ΔΕΕ – Απόφαση στην υπόθεση C-661/17 M.A., S.A., A.Z. κατά International Protection Appeals Tribunal κ.λπ.

Κράτος μέλος το οποίο έχει γνωστοποιήσει την πρόθεσή του να αποχωρήσει από την Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 50 ΣΕΕ παραμένει υπεύθυνο κράτος κατά την έννοια του κανονισμού Δουβλίνο III

Απόκειται σε κάθε κράτος μέλος να καθορίσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες προτίθεται να κάνει χρήση της διακριτικής του ευχέρειας και να δεχθεί να εξετάσει το ίδιο μια αίτηση διεθνούς προστασίας για την οποία δεν είναι υπεύθυνο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

 

της 23ης Ιανουαρίου 2019 (*)

 

«Προδικαστική παραπομπή – Πολιτική ασύλου – Κριτήρια και μηχανισμοί για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας – Κανονισμός (ΕΕ) 604/2013 – Ρήτρες διακριτικής ευχέρειας – Κριτήρια αξιολογήσεως»

 

Στην υπόθεση C‑661/17,

 

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το High Court (ανώτερο δικαστήριο, Ιρλανδία) με απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 27 Νοεμβρίου 2017, στο πλαίσιο της δίκης

 

M.A.,

 

S.A.,

 

A.Z.

 

κατά

 

International Protection Appeals Tribunal,

 

Minister for Justice and Equality,

 

Attorney General,

 

Ireland,

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

 

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, προεδρεύουσα του πρώτου τμήματος, J.-C. Bonichot, A. Arabadjiev, E. Regan και C. G. Fernlund (εισηγητή), δικαστές,

 

γενικός εισαγγελέας: E. Tanchev

 

γραμματέας: A. Calot Escobar

 

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

 

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

 

–        οι M.A., S.A. και A.Z., εκπροσωπούμενοι από τον M. de Blacam, SC, και τον G. O’Halloran, BL,

 

–        η Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από τις M. Browne και G. Hodge, καθώς και από τον A. Joyce,

 

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και R. Kanitz,

 

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Hoogveld και την M. K. Bulterman,

 

–        η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τη C. Brodie, καθώς και από τους S. Brandon και D. Blundell, επικουρούμενους από τον J. Holmes, QC,

 

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον M. Wilderspin και τη M. Κοντού-Durande,

 

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

 

εκδίδει την ακόλουθη

 

Απόφαση

 

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 6 και 17, του άρθρου 20, παράγραφος 3, καθώς και του άρθρου 27, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα (ΕΕ 2013, L 180, σ. 31, στο εξής: κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ).

 

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των M.A., S.A. και A.Z., αφενός, και του International Protection Appeals Tribunal (δευτεροβάθμιου δικαστηρίου για τη διεθνή προστασία, Ιρλανδία), του Minister for Justice and Equality (Υπουργού Δικαιοσύνης και Ισότητας, Ιρλανδία), του Attorney General (Ιρλανδία), και της Ireland (Ιρλανδίας), αφετέρου, σχετικά με απόφαση μεταφοράς που ελήφθη για τους πρώτους στο πλαίσιο του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.

 

 Το νομικό πλαίσιο

 

 Το διεθνές δίκαιο

 

 Η Σύμβαση της Γενεύης

 

3        Η Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων, η οποία υπεγράφη στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 [Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954), στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης], ετέθη σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954. Συμπληρώθηκε με το Πρωτόκολλο για το καθεστώς των προσφύγων, το οποίο συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967 (στο εξής: Πρωτόκολλο του 1967) και ετέθη σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967.

 

4        Άπαντα τα κράτη μέλη είναι συμβαλλόμενα μέρη στη Σύμβαση της Γενεύης και στο Πρωτόκολλο του 1967, όπως επίσης η Δημοκρατία της Ισλανδίας, το Πριγκιπάτο του Λιχτενστάιν, το Βασίλειο της Νορβηγίας και η Ελβετική Συνομοσπονδία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος ούτε στη Σύμβαση της Γενεύης ούτε στο Πρωτόκολλο του 1967, αλλά το άρθρο 78 ΣΛΕΕ και το άρθρο 18 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) προβλέπουν ότι το δικαίωμα ασύλου διασφαλίζεται, μεταξύ άλλων, τηρουμένων της εν λόγω Συμβάσεως και του εν λόγω Πρωτοκόλλου.

 

 Η ΕΣΔΑ

 

5        Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), αποτελεί πολυμερή διεθνή συμφωνία που συνήφθη στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης και ετέθη σε ισχύ στις 3 Σεπτεμβρίου 1953. Άπαντα τα μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, στα οποία συμπεριλαμβάνονται όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης, συγκαταλέγονται μεταξύ των υψηλών συμβαλλομένων μερών της Συμβάσεως αυτής.

 

6        Το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ ορίζει ότι «[ο]υδείς επιτρέπεται να υποβληθή εις βασάνους ούτε εις ποινάς ή μεταχείρισιν απανθρώπους ή εξευτελιστικάς.»

 

 Το δίκαιο της Ένωσης

 

 Ο Χάρτης

 

7        Το άρθρο 4 του Χάρτη ορίζει τα εξής:

 

«Κανείς δεν μπορεί να υποβληθεί σε βασανιστήρια ούτε σε απάνθρωπες ή εξευτελιστικές ποινές ή μεταχείριση.»

 

8        Το άρθρο 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη ορίζει τα ακόλουθα:

 

«Κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης, έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.»

 

9        Το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη ορίζει τα εξής:

 

«Στον βαθμό που ο παρών Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται στην [ΕΣΔΑ], η έννοια και η εμβέλειά τους είναι ίδιες με εκείνες που τους επιφυλάσσει η εν λόγω σύμβαση. Η διάταξη αυτή δεν εμποδίζει το δίκαιο της Ένωσης να παρέχει ευρύτερη προστασία.»

 

 Ο κανονισμός Δουβλίνο III

 

10      Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Συνθήκη του Άμστερνταμ, της 2ας Οκτωβρίου 1997, εισήγαγε το άρθρο 63 στη Συνθήκη ΕΚ, το οποίο παρείχε στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα αρμοδιότητα για να υιοθετήσει τα μέτρα που πρότεινε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, κατά την ειδική σύνοδό του που πραγματοποιήθηκε στο Τάμπερε (Φινλανδία) στις 15 και 16 Οκτωβρίου 1999, σε σχέση με την καθιέρωση ενός κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου. Με τη θέσπιση της διατάξεως αυτή κατέστη δυνατή η αντικατάσταση, στα κράτη μέλη με εξαίρεση το Βασίλειο της Δανίας, της συμβάσεως περί καθορισμού του υπεύθυνου κράτους για την εξέταση αιτήσεως παροχής ασύλου υποβαλλόμενης σε ένα από τα κράτη μέλη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία υπεγράφη στο Δουβλίνο στις 15 Ιουνίου 1990 (ΕΕ 1997, C 254, σ. 1), από τον κανονισμό (ΕΚ) 343/2003 του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2003, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας (ΕΕ 2003, L 50, σ. 1), που ετέθη σε ισχύ στις 17 Μαρτίου 2003. Ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ, ο οποίος ετέθη σε ισχύ στις 19 Ιουλίου 2013 και θεσπίσθηκε βάσει του άρθρου 78, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, ΣΛΕΕ, αντικατέστησε τον κανονισμό 343/2003.

 

11      Οι αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 5 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ αναφέρουν τα εξής:

 

«(1) Στον κανονισμό [343/2003] πρέπει να επέλθουν ορισμένες ουσιαστικές αλλαγές. Για λόγους σαφήνειας, ο εν λόγω κανονισμός θα πρέπει να αναδιατυπωθεί.

 

(2)      Η κοινή πολιτική στον τομέα του ασύλου, που περιλαμβάνει ένα κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου (ΚΕΣΑ), αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του στόχου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προοδευτική εγκαθίδρυση ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης ανοικτού σε εκείνους οι οποίοι, αναγκασμένοι από τις περιστάσεις, αναζητούν νομίμως προστασία στην Ένωση.

 

(3)      Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, κατά την ειδική σύνοδο που πραγματοποίησε στο Τάμπερε στις 15 και 16 Οκτωβρίου 1999, συμφώνησε να αρχίσουν οι εργασίες για την εγκαθίδρυση του ΚΕΣΑ, που θα βασίζεται στην πλήρη και συμπεριληπτική εφαρμογή της [Συμβάσεως της Γενεύης] η οποία συμπληρώθηκε από το [Πρωτόκολλο του 1967], ώστε να εξασφαλίζεται ότι κανείς δεν θα αποστέλλεται πίσω εκεί όπου θα υποστεί διώξεις, δηλαδή να διατηρηθεί η αρχή της μη επαναπροώθησης. Από την άποψη αυτή, και χωρίς να θίγονται τα κριτήρια ευθύνης που ορίζει ο παρών κανονισμός, τα κράτη μέλη, όλα εκ των οποίων σέβονται την αρχή της μη επαναπροώθησης, θεωρούνται ασφαλείς χώρες για τους υπηκόους τρίτων χωρών.

 

(4)      Τα συμπεράσματα του Τάμπερε προσδιόρισαν επίσης ότι το ΚΕΣΑ θα πρέπει να περιλαμβάνει, σε μία βραχυχρόνια προοπτική, ένα σαφή και λειτουργικό καθορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεων ασύλου.

 

(5)      Μια τέτοια μέθοδος θα πρέπει να θεμελιώνεται σε αντικειμενικά και δίκαια κριτήρια τόσο για τα κράτη μέλη όσο και για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Θα πρέπει, ιδίως, να επιτρέπει τον ταχύ προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο, προκειμένου να κατοχυρώνεται η πραγματική πρόσβαση στις διαδικασίες χορήγησης διεθνούς προστασίας και να μην διακυβεύεται ο στόχος της ταχύτητας κατά την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας.»

 

12      Οι αιτιολογικές σκέψεις 13 έως 17 του κανονισμού αυτού αναφέρουν τα ακόλουθα:

 

«(13)       Σύμφωνα με τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1989 για τα δικαιώματα του παιδιού και τον [Χάρτη], τα κράτη μέλη θα πρέπει κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού να λαμβάνουν πρωτίστως υπόψη το μείζον συμφέρον του παιδιού. […]

 

(14)      Σύμφωνα με την [ΕΣΔΑ] και τον [Χάρτη], τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να λαμβάνουν πρωτίστως υπόψη τον σεβασμό της προσωπικής και οικογενειακής ζωής.

 

(15)      Η κοινή εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας των μελών μιας οικογένειας από το ίδιο κράτος μέλος αποτελεί μέτρο που επιτρέπει να εξασφαλισθεί η εις βάθος εξέταση των αιτήσεων και η συνοχή των αποφάσεων που λαμβάνονται σε σχέση με αυτές, καθώς και να αποφευχθεί ο χωρισμός των μελών μιας οικογένειας.

 

(16)      Για να εξασφαλιστεί η πλήρης τήρηση της αρχής της ενότητας της οικογένειας και του μείζονος συμφέροντος του παιδιού, η ύπαρξη σχέσης εξάρτησης μεταξύ αιτούντος και του τέκνου, αδελφού ή γονιού του λόγω εγκυμοσύνης ή μητρότητας, κατάστασης υγείας ή προχωρημένης ηλικίας του αιτούντος θα πρέπει να αποτελεί δεσμευτικό κριτήριο ευθύνης. Όταν ο αιτών είναι ασυνόδευτος ανήλικος, η παρουσία μέλους της οικογένειας ή συγγενούς στο έδαφος άλλου κράτους μέλους που μπορεί να μεριμνήσει για αυτόν θα πρέπει επίσης να αποτελεί δεσμευτικό κριτήριο ευθύνης.

 

(17)      Κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να μπορεί να παρεκκλίνει από τα κριτήρια ευθύνης, ιδίως για ανθρωπιστικούς λόγους ή λόγους ευσπλαχνίας, ώστε να καθίσταται δυνατή η επανένωση μελών της οικογένειας, συγγενών ή οποιωνδήποτε άλλων προσώπων έχουν σχέση μεταξύ τους, και να εξετάζει αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε αυτό ή σε άλλο κράτος μέλος, ακόμα και εάν η εξέταση αυτή δεν εμπίπτει στην ευθύνη του σύμφωνα με τα δεσμευτικά κριτήρια που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό.»

 

13      Οι αιτιολογικές σκέψεις 19, 32, 39 και 41 του εν λόγω κανονισμού αναφέρουν τα εξής:

 

«(19)       Για την εγγύηση της αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων των ενδιαφερόμενων προσώπων, θα πρέπει να θεσπιστούν νομικές εγγυήσεις και το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής όσον αφορά αποφάσεις για μεταφορές στο υπεύθυνο κράτος μέλος, σύμφωνα, ιδίως, με τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στο άρθρο 47 του [Χάρτη]. Προκειμένου να τηρείται το διεθνές δίκαιο, η πραγματική προσφυγή κατά των ανωτέρω αποφάσεων θα πρέπει να καλύπτει την εξέταση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και της νομικής και της πραγματικής κατάστασης στο κράτος μέλος στο οποίο μεταφέρεται ο αιτών.

 

 

 

[…]

 

(32)      Όσον αφορά τη μεταχείριση των προσώπων τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη δεσμεύονται από τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από πράξεις του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένης της σχετικής νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

 

[…]

 

(39)      Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται, ιδίως, από τον [Χάρτη]. Ιδιαίτερα, ο παρών κανονισμός αποσκοπεί να εξασφαλίσει την πλήρη τήρηση του δικαιώματος ασύλου που διασφαλίζεται από το άρθρο 18 του [Χάρτη] καθώς και τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στα άρθρα 1, 4, 7, 24 και 47 αυτού. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει κατά συνέπεια να εφαρμόζεται ανάλογα.

 

[…]

 

(41)      Σύμφωνα με το άρθρο 3 και το άρθρο 4α παράγραφος 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 21 για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά το χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, που προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, τα εν λόγω κράτη μέλη έχουν γνωστοποιήσει ότι επιθυμούν να συμμετέχουν στην έκδοση και την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.»

 

14      Το άρθρο 1 του ίδιου κανονισμού ορίζει τα εξής:

 

«Ο παρών κανονισμός θεσπίζει τα κριτήρια και τους μηχανισμούς προσδιορισμού του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας η οποία υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας […]».

 

15      Το άρθρο 3 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ ορίζει τα ακόλουθα:

 

«1. Τα κράτη μέλη εξετάζουν κάθε αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα στο έδαφος οποιουδήποτε από αυτά, συμπεριλαμβανομένων των συνόρων ή των ζωνών διέλευσης. Η αίτηση εξετάζεται από ένα μόνο κράτος μέλος, το οποίο είναι το οριζόμενο ως υπεύθυνο σύμφωνα με τα κριτήρια που αναφέρονται στο κεφάλαιο III.

 

2. Εάν δεν είναι δυνατόν να καθορισθεί το υπεύθυνο κράτος μέλος βάσει των κριτηρίων που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό, υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης είναι το πρώτο κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση διεθνούς προστασίας.

 

Όταν είναι αδύνατη η μεταφορά αιτούντος στο κράτος μέλος που έχει προσδιορισθεί πρωτίστως ως υπεύθυνο, εξαιτίας βάσιμων λόγων που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν συστημικές ελλείψεις στη διαδικασία ασύλου και στις συνθήκες υποδοχής των αιτούντων στο εν λόγω κράτος μέλος, με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης, κατά την έννοια του άρθρου 4 του [Χάρτη], το προσδιορίζον κράτος μέλος εξακολουθεί να εξετάζει τα κριτήρια του κεφαλαίου ΙΙΙ, ώστε να διαπιστώσει αν άλλο κράτος μέλος μπορεί να προσδιοριστεί ως υπεύθυνο.

 

Όταν η μεταφορά δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, βάσει της παρούσας παραγράφου, σε κάποιο κράτος μέλος που έχει προσδιορισθεί σύμφωνα με τα κριτήρια του κεφαλαίου ΙΙΙ ή στο πρώτο κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση, το προσδιορίζον κράτος μέλος καθίσταται το υπεύθυνο κράτος μέλος.

 

3. Έκαστο κράτος μέλος διατηρεί το δικαίωμα να προωθεί τον αιτούντα προς ασφαλή τρίτη χώρα, σύμφωνα με τους κανόνες και τις εγγυήσεις που θεσπίζονται στην οδηγία 2013/32/ΕΕ.»

 

16      Το άρθρο 6 του κανονισμού αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εγγυήσεις για ανηλίκους», ορίζει τα εξής:

 

«1. Το μείζον συμφέρον του παιδιού αποτελεί το πρωταρχικό μέλημα των κρατών μελών όσον αφορά όλες τις διαδικασίες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

 

[…]

 

3. Για την αξιολόγηση του μείζονος συμφέροντος του παιδιού, τα κράτη μέλη συνεργάζονται στενά μεταξύ τους και, ιδίως, λαμβάνουν δεόντως υπόψη τους ακόλουθους παράγοντες:

 

α)      τις δυνατότητες επανένωσης της οικογένειας,

 

[…]

 

4. Για τον σκοπό της εφαρμογής του άρθρου 8, το κράτος μέλος στο οποίο ο ασυνόδευτος ανήλικος έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας προβαίνει στις ενδεδειγμένες ενέργειες το ταχύτερο δυνατό, ώστε να εντοπίσει τα μέλη της οικογένειας, τους αδελφούς ή τους συγγενείς του ασυνόδευτου ανηλίκου στο έδαφος των κρατών μελών, προστατεύοντας το μείζον συμφέρον του παιδιού.

 

[…]»

 

17      Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο III, ορίζει τα ακόλουθα:

 

«1. Τα κριτήρια για τον προσδιορισμό του υπευθύνου κράτους μέλους εφαρμόζονται με τη σειρά με την οποία παρατίθενται στο παρόν κεφάλαιο.

 

2. Ο προσδιορισμός του υπευθύνου κράτους μέλους κατ’ εφαρμογή των κριτηρίων που παρατίθενται στο παρόν κεφάλαιο πραγματοποιείται βάσει της κατάστασης που υπήρχε τη στιγμή κατά την οποία ο αιτών υπέβαλε την αίτησή του διεθνούς προστασίας για πρώτη φορά σε ένα κράτος μέλος.»

 

18      Το άρθρο 8, παράγραφος 1, του ιδίου κανονισμού ορίζει τα εξής:

 

«Εάν ο αιτών είναι ασυνόδευτος ανήλικος, υπεύθυνο κράτος μέλος είναι εκείνο στο οποίο ευρίσκεται νομίμως ένα μέλος της οικογένειας ή αδελφός του ασυνόδευτου ανηλίκου, εφόσον αυτό είναι προς το μείζον συμφέρον του ανηλίκου. Όταν ο αιτών είναι έγγαμος ανήλικος, ο σύζυγος του οποίου δεν ευρίσκεται νομίμως στο έδαφος των κρατών μελών, υπεύθυνο κράτος μέλος είναι εκείνο στο οποίο ευρίσκεται νομίμως ο πατέρας, η μητέρα ή άλλος ενήλικος υπεύθυνος για τον ανήλικο, είτε βάσει νόμου είτε βάσει της πρακτικής του εν λόγω κράτους μέλους, ή αδελφός του».

 

19      Το άρθρο 11 του κανονισμού Δουβλίνο III, το οποίο φέρει τον τίτλο «Οικογενειακή διαδικασία», ορίζει τα ακόλουθα:

 

«Όταν πλείονα μέλη οικογένειας και/ή ανήλικοι άγαμοι αδελφοί υποβάλλουν αιτήσεις διεθνούς προστασίας στο ίδιο κράτος μέλος ταυτόχρονα ή σε παραπλήσιες ημερομηνίες ώστε να μπορούν να διεξαχθούν από κοινού οι διαδικασίες προσδιορισμού του υπεύθυνου κράτους μέλους και η εφαρμογή των κριτηρίων του παρόντος κανονισμού μπορεί να οδηγήσει στον χωρισμό τους, ο προσδιορισμός του υπεύθυνου κράτους μέλους πραγματοποιείται βάσει των ακόλουθων διατάξεων:

 

α)      υπεύθυνο για την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας όλων των μελών της οικογένειας και/ή των ανήλικων άγαμων αδελφών είναι το κράτος μέλος το οποίο προσδιορίζεται βάσει των κριτηρίων ως υπεύθυνο για την αναδοχή του μεγαλύτερου αριθμού αυτών,

 

β)      στις λοιπές περιπτώσεις, υπεύθυνο είναι το κράτος μέλος το οποίο προσδιορίζεται βάσει των κριτηρίων ως υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης του πλέον ηλικιωμένου μέλους της.»

 

20      Το άρθρο 17 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ρήτρες διακριτικής ευχέρειας», ορίζει τα εξής:

 

«1. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 3 παράγραφος 1, κάθε κράτος μέλος δύναται να αποφασίζει να εξετάζει αίτηση διεθνούς προστασίας που έχει κατατεθεί από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα, ακόμη και αν δεν είναι υπεύθυνο για την εξέταση δυνάμει των κριτηρίων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

 

Το κράτος μέλος που αποφασίζει να εξετάσει αίτηση διεθνούς προστασίας σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο καθίσταται το υπεύθυνο κράτος μέλος και αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις που συνδέονται με αυτήν την ευθύνη. […]»

 

21      Το άρθρο 20, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα ακόλουθα:

 

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η κατάσταση του ανηλίκου ο οποίος συνοδεύει τον αιτούντα και εμπίπτει στον ορισμό του μέλους οικογένειας είναι αδιαχώριστη από εκείνη του μέλους οικογένειάς του και υπάγεται στην αρμοδιότητα του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας του εν λόγω μέλους οικογένειας, ακόμα και αν ο ανήλικος δεν είναι ατομικά αιτών, εφόσον αυτό είναι προς το μείζον συμφέρον του ανηλίκου. Το ίδιο ισχύει και για τα τέκνα που γεννήθηκαν μετά την άφιξη του αιτούντος στο έδαφος των κρατών μελών, χωρίς να χρειάζεται να κινηθεί νέα διαδικασία αναδοχής ευθύνης για τα εν λόγω τέκνα.»

 

22      Το άρθρο 27, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού ορίζει τα εξής:

 

«Ο αιτών ή άλλο πρόσωπο όπως αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο γ) ή δ) έχει το δικαίωμα άσκησης πραγματικής προσφυγής, με τη μορφή ένδικου μέσου ή επανεξέτασης, ενώπιον δικαστηρίου, τόσο για τα πραγματικά όσο και για τα νομικά στοιχεία, κατά απόφασης μεταφοράς.»

 

23      Το άρθρο 29, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού Δουβλίνο III ορίζει τα ακόλουθα:

 

«1. Η μεταφορά του αιτούντος […] από το κράτος μέλος που υπέβαλε το αίτημα προς το υπεύθυνο κράτος μέλος πραγματοποιείται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους που υπέβαλε το αίτημα, ύστερα από διαβούλευση μεταξύ των ενδιαφερομένων κρατών μελών, μόλις αυτό είναι πρακτικά δυνατόν και το αργότερο εντός προθεσμίας έξι μηνών […]

 

[…]

 

2. Εάν η μεταφορά δεν πραγματοποιηθεί εντός της προθεσμίας των έξι μηνών, το υπεύθυνο κράτος μέλος απαλλάσσεται των υποχρεώσεών του αναδοχής ή εκ νέου ανάληψης του ενδιαφερομένου και η ευθύνη μεταβιβάζεται τότε στο κράτος μέλος που υπέβαλε το αίτημα. […]»

 

24      Το άρθρο 35, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού ορίζει τα εξής:

 

«Κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή αμελλητί τις ειδικές αρχές που είναι υπεύθυνες για την εκτέλεση των υποχρεώσεων οι οποίες απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό και τις τυχόν τροποποιήσεις του. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές αυτές να διαθέτουν τους απαραίτητους πόρους για να φέρουν σε πέρας τα καθήκοντα τους και, ιδίως, για να ανταποκρίνονται, εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών, σε αιτήματα πληροφοριών, καθώς και σε αιτήματα αναδοχής και εκ νέου ανάληψης των αιτούντων.»

 

 Το ιρλανδικό δίκαιο

 

25      Η εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία είναι ο European Union (Dublin System) Regulations 2014 [κανονισμός του 2014 για την Ευρωπαϊκή Ένωση (σύστημα του Δουβλίνου)] (S.I. αριθ. 525/2014, στο εξής: εθνικός κανονισμός). Οι κύριες διατάξεις του που είναι κρίσιμες στην παρούσα υπόθεση είναι οι ακόλουθες.

 

26      Το άρθρο 2, παράγραφος 2, του εθνικού κανονισμού ορίζει ότι ένας όρος ή μια έκφραση που χρησιμοποιείται τόσο στον κανονισμό αυτό όσο και στον κανονισμό Δουβλίνο III θα πρέπει να έχει την ίδια έννοια με εκείνη που ο όρος αυτός ή η έκφραση αυτή έχει στον κανονισμό της Ένωσης.

 

27      Ο όρος «απόφαση μεταφοράς» καθορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, του εθνικού κανονισμού ως η απόφαση που εκδίδει ο Refugee Applications Commissioner (επίτροπος για τους πρόσφυγες, Ιρλανδία), σύμφωνα με τον κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ, για τη μεταφορά ενός αιτούντος διεθνή προστασία, όταν το κράτος, εν προκειμένω η Ιρλανδία, είναι το αιτούν κράτος μέλος, το δε κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα έχει αποδεχθεί το αίτημα αναδοχής ή εκ νέου αναλήψεως του εν λόγω αιτούντος διεθνή προστασία.

 

28      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του εθνικού κανονισμού προβλέπει ότι ο επίτροπος για τους πρόσφυγες ασκεί τα καθήκοντα του προσδιορίζοντος κράτους μέλους, του αιτούντος κράτους μέλους και του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα. Η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού ορίζει ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Ισότητας ασκεί τα καθήκοντα του κράτους μέλους που προβαίνει στη μεταφορά.

 

29      Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 3, του εθνικού κανονισμού, ο επίτροπος για τους πρόσφυγες ασκεί όλα τα καθήκοντα που προβλέπονται στο άρθρο 6 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, το οποίο, με τη σειρά του, κάνει αναφορά στο υπέρτερο συμφέρον του παιδιού «όσον αφορά όλες τις διαδικασίες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό».

 

30      Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, του εθνικού κανονισμού, ο αιτών μπορεί να ασκήσει ένδικο βοήθημα κατά της αποφάσεως μεταφοράς.

 

31      Το άρθρο 6, παράγραφος 9, του εθνικού κανονισμού ορίζει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επικυρώνει ή ακυρώνει την απόφαση μεταφοράς.

 

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

 

32      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η S.A., υπήκοος τρίτου κράτους, εισήλθε στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2010 έχοντας θεώρηση σπουδών, το δε επόμενο έτος ο M.A., επίσης υπήκοος τρίτου κράτους, την ακολούθησε έχοντας λάβει θεώρηση συντηρούμενου προσώπου. Το τέκνο τους, A.Z., γεννήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο τον Φεβρουάριο του 2014. Οι γονείς ανανέωναν τη θεώρησή τους κάθε έτος έως ότου έκλεισε η σχολή στην οποία φοιτούσε η S.A., γεγονός που είχε ως συνέπεια τη λήξη των θεωρήσεών τους.

 

33      Η S.A. και ο M.A. μετέβησαν τότε στην Ιρλανδία όπου, στις 12 Ιανουαρίου 2016, υπέβαλαν αιτήσεις ασύλου. Η αίτηση που αφορούσε το τέκνο περιλαμβανόταν σε εκείνη που αφορούσε τη μητέρα του.

 

34      Στις 7 Απριλίου 2016, ο επίτροπος για τους πρόσφυγες απηύθυνε στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας αίτημα αναδοχής των εν λόγω αιτήσεων ασύλου βάσει του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.

 

35      Την 1η Μαΐου 2016, το κράτος μέλος αυτό έδωσε τη συγκατάθεσή του για την εν λόγω αναδοχή.

 

36      Η S.A. και ο M.A. προέβαλαν ενώπιον του επιτρόπου για τους πρόσφυγες ζητήματα υγείας που αντιμετώπιζε ο M.A., καθώς και το γεγονός ότι το παιδί εξεταζόταν από την Health Service Executive, (υγειονομική υπηρεσία, Ιρλανδία) σχετικά με ένα πρόβλημα υγείας.

 

37      Ο επίτροπος για τους πρόσφυγες αποφάσισε υπέρ της μεταφορά προς το Ηνωμένο Βασίλειο, εκτιμώντας, με μια δυσμενή για τους S.A. και M.A. απόφαση, ότι δεν συνέτρεχε λόγος εφαρμογής του άρθρου 17 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.

 

38      Η S.A. και ο M.A. προσέβαλαν την απόφαση μεταφοράς ενώπιον του International Protection Appeals Tribunal (δευτεροβάθμιου δικαστηρίου για τη διεθνή προστασία), στηριζόμενοι κατά κύριο λόγο στο προμνησθέν άρθρο 17 και σε λόγους που συνδέονταν με την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση.

 

39      Στις 10 Ιανουαρίου 2017, το ανωτέρω δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση μεταφοράς, επισημαίνοντας ότι δεν ήταν αρμόδιο να ασκήσει τη διακριτική ευχέρεια που προβλέπεται στο προμνησθέν άρθρο 17. Απέρριψε επίσης τα επιχειρήματα σχετικά με την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση, με την αιτιολογία ότι κρίσιμη κατάσταση για την εκτίμηση της νομιμότητας της αποφάσεως αυτής ήταν εκείνη που υφίστατο κατά τον χρόνο που κλήθηκε να αποφανθεί.

 

40      Η S.A. και ο M.A. προσέφυγαν τότε ενώπιον του High Court (ανωτέρου δικαστηρίου, Ιρλανδία).

 

41      Το εν λόγω δικαστήριο εκτιμά ότι, κατ’ αρχήν, για την επίλυση της ενώπιόν του διαφοράς, πρέπει προηγουμένως να προσδιορισθούν οι επιπτώσεις που ενδέχεται να έχει για το σύστημα του Δουβλίνου η διαδικασία αποχωρήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση.

 

42      Επιπλέον, αναφέρει ότι οι όροι που χρησιμοποιούνται στον εθνικό κανονισμό, οι οποίοι επαναλαμβάνουν εκείνους που περιέχει ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ, πρέπει να έχουν την ίδια έννοια με τους τελευταίους. Συνάγει, επομένως, ότι, για την επίλυση της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του, είναι αναγκαία η ερμηνεία του εν λόγω κανονισμού.

 

43      Υπό τις περιστάσεις αυτές, το High Court (ανώτερο δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

 

«1)      Στο πλαίσιο της μεταφοράς αιτούντος διεθνή προστασία προς το Ηνωμένο Βασίλειο βάσει του κανονισμού [Δουβλίνο ΙΙΙ], πρέπει το αρμόδιο εθνικό όργανο, κατά την εξέταση των ζητημάτων που ανακύπτουν σχετικά με την προβλεπόμενη στο άρθρο 17 [του κανονισμού αυτού] ρήτρα διακριτικής ευχέρειας και/ή των ζητημάτων που αφορούν την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο Ηνωμένο Βασίλειο, να αγνοήσει τις επικρατούσες κατά τον χρόνο της εξετάσεως περιστάσεις σε σχέση με τη σκοπούμενη αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση;

 

2)      Περιλαμβάνει η έννοια του “προσδιορίζοντος κράτους μέλους”, κατά τον κανονισμό [Δουβλίνο ΙΙΙ], τη δυνατότητα του εν λόγω κράτους μέλους να εφαρμόσει τη ρήτρα διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 17 του κανονισμού αυτού;

 

3)       Περιλαμβάνεται στις αρμοδιότητες του κράτους μέλους που προβλέπονται στο άρθρο 6 του κανονισμού [Δουβλίνο ΙΙΙ] η εξουσία που αναγνωρίζεται ή απονέμεται από το άρθρο 17 του κανονισμού;

 

4)      Έχει εφαρμογή η έννοια της “αποτελεσματικής προσφυγής” επί των αποφάσεων που λαμβάνονται σε πρώτο βαθμό δυνάμει του άρθρου 17 του κανονισμού [Δουβλίνο ΙΙΙ], ώστε να καθίσταται δυνατή η άσκηση προσφυγών ή ισοδύναμων ενδίκων βοηθημάτων κατ’ αυτών των αποφάσεων και/ή ώστε η προβλεπόμενη από την εθνική νομοθεσία διαδικασία προσφυγής κατά αποφάσεων που λαμβάνονται σε πρώτο βαθμό δυνάμει του κανονισμού να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι περιλαμβάνει την προσφυγή κατά αποφάσεων που λαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 17;

 

5)       Έχει το άρθρο 20, παράγραφος 3, του κανονισμού [Δουβλίνο ΙΙΙ] την έννοια ότι, ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων προς ανατροπή του τεκμηρίου ότι είναι προς το υπέρτεροσυμφέρον του παιδιού να αντιμετωπίζεται η κατάστασή του ως αδιαχώριστη από αυτή των γονέων του, το αρμόδιο εθνικό όργανο δεν υποχρεούται να εξετάσει χωριστά από τους γονείς αυτό το υπέρτερο συμφέρον ως αυτοτελές ζήτημα ή ως σημείο αφετηρίας της εκτιμήσεως σχετικά με το αν πρέπει να λάβει χώρα η σχετική μεταφορά;»

 

 Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

 

44      Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε να εκδικασθεί η υπό κρίση υπόθεση με την επείγουσα προδικαστική διαδικασία του άρθρου 23α του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επικουρικώς, το αιτούν δικαστήριο ζήτησε να εκδικασθεί η υπό κρίση υπόθεση με την ταχεία διαδικασία, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

 

45      Όσον αφορά, πρώτον, το αίτημα σχετικά με την επείγουσα προδικαστική διαδικασία, το Δικαστήριο, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, αποφάσισε, στις 4 Δεκεμβρίου 2017, να μην το κάνει δεκτό.

 

46      Όσον αφορά, δεύτερον, το αίτημα να εκδικασθεί η υπό κρίση υπόθεση με την ταχεία διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου το απέρριψε με διάταξη της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Μ.A. κ.λπ. (C‑661/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:1024).

 

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 

 Επί του παραδεκτού

 

47      Η Ιρλανδία υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι οι έννομες συνέπειες μιας ενδεχόμενης αποχωρήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση είναι ακόμη άγνωστες, τα ερωτήματα αναφορικά με τις συνέπειες αυτές πρέπει να θεωρηθούν υποθετικά. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε απόφαση που το Δικαστήριο θα μπορούσε να λάβει σε αυτό το στάδιο, όσον αφορά την κατάσταση που θα ανακύψει μετά την ημερομηνία κατά την οποία προβλέπεται ότι το κράτος μέλος αυτό θα παύσει να αποτελεί κράτος μέλος της Ένωσης, είναι υποθετικής φύσεως. Κατά πάγια δε νομολογία (απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Pohotovosť, C‑470/12, EU:C:2014:101, σκέψεις 27 και 29, καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), το Δικαστήριο δεν δίνει απάντηση σε ερωτήματα υποθετικής ή συμβουλευτικής φύσεως.

 

48      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία, η διαδικασία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ αποτελεί μέσο συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, με το οποίο το Δικαστήριο τους παρέχει τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς επί της οποίας καλούνται να αποφανθούν (απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2016, Eurosaneamientos κ.λπ., C‑532/15 και C‑538/15, EU:C:2016:932, σκέψη 26, καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 

49      Στο πλαίσιο της συνεργασίας αυτής, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της αποφάσεως την οποία πρόκειται να εκδώσει, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβαλλόμενα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται καταρχήν να απαντήσει (απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2016, Eurosaneamientos κ.λπ., C‑532/15 και C‑538/15, EU:C:2016:932, σκέψη 27, καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 

50      Ως εκ τούτου, τεκμαίρεται ότι τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης προδικαστικά ερωτήματα τα οποία υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο, εντός του πραγματικού και κανονιστικού πλαισίου το οποίο αυτό προσδιορίζει με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο, υποβάλλονται λυσιτελώς. Το Δικαστήριο μπορεί να απορρίψει αίτηση εθνικού δικαστηρίου για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που του είναι αναγκαία για να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2016, Eurosaneamientos κ.λπ., C‑532/15 και C‑538/15, EU:C:2016:932, σκέψη 28, καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 

51      Εν προκειμένω, πρέπει να επισημανθεί ότι το αιτούν δικαστήριο εξήγησε λεπτομερώς τον λόγο για τον οποίο έκρινε ότι, προκειμένου να αποφανθεί επί της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί, είναι αναγκαίο να αναλυθούν οι επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει η ενδεχόμενη αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση στο πλαίσιο του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.

 

52      Υπό τις συνθήκες αυτές, η ερμηνεία την οποία ζητεί το αιτούν δικαστήριο δεν φαίνεται αλυσιτελής όσον αφορά την επίλυση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Κατά συνέπεια, πρέπει να δοθεί απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το High Court (ανώτερο δικαστήριο).

 

 Επί της ουσίας

 

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

 

53      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ έχει την έννοια ότι το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος, το οποίο προσδιορίζεται ως «υπεύθυνο» κατά την έννοια του κανονισμού αυτού, έχει γνωστοποιήσει την πρόθεσή του να αποχωρήσει από την Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 50 ΣΕΕ υποχρεώνει το προσδιορίζον κράτος μέλος να εξετάσει το ίδιο τη συγκεκριμένη αίτηση προστασίας, κατ’ εφαρμογήν της ρήτρας διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο προμνησθέν άρθρο 17, παράγραφος 1.

 

54      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπομνησθεί ότι η εκ μέρους κράτους μέλους γνωστοποίηση της προθέσεώς του να αποχωρήσει από την Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 50 ΣΕΕ δεν έχει ως αποτέλεσμα την αναστολή της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης στο εν λόγω κράτος μέλος και, κατά συνέπεια, το δίκαιο αυτό εξακολουθεί να ισχύει πλήρως στο εν λόγω κράτος μέλος μέχρι την πραγματική αποχώρησή του από την Ένωση (απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, RO, C‑327/18 PPU, EU:C:2018:733, σκέψη 45).

 

55      Όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 10 της παρούσας αποφάσεως, ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ αντικατέστησε τον κανονισμό 343/2003. Όσον αφορά τη ρήτρα διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι το γράμμα της διατάξεως αυτής συμπίπτει κατ’ ουσίαν με εκείνο της ρήτρας κυριαρχίας που περιλαμβανόταν στο άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003, οπότε η ερμηνεία της τελευταίας αυτής διατάξεως μπορεί να εφαρμοσθεί και ως προς το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ (απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2017, C. K. κ.λπ., C‑578/16 PPU, EU:C:2017:127, σκέψη 53).

 

56      Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, η αίτηση διεθνούς προστασίας εξετάζεται από ένα μόνο κράτος μέλος, το οποίο είναι το οριζόμενο ως υπεύθυνο σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στο κεφάλαιο III του εν λόγω κανονισμού.

 

57      Κατά παρέκκλιση από το προμνησθέν άρθρο 3, παράγραφος 1, το άρθρο 17, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει ότι κάθε κράτος μέλος δύναται να αποφασίζει να εξετάζει αίτηση διεθνούς προστασίας που του έχει κατατεθεί από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα, ακόμη και αν δεν είναι υπεύθυνο για την εξέταση βάσει των ανωτέρω κριτηρίων.

 

58      Όπως σαφώς προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 17, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, η διάταξη αυτή είναι προαιρετικής φύσεως, καθόσον αφήνει στη διακριτική ευχέρεια κάθε κράτους μέλους την απόφαση να προβεί στην εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας που του υποβάλλεται, ακόμη και αν δεν είναι υπεύθυνο για την εξέταση αυτή βάσει των οριζόμενων από τον κανονισμό κριτηρίων για τον προσδιορισμό του υπεύθυνου κράτους μέλους. Η άσκηση της ευχέρειας αυτής δεν υπόκειται μάλιστα σε καμία ιδιαίτερη προϋπόθεση (πρβλ. απόφαση της 30ής Μαΐου 2013, Halaf, C‑528/11, EU:C:2013:342, σκέψη 36). Σκοπός της εν λόγω ευχέρειας είναι να παρέχεται σε κάθε κράτος μέλος η δυνατότητα να αποφασίζει, ασκώντας τα κυριαρχικά του δικαιώματα, σε συνάρτηση με πολιτικά, ανθρωπιστικά ή πρακτικά κριτήρια, να δεχθεί να εξετάσει αίτηση διεθνούς προστασίας, ακόμη και αν δεν είναι υπεύθυνο κατ’ εφαρμογήν των κριτηρίων του εν λόγω κανονισμού (απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, Fathi, C‑56/17, EU:C:2018:803, σκέψη 53).

 

59      Ως προς την έκταση της εξουσίας εκτιμήσεως που παρέχεται στα κράτη μέλη, στο οικείο κράτος μέλος εναπόκειται να καθορίσει τις περιστάσεις υπό τις οποίες προτίθεται να κάνει χρήση της δυνατότητας που παρέχει η ρήτρα διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ και να δεχθεί να εξετάσει το ίδιο μια αίτηση διεθνούς προστασίας για την οποία δεν είναι υπεύθυνο βάσει των κριτηρίων του κανονισμού αυτού.

 

60      Η ως άνω διαπίστωση συνάδει εξάλλου, αφενός, προς τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τις προαιρετικές διατάξεις, κατά την οποία οι διατάξεις αυτές παρέχουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως στα κράτη μέλη (απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2013, Abdullahi, C‑394/12, EU:C:2013:813, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) και, αφετέρου, προς τον σκοπό του προμνησθέντος άρθρου 17, παράγραφος 1, ήτοι τη διαφύλαξη των προνομίων των κρατών μελών κατά την άσκηση του δικαιώματος χορηγήσεως διεθνούς προστασίας (απόφαση της 5ης Ιουλίου 2018, X, C‑213/17, EU:C:2018:538, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 

61      Λαμβανομένων υπόψη όλων των προεκτεθεισών σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ έχει την έννοια ότι το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος, το οποίο προσδιορίζεται ως «υπεύθυνο» κατά την έννοια του κανονισμού αυτού, έχει γνωστοποιήσει την πρόθεσή του να αποχωρήσει από την Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 50 ΣΕΕ δεν υποχρεώνει το προσδιορίζον κράτος μέλος να εξετάσει το ίδιο τη συγκεκριμένη αίτηση προστασίας, κατ’ εφαρμογήν της ρήτρας διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο προμνησθέν άρθρο 17, παράγραφος 1.

 

 Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

 

62      Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στηρίζεται στην παραδοχή ότι, στην Ιρλανδία, ο επίτροπος για τους πρόσφυγες είναι αυτός που προβαίνει στον προσδιορισμό του υπευθύνου κράτους μέλους βάσει των κριτηρίων που ορίζονται στον κανονισμό Δουβλίνο III, ενώ η χρήση της ρήτρας διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, επαφίεται στον Υπουργό Δικαιοσύνης και Ισότητας.

 

63      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ έχει την έννοια ότι απαιτεί να επαφίενται στην ίδια εθνική αρχή τόσον ο προσδιορισμός του υπεύθυνου κράτους μέλους κατ’ εφαρμογήν των οριζόμενων στον εν λόγω κανονισμό κριτηρίων όσο και η χρήση της προβλεπόμενης στο άρθρο 17, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού ρήτρας διακριτικής ευχέρειας.

 

64      Πρέπει να υπομνησθεί, καταρχάς, ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, η εξουσία εκτιμήσεως που παρέχει στα κράτη μέλη το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα των προβλεπόμενων από τον κανονισμό αυτό μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως ασύλου. Επομένως, η βάσει της διατάξεως αυτής εκδιδόμενη απόφαση ενός κράτους μέλους να εξετάσει ή όχι μια αίτηση διεθνούς προστασίας, για την οποία δεν είναι υπεύθυνο βάσει των οριζόμενων στο κεφάλαιο ΙΙΙ του εν λόγω κανονισμού κριτηρίων, συνιστά εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2017, C. K. κ.λπ., C‑578/16 PPU, EU:C:2017:127, σκέψη 53, καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 

65      Διαπιστώνεται, περαιτέρω, ότι ο κανονισμός Δουβλίνο III δεν περιέχει, ωστόσο, καμία διάταξη που να διευκρινίζει ποια αρχή είναι αρμόδια να λάβει απόφαση κατ’ εφαρμογήν των κριτηρίων που ορίζει ο εν λόγω κανονισμός σχετικά με τον προσδιορισμό του υπεύθυνου κράτους μέλους ή βάσει της ρήτρας διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού. Ο κανονισμός δεν διευκρινίζει εξάλλου εάν ένα κράτος μέλος πρέπει να αναθέτει στην ίδια αρχή την εφαρμογή των εν λόγω κριτηρίων και την εφαρμογή της εν λόγω ρήτρας διακριτικής ευχέρειας.

 

66      Αντιθέτως, το άρθρο 35, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο III προβλέπει ότι κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί αμελλητί στην Επιτροπή τις ειδικές «αρχές που είναι υπεύθυνες» για την εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τον κανονισμό αυτό και κάθε τροποποίηση σε σχέση με τις αρχές αυτές.

 

67      Από το γράμμα της διατάξεως αυτής προκύπτει, πρώτον, ότι εναπόκειται στο κράτος μέλος να καθορίσει ποιες εθνικές αρχές είναι αρμόδιες για την εφαρμογή του κανονισμού Δουβλίνο III. Δεύτερον, η φράση «[οι] αρχές που είναι υπεύθυνες» στο προμνησθέν άρθρο 35 υποδηλώνει ότι ένα κράτος μέλος είναι ελεύθερο να αναθέσει σε διαφορετικές αρχές την εφαρμογή των οριζόμενων από τον κανονισμό αυτό κριτηρίων για τον προσδιορισμό του υπεύθυνου κράτους μέλους και την εφαρμογή της «ρήτρας διακριτικής ευχέρειας» που προβλέπεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.

 

68      Η ανωτέρω εκτίμηση ενισχύεται, επίσης, από άλλες διατάξεις του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, όπως το άρθρο 4, παράγραφος 1, το άρθρο 20, παράγραφοι 2 και 4, ή το άρθρο 21, παράγραφος 3, στις οποίες χρησιμοποιήθηκαν οι φράσεις «οι αρμόδιες αρχές του», «τις αρχές», «τις αρμόδιες αρχές του συγκεκριμένου κράτους μέλους», «στις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους» ή ακόμη «στις αρχές του κράτους μέλους στο οποίο απευθύνεται το αίτημα».

 

69      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ έχει την έννοια ότι δεν απαιτεί να επαφίενται στην ίδια εθνική αρχή ο προσδιορισμός του υπεύθυνου κράτους μέλους βάσει των οριζόμενων στον εν λόγω κανονισμό κριτηρίων και η χρήση της προβλεπόμενης στο άρθρο 17, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού ρήτρας διακριτικής ευχέρειας.

 

 Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

 

70      Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ έχει την έννοια ότι επιβάλλει σε κράτος μέλος, το οποίο δεν είναι υπεύθυνο, βάσει των κριτηρίων του κανονισμού αυτού, για την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας, να λάβει υπόψη το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού και να εξετάσει το ίδιο την αίτηση αυτή, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 17, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.

 

71      Εφόσον, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 58 και 59 της παρούσας αποφάσεως, η χρήση της δυνατότητας που παρέχει στα κράτη μέλη η προβλεπόμενη στο άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ ρήτρα διακριτικής ευχέρειας δεν υπόκειται σε καμία ειδική προϋπόθεση και εναπόκειται, κατ’ αρχήν, σε κάθε κράτος μέλος να προσδιορίσει τις περιστάσεις υπό τις οποίες προτίθεται να κάνει χρήση της δυνατότητας αυτής και να δεχθεί να εξετάσει το ίδιο αίτηση διεθνούς προστασίας για την οποία δεν είναι υπεύθυνο βάσει των κριτηρίων του κανονισμού αυτού, διαπιστώνεται ότι ούτε οι σχετικές με το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού εκτιμήσεις είναι δυνατόν να υποχρεώσουν ένα κράτος μέλος να κάνει χρήση της εν λόγω ευχέρειας και να εξετάσει το ίδιο μια αίτηση για την οποία δεν είναι υπεύθυνο.

 

72      Ως εκ τούτου, το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ έχει την έννοια ότι δεν επιβάλλει σε κράτος μέλος, το οποίο δεν είναι υπεύθυνο, βάσει των κριτηρίων του κανονισμού αυτού, για την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας, να λάβει υπόψη το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού και να εξετάσει το ίδιο την αίτηση αυτή, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 17, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.

 

 Επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος

 

73      Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ επιβάλλει να προβλέπεται προσφυγή κατά της αποφάσεως να μη γίνει χρήση της δυνατότητας που παρέχει το άρθρο 17, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού.

 

74      Κατά το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο III, ο αιτών διεθνή προστασία έχει το δικαίωμα να ασκήσει ενώπιον δικαστηρίου πραγματική προσφυγή, είτε υπό τη μορφή βοηθήματος κατά αποφάσεως μεταφοράς είτε υπό τη μορφή επανεξετάσεως των πραγματικών και νομικών στοιχείων της απόφασης αυτής.

 

75      Επομένως, το άρθρο αυτό δεν προβλέπει ρητώς προσφυγή κατά της αποφάσεως να μη γίνει χρήση της δυνατότητας που παρέχει το άρθρο 17, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.

 

76      Επιπλέον, ο στόχος περί ταχύτητας κατά την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας και, κυρίως, κατά τον προσδιορισμό του υπεύθυνου κράτους μέλους, ο οποίος διαπνέει τη διαδικασία που καθιερώνει ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ και ο οποίος διατυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 5 του κανονισμού αυτού, συνηγορεί κατά του πολλαπλασιασμού των μέσων παροχής ένδικης προστασίας.

 

77      Ασφαλώς, η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης που διατυπώνεται πλέον στο άρθρο 47 του Χάρτη (απόφαση της 10ης Ιουλίου 2014, Telefónica και Telefónica de España κατά Επιτροπής, C‑295/12 P, EU:C:2014:2062, σκέψη 40, καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), κατά το οποίο κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάσθηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο.

 

78      Εντούτοις, εάν ένα κράτος μέλος αρνηθεί να κάνει χρήση της ρήτρας διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, τούτο συνεπάγεται αναγκαστικά ότι το κράτος μέλος αυτό πρέπει να λάβει απόφαση μεταφοράς. Η άρνηση του κράτους μέλους να κάνει χρήση της ρήτρας αυτής μπορεί, ενδεχομένως, να προσβληθεί στο πλαίσιο προσφυγής κατά της αποφάσεως μεταφοράς.

 

79      Κατά συνέπεια, το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ έχει την έννοια ότι δεν επιβάλλει να προβλέπεται προσφυγή κατά της αποφάσεως να μη γίνει χρήση της δυνατότητας που προβλέπει το άρθρο 17, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, με την επιφύλαξη ότι η απόφαση αυτή μπορεί να προσβληθεί στο πλαίσιο προσφυγής κατά της αποφάσεως μεταφοράς.

 

80      Επιπροσθέτως, και προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, στο μέτρο που τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα συνδέονται, εν προκειμένω, με τη γνωστοποίηση, εκ μέρους του κράτους μέλους που έχει προσδιορισθεί ως υπεύθυνο βάσει των κριτηρίων που ορίζονται στον κανονισμό Δουβλίνο III, της προθέσεώς του να αποχωρήσει από την Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 50 ΣΕΕ, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 54 της παρούσας αποφάσεως, η γνωστοποίηση αυτή δεν έχει ως συνέπεια την αναστολή της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης στο εν λόγω κράτος μέλος και ότι, ως εκ τούτου, το δίκαιο αυτό, το οποίο περιλαμβάνει το κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου, καθώς και την αμοιβαία εμπιστοσύνη και το τεκμήριο σεβασμού, από τα κράτη μέλη, των θεμελιωδών δικαιωμάτων, εξακολουθεί να ισχύει πλήρως στο εν λόγω κράτος μέλος έως την πραγματική του αποχώρηση από την Ένωση.

 

81      Πρέπει επίσης να προστεθεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η μεταφορά αιτούντος προς ένα τέτοιο κράτος μέλος δεν πρέπει να διενεργηθεί εάν συντρέχουν σοβαρές ενδείξεις ως προς το ότι, συνεπεία της γνωστοποιήσεως αυτής, ελλοχεύει πραγματικός κίνδυνος να υποστεί ο αιτών απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση στο κράτος μέλος αυτό, κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη (απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2017, C. K. κ.λπ., C‑578/16 PPU, EU:C:2017:127, σκέψη 65).

 

82      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι μια τέτοια γνωστοποίηση δεν είναι δυνατόν, αφ’ εαυτής, να θεωρηθεί ότι συνεπάγεται έκθεση του οικείου προσώπου σε κίνδυνο.

 

83      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί, πρώτον, ότι το κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου έχει σχεδιασθεί εντός πλαισίου εκ του οποίου συνάγεται ότι το σύνολο των κρατών που μετέχουν σε αυτό, είτε πρόκειται για κράτη μέλη είτε για τρίτα κράτη, σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων τα οποία πηγάζουν από τη Σύμβαση της Γενεύης και το Πρωτόκολλο του 1967 –μεταξύ άλλων την αρχή της μη επαναπροωθήσεως– καθώς και από την ΕΣΔΑ, και ότι, ως εκ τούτου, τα κράτη αυτά μπορούν να τελούν σε σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης όσον αφορά τον σεβασμό των θεμελιωδών αυτών δικαιωμάτων (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, N. S. κ.λπ., C‑411/10 και C‑493/10, EU:C:2011:865, σκέψη 78), δεδομένου, εξάλλου, ότι, όπως αναφέρθηκε στις σκέψεις 3 έως 5 της παρούσας αποφάσεως, τα ίδια αυτά κράτη μέλη είναι όλα συμβαλλόμενα μέρη τόσο στη Σύμβαση της Γενεύης και στο Πρωτόκολλο του 1967 όσο και στην ΕΣΔΑ.

 

84      Δεύτερον, όσον αφορά τα θεμελιώδη δικαιώματα που αναγνωρίζονται σε αιτούντα διεθνή προστασία, πέραν της κωδικοποιήσεως –στο άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ– της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με την ύπαρξη συστημικών πλημμελειών στη διαδικασία χορηγήσεως ασύλου και στις συνθήκες υποδοχής των αιτούντων στο κράτος μέλος που έχει προσδιορισθεί ως υπεύθυνο κατά την έννοια του κανονισμού αυτού, τα κράτη μέλη, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 32 και 39 του εν λόγω κανονισμού, δεσμεύονται επίσης κατά την εφαρμογή του από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καθώς και από το άρθρο 4 του Χάρτη (απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2017, C. K. κ.λπ., C‑578/16 PPU, EU:C:2017:127, σκέψη 63). Δεδομένου ότι το άρθρο 4 αντιστοιχεί στο άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, η προβλεπόμενη στην πρώτη αυτή διάταξη απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως έχει, σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, την ίδια έννοια και το ίδιο περιεχόμενο που της αποδίδει η εν λόγω σύμβαση (πρβλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2017, C. K. κ.λπ., C‑578/16 PPU, EU:C:2017:127, σκέψη 67).

 

85      Τρίτον, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 83 της παρούσας αποφάσεως, εφόσον τα κράτη μέλη είναι συμβαλλόμενα μέρη στη Σύμβαση της Γενεύης και στο Πρωτόκολλο του 1967, καθώς και στην ΕΣΔΑ, δύο διεθνείς συμφωνίες στις οποίες στηρίζεται το κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου, η διατήρηση της συμμετοχής ενός κράτους μέλους στις εν λόγω συμβάσεις και στο εν λόγω πρωτόκολλο δεν συνδέεται με τη συμμετοχή του στην Ένωση. Επομένως, η απόφαση κράτους μέλους να αποχωρήσει από την Ένωση δεν έχει επίπτωση στην υποχρέωσή του να σέβεται τη Σύμβαση της Γενεύης και το Πρωτόκολλο του 1967, συμπεριλαμβανομένης της αρχής της μη επαναπροωθήσεως, καθώς και το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ.

 

86      Λαμβανομένων υπόψη όλων των προεκτεθεισών σκέψεων, στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ έχει την έννοια ότι δεν επιβάλλει να προβλέπεται προσφυγή κατά της αποφάσεως να μη γίνει χρήση της δυνατότητας που παρέχει το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, με την επιφύλαξη ότι η απόφαση αυτή μπορεί να προσβληθεί στο πλαίσιο προσφυγής κατά της αποφάσεως μεταφοράς.

 

 Επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος

 

87      Με το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 20, παράγραφος 3, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ έχει την έννοια ότι, ελλείψει αποδείξεως περί του αντιθέτου, η διάταξη αυτή καθιερώνει τεκμήριο σύμφωνα με το οποίο είναι προς το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού να μην αντιμετωπίζεται η κατάσταση του εκάστοτε παιδιού χωριστά από εκείνη των γονέων του.

 

88      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από το γράμμα του άρθρου 20, παράγραφος 3, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, προκύπτει σαφώς ότι τούτο συμβαίνει. Επομένως, μόνο στην περίπτωση που αποδεικνύεται ότι μια τέτοια εξέταση που διενεργείται από κοινού με εκείνη για τους γονείς του παιδιού δεν είναι προς το υπέρτερο συμφέρον του εν λόγω παιδιού, θα πρέπει να αντιμετωπίζεται η κατάσταση του τελευταίου χωριστά από εκείνη των γονέων του.

 

89      Η ως άνω διαπίστωση συνάδει προς τις αιτιολογικές σκέψεις 14 έως 16, καθώς και, μεταξύ άλλων, προς το άρθρο 6, παράγραφοι 3, στοιχείο αʹ, και 4, το άρθρο 8, παράγραφος 1, και το άρθρο 11 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο σεβασμός της οικογενειακής ζωής και, ιδίως, η διατήρηση της ενότητας της οικογενειακής ομάδας είναι, κατ’ αρχήν, προς το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού.

 

90      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 20, παράγραφος 3, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ έχει την έννοια ότι, ελλείψει αποδείξεως περί του αντιθέτου, η διάταξη αυτή καθιερώνει τεκμήριο σύμφωνα με το οποίο είναι προς το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού να μην αντιμετωπίζεται η κατάσταση του εκάστοτε παιδιού χωριστά από εκείνη των γονέων του.

 

 Επί των δικαστικών εξόδων

 

91      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)      Το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα, έχει την έννοια ότι το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος, το οποίο προσδιορίζεται ως «υπεύθυνο» κατά την έννοια του κανονισμού αυτού, έχει γνωστοποιήσει την πρόθεσή του να αποχωρήσει από την Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 50 ΣΕΕ δεν υποχρεώνει το προσδιορίζον κράτος μέλος να εξετάσει το ίδιο τη συγκεκριμένη αίτηση προστασίας, κατ’ εφαρμογήν της ρήτρας διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο προμνησθέν άρθρο 17, παράγραφος 1.

 

2)      Ο κανονισμός 604/2013 έχει την έννοια ότι δεν απαιτεί να επαφίενται στην ίδια εθνική αρχή ο προσδιορισμός του υπεύθυνου κράτους μέλους βάσει των οριζόμενων στον εν λόγω κανονισμό κριτηρίων και η χρήση της προβλεπόμενης στο άρθρο 17, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού ρήτρας διακριτικής ευχέρειας.

 

3)      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 604/2013 έχει την έννοια ότι δεν επιβάλλει σε κράτος μέλος, το οποίο δεν είναι υπεύθυνο, βάσει των οριζόμενων στον κανονισμό αυτό κριτηρίων, για την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας, να λάβει υπόψη το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού και να εξετάσει το ίδιο την αίτηση αυτή, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 17, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.

 

4)      Το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού 604/2013 δεν επιβάλλει να προβλέπεται προσφυγή κατά της αποφάσεως να μη γίνει χρήση της δυνατότητας που παρέχει το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, με την επιφύλαξη ότι η απόφαση αυτή μπορεί να προσβληθεί στο πλαίσιο προσφυγής κατά της αποφάσεως μεταφοράς.

 

5)      Το άρθρο 20, παράγραφος 3, του κανονισμού 604/2013 έχει την έννοια ότι, ελλείψει αποδείξεως περί του αντιθέτου, η διάταξη αυτή καθιερώνει τεκμήριο σύμφωνα με το οποίο είναι προς το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού να μην αντιμετωπίζεται η κατάσταση του εκάστοτε παιδιού χωριστά από εκείνη των γονέων του.

 

(υπογραφές)

 

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *