ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-537/16, Garlsson Real Estate κ.λπ., ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-596/16 & C-597/16, Enzo Di Puma κ.λπ. Πηγή: http://www.humanrightscaselaw.gr/

ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018,  C-537/16, Garlsson Real Estate κ.λπ.
ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018,  C-596/16 & C-597/16, Enzo Di Puma κ.λπ.
Αρχές επιβολής κυρώσεων – Ne bis in idem (άρ. 50 Χάρτη ΘΔΕΕ) – Αρχή της αναλογικότητας – Αρχή του δεδικασμένου – Σχέση ποινικής δίκης με διοικητική διαδικασία και δίκη για την επιβολή κυρώσεων για παραβάσεις χειραγώγησης της αγοράς κ.λπ. (Οδηγία 2003/6/ΕΚ)
 
1. C-537/16 (καταδικαστική ποινική απόφαση)
(A) Σύμφωνα με την ιταλική νομοθεσία, οποιοσδήποτε διέπραξε χειραγώγηση αγοράς τιμωρείται με διοικητικό πρόστιμο από είκοσι χιλιάδες ευρώ έως πέντε εκατομμύρια ευρώ, αυτή δε η κύρωση μπορεί, υπό ορισμένες συνθήκες, να αυξηθεί έως το τριπλάσιο του προβλεπόμενου ποσού ή έως και το δεκαπλάσιο της αξίας του αντληθέντος από την παράβαση προϊόντος ή ωφελήματος – Η εφαρμογή της κυρώσεως αυτής συνεπάγεται πάντοτε την κατάσχεση του αντληθέντος από την παράβαση προϊόντος ή ωφελήματος και των αγαθών που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξή της – Φαίνεται συνεπώς ότι η εν λόγω κύρωση δεν σκοπεί μόνο στην επανόρθωση της ζημίας την οποία προκάλεσε η παράβαση, αλλά επιδιώκει και κατασταλτικό σκοπό και έχει, ως εκ τούτου, ποινικό χαρακτήρα – Εξάλλου, διοικητικό πρόστιμο δυνάμενο να ανέλθει έως και το δεκαπλάσιο της αξίας του αντληθέντος από τη χειραγώγηση της αγοράς προϊόντος ή ωφελήματος ενέχει αυξημένο βαθμό αυστηρότητας ο οποίος δύναται να συνηγορεί υπέρ της εκτιμήσεως ότι η κύρωση αυτή είναι ποινικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 50 του Χάρτη
(Β) Το διοικητικό πρόστιμο ποινικού χαρακτήρα και η ποινική διαδικασία που αποτελούν το αντικείμενο της κύριας δίκης φαίνεται, συνεπώς, ότι έχουν ως αντικείμενο την ίδια παράβαση – Το ότι η επιβολή ποινικής κυρώσεως κατόπιν ποινικής διαδικασίας, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, απαιτεί, εν αντιθέσει προς το διοικητικό πρόστιμο ποινικού χαρακτήρα, ένα υποκειμενικό στοιχείο, δεν δύναται, αφ’ εαυτού, να θέσει εν αμφιβόλω την ταυτότητα των πραγματικών περιστατικών
(Γ) Εξακολούθηση διαδικασίας για την επιβολή διοικητικού προστίμου κατά φυσικού προσώπου λόγω παράνομης συμπεριφοράς χειραγωγήσεως της αγοράς για την οποία υπάρχει ήδη αμετάκλητη ποινική καταδίκη σε βάρος του – Η επίμαχη εθνική κανονιστική ρύθμιση, περί διπλής ποινικής διαδικασίας και κύρωσης, συνιστά περιορισμό της αρχής ne bis in idem, η οποία μπορεί να δικαιολογείται βάσει του άρ. 52 παρ. 1 του Χάρτη – Η ρύθμιση αποβλέπει στην προστασία της ακεραιότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών της Ένωσης και της εμπιστοσύνης του κοινού στα χρηματοπιστωτικά μέσα – Τυχόν σώρευση διώξεων και κυρώσεων ποινικού χαρακτήρα μπορεί να είναι δικαιολογημένη οσάκις αυτές οι διώξεις και αυτές οι κυρώσεις επιδιώκουν, για την επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου, πρόσθετους σκοπούς που έχουν ως αντικείμενο, ενδεχομένως, διαφορετικές πλευρές της αυτής επίμαχης παραβατικής συμπεριφοράς, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει – Συναφώς, όσον αφορά τις παραβάσεις οι οποίες συνδέονται με τη χειραγώγηση της αγοράς, είναι θεμιτό ένα κράτος μέλος να επιδιώκει, αφενός, να αποτρέψει και να καταστείλει κάθε παράβαση –είτε εκ προθέσεως είτε όχι– της απαγορεύσεως χειραγωγήσεως της αγοράς επιβάλλοντας διοικητικές κυρώσεις οριζόμενες, ενδεχομένως, κατ’ αποκοπήν και, αφετέρου, να αποτρέψει και να καταστείλει σοβαρές παραβάσεις μιας τέτοιας απαγορεύσεως, που είναι ιδιαίτερα επιζήμιες για την κοινωνία και οι οποίες δικαιολογούν την επιβολή αυστηρότερων ποινικών κυρώσεων
(Δ) Αρχή της αναλογικότητας – Μια εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, πρέπει να διασφαλίζει ότι οι επιβαρύνσεις που απορρέουν, για τα εμπλεκόμενα πρόσωπα, από μια τέτοια σώρευση περιορίζονται στο απολύτως αναγκαίο για την επίτευξη του ανωτέρω σκοπού – Όσον αφορά, αφενός, τη σώρευση διαδικασιών ποινικού χαρακτήρα οι οποίες διεξάγονται κατά τρόπο ανεξάρτητο, η εν λόγω απαίτηση προϋποθέτει την ύπαρξη κανόνων οι οποίοι να διασφαλίζουν κάποιον συντονισμό προκειμένου να μειωθεί στο απολύτως αναγκαίο η πρόσθετη επιβάρυνση που συνεπάγεται αυτή η σώρευση για τα εμπλεκόμενα πρόσωπα – Επιπρόσθετα, η σώρευση κυρώσεων ποινικού χαρακτήρα πρέπει να συνοδεύεται από κανόνες που να εξασφαλίζουν ότι η αυστηρότητα του συνόλου των επιβαλλομένων κυρώσεων ανταποκρίνεται στη σοβαρότητα της παραβάσεως, δεδομένου ότι μια τέτοια απαίτηση απορρέει όχι μόνον από το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, αλλά και από την αρχή της αναλογικότητας των ποινών που κατοχυρώνεται στο άρθρο 49, παράγραφος 3 – Οι κανόνες αυτοί πρέπει να προβλέπουν την υποχρέωση των αρμόδιων αρχών, σε περίπτωση επιβολής δεύτερης κυρώσεως, να μεριμνούν ούτως ώστε η αυστηρότητα του συνόλου των επιβαλλομένων κυρώσεων να μην υπερβαίνει τη σοβαρότητα της διαπιστωθείσας παραβάσεως – Εν προκειμένω, η υποχρέωση συνεργασίας και συντονισμού μεταξύ της εισαγγελική αρχής και της Consob που προβλέπει η ιταλική νομοθεσία δύναται να μειώσει την επιβάρυνση που απορρέει, για το εμπλεκόμενο πρόσωπο, από τη σώρευση μιας διαδικασίας επιβολής διοικητικού προστίμου ποινικού χαρακτήρα και μιας ποινικής διαδικασίας λόγω παράνομων ενεργειών που συνιστούν χειραγώγηση της αγοράς – Εντούτοις, πρέπει να τονιστεί ότι, στην περίπτωση που έχει εκδοθεί καταδικαστική ποινική απόφαση κατόπιν ποινικής διαδικασίας, η εξακολούθηση της διαδικασίας επιβολής διοικητικού προστίμου ποινικού χαρακτήρα βαίνει πέραν των ορίων του απολύτως αναγκαίου για την επίτευξη του προαναφερόμενου σκοπού, στον βαθμό που αυτή η ποινική καταδίκη δύναται να καταστείλει τη διαπραχθείσα παράβαση κατά τρόπο αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό – Κατά την ιταλική νομοθεσία, η δυνάμενη να επισύρει ποινική καταδίκη χειραγώγηση της αγοράς πρέπει να εμφανίζει μια ορισμένη βαρύτητα και οι δυνάμενες να επιβληθούν ποινές περιλαμβάνουν μια ποινή φυλακίσεως καθώς και μια χρηματική ποινή βάσει κλίμακας η οποία αντιστοιχεί σε αυτήν που προβλέπεται για το διοικητικό πρόστιμο ποινικού χαρακτήρα – Υπό τις συνθήκες αυτές, φαίνεται ότι η εξακολούθηση μιας διαδικασίας επιβολής διοικητικού προστίμου ποινικού χαρακτήρα βαίνει πέραν των ορίων του απολύτως αναγκαίου για την επίτευξη του προεκτεθέντος σκοπού, στον βαθμό που η αμετάκλητη ποινική καταδίκη θα μπορούσε, λαμβανομένης υπόψη της ζημίας που προκλήθηκε στην κοινωνία από τη διαπραχθείσα παράβαση, να καταστείλει αυτήν την παράβαση κατά τρόπο αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει – Συναφώς, σημειώνεται ότι, κατά την ιταλική νομοθεσία, οσάκις, για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, έχει επιβληθεί χρηματική ποινή και διοικητικό πρόστιμο ποινικού χαρακτήρα, η είσπραξη της πρώτης περιορίζεται στο ποσό που υπερβαίνει το ύψος του δεύτερου, αλλά η ρύθμιση αυτή, που φαίνεται να αφορά μόνον τη σώρευση χρηματικών ποινών και όχι τη σώρευση διοικητικού προστίμου ποινικού χαρακτήρα και ποινής φυλακίσεως, δεν φαίνεται να διασφαλίζει ότι η αυστηρότητα του συνόλου των επιβαλλόμενων κυρώσεων περιορίζεται εντός των απολύτως αναγκαίων ορίων σε σχέση προς τη σοβαρότητα της παραβάσεως
(Ε) Το ανωτέρω συμπέρασμα δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η αμετακλήτως καταγνωσθείσα ποινή μπορεί, ενδεχομένως, να αρθεί εκ των υστέρων κατόπιν αμνηστίας, διότι από το άρθρο 50 του Χάρτη συνάγεται ότι η παρεχόμενη από την αρχή ne bis in idem προστασία πρέπει να ωφελεί τους ήδη απαλλαγέντες ή τους καταδικασθέντες με αμετάκλητη ποινική απόφαση, περιλαμβανομένων, κατά συνέπεια, των προσώπων στα οποία επιβλήθηκε, με μια τέτοια απόφαση, ποινική κύρωση η οποία ήρθη εκ των υστέρων κατόπιν αμνηστίας

2. C-596/16 & C-597/16 (αθωωτική ποινική απόφαση – δεδικασμένο)
(Α) Στο πλαίσιο των διαφορών των κύριων δικών, διαπιστώθηκε, μετά την ολοκλήρωση κατ’ αντιμωλίαν ποινικής διαδικασίας, με αμετάκλητη ποινική απόφαση έχουσα ισχύ δεδικασμένου, ότι δεν αποδείχθηκαν τα στοιχεία που συνιστούν πράξη προσώπου κατέχοντος εμπιστευτικές πληροφορίες – Επομένως, τίθεται το ζήτημα είναι εάν το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/6 αντιτίθεται σε εθνική διάταξη, όπως η επίμαχη της ιταλικής νομοθεσίας, που επεκτείνει στη διαδικασία για την επιβολή διοικητικού προστίμου την ισχύ του δεδικασμένου των γενόμενων στο πλαίσιο της ποινικής δίκης διαπιστώσεων περί των πραγματικών περιστατικών
(Β) Λαμβανομένης υπόψη της σημασίας την οποία έχει η αρχή του δεδικασμένου τόσο στην έννομη τάξη της Ένωσης όσο και στις εθνικές έννομες τάξεις, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν απαιτεί να μην εφαρμόζονται εθνικοί δικονομικοί κανόνες βάσει των οποίων δικαστική απόφαση περιβάλλεται με την ισχύ του δεδικασμένου (βλ. υπό το πνεύμα αυτό, όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, C-213/13 και C-69/14) – Εν προκειμένω, η Consob έχει τη δυνατότητα να συμμετάσχει στην ποινική διαδικασία, ιδίως παριστάμενη ως πολιτικώς ενάγουσα, και πέραν τούτου υποχρεούται, να διαβιβάσει στις δικαστικές αρχές τα αποδεικτικά έγγραφα που συνέλεξε κατά την άσκηση του ελέγχου της – Λαμβανομένων υπόψη των ρυθμίσεων αυτών, φαίνεται ότι η Consob μπορεί όντως να διασφαλίσει ότι μια καταδικαστική ποινική απόφαση ή, όπως στο πλαίσιο των υποθέσεων των κύριων δικών, μια αθωωτική ποινική απόφαση απαγγέλλεται αφού συνεκτιμηθεί το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που έχει στη διάθεσή της η αρχή αυτή προκειμένου να προβεί στην επιβολή διοικητικού προστίμου – Συνεπώς, η ισχύς του δεδικασμένου την οποία μια εθνική διάταξη αναγνωρίζει στις πραγματικές διαπιστώσεις μιας τέτοιας ποινικής αποφάσεως έναντι της διαδικασίας για την επιβολή διοικητικού προστίμου δεν εμποδίζει τη διαπίστωση και την επιβολή αποτελεσματικών κυρώσεων των παραβάσεων της νομοθεσίας περί των πράξεων προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες, στην περίπτωση κατά την οποία, βάσει της ποινικής αυτής αποφάσεως, αποδεικνύονται τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά – Επομένως, το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/6 δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών, ερμηνεία η οποία επιβεβαιώνεται από το άρ. 50 του Χάρτη
(Γ) Πράγματι, φαίνεται ότι, σε περίπτωση όπως αυτή των υποθέσεων των κύριων δικών, η εξακολούθηση διαδικασίας για την επιβολή διοικητικού προστίμου ποινικού χαρακτήρα, στηριζόμενης στα ίδια πραγματικά περιστατικά, συνιστά περιορισμό του θεμελιώδους δικαιώματος που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη – Ένας τέτοιος περιορισμός της αρχής ne bis in idem μπορεί να είναι δικαιολογημένος βάσει του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη – Εντούτοις, η εξακολούθηση διαδικασίας επιβολής διοικητικού προστίμου ποινικού χαρακτήρα, όπως είναι οι επίμαχες στις υποθέσεις των κύριων δικών, κατόπιν της οριστικής περατώσεως της ποινικής διαδικασίας, υπόκειται αυστηρώς στον σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας – Σε περίπτωση όπως αυτή των υποθέσεων των κύριων δικών, η εξακολούθηση διαδικασίας για την επιβολή διοικητικού προστίμου ποινικού χαρακτήρα βαίνει προδήλως πέραν των όσων απαιτούνται για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού της προστασίας της ακεραιότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών, εφόσον υπάρχει αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου διαπιστώνουσα ότι δεν στοιχειοθετείται η παράβαση η οποία επισύρει κυρώσεις κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/6 – Επομένως, το άρθρο 50 του Χάρτη αντιτίθεται, στην περίπτωση αυτή, στην εξακολούθηση διαδικασίας για την επιβολή διοικητικού προστίμου ποινικού χαρακτήρα, όπως είναι οι επίμαχες στις κύριες δίκες, υπό την επιφύλαξη της δυνατότητας, επαναλήψεως, εφόσον παρίσταται ανάγκη, της ποινικής διαδικασίας εάν υπάρχουν αποδείξεις νέων ή μεταγενέστερων της αποφάσεως γεγονότων, ή υπήρξε θεμελιώδες σφάλμα της προηγούμενης διαδικασίας, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν το αποτέλεσμα της υποθέσεως

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *