και για αξιόποινες πράξεις που δεν έχουν ακόμη παραγραφεί, δεν συνεπάγεται, καταρχήν, παραβίαση της αρχής «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο» (βλ., συναφώς, απόφαση Taricco Ι, σκέψη 57 και παρατιθέμενη στη σκέψη αυτή νομολογία του ΕΔΔΑ)
[σημείωση: η πρώτη από τις τρεις αποφάσεις του ΕΔΔΑ, στις οποίες παραπέμπει η σκέψη 57 της Taricco I (Coëme κατά Βελγίου), στηρίζεται στην (εθνική και μη αμφισβητηθείσα από το ΕΔΔΑ) αντίληψη ότι οι κανόνες περί παραγραφής ποινικών αδικημάτων ανήκουν στο δικονομικό δίκαιο, ενώ, εν προκειμένω, τέτοιοι κανόνες θεωρούνται ουσιαστικοί στο ιταλικό δίκαιο]
(ΣΤ) Ο τομέας της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης μέσω της επιβολής ποινικών κυρώσεων αποτελεί αντικείμενο συντρέχουσας αρμοδιότητας της Ένωσης και των κρατών μελών, υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ – Εν προκειμένω, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, το εφαρμοστέο στα εγκλήματα σχετικά με τον ΦΠΑ καθεστώς παραγραφής δεν είχε αποτελέσει αντικείμενο εναρμονίσεως από τον νομοθέτη της Ένωσης, η οποία έλαβε στο μεταξύ, μερικώς, χώρα το πρώτον με την έκδοση της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1371, σχετικά με την καταπολέμηση, μέσω του ποινικού δικαίου, της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης – H Ιταλική Δημοκρατία ήταν, συνεπώς, ελεύθερη, κατά τον χρόνο εκείνο, να προβλέψει ότι, στην έννομη τάξη της, το καθεστώς αυτό εμπίπτει, όπως και οι κανόνες περί ορισμού των εγκλημάτων και καθορισμού των ποινών, στο ουσιαστικό ποινικό δίκαιο και, ως εκ τούτου, υπάγεται, όπως και οι τελευταίοι αυτοί κανόνες, στην αρχή «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο».
(Ζ) Τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια, όταν αποφασίζουν, στο πλαίσιο εκκρεμών διαδικασιών, να αφήσουν ανεφάρμοστες τις επίμαχες διατάξεις του ποινικού κώδικα, είναι υποχρεωμένα να μεριμνήσουν για τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων των προσώπων που κατηγορούνται ότι διέπραξαν ποινικό αδίκημα – Συναφώς, οι εθνικές αρχές και τα εθνικά δικαστήρια δύνανται να εφαρμόζουν εθνικά πρότυπα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, υπό τον όρον ότι η εφαρμογή αυτή δεν διακυβεύει το επίπεδο προστασίας που προβλέπει ο Χάρτης, όπως ερμηνεύεται από το Δικαστήριο, ούτε την υπεροχή, την ενότητα ή την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης – Ειδικότερα, όσον αφορά την επιβολή ποινικών κυρώσεων, τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια οφείλουν να βεβαιώνονται ότι διασφαλίζονται τα δικαιώματα των κατηγορουμένων που απορρέουν από την αρχή «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο» – Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί η σημαντική θέση που κατέχει, τόσο στην έννομη τάξη της Ένωσης όσο και στις εθνικές έννομες τάξεις, η αρχή «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο», με τις απαιτήσεις της όσον αφορά την προβλεψιμότητα, τη σαφήνεια και τη μη αναδρομικότητα της εφαρμοστέας ποινικής νομοθεσίας – Η αρχή αυτή, όπως καθιερώνεται με το άρθρο 49 του Χάρτη, δεσμεύει τα κράτη μέλη όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, όπως συμβαίνει όταν προβλέπουν, στο πλαίσιο των υποχρεώσεων που τους επιβάλλει το άρθρο 325 ΣΛΕΕ, την επιβολή ποινικών κυρώσεων για τα εγκλήματα σχετικά με τον ΦΠΑ – Κατά συνέπεια, η υποχρέωση διασφαλίσεως αποτελεσματικής εισπράξεως των ιδίων πόρων της Ένωσης δεν μπορεί να αντιστρατεύεται την εν λόγω αρχή – Εξάλλου, η αρχή «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο» περιλαμβάνεται στις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και καθιερώθηκε με διάφορες διεθνείς συνθήκες, μεταξύ άλλων με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ
(Η) Όσον αφορά τις απαιτήσεις που απορρέουν από την αρχή «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο», πρέπει να επισημανθεί, πρώτον, ότι το ΕΔΔΑ έχει κρίνει, σχετικά με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, ότι, δυνάμει της αρχής αυτής, οι ποινικές διατάξεις πρέπει να πληρούν ορισμένες απαιτήσεις προσβασιμότητας και προβλεψιμότητας όσον αφορά τόσο τον ορισμό του εγκλήματος όσο και τον καθορισμό της ποινής – Επίσης, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η απαίτηση σαφούς νομοθετικής προβλέψεως, η οποία είναι συμφυής με την αρχή αυτή, συνεπάγεται ότι ο νόμος πρέπει να καθορίζει σαφώς τις αξιόποινες πράξεις και τις ποινές με τις οποίες τιμωρούνται οι πράξεις αυτές – Εξάλλου, η αρχή της μη αναδρομικότητας του ποινικού νόμου αποκλείει, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα του δικαστή, κατά τη διάρκεια ποινικής διαδικασίας, είτε να επιβάλλει ποινικές κυρώσεις σε συμπεριφορά που δεν απαγορεύεται από εθνικό κανόνα θεσπισθέντα πριν από την τέλεση του εγκλήματος το οποίο αφορά η κατηγορία είτε να επιτείνει το καθεστώς ποινικής ευθύνης αυτών κατά των οποίων στρέφεται μια τέτοια διαδικασία – Οι απαιτήσεις της προβλεψιμότητας, της σαφήνειας και της μη αναδρομικότητας που είναι εγγενείς στην αρχή «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο» εφαρμόζονται, στο πλαίσιο της ιταλικής έννομης τάξεως, και στο καθεστώς παραγραφής των εγκλημάτων σχετικά με τον ΦΠΑ.
(Θ) Εντεύθεν συνάγεται, αφενός, ότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει κατά πόσον η απαιτούμενη σύμφωνα με τη σκέψη 58 της αποφάσεως Taricco Ι διαπίστωση, σύμφωνα με την οποία οι επίμαχες διατάξεις του ποινικού κώδικα αποκλείουν την επιβολή ποινικών κυρώσεων αποτελεσματικού και αποτρεπτικού χαρακτήρα σε μεγάλο αριθμό περιπτώσεων σοβαρής απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, δημιουργεί κατάσταση αβεβαιότητας στην ιταλική έννομη τάξη, όσον αφορά τον καθορισμό του εφαρμοστέου καθεστώτος παραγραφής, παραβιάζοντας την αρχή της σαφούς νομοθετικής προβλέψεως – Αν πράγματι συμβαίνει αυτό, το εθνικό δικαστήριο δεν υποχρεούται να αφήσει ανεφάρμοστες τις επίμαχες διατάξεις του ποινικού κώδικα – Αφετέρου, οι ως άνω μνημονευόμενες απαιτήσεις αποκλείουν, στις διαδικασίες που αφορούν πρόσωπα που κατηγορούνται ότι διέπραξαν εγκλήματα σχετικά με τον ΦΠΑ πριν από την έκδοση της αποφάσεως Taricco Ι, τη δυνατότητα του εθνικού δικαστηρίου να αφήσει ανεφάρμοστες τις επίμαχες διατάξεις του ποινικού κώδικα – Επομένως, αν το εθνικό δικαστήριο καταλήξει ότι η υποχρέωση να αφήσει ανεφάρμοστες τις επίμαχες διατάξεις του ποινικού κώδικα προσκρούει στην αρχή «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο», δεν θα υποχρεούται να συμμορφωθεί προς την υποχρέωση αυτή, ακόμη και αν η τήρησή της θα επέτρεπε να αποφευχθεί κατάσταση εσωτερικού δικαίου μη συνάδουσα προς το δίκαιο της Ένωσης – Στην περίπτωση αυτή εναπόκειται στον εθνικό νομοθέτη να λάβει τα αναγκαία μέτρα, όπως σημειώθηκε παραπάνω