Οι όροι που έθεσε η Πορτογαλική Κυβέρνηση στο πλαίσιο της επανιδιωτικοποίησης της TAP είναι σύμφωνοι με το δίκαιο της Ένωσης, με
εξαίρεση την υποχρέωση διατήρησης και ανάπτυξης του εθνικού επιχειρησιακού κόμβου (hub)
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)
της 27ης Φεβρουαρίου 2019 (*)
«Προδικαστική παραπομπή – Ελευθερία εγκατάστασης – Κανονισμός (ΕΚ) 1008/2008 – Εταιρία αερομεταφορών – Διαδικασία επανιδιωτικοποίησης – Πώληση μετοχών που αντιπροσωπεύουν έως και το 61 % του εταιρικού κεφαλαίου – Όροι – Υποχρέωση διατήρησης της έδρας και της πραγματικής διοίκησης της εταιρίας σε κράτος μέλος – Υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας – Υποχρέωση διατήρησης και ανάπτυξης του υφιστάμενου εθνικού επιχειρησιακού κόμβου (hub)»
Στην υπόθεση C‑563/17,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Supremo Tribunal Administrativo (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Πορτογαλία) με απόφαση της 20ής Ιουνίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 25 Σεπτεμβρίου 2017, στο πλαίσιο της δίκης
Associação Peço a Palavra,
João Carlos Constantino Pereira Osório,
Maria Clara Marques Pires Sarmento Franco,
Sofia da Silva Santos Arauz,
Maria João Galhardas Fitas
κατά
Conselho de Ministros,
παρισταμένων των:
Parpública – Participações Públicas SGPS SA,
TAP – Transportes Aéreos Portugueses SGPS SA,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),
συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο του Δικαστηρίου, προεδρεύοντα του δεύτερου τμήματος, A. Prechal (εισηγήτρια) και C. Toader, A. Rosas και M. Ilešič, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona
γραμματέας: M. Ferreira, κύρια διοικητική υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Σεπτεμβρίου 2018,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Parpública – Participações Públicas SGPS SA, εκπροσωπούμενη από τον M. Mendes Pereira, advogado,
– η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους L. Inez Fernandes, M. Figueiredo και A. Duarte de Almeida,
– η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον P. Gentili, avvocato dello Stato,
– η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. K. Bulterman και τον J. Langer,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την P. Costa de Oliveira, καθώς και από τους L. Malferrari και K. Simonsson,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 21ης Νοεμβρίου 2018,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 49, 54, 56 και 57 ΣΛΕΕ, καθώς και των άρθρων 2, 16 και 17 της οδηγίας 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (ΕΕ 2006, L 376, σ. 36).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Associação Peço a Palavra, μιας μη κερδοσκοπικής ένωσης πορτογαλικού δικαίου, και τεσσάρων φυσικών προσώπων πορτογαλικής ιθαγένειας (στο εξής από κοινού: APP κ.λπ.) και, αφετέρου, του Conselho de Ministros (Υπουργικού Συμβουλίου, Πορτογαλία) με αντικείμενο το κύρος απόφασης με την οποία εισάγονται σε συγγραφή υποχρεώσεων συγκεκριμένοι όροι εφαρμοζόμενοι στη διαδικασία έμμεσης επανιδιωτικοποίησης της TAP – Transportes Aéreos Portugueses SA (στο εξής: TAP).
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
Η οδηγία 2006/123
3 Κατά την αιτιολογική σκέψη 21 της οδηγίας 2006/123, «[ο]ι υπηρεσίες μεταφορών, συμπεριλαμβανομένων των αστικών συγκοινωνιών, των αγοραίων οχημάτων (ταξί) και των ασθενοφόρων καθώς και οι λιμενικές υπηρεσίες θα πρέπει να αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας».
4 Από το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, προκύπτει ότι η οδηγία αυτή δεν έχει εφαρμογή στις υπηρεσίες του τομέα των μεταφορών, συμπεριλαμβανομένων των λιμενικών υπηρεσιών, οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του τίτλου V του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΕΚ, νυν τίτλου VI του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ.
5 Το κεφάλαιο IV της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών», περιέχει το άρθρο 16, το οποίο καθορίζει τις λεπτομέρειες άσκησης του δικαιώματος των παρόχων υπηρεσιών να παρέχουν ελεύθερα υπηρεσίες σε κράτος μέλος διαφορετικό από αυτό στο οποίο εδρεύουν, καθώς και το άρθρο 17, το οποίο απαριθμεί παρεκκλίσεις από το δικαίωμα αυτό.
Ο κανονισμός (ΕΚ) 1008/2008
6 Στις αιτιολογικές σκέψεις 10 έως 12 του κανονισμού (ΕΚ) 1008/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, σχετικά με κοινούς κανόνες εκμετάλλευσης των αεροπορικών γραμμών στην Κοινότητα (ΕΕ 2008, L 293, σ. 3), αναφέρονται τα εξής:
«(10) Για να ολοκληρωθεί η εσωτερική αγορά αερομεταφορών, πρέπει να αρθούν οι ακόμη ισχύοντες περιορισμοί που εξακολουθούν να υφίστανται μεταξύ κρατών μελών, όπως οι περιορισμοί στις πτήσεις με κοινό κωδικό σε δρομολόγια προς τρίτες χώρες ή ο καθορισμός των ναύλων σε δρομολόγια προς τρίτες χώρες με ενδιάμεσο σταθμό σε άλλο κράτος μέλος […].
(11) Λόγω των ειδικών χαρακτηριστικών και περιορισμών των ιδιαίτερα απομακρυσμένων περιφερειών, κυρίως λόγω της μεγάλης απόστασης, του νησιωτικού τους χαρακτήρα και της μικρής τους έκτασης, καθώς και της ανάγκης κατάλληλης σύνδεσής τους με τις κεντρικές περιοχές της Κοινότητας, ενδέχεται να δικαιολογούνται χωριστές ρυθμίσεις όσον αφορά τους κανόνες σχετικά με την περίοδο ισχύος των συμβάσεων για υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας που καλύπτουν δρομολόγια προς τις περιφέρειες αυτές.
(12) Οι όροι με τους οποίους μπορούν να επιβάλλονται υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας θα πρέπει να καθορισθούν σαφώς και με τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση, ενώ οι σχετικές διαδικασίες διαγωνισμών θα πρέπει να επιτρέπουν τη συμμετοχή επαρκούς αριθμού διαγωνιζομένων. Η Επιτροπή θα πρέπει να είναι σε θέση να λαμβάνει την απαιτούμενη πληροφόρηση ώστε να μπορεί να εκτιμά, στην εκάστοτε περίπτωση, εάν δικαιολογούνται οι υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας».
7 Το άρθρο 2 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Ορισμοί», έχει ως εξής:
«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού νοούνται ως:
1) “άδεια εκμετάλλευσης”, η έγκριση που χορηγείται από την αρμόδια αρχή αδειοδότησης σε επιχείρηση, η οποία της επιτρέπει να παρέχει υπηρεσίες αερομεταφορών, όπως προσδιορίζονται στην άδεια εκμετάλλευσης·
[…]
8) “πιστοποιητικό αερομεταφορέα (AOC)”, το πιστοποιητικό που χορηγείται σε επιχείρηση και το οποίο βεβαιώνει ότι ο εν λόγω αερομεταφορέας διαθέτει την επαγγελματική ικανότητα και οργάνωση ώστε να εγγυάται την ασφάλεια των δραστηριοτήτων που διευκρινίζονται στο πιστοποιητικό, όπως προβλέπεται στις σχετικές διατάξεις της κοινοτικής ή εθνικής νομοθεσίας, ανάλογα με την περίπτωση·
9) “πραγματικός έλεγχος”, η σχέση που συνίσταται σε δικαιώματα, συμβάσεις ή άλλα μέσα τα οποία, είτε χωριστά είτε από κοινού, και λαμβανομένων υπόψη των σχετικών πραγματικών ή νομικών εκτιμήσεων, παρέχουν τη δυνατότητα ασκήσεως άμεσης ή έμμεσης αποφασιστικής επιρροής σε μια επιχείρηση, ιδίως:
α) μέσω του δικαιώματος χρήσης όλων ή μέρους των περιουσιακών στοιχείων μιας επιχείρησης,
β) με δικαιώματα ή συμβάσεις που παρέχουν αποφασιστική επιρροή στη σύνθεση, την ψηφοφορία ή τις αποφάσεις των οργάνων μιας επιχείρησης ή καθ’ οιονδήποτε άλλο τρόπο επηρεάζουν αποφασιστικά τη λειτουργία της επιχείρησης·
10) “αερομεταφορέας”, η επιχείρηση με έγκυρη άδεια εκμετάλλευσης ή ισοδύναμο·
11) “κοινοτικός αερομεταφορέας”, ο αερομεταφορέας με έγκυρη άδεια εκμετάλλευσης την οποία έχει χορηγήσει αρμόδια αρχή αδειοδότησης σύμφωνα με το κεφάλαιο II του παρόντος κανονισμού·
[…]
14) “δικαίωμα μεταφοράς”, το δικαίωμα εκτέλεσης αεροπορικής γραμμής μεταξύ δύο κοινοτικών αερολιμένων·
[…]
26) “κύρια εγκατάσταση”: η έδρα ή το εγγεγραμμένο γραφείο κοινοτικού αερομεταφορέα σε κράτος μέλος εντός του οποίου ασκούνται οι κύριες χρηματοοικονομικές λειτουργίες και ο επιχειρησιακός έλεγχος του κοινοτικού αερομεταφορέα, περιλαμβανομένης και της συνεχούς διαχείρισης πλοϊμότητας.»
8 Το κεφάλαιο II του κανονισμού 1008/2008, με τίτλο «Άδεια εκμετάλλευσης», περιέχει το άρθρο 4, το οποίο ορίζει τα εξής:
«Χορηγείται από την αρμόδια αρχή αδειοδότησης κράτους μέλους άδεια εκμετάλλευσης σε επιχείρηση, υπό την προϋπόθεση ότι:
α) η κύρια εγκατάστασή της βρίσκεται στο εν λόγω κράτος μέλος·
β) διαθέτει έγκυρο AOC που έχει εκδοθεί από εθνική αρχή του ιδίου κράτους μέλους, του οποίου η αρμόδια αρχή αδειοδότησης είναι υπεύθυνη για τη χορήγηση, άρνηση χορήγησης, ανάκληση ή αναστολή της άδειας εκμετάλλευσης του κοινοτικού αερομεταφορέα·
[…]
στ) τα κράτη μέλη ή/και υπήκοοι κρατών μελών κατέχουν άνω του 50 % της επιχείρησης και έχουν τον πραγματικό έλεγχό της, είτε απευθείας είτε έμμεσα μέσω ενός ή περισσοτέρων ενδιάμεσων επιχειρήσεων, με εξαίρεση τα προβλεπόμενα σε συμφωνία με τρίτη χώρα, της οποίας η Κοινότητα είναι συμβαλλόμενο μέρος·
[…]».
9 Το άρθρο 8, παράγραφοι 1, 5 και 7, του κανονισμού 1008/2008 προβλέπει τα εξής:
«1. Η άδεια εκμετάλλευσης ισχύει ενόσω ο κοινοτικός αερομεταφορέας συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις του παρόντος κεφαλαίου.
Κάθε κοινοτικός αερομεταφορέας πρέπει, εφόσον του ζητηθεί, να είναι πάντοτε σε θέση να αποδεικνύει στην αρμόδια αρχή αδειοδότησης ότι ανταποκρίνεται σε όλες τις απαιτήσεις του παρόντος κεφαλαίου.
[…]
5. Κάθε κοινοτικός αερομεταφορέας κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή αδειοδότησης:
[…]
β) εκ των προτέρων, σχέδια για συγχωνεύσεις ή εξαγορές επιχειρήσεων,
[…]
7. Όσον αφορά τους κοινοτικούς αερομεταφορείς στους οποίους έχει χορηγήσει άδεια, η αρμόδια αρχή αδειοδότησης αποφασίζει εάν η άδεια εκμετάλλευσης πρέπει να υποβληθεί εκ νέου προς έγκριση σε περίπτωση μεταβολής ενός ή περισσότερων στοιχείων που επηρεάζουν τη νομική κατάσταση ενός κοινοτικού αερομεταφορέα και, ιδίως, σε περίπτωση συγχώνευσης ή εξαγοράς.
[…]»
10 Το άρθρο 15, το οποίο περιέχεται στο κεφάλαιο III του κανονισμού 1008/2008, με τίτλο «Πρόσβαση σε δρομολόγια», ορίζει τα εξής:
«1. Οι κοινοτικοί αερομεταφορείς δικαιούνται να εκμεταλλεύονται ενδοκοινοτικές αεροπορικές γραμμές.
2. Τα κράτη μέλη δεν εξαρτούν την εκμετάλλευση ενδοκοινοτικών αεροπορικών γραμμών από κοινοτικό αερομεταφορέα από την έκδοση άδειας ή εξουσιοδότησης. Τα κράτη μέλη δεν απαιτούν από τους κοινοτικούς αερομεταφορείς να υποβάλλουν έγγραφα ή πληροφορίες που ήδη έχουν προσκομίσει στην αρμόδια αρχή αδειοδότησης, υπό την προϋπόθεση ότι οι σχετικές πληροφορίες μπορούν να αποκτηθούν εγκαίρως από την αρμόδια αρχή αδειοδότησης.
[…]»
11 Το εν λόγω άρθρο 15, παράγραφοι 4 και 5, θέτει τους κανόνες που διέπουν τις συμφωνίες διανομής κωδικών τις οποίες επιτρέπεται να συνάπτουν οι κοινοτικοί αερομεταφορείς.
12 Το άρθρο 16 του κανονισμού 1008/2008, με τίτλο «Γενικές αρχές για τις υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας», το οποίο επίσης περιέχεται στο κεφάλαιο III του κανονισμού αυτού, ορίζει, στις παραγράφους 1 και 4, τα εξής:
«1. Ένα κράτος μέλος, κατόπιν διαβουλεύσεων με άλλα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη και αφού ενημερώσει την Επιτροπή, τους σχετικούς αερολιμένες και τους αερομεταφορείς που εκτελούν το δρομολόγιο αυτό, μπορεί να επιβάλλει υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας σε τακτικές αεροπορικές γραμμές μεταξύ αερολιμένα της Κοινότητας και αερολιμένα που εξυπηρετεί περιφερειακή περιοχή ή περιοχή ανάπτυξης που βρίσκεται στο έδαφός του, ή γραμμή η οποία έχει χαμηλή κίνηση, εφόσον η γραμμή αυτή θεωρείται δρομολόγιο ζωτικής σημασίας για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της περιφέρειας την οποία εξυπηρετεί ο αερολιμένας. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται μόνο στο μέτρο που απαιτείται προκειμένου να εξασφαλίζεται, στο συγκεκριμένο δρομολόγιο, ελάχιστη εξυπηρέτηση τακτικών αεροπορικών γραμμών που πληρούν καθορισμένα κριτήρια συνέχειας, τακτικότητας, τιμολόγησης ή ελάχιστης μεταφορικής ικανότητας, τα οποία ο αερομεταφορέας δεν επρόκειτο άλλως να αναλάβει εάν ελάμβανε αποκλειστικά υπόψη το εμπορικό συμφέρον του.
Τα συγκεκριμένα πρότυπα που επιβάλλονται σε διαδρομή υποκείμενη στην παροχή δημόσιας υπηρεσίας καθορίζονται με διαφάνεια και χωρίς την εισαγωγή διακρίσεων.
[…]
4. Όταν κράτος μέλος επιθυμεί να επιβάλει υποχρέωση δημόσιας υπηρεσίας, κοινοποιεί το πλήρες κείμενο της προτεινόμενης επιβολής υποχρέωσης δημόσιας υπηρεσίας στην Επιτροπή, τα άλλα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, τους αερολιμένες και τους αερομεταφορείς που εκμεταλλεύονται το συγκεκριμένο δρομολόγιο.
Η Επιτροπή δημοσιεύει ενημερωτική ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία:
α) προσδιορίζονται οι δύο αερολιμένες που συνδέει το συγκεκριμένο δρομολόγιο και οι πιθανές ενδιάμεσες στάσεις,
β) σημειώνεται η ημερομηνία έναρξης ισχύος της υποχρέωσης δημόσιας υπηρεσίας, και
γ) αναγράφεται η πλήρης διεύθυνση στην οποία διατίθεται αμελλητί και δωρεάν από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος το κείμενο και κάθε πληροφορία και/ή τεκμηρίωση σχετικά με την υποχρέωση δημόσιας υπηρεσίας.»
Το πορτογαλικό δίκαιο
13 Με το νομοθετικό διάταγμα 181-Α/2014 της 24ης Δεκεμβρίου 2014 (Diário da República, 1η σειρά, αριθ. 248, της 24ης Δεκεμβρίου 2014), το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε τη διαδικασία έμμεσης επανιδιωτικοποίησης της TAP SA, η οποία συνίστατο, μεταξύ άλλων, σε απευθείας πώληση – καλούμενη πώληση «αναφοράς» – μετοχών που αντιπροσωπεύουν έως και το 61 % του κεφαλαίου της μητρικής εταιρίας της TAP, δηλαδή της εταιρίας συμμετοχών TAP – Transportes Aéreos Portugueses SGPS SA (στο εξής: TAP GSPS).
14 Στην αιτιολογική έκθεση του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής:
«[Π]ρόκειται για μια επιχείρηση άρρηκτα συνδεδεμένη με τη χώρα με έναν σύνδεσμο που πρέπει να διαφυλαχθεί και είναι, επομένως, σκόπιμο να διατηρηθεί ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της ως “εμβληματικής επιχείρησης”. Η Κυβέρνηση θεωρεί ότι η διαδικασία επανιδιωτικοποίησης της TAP πρέπει να είναι σύμφωνη με τη στρατηγική σημασία του “εθνικού hub [κόμβου]” ως βασικού κρίκου των σχέσεων μεταξύ της Ευρώπης, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής, των οποίων οι αερομεταφορές της TAP αποτελούν θεμελιώδες στοιχείο, λαμβανομένης υπόψη και της μεγάλης σημασίας των εσωτερικών δρομολογίων, ειδικότερα εκείνων που εξασφαλίζουν τη σύνδεση της ηπειρωτικής χώρας με τις νήσους, τα οποία είναι ζωτικής σημασίας για την προαγωγή της εδαφικής και κοινωνικής συνοχής και της οικονομικής ανάπτυξης».
15 Το άρθρο 4, παράγραφος 3, του νομοθετικού διατάγματος 181-A/2014 απαριθμεί ορισμένα κριτήρια επιλογής μεταξύ των εκπεφρασμένων προθέσεων αγοράς, προς τον σκοπό αποδοχής των υποψήφιων αγοραστών στα επόμενα στάδια της διαδικασίας απευθείας πώλησης, και μεταξύ των προσφορών που υποβλήθηκαν. Προβλέπει δε ότι οι λοιποί κατάλληλοι ειδικοί όροι θα καθοριστούν με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.
16 Κατά το άρθρο 8 του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ρύθμιση»:
«1. Οι τελικοί και ειδικοί όροι των πράξεων που πρόκειται να διενεργηθούν στο πλαίσιο της επανιδιωτικοποίησης της TAP SGPS και η άσκηση των αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στο Υπουργικό Συμβούλιο στο πλαίσιο του παρόντος διατάγματος καθορίζονται με την έκδοση μιας ή περισσότερων αποφάσεων.
2. Όσον αφορά την απευθείας πώληση αναφοράς, στο Υπουργικό Συμβούλιο απόκειται, μεταξύ άλλων:
a) να εγκρίνει τη συγγραφή υποχρεώσεων με την οποία καθορίζονται οι ειδικοί όροι των πράξεων αυτών και να υπαγάγει τις μετοχές, μετά την αγορά και ανάληψή τους, σε καθεστώς δέσμευσης,
[…]».
17 Βάσει του άρθρου 8 του νομοθετικού διατάγματος 181-A/2014, το Υπουργικό Συμβούλιο εξέδωσε στις 15 Ιανουαρίου 2015 την απόφαση 4-A/2015 (Diário da República, 1η σειρά, αριθ. 13, της 20ής Ιανουαρίου 2015), η οποία περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, τη συγγραφή υποχρεώσεων που διέπει την απευθείας πώληση αναφοράς, η οποία περιέχεται στο παράρτημα I της απόφασης αυτής και αποτελεί συστατικό της στοιχείο (στο εξής: συγγραφή υποχρεώσεων).
18 Το άρθρο 1 της συγγραφής υποχρεώσεων, με τίτλο «Αντικείμενο», ορίζει τα εξής:
«1. Η […] συγγραφή υποχρεώσεων ρυθμίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις της απευθείας πωλήσεως αναφοράς μετοχών που αντιπροσωπεύουν το κεφάλαιο της [TAP SGPS], η οποία προβλέπεται στο πλαίσιο της έμμεσης επανιδιωτικοποιήσεως του κεφαλαίου της [TAP]. […]
2. Η απευθείας πώληση αναφοράς περιλαμβάνει τη μεταβίβαση, μέσω ειδικής διαπραγματεύσεως, ενός ή περισσοτέρων αδιαιρέτων πακέτων μετοχών που αντιπροσωπεύουν το κεφάλαιο της [TAP SGPS] σε έναν ή περισσότερους ημεδαπούς ή αλλοδαπούς επενδυτές, ατομικά ή συλλογικά.
3. Η αναφερόμενη στην ως άνω παράγραφο απευθείας πώληση αναφοράς των μετοχών θα συναφθεί με έναν ή περισσότερους προσφέροντες οι οποίοι θα επιλεγούν ως αγοραστές των μετοχών που αποτελούν αντικείμενο της απευθείας πωλήσεως.
4. Στο πλαίσιο της απευθείας πωλήσεως αναφοράς, οι μετοχές που θα αγοράσει ο προσφέρων ή οι προσφέροντες που επιλέγονται θα πωληθούν από την PARPÚBLICA – Participações Públicas (SGPS) SA.»
19 Κατά το άρθρο 5 της συγγραφής υποχρεώσεων, το οποίο φέρει τον τίτλο «Κριτήρια επιλογής»:
«Τα κριτήρια επιλογής ενός ή περισσότερων φορέων που προβαίνουν στην αγορά των μετοχών στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 1, παράγραφος 2, είναι τα εξής:
a) η συμβολή στην ενίσχυση της οικονομικής-χρηματοπιστωτικής επάρκειας της [TAP SGPS] και της [TAP], καθώς και της διαρθρώσεως του κεφαλαίου τους […], κατά τρόπον που να συμβάλλει στη βιωσιμότητα και την αξιοποίηση των εταιριών, καθώς και στην ανάπτυξη των δραστηριοτήτων τους, όπως επίσης και στη διατήρηση της αξίας και της σχετικής βαρύτητας του εναπομένοντος κεφαλαίου που ανήκει στο Δημόσιο, καθώς και της αξίας του δικαιώματος προαιρέσεως για πώληση·
[…]
c) η παρουσίαση και η διασφάλιση της εκτελέσεως ενός κατάλληλου και συνεκτικού στρατηγικού σχεδίου, με σκοπό τη διατήρηση και την προώθηση της αναπτύξεως της [TAP], τηρουμένων των σκοπών που έχει θέσει η κυβέρνηση αναφορικά με τη διαδικασία επανιδιωτικοποιήσεως, την ενίσχυση της ανταγωνιστικής θέσης της ως παρόχου υπηρεσιών αερομεταφορών σε παγκόσμιο επίπεδο στις νυν υφιστάμενες αγορές και σε νέες αγορές, τη διατήρηση της ακεραιότητας, της εταιρικής ταυτότητας και αυτονομίας του ομίλου TAP, κυρίως δε μέσω της διατηρήσεως του εμπορικού σήματος TAP και της συσχετίσεώς του με την Πορτογαλία, διασφαλιζομένου παράλληλα ότι η έδρα και η πραγματική διοίκηση του ομίλου TAP θα εξακολουθήσουν να βρίσκονται στην Πορτογαλία, τη συμβολή στη διατήρηση και την ανάπτυξη των επιχειρησιακών και εμπορικών δυνατοτήτων του ομίλου TAP, καθώς και την αξιοποίηση και ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού του·
d) η δυνατότητα διασφαλίσεως της έγκαιρης και επαρκούς τηρήσεως των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας που βαρύνουν την [TAP], περιλαμβανομένων των σχετικών με τις αερομεταφορικές συνδέσεις μεταξύ των κύριων εθνικών αερολιμένων και των αυτόνομων περιφερειών, οσάκις τούτο επιβάλλεται, καθώς και η διατήρηση και η ενίσχυση των δρομολογίων που εξυπηρετούν τις αυτόνομες περιφέρειες, τις πορτογαλικές κοινότητες που βρίσκονται στο εξωτερικό και τις χώρες και τις κοινότητες στις οποίες ομιλείται ή είναι επίσημη γλώσσα η πορτογαλική·
e) η συμβολή στην ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας, καθώς και στη διατήρηση και την ανάπτυξη του νυν εθνικού επιχειρησιακού κόμβου (hub), ως πλατφόρμας με κρίσιμο στρατηγικό ρόλο στις σχέσεις μεταξύ Ευρώπης, Αφρικής και Λατινικής Αμερικής·
[…]».
20 Με την απόφαση 32-A/2015, της 21ης Μαΐου 2015 (Diário da República, 1η σειρά, αριθ. 98, της 21ης Μαΐου 2015), το Υπουργικό Συμβούλιο, μετά το πέρας του πρώτου σταδίου της διαδικασίας επανιδιωτικοποίησης, έκρινε ότι μία προσφορά αγοράς έπρεπε να απορριφθεί, επειδή δεν πληρούσε όλους τους όρους της συγγραφής υποχρεώσεων, και ότι δύο άλλοι προσφέροντες, των οποίων η προσφορά ήταν κατ’ ουσίαν ισοδύναμη, έπρεπε να κληθούν να συμμετάσχουν στο δεύτερο στάδιο της διαδικασίας επανιδιωτικοποίησης, δηλαδή στο στάδιο της διαπραγμάτευσης.
21 Με την απόφαση 38-A/2015, της 11ης Ιουνίου 2015 (Diário da República, 1η σειρά, αριθ. 113, της 12ης Ιουνίου 2015), επελέγησαν για να αγοράσουν μετοχές που αντιπροσώπευαν το 61 % του κεφαλαίου της TAP SGPS διάφορες εταιρίες που ανήκαν στον όμιλο Gateway. Η βελτιωμένη δεσμευτική προσφορά που υπέβαλαν οι εταιρίες αυτές θεωρήθηκε η καλύτερα ανταποκρινόμενη στα κριτήρια επιλογής του άρθρου 5 της συγγραφής υποχρεώσεων, ιδίως όσον αφορά τη συμβολή στην ενίσχυση της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής επάρκειας του ομίλου TAP.
22 Στις 24 Ιουνίου 2015, υπογράφηκε σύμβαση με την οποία η Parpública – Participações Públicas (SGPS) SA (στο εξής: Parpública) δέχθηκε να πωλήσει το 61 % του κεφαλαίου της TAP SGPS στις εταιρίες του ομίλου Gateway έναντι τιμήματος 10 εκατομμυρίων ευρώ. Η πώληση τελούσε υπό όρους, η συμμόρφωση προς τους οποίους έπρεπε να γίνει το αργότερο μέχρι τις 24 Ιουνίου 2016.
23 Με την απόφαση 30/2016, της 19ης Μαΐου 2016 (Diário da República, 1η σειρά, αριθ. 99, της 23ης Μαΐου 2016), το Υπουργικό Συμβούλιο επικύρωσε μνημόνιο συμφωνίας το οποίο υπογράφηκε στις 6 Φεβρουαρίου 2016 μεταξύ του πορτογαλικού Δημοσίου και της Atlantic Gateway SGPS Lda, με σκοπό τον επανακαθορισμό των όρων και των προϋποθέσεων συμμετοχής του πορτογαλικού Δημοσίου στη μετοχική σύνθεση της TAP SGPS. Με τη συμφωνία αυτή, η πρώτη από τις εν λόγω εταιρίες δέχθηκε να πωλήσει εκ νέου στην Parpública τον απαραίτητο αριθμό μετοχών, έτσι ώστε το πορτογαλικό Δημόσιο να κατέχει το 50 % του κεφαλαίου της TAP SGPS.
24 Κατόπιν της συμφωνίας αυτής, οι εταιρίες του ομίλου Gateway και το πορτογαλικό Δημόσιο κατέχουν, αντιστοίχως, 45 % και 50 % του κεφαλαίου της TAP SGPS, ενώ το λοιπό 5 % κατέχουν οι εργαζόμενοι του ομίλου TAP.
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
25 Οι APP κ.λπ. άσκησαν προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Supremo Tribunal Administrativo (Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου, Πορτογαλία), ζητώντας να διαπιστωθεί η ακυρότητα ή να ακυρωθεί η απόφαση 4‑A/2015 του Υπουργικού Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2015, κατά το μέρος που περιέχει τη συγγραφή υποχρεώσεων η οποία ρυθμίζει την απευθείας πώληση αναφοράς μετοχών που αντιπροσωπεύουν έως και το 61 % του εταιρικού κεφαλαίου της TAP SGPS.
26 Προς τον σκοπό αυτόν, οι APP κ.λπ. υποστηρίζουν, κατ’ αρχάς, ότι το άρθρο 5, στοιχείο c, της συγγραφής υποχρεώσεων είναι αντίθετο προς τα άρθρα 49 και 54 ΣΛΕΕ, καθόσον επιβάλλει τη διατήρηση της έδρας και της πραγματικής διοίκησης του ομίλου TAP στην Πορτογαλία, στη συνέχεια ότι το άρθρο 5, στοιχείο d, της συγγραφής υποχρεώσεων είναι αντίθετο προς τα άρθρα 56 και 57 ΣΛΕΕ, καθώς και προς τα άρθρα 16 και 17 της οδηγίας 2006/123, καθόσον υποχρεώνει τον αγοραστή των μετοχών να συμμορφωθεί προς υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας, και, τέλος, ότι το άρθρο 5, στοιχείο e, της συγγραφής υποχρεώσεων είναι αντίθετο προς τα άρθρα 56 και 57 ΣΛΕΕ, καθώς και προς τα άρθρα 16 και 17 της οδηγίας αυτής, στο μέτρο που επιβάλλει τη διατήρηση και την ανάπτυξη του υφιστάμενου εθνικού επιχειρησιακού κόμβου (hub).
27 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Supremo Tribunal Administrativo (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Είναι αντίθετο προς το δίκαιο της Ένωσης, και ιδίως προς τα άρθρα 49 και 54 ΣΛΕΕ και στις κατοχυρωμένες σε αυτά αρχές, το να προβλέπεται, στο πλαίσιο της διαδικασίας έμμεσης επανιδιωτικοποιήσεως του εταιρικού κεφαλαίου μιας εταιρίας δημοσίου κεφαλαίου με αντικείμενο τις αερομεταφορές, στα έγγραφα που αφορούν τη διαδικασία αυτή η απαίτηση να διατηρηθεί η έδρα και η πραγματική διοίκηση της εταιρίας στο κράτος μέλος στο οποίο συνεστήθη ως κριτήριο επιλογής μεταξύ των εκπεφρασμένων από τους πιθανούς επενδυτές προθέσεων αγοράς και μεταξύ των προσφορών που υποβλήθηκαν;
2) Είναι αντίθετο προς το δίκαιο της Ένωσης, και ιδίως προς τα άρθρα 56 και 57 ΣΛΕΕ και τις κατοχυρωμένες σε αυτά αρχές, καθώς και τις αρχές της απαγορεύσεως των διακρίσεων, της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας, το να προβλέπεται, στο πλαίσιο της διαδικασίας έμμεσης επανιδιωτικοποιήσεως του εταιρικού κεφαλαίου της εταιρίας αυτής, στα έγγραφα που αφορούν τη διαδικασία αυτή η απαίτηση να τηρηθούν εκ μέρους του αποκτώντος οι υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας ως κριτήριο επιλογής μεταξύ των εκπεφρασμένων από τους πιθανούς επενδυτές προθέσεων αγοράς και μεταξύ των προσφορών που υποβλήθηκαν;
3) Είναι αντίθετο προς το δίκαιο της Ένωσης, και ιδίως προς τα άρθρα 56 και 57 ΣΛΕΕ, καθώς και προς τις κατοχυρωμένες σε αυτά αρχές, το να προβλέπεται, στο πλαίσιο της διαδικασίας έμμεσης επανιδιωτικοποιήσεως του εταιρικού κεφαλαίου της εταιρίας αυτής, στα έγγραφα που αφορούν τη διαδικασία αυτή η απαίτηση περί διατηρήσεως και αναπτύξεως του υφιστάμενου εθνικού αεροπορικού κόμβου (hub) εκ μέρους του αποκτώντος ως κριτήριο επιλογής μεταξύ των εκπεφρασμένων από τους πιθανούς επενδυτές προθέσεων αγοράς και μεταξύ των προσφορών που υποβλήθηκαν;
4) Πρέπει, λαμβανομένης υπόψη της προβλεπομένης στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας [2006/123] εξαιρέσεως σχετικά με τις υπηρεσίες στον τομέα των μεταφορών, να θεωρηθεί ότι η δραστηριότητα που ασκεί η εν λόγω εταιρία, η μεταβίβαση του εταιρικού κεφαλαίου της οποίας αποτελεί αντικείμενο της διαδικασίας επανιδιωτικοποιήσεως, συνιστά υπηρεσία στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς, η οποία υπόκειται στις διατάξεις της οδηγίας αυτής; Στην περίπτωση αυτή, υπόκειται ομοίως η εν λόγω διαδικασία επανιδιωτικοποίησης στις διατάξεις της ανωτέρω οδηγίας;
5) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τέταρτο ερώτημα, είναι αντίθετο προς τα άρθρα 16 και 17 της ανωτέρω οδηγίας το να προβλέπεται, στο πλαίσιο της διαδικασίας έμμεσης επανιδιωτικοποιήσεως του εταιρικού κεφαλαίου της εταιρίας αυτής, στα έγγραφα που αφορούν τη διαδικασία αυτή η απαίτηση περί τηρήσεως των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας εκ μέρους του αποκτώντος ως κριτήριο επιλογής μεταξύ των εκπεφρασμένων από τους πιθανούς επενδυτές προθέσεων αγοράς και μεταξύ των προσφορών που υποβλήθηκαν;
6) Στην περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τέταρτο ερώτημα, είναι αντίθετο προς τα άρθρα 16 και 17 της εν λόγω οδηγίας το να προβλέπεται, στο πλαίσιο της διαδικασίας έμμεσης επανιδιωτικοποιήσεως του εταιρικού κεφαλαίου της εταιρίας αυτής, στα έγγραφα που αφορούν τη διαδικασία αυτή η απαίτηση περί διατηρήσεως και αναπτύξεως του υφιστάμενου εθνικού αεροπορικού κόμβου (hub) εκ μέρους του αποκτώντος ως κριτήριο επιλογής μεταξύ των εκπεφρασμένων από τους πιθανούς επενδυτές προθέσεων αγοράς και μεταξύ των προσφορών που υποβλήθηκαν;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του τετάρτου, πέμπτου και έκτου ερωτήματος
28 Με το τέταρτο, πέμπτο και έκτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν σε πρώτο στάδιο και από κοινού, το αιτούν δικαστήριο, αναφερόμενο στη δραστηριότητα της TAP στον τομέα των αερομεταφορών, διερωτάται αν είναι εφαρμοστέα η οδηγία 2006/123 προκειμένου να δοθεί η δέουσα απάντηση στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα, στο μέτρο που αφορούν το κατά πόσον είναι σύμφωνες με το δίκαιο της Ένωσης οι υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας και η υποχρέωση διατήρησης και ανάπτυξης του υφιστάμενου εθνικού επιχειρησιακού κόμβου (hub), οι οποίες επιβάλλονται στο πλαίσιο της διαδικασίας έμμεσης επανιδιωτικοποίησης της εν λόγω επιχείρησης.
29 Διαπιστώνεται συναφώς ότι μια δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών στον τομέα των αερομεταφορών, όπως είναι η κύρια δραστηριότητα της TAP, πρέπει να χαρακτηρίζεται «υπηρεσία στον τομέα των μεταφορών», κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2006/123, υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 21 της ίδιας οδηγίας, στην οποία υπηρεσία η εν λόγω οδηγία δεν έχει εφαρμογή (πρβλ. απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Asociación Profesional Elite Taxi, C‑434/15, EU:C:2017:981, σκέψη 36).
30 Ο ως άνω χαρακτηρισμός επιβεβαιώνεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία η έννοια «υπηρεσία στον τομέα των μεταφορών» καλύπτει όχι μόνον αυτές καθεαυτές τις υπηρεσίες μεταφοράς, αλλά και κάθε υπηρεσία που συνδέεται εγγενώς με την υλική πράξη της μετακίνησης προσώπων ή εμπορευμάτων από ένα μέρος σε άλλο με μεταφορικό μέσο (απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Asociación Profesional Elite Taxi, C‑434/15, EU:C:2017:981, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
31 Ως εκ τούτου, παρέλκει η εξέταση του πέμπτου και του έκτου προδικαστικού ερωτήματος, τα οποία αφορούν ειδικότερα τη συμβατότητα με τα άρθρα 16 και 17 της οδηγίας 2006/123 των όρων που θέτει η συγγραφή υποχρεώσεων, με τους οποίους επιβάλλονται, στο πλαίσιο της άσκησης της δραστηριότητας αερομεταφορών της TAP μετά την επανιδιωτικοποίησή της, υποχρεώσεις που αφορούν την παροχή δημόσιας υπηρεσίας και τη διατήρηση και ανάπτυξη του εθνικού επιχειρησιακού κόμβου (hub) της εταιρίας αυτής.
32 Αντιθέτως, στο μέτρο που το Δικαστήριο μπορεί να συναγάγει από τα στοιχεία που παρέχει το αιτούν δικαστήριο τους κανόνες και τις αρχές του δικαίου της Ένωσης που χρήζουν ερμηνείας, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς της κύριας δίκης (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Abcur, C‑544/13 και C‑545/13, EU:C:2015:481, σκέψη 34), επισημαίνεται ότι ο κανονισμός 1008/2008, καθόσον θεσπίζει κοινούς κανόνες εκμετάλλευσης των αεροπορικών γραμμών στην Ένωση, μπορεί να είναι εφαρμοστέος για την εξέταση της συμβατότητας προς το δίκαιο της Ένωσης των όρων που καθορίζονται στη συγγραφή υποχρεώσεων.
33 Κατόπιν των ανωτέρω, στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2006/123 έχει την έννοια ότι δεν εφαρμόζεται κατά την εξέταση του αν είναι σύμφωνες με το δίκαιο της Ένωσης απαιτήσεις σχετικές με τις δραστηριότητες εταιρίας αερομεταφορών, οι οποίες επιβάλλονται στον αγοραστή ειδικής συμμετοχής στο κεφάλαιο της εταιρίας αυτής, και ιδίως η απαίτηση που του επιβάλλει να εκπληρώνει υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας, καθώς και να διατηρεί και να αναπτύσσει τον εθνικό επιχειρησιακό κόμβο (hub) της εταιρίας αυτής.
Επί του πρώτου, δευτέρου και τρίτου ερωτήματος
Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
34 Με το πρώτο, δεύτερο και τρίτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν σε δεύτερο στάδιο και από κοινού, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατ’ ουσίαν αν είναι συμβατά με τις θεμελιώδεις ελευθερίες που κατοχυρώνονται από τις Συνθήκες ορισμένα «κριτήρια» που προβλέπει η συγγραφή υποχρεώσεων για την επιλογή του αγοραστή συμμετοχής που αντιπροσωπεύει έως και το 61 % του κεφαλαίου μιας εταιρίας συμμετοχών, στο πλαίσιο της διαδικασίας επανιδιωτικοποίησης της θυγατρικής της που δραστηριοποιείται στον τομέα των αερομεταφορών, και ιδίως οι απαιτήσεις που συνδέονται με τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας τις οποίες υπέχει η θυγατρική αυτή, με τη διατήρηση της έδρας και της πραγματικής διοίκησης του ομίλου στον οποίον ανήκουν οι εταιρίες αυτές στο οικείο κράτος μέλος, καθώς και με τη διατήρηση και την ανάπτυξη του υφιστάμενου εθνικού επιχειρησιακού κόμβου (hub).
35 Επισημαίνεται συναφώς, κατ’ αρχάς, ότι, τόσο με τις γραπτές παρατηρήσεις της όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, η Parpública, η δημόσια επιχείρηση που μεταβίβασε την εν λόγω συμμετοχή και που κατέχει τη συμμετοχή την οποία διατήρησε το πορτογαλικό Δημόσιο, υποστήριξε ότι εσφαλμένως το αιτούν δικαστήριο χαρακτήρισε, με το πρώτο, δεύτερο και τρίτο προδικαστικό ερώτημα, τα εν λόγω κριτήρια ως «απαιτήσεις». Ειδικότερα, πρόκειται, κατά την ίδια, απλώς για ένα σύνολο κριτηρίων που λαμβάνονται υπόψη κατά την εκτίμηση των διαφόρων προσφορών αγοράς, ο δε υποψήφιος αγοραστής της εν λόγω συμμετοχής δεν δεσμεύεται κατ’ ανάγκην να πληροί στο σύνολό τους τα κριτήρια αυτά. Επίσης και η Πορτογαλική Κυβέρνηση αμφισβήτησε τον δεσμευτικό χαρακτήρα των εν λόγω κριτηρίων.
36 Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, οι αρμοδιότητες του Δικαστηρίου διαχωρίζονται σαφώς από εκείνες του αιτούντος δικαστηρίου. Στο Δικαστήριο απόκειται να ερμηνεύσει τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, ενώ απόκειται αποκλειστικώς στο αιτούν δικαστήριο να ερμηνεύει την εθνική νομοθεσία. Επομένως, το Δικαστήριο πρέπει να περιορίζεται στην ερμηνεία του εθνικού δικαίου, όπως αυτή τίθεται υπόψη του από το εν λόγω εθνικό δικαστήριο (πρβλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, Essent Belgium, C‑204/12 έως C‑208/12, EU:C:2014:2192, σκέψη 52, και της 28ης Ιουλίου 2016, Astone, C‑332/15, EU:C:2016:614, σκέψη 24).
37 Εξάλλου, ο δεσμευτικός χαρακτήρας των απαριθμούμενων στη συγγραφή υποχρεώσεων κριτηρίων φαίνεται να επιβεβαιώνεται από το άρθρο της 1, παράγραφος 1, το οποίο ορίζει ότι η εν λόγω συγγραφή υποχρεώσεων «ρυθμίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις της απευθείας πωλήσεως αναφοράς μετοχών που αντιπροσωπεύουν το κεφάλαιο της [TAP SGPS], η οποία προβλέπεται στο πλαίσιο της έμμεσης επανιδιωτικοποιήσεως του κεφαλαίου της [TAP].»
38 Θα ήταν μάλλον δύσκολο να αμφισβητηθεί ο δεσμευτικός χαρακτήρας των κριτηρίων αυτών για τον αγοραστή της εν λόγω συμμετοχής, καθόσον τα εν λόγω κριτήρια θα έχουν, κατ’ αρχήν, ως αποτέλεσμα κάθε προσφέρων που συμμετέχει στη διαδικασία ιδιωτικοποίησης να δεσμεύεται, ήδη από την κατάθεση της προσφοράς αγοράς, να τηρήσει το σύνολο των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτά.
39 Επιπλέον, όπως προκύπτει από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, αφού επελέγη ο αγοραστής της εν λόγω συμμετοχής, συνήφθησαν συμφωνίες με τις οποίες δεσμεύτηκε συμβατικώς να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις αυτές.
40 Έπειτα, επισημαίνεται ότι το αιτούν δικαστήριο καλεί το Δικαστήριο να εξετάσει την προβλεπόμενη από τη συγγραφή υποχρεώσεων απαίτηση που αφορά τη διατήρηση της έδρας και της πραγματικής διοίκησης στο οικείο κράτος μέλος υπό το πρίσμα των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ για την ελευθερία εγκατάστασης, ενώ τις απαιτήσεις της συγγραφής υποχρεώσεων για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας και για τη διατήρηση και ανάπτυξη του υφιστάμενου εθνικού επιχειρησιακού κόμβου (hub) υπό το πρίσμα των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ για την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.
41 Ωστόσο, οι διαφορετικές αυτές απαιτήσεις επιβάλλονται στους επιχειρηματίες που επιθυμούν να επιλεγούν ως αγοραστές της συμμετοχής η οποία αποτελεί το αντικείμενο της διαδικασίας επανιδιωτικοποίησης και, ως εκ τούτου, να εγκατασταθούν στην Πορτογαλία. Επομένως, θίγουν πρωτίστως την ελευθερία εγκατάστασης του προσφέροντος, παρότι έχουν έμμεσο αντίκτυπο και στις υπηρεσίες που παρέχονται από την TAP.
42 Εξάλλου, οι ίδιες απαιτήσεις πρέπει να εξεταστούν μόνον υπό το πρίσμα της ελευθερίας εγκατάστασης και όχι υπό το πρίσμα της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων.
43 Πράγματι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πεδίο εφαρμογής της ελευθερίας εγκατάστασης εμπίπτει εθνική νομοθετική ρύθμιση η οποία εφαρμόζεται μόνο στις εταιρικές συμμετοχές που παρέχουν τη δυνατότητα ασκήσεως αναμφισβήτητης επιρροής επί των αποφάσεων μιας εταιρίας και καθορισμού των δραστηριοτήτων της (αποφάσεις της 13ης Απριλίου 2000, Baars, C‑251/98, EU:C:2000:205, σκέψη 22, και της 10ης Ιουνίου 2015, X, C‑686/13, EU:C:2015:375, σκέψη 18).
44 Εν προκειμένω, αρκεί να αποκτήσει ο εν λόγω μέτοχος ποσοστό συμμετοχής 61 % στο κεφάλαιο της TAP SGPS κατά το πέρας της επίμαχης στην κύρια δίκη διαδικασίας επανιδιωτικοποίησης προκειμένου να είναι σε θέση να ασκεί αναμφισβήτητη επιρροή στη διαχείριση και τον έλεγχο της εταιρίας αυτής και, επομένως, και της θυγατρικής της TAP. Φαίνεται μάλιστα ότι τούτο εξακολουθεί να ισχύει και μετά τον αναπροσδιορισμό της μετοχικής σύνθεσης της TAP SGPS, μετά τον οποίον η εν λόγω συμμετοχή του 61 % μειώθηκε σε 45 %, καθώς το πορτογαλικό Δημόσιο προέβη σε επαναγορά των απαραίτητων μετοχών για να αυξήσει τη συμμετοχή του από 34 % σε 50 %.
45 Τέλος, όσον αφορά το αν έχει εφαρμογή στην υπόθεση το άρθρο 345 ΣΛΕΕ, στο οποίο αναφέρθηκαν τόσο η Parpública όσο και η Ιταλική Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλαν στο Δικαστήριο, είναι βεβαίως αληθές ότι οι απαιτήσεις που ορίζονται στη συγγραφή υποχρεώσεων, στον βαθμό που πλαισιώνουν την επανιδιωτικοποίηση μιας δημόσιας επιχείρησης που ανήκει εξ ολοκλήρου σε ένα κράτος μέλος, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω άρθρου.
46 Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 345 ΣΛΕΕ δεν έχει ως αποτέλεσμα την εξαίρεση των καθεστώτων ιδιοκτησίας που ισχύουν στα κράτη μέλη από τους θεμελιώδεις κανόνες της Συνθήκης ΛΕΕ, ιδίως από εκείνους που αφορούν την απαγόρευση των διακρίσεων, την ελευθερία εγκατάστασης και την ελευθερία κυκλοφορίας των κεφαλαίων (απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2013, Essent κ.λπ., C‑105/12 έως C‑107/12, EU:C:2013:677, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
Όσον αφορά την ύπαρξη περιορισμών στη ελευθερία εγκατάστασης
47 Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, την απαίτηση να εκπληρώνει ο αγοραστής τις επίμαχες στην κύρια δίκη υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 5, στοιχείο d, της συγγραφής υποχρεώσεων, η εν λόγω απαίτηση αφορά «[τη] δυνατότητα διασφαλίσεως της έγκαιρης και επαρκούς τηρήσεως των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας που βαρύνουν την TAP, περιλαμβανομένων των σχετικών με τις αερομεταφορικές συνδέσεις μεταξύ των κύριων εθνικών αερολιμένων και των αυτόνομων περιφερειών, οσάκις τούτο επιβάλλεται, καθώς και [τη] διατήρηση και [την] ενίσχυση των δρομολογίων που εξυπηρετούν τις αυτόνομες περιφέρειες, τις πορτογαλικές κοινότητες που βρίσκονται στο εξωτερικό και τις χώρες και τις κοινότητες στις οποίες ομιλείται ή είναι επίσημη γλώσσα η πορτογαλική».
48 Στο πλαίσιο αυτό, δεν αμφισβητείται ότι, όσον αφορά τις τακτικές αεροπορικές γραμμές που συνδέουν την Πορτογαλία με τις αυτόνομες περιφέρειές της, όπως με τις ιδιαίτερα απομακρυσμένες περιφέρειες των νήσων των Αζορών ή της Μαδέρας, το εν λόγω κράτος μέλος επέβαλε, κατά το παρελθόν, στους αερομεταφορείς που εξυπηρετούσαν αυτές τις αεροπορικές συνδέσεις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας, οι οποίες δημοσιεύτηκαν με ενημερωτική ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 4, του κανονισμού 1008/2008. Κατά τα λοιπά, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι δεν έχει αμφισβητηθεί η συμφωνία των υποχρεώσεων αυτών με τις ουσιαστικές και τις διαδικαστικές απαιτήσεις των άρθρων 16 και 17 του εν λόγω κανονισμού.
49 Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, κάθε εθνικό μέτρο σε τομέα ο οποίος αποτέλεσε το αντικείμενο πλήρους εναρμόνισης σε επίπεδο Ένωσης πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα των διατάξεων αυτού του μέτρου εναρμόνισης και όχι εκείνων του πρωτογενούς δικαίου (αποφάσεις της 17ης Νοεμβρίου 2015, RegioPost, C‑115/14, EU:C:2015:760, σκέψη 57, και της 7ης Σεπτεμβρίου 2017, Eqiom και Enka, C‑6/16, EU:C:2017:641, σκέψη 15 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
50 Διαπιστώνεται συναφώς ότι, όσον αφορά τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας στον τομέα των υπηρεσιών αερομεταφορών, τα άρθρα 16 έως 18 του κανονισμού 1008/2008, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 12 του ίδιου κανονισμού, προβαίνουν σε πλήρη εναρμόνιση, καθόσον ρυθμίζουν λεπτομερώς τις ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για την επιβολή υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας και προβλέπουν επιπλέον διαδικασία επανεξέτασης των υποχρεώσεων αυτών μετά την επιβολή τους.
51 Όπως προκύπτει, ειδικότερα, από το άρθρο 16, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, οι υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας μπορούν να επιβάλλονται από ένα κράτος μέλος μόνον σε ορισμένες αεροπορικές γραμμές στο εσωτερικό της Ένωσης, ιδίως σε εκείνες που συνδέουν αερολιμένα εντός της Ένωσης με αερολιμένα που εξυπηρετεί περιφερειακή περιοχή που βρίσκεται στο έδαφος του κράτους αυτού.
52 Ως εκ τούτου, στο μέτρο που το άρθρο 5, στοιχείο d, της συγγραφής υποχρεώσεων απαιτεί απλώς από τον νέο μέτοχο που επελέγη μετά την επίμαχη στην κύρια δίκη διαδικασία επανιδιωτικοποίησης να εκπληρώνει τυχόν υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας που είχαν επιβληθεί στην TAP σύμφωνα με τις ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις των άρθρων 16 και 17 του κανονισμού 1008/2008, το εν λόγω εθνικό μέτρο συνάδει προς το δίκαιο της Ένωσης, ενώ παρέλκει η εξέτασή του υπό το πρίσμα του πρωτογενούς δικαίου, ιδίως δε υπό το πρίσμα της ελευθερίας εγκατάστασης.
53 Στη συνέχεια, όσον αφορά τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει από το άρθρο 5, στοιχεία c και e, της συγγραφής υποχρεώσεων ο αγοραστής της συμμετοχής που αποτελεί το αντικείμενο της επίμαχης στην κύρια δίκη διαδικασίας επανιδιωτικοποίησης και οι οποίες συνδέονται με τη διατήρηση της έδρας και της πραγματικής διοίκησης στην Πορτογαλία, καθώς και με τη διατήρηση και την ανάπτυξη του υφιστάμενου εθνικού επιχειρησιακού κόμβου (hub), διαπιστώνεται ότι τα σχετικά εθνικά μέτρα δεν συνδέονται με τομέα που έχει αποτελέσει αντικείμενο εναρμόνισης βάσει του κανονισμού 1008/2008 και, επομένως, πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης, εν προκειμένω υπό το πρίσμα της ελευθερίας εγκατάστασης.
54 Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ως «περιορισμός της ελευθερίας εγκατάστασης», υπό την έννοια του άρθρου 49 ΣΛΕΕ, θεωρείται κάθε μέτρο που παρεμποδίζει, παρενοχλεί ή καθιστά λιγότερο ελκυστική την άσκηση της ελευθερίας αυτής (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2017, Polbud – Wykonawstwo, C‑106/16, EU:C:2017:804, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
55 Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι οι δύο επίμαχες στην κύρια δίκη απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 5, στοιχεία c και e, της συγγραφής υποχρεώσεων συνιστούν περιορισμούς της ελευθερίας εγκατάστασης, καθώς εμποδίζουν ή καθιστούν λιγότερο ελκυστική την άσκηση της ελευθερίας αυτής.
56 Ειδικότερα, οι απαιτήσεις αυτές σκοπό έχουν να αποτρέψουν τη μελλοντική λήψη ορισμένων αποφάσεων από τα όργανα της TAP SGPS μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας επανιδιωτικοποίησης και τη μεταβολή της μετοχικής σύνθεσης που προέκυψε από αυτήν, και ιδίως αποφάσεων με αντικείμενο τη μεταφορά εκτός Πορτογαλίας της κύριας εγκατάστασης ή του επιχειρησιακού κόμβου (hub) της εν λόγω εταιρίας, ακόμη και αν οι αποφάσεις αυτές θα εξυπηρετούσαν ενδεχομένως τα οικονομικά συμφέροντά της.
57 Έτσι, για τον αγοραστή της συμμετοχής που αντιπροσωπεύει έως και το 61 % του κεφαλαίου της TAP SGPS, οι εν λόγω απαιτήσεις συνεπάγονται περιορισμούς στην ελευθερία λήψης αποφάσεων που διαθέτουν κανονικά τα όργανα της εν λόγω εταιρίας, και μάλιστα περιορισμούς ανάλογους εκείνων που θα μπορούσαν να προκύψουν από την άσκηση των προνομίων κράτους μέλους τα οποία συνδέονται με τις μετοχές που του παρέχουν ειδικά δικαιώματα, τις λεγόμενες «golden shares», με σκοπό την προστασία γενικών συμφερόντων (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 2006, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, C‑282/04 και C‑283/04, EU:C:2006:608, σκέψη 30).
58 Όσον αφορά ειδικότερα την υποχρέωση που προβλέπεται από το άρθρο 5, στοιχείο c, της συγγραφής υποχρεώσεων, με την οποία επιδιώκεται να εξασφαλιστεί ότι η έδρα και η πραγματική διοίκηση του ομίλου TAP θα παραμείνουν στην Πορτογαλία, ο περιοριστικός χαρακτήρας της δεν μπορεί να αμφισβητηθεί βάσει της απόφασης της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Yellow Cab Verkehrsbetrieb (C‑338/09, EU:C:2010:814), σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν η Parpública και η Πορτογαλική Κυβέρνηση.
59 Με την απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο αποφάνθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η υποχρέωση των αιτούντων οικονομικών φορέων να διαθέτουν έδρα ή μόνιμη εγκατάσταση στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους προκειμένου να λάβουν, δυνάμει παραχώρησης, άδεια εκμετάλλευσης μιας τακτικής γραμμής μεταφοράς προσώπων με λεωφορεία δεν ήταν αντίθετη προς τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης, στο μέτρο που επιβαλλόταν μετά τη χορήγηση της άδειας εκμετάλλευσης και προτού ο επιχειρηματίας αρχίσει την εκμετάλλευση της γραμμής.
60 Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι η εν λόγω υποχρέωση δεν μπορούσε θεμιτώς να αποτελεί αφ’ εαυτής εμπόδιο ή περιορισμό στην ελευθερία εγκατάστασης, καθόσον δεν περιλάμβανε οποιονδήποτε περιορισμό της ελευθερίας των εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη επιχειρηματιών να δημιουργήσουν παραρτήματα ή άλλες εγκαταστάσεις στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους (απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Yellow Cab Verkehrsbetrieb, C‑338/09, EU:C:2010:814, σκέψη 34).
61 Επιβάλλεται, ωστόσο, η διαπίστωση ότι η ως άνω υποχρέωση είναι εντελώς διαφορετική από την επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία αφορά τη διατήρηση στην Πορτογαλία της έδρας και της πραγματικής διοίκησης του ομίλου TAP, δηλαδή της κύριας εγκατάστασης των εταιριών που απαρτίζουν τον όμιλο αυτόν. Η εν λόγω υποχρέωση, η οποία δεν υπόκειται σε χρονικούς περιορισμούς, δεν επιβάλλει τη σύσταση νέας δευτερεύουσας εγκαταστάσεως, αλλά τη διατήρηση της κύριας εγκατάστασης των εν λόγω επιχειρήσεων στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους.
62 Σύμφωνα, όμως, με τα άρθρα 49 και 54 ΣΛΕΕ, μια τέτοια υποχρέωση διατήρησης της κύριας εγκατάστασης στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους συνιστά περιορισμό της ελευθερίας εγκατάστασης για την εταιρία που έχει συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους, δηλαδή, εν προκειμένω, σύμφωνα με την πορτογαλική νομοθεσία. Η ελευθερία αυτή περιλαμβάνει το δικαίωμα μεταφοράς της κύριας εγκατάστασης της εταιρίας σε άλλο κράτος μέλος και, επομένως, αν η μεταφορά συνεπάγεται τη μετατροπή της εταιρίας σε εταιρία που θα διέπεται από το δίκαιο του τελευταίου αυτού κράτους μέλους και την απώλεια της αρχικής της «εθνικότητας», πρέπει να πληρούνται οι όροι σύστασης όπως καθορίζονται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους μετεγκατάστασης (πρβλ. απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2017, Polbud – Wykonawstwo, C‑106/16, EU:C:2017:804, σκέψεις 33 έως 35).
Όσον αφορά την ενδεχόμενη δικαιολόγηση του περιορισμού της ελευθερίας εγκατάστασης
63 Στη συνέχεια, τίθεται το ερώτημα εάν οι υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 5, στοιχεία c και e, της συγγραφής υποχρεώσεων και που αφορούν, αντιστοίχως, τη διατήρηση της έδρας και της πραγματικής διοίκησης της TAP στην Πορτογαλία και τη διατήρηση και ανάπτυξη του υφιστάμενου εθνικού επιχειρηματικού κόμβου (hub), οι οποίες διαπιστώθηκε ότι συνιστούν περιορισμούς στην ελευθερία εγκατάστασης του αγοραστή των μετοχών που αποτέλεσαν το αντικείμενο της επίμαχης στην κύρια δίκη διαδικασίας επανιδιωτικοποίησης, μπορούν να δικαιολογηθούν από επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος, πράγμα που απαιτεί να είναι ο περιορισμός αυτός πρόσφορος για τη διασφάλιση της επίτευξης του επιδιωκόμενου σκοπού και να μην υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξή του μέτρο (πρβλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2017, Polbud – Wykonawstwo, C‑106/16, EU:C:2017:804, σκέψη 52).
64 Πρέπει συναφώς να απορριφθεί, πρώτον, το επιχείρημα της Ολλανδικής Κυβέρνησης, σύμφωνα με το οποίο η υποχρέωση διατήρησης της έδρας και της πραγματικής διοίκησης της TAP στην Πορτογαλία δικαιολογείται από τον σκοπό ελέγχου της συμμόρφωσης προς την υποχρέωση εκπλήρωσης των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας που απορρέουν από το άρθρο 5, στοιχείο d, της συγγραφής υποχρεώσεων.
65 Πράγματι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 85 των προτάσεών του, θα μπορούσαν να ληφθούν μέτρα λιγότερο περιοριστικά της ελευθερίας εγκατάστασης για τη διασφάλιση του ελέγχου αυτού, όπως η υποχρέωση διατήρησης δευτερεύουσας εγκατάστασης. Εξάλλου, η υποχρέωση κάθε εταιρίας αερομεταφορών να διατηρεί την κύρια εγκατάστασή της σε συγκεκριμένο κράτος μέλος, για τον λόγο και μόνον ότι έχει την εκμετάλλευση αεροπορικής γραμμής από ή προς το εν λόγω κράτος μέλος, για την οποία υπάρχει υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας, είναι προδήλως δυσανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.
66 Δεύτερον, όσον αφορά τον προσδιορισμό των επιτακτικών λόγων γενικού συμφέροντος που θα δικαιολογούσαν ενδεχομένως τα περιοριστικά μέτρα του άρθρου 5, στοιχεία c και e, της συγγραφής υποχρεώσεων, από το προοίμιο του νομοθετικού διατάγματος 181-A/2014 προκύπτει ότι η συγγραφή υποχρεώσεων πρέπει να λάβει υπόψη το γεγονός ότι η TAP είναι «επιχείρηση άρρηκτα συνδεδεμένη με τη χώρα με έναν σύνδεσμο που πρέπει να διαφυλαχθεί και είναι, επομένως, σκόπιμο να διατηρηθεί ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της ως “εμβληματικής επιχείρησης”» και να εξασφαλίσει ότι η διαδικασία επανιδιωτικοποίησης της TAP είναι σύμφωνη με τη «στρατηγική σημασία του “εθνικού hub [κόμβου]” ως βασικού κρίκου των σχέσεων μεταξύ της Ευρώπης, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής, των οποίων οι αερομεταφορές της TAP αποτελούν θεμελιώδες στοιχείο, λαμβανομένης υπόψη και της μεγάλης σημασίας των εσωτερικών δρομολογίων, ειδικότερα εκείνων που εξασφαλίζουν τη σύνδεση της ηπειρωτικής χώρας με τις νήσους, τα οποία είναι ζωτικής σημασίας για την προαγωγή της εδαφικής και κοινωνικής συνοχής και της οικονομικής ανάπτυξης».
67 Οι ως άνω γενικοί σκοποί επαναλαμβάνονται στο άρθρο 5, στοιχείο c, της συγγραφής υποχρεώσεων, στο μέτρο που αυτό αναφέρεται στην «παρουσίαση και [τη] διασφάλιση της εκτελέσεως ενός κατάλληλου και συνεκτικού στρατηγικού σχεδίου, με σκοπό τη διατήρηση και την προώθηση της αναπτύξεως της TAP, τηρουμένων των σκοπών που έχει θέσει η κυβέρνηση αναφορικά με τη διαδικασία επανιδιωτικοποιήσεως, την ενίσχυση της ανταγωνιστικής θέσης της ως παρόχου υπηρεσιών αερομεταφορών σε παγκόσμιο επίπεδο στις νυν υφιστάμενες αγορές και σε νέες αγορές, τη διατήρηση της ακεραιότητας, της εταιρικής ταυτότητας και αυτονομίας του ομίλου TAP, κυρίως δε μέσω της διατηρήσεως του εμπορικού σήματος TAP και της συσχετίσεώς του με την Πορτογαλία, διασφαλιζομένου παράλληλα ότι η έδρα και η πραγματική διοίκηση του ομίλου TAP θα εξακολουθήσουν να βρίσκονται στην Πορτογαλία, τη συμβολή στη διατήρηση και την ανάπτυξη των επιχειρησιακών και εμπορικών δυνατοτήτων του ομίλου TAP, καθώς και την αξιοποίηση και ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού του».
68 Οι ίδιοι γενικοί σκοποί απορρέουν και από το άρθρο 5, στοιχείο e, της συγγραφής υποχρεώσεων, στο μέτρο που αυτό σκοπεί στη «συμβολή στην ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας, καθώς και στη διατήρηση και την ανάπτυξη του νυν εθνικού επιχειρησιακού κόμβου (hub), ως πλατφόρμας με κρίσιμο στρατηγικό ρόλο στις σχέσεις μεταξύ Ευρώπης, Αφρικής και Λατινικής Αμερικής».
69 Στο πλαίσιο αυτό, είναι επίσης σχετικό το άρθρο 5, στοιχείο d, της συγγραφής υποχρεώσεων, καθόσον αναφέρεται στις «αερομεταφορικές συνδέσεις μεταξύ των κύριων εθνικών αερολιμένων και των αυτόνομων περιφερειών, οσάκις τούτο επιβάλλεται, καθώς και [στη] διατήρηση και [στην] ενίσχυση των δρομολογίων που εξυπηρετούν τις αυτόνομες περιφέρειες, τις πορτογαλικές κοινότητες που βρίσκονται στο εξωτερικό και τις χώρες και τις κοινότητες στις οποίες ομιλείται ή είναι επίσημη γλώσσα η πορτογαλική».
70 Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, στο μέτρο που το άρθρο 5, στοιχεία c και e, της συγγραφής υποχρεώσεων έχει ως σκοπούς τη διατήρηση και την προώθηση της ανάπτυξης της TAP, την ενίσχυση της οικονομικής θέσης της εταιρίας αυτής, τη συμβολή στη διατήρηση και την ανάπτυξη των επιχειρησιακών και εμπορικών δυνατοτήτων του ομίλου TAP και τη συμβολή στην ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι λόγοι αμιγώς οικονομικής φύσης που συνδέονται με την ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας ή με την εύρυθμη λειτουργία της δεν μπορούν να δικαιολογήσουν περιορισμό κάποιας από τις θεμελιώδεις ελευθερίες που κατοχυρώνονται από τις Συνθήκες (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, ΑΓΕΤ Ηρακλής, C‑201/15, EU:C:2016:972, σκέψη 72).
71 Ωστόσο, όπως υποστήριξαν κατ’ ουσίαν η Parpública και η Πορτογαλική Κυβέρνηση, το άρθρο 5, στοιχεία c και e, της συγγραφής υποχρεώσεων, σε συνδυασμό με το άρθρο της 5, στοιχείο d, καθώς και με το προοίμιο του νομοθετικού διατάγματος 181-A/2014, καθόσον επιδιώκει να εξασφαλίσει τη συνέχεια και την ανάπτυξη των αεροπορικών συνδέσεων της TAP που εξυπηρετούν τρίτες χώρες οι οποίες διατηρούν ιδιαίτερους ιστορικούς, πολιτιστικούς και κοινωνικούς δεσμούς με την Πορτογαλική Δημοκρατία και των οποίων η πορτογαλική είναι η επίσημη ή μία από τις επίσημες γλώσσες, όπως η Δημοκρατία της Αγκόλας, η Δημοκρατία της Μοζαμβίκης ή η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας, συνδέεται με επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος, ο οποίος μπορεί να δικαιολογήσει περιορισμό στην ελευθερία εγκατάστασης.
72 Υπενθυμίζεται συναφώς ότι η διασφάλιση υπηρεσίας γενικού συμφέροντος μπορεί να αποτελέσει επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος ικανό να δικαιολογήσει περιορισμό μιας από τις θεμελιώδεις ελευθερίες που κατοχυρώνονται από τις Συνθήκες (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 2006, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (C‑283/04, EU:C:2006:608, σκέψη 30).
73 Επομένως, ο επιτακτικός λόγος γενικού συμφέροντος για τη δικαιολόγηση των περιοριστικών μέτρων που απορρέουν από το άρθρο 5, στοιχεία c και e, της συγγραφής υποχρεώσεων, είναι η διασφάλιση υπηρεσίας γενικού συμφέροντος προκειμένου να κατοχυρωθούν επαρκείς τακτικές υπηρεσίες αερομεταφορών από και προς τρίτες πορτογαλόφωνες χώρες, με τις οποίες η Πορτογαλία διατηρεί ιδιαίτερους ιστορικούς, πολιτιστικούς και κοινωνικούς δεσμούς.
74 Τρίτον, όσον αφορά το αν μπορεί να δικαιολογηθεί η απαίτηση του άρθρου 5, στοιχείο c, της συγγραφής υποχρεώσεων, η οποία αφορά τη διατήρηση της έδρας και της πραγματικής διοίκησης της TAP στην Πορτογαλία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως επίσης επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 89 των προτάσεών του, η απαίτηση αυτή είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας υπό το πρίσμα του ως άνω επιτακτικού λόγου γενικού συμφέροντος.
75 Πράγματι, υπό την επιφύλαξη της επαλήθευσης εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι, μεταξύ της Πορτογαλικής Δημοκρατίας και ορισμένων τρίτων χωρών, στις οποίες περιλαμβάνονται ακριβώς οι πορτογαλόφωνες χώρες που διατηρούν ιδιαίτερους ιστορικούς, πολιτιστικούς και κοινωνικούς δεσμούς με την Πορτογαλική Δημοκρατία, όπως η Δημοκρατία της Αγκόλας, η Δημοκρατία της Μοζαμβίκης ή η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας, έχουν συναφθεί διμερείς συμφωνίες οι οποίες εξαρτούν τα δικαιώματα μεταφοράς που έχουν χορηγηθεί στην TAP για τις αεροπορικές συνδέσεις με τις χώρες αυτές από τη διατήρηση της κύριας εγκατάστασής της στην Πορτογαλία.
76 Υπό την επιφύλαξη της επαλήθευσης από το αιτούν δικαστήριο, προκύπτει έτσι από τις εν λόγω διμερείς συμφωνίες ότι, αν η TAP μεταφέρει την κύρια εγκατάστασή της εκτός Πορτογαλίας, θα απολέσει τα δικαιώματα μεταφοράς που διαθέτει για γραμμές από και προς τις εν λόγω τρίτες χώρες. Ως εκ τούτου, προκύπτει ότι μια απαίτηση όπως αυτή που απορρέει από το άρθρο 5, στοιχείο c, της συγγραφής υποχρεώσεων, καθόσον επιβάλλει τη διατήρηση της κύριας εγκατάστασης της TAP στο κράτος μέλος αυτό, αποτελεί μέτρο το οποίο ανταποκρίνεται στον επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος που σκοπεί στη διασφάλιση επαρκών τακτικών υπηρεσιών αερομεταφοράς από και προς τις εν λόγω πορτογαλόφωνες τρίτες χώρες με τις οποίες η Πορτογαλία διατηρεί ιδιαίτερους ιστορικούς, πολιτιστικούς και κοινωνικούς δεσμούς.
77 Επιπλέον, η εν λόγω απαίτηση δεν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο υπό το πρίσμα του ως άνω επιτακτικού λόγου γενικού συμφέροντος, καθόσον, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1008/2008, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, στοιχείο αʹ, σε περίπτωση μεταφοράς της κύριας εγκατάστασης της TAP εκτός Πορτογαλίας θα έπαυαν να ισχύουν η άδεια εκμετάλλευσης και το πιστοποιητικό αερομεταφορέα που έχουν χορηγηθεί στην TAP από την αρμόδια πορτογαλική αρχή, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η εκμετάλλευση οποιασδήποτε τακτικής γραμμής αερομεταφοράς, συμπεριλαμβανομένων των γραμμών από και προς τις εν λόγω πορτογαλόφωνες τρίτες χώρες, οι οποίες δεν αμφισβητείται ότι αντιπροσωπεύουν σημαντικό μέρος των δραστηριοτήτων της TAP.
78 Επιπλέον, η συμφωνία της εν λόγω απαίτησης προς την αρχή της αναλογικότητας, υπό το πρίσμα του επιτακτικού λόγου γενικού συμφέροντος στον οποίον αναφέρεται η σκέψη 73 της παρούσας απόφασης, επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η απαίτηση αυτή δεν απαγορεύει στην TAP να συστήσει εκτός Πορτογαλίας δευτερεύουσες εγκαταστάσεις, όπως υποκαταστήματα ή θυγατρικές.
79 Τέταρτον, τίθεται το ερώτημα εάν η απαίτηση του άρθρου 5, στοιχείο e, της συγγραφής υποχρεώσεων, η οποία αφορά τη διατήρηση και την ανάπτυξη του υφιστάμενου εθνικού επιχειρησιακού κόμβου (hub) δικαιολογείται από τον σκοπό της εξασφάλισης της υπηρεσίας γενικού συμφέροντος που σκοπεί στη διασφάλιση επαρκών τακτικών γραμμών αερομεταφοράς από και προς τις εν λόγω τρίτες πορτογαλόφωνες χώρες με τις οποίες η Πορτογαλία διατηρεί ιδιαίτερους ιστορικούς, πολιτιστικούς και κοινωνικούς δεσμούς.
80 Δεν αποδείχθηκε συναφώς ότι η διατήρηση του οργανωτικού προτύπου των υπηρεσιών αερομεταφοράς του υφιστάμενου εθνικού επιχειρησιακού κόμβου (hub) είναι αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού της αεροπορικής συνδεσιμότητας των εν λόγω τρίτων πορτογαλόφωνων χωρών. Δεν φαίνεται να αποκλείεται εκ των προτέρων το ενδεχόμενο να μπορεί να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός με τη χρησιμοποίηση άλλου οργανωτικού προτύπου.
81 Εν πάση περιπτώσει, καίτοι δεν φαίνεται ούτε ότι πρέπει να αποκλειστεί το πρότυπο του υφιστάμενου εθνικού επιχειρησιακού κόμβου (hub) ως χρήσιμο εργαλείο για την επίτευξη του σκοπού αυτού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το εν λόγω πρότυπο εφαρμόζεται σε όλες τις αεροπορικές συνδέσεις και όχι μόνο σε εκείνες από και προς τις ως άνω πορτογαλόφωνες τρίτες χώρες.
82 Κατά συνέπεια, η απαίτηση να εξασφαλιστεί η διατήρηση και ανάπτυξη του υφιστάμενου εθνικού επιχειρησιακού κόμβου (hub) υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού της συνδεσιμότητας των εν λόγω τρίτων χωρών.
83 Κατόπιν όλων των ανωτέρω, στο πρώτο, δεύτερο και τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 49 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στο να περιλαμβάνονται στη συγγραφή υποχρεώσεων που διέπουν τους όρους στους οποίους υπόκειται διαδικασία επανιδιωτικοποίησης εταιρίας αερομεταφορών:
– απαίτηση με την οποία επιβάλλεται στον αγοραστή της συμμετοχής που αποτελεί το αντικείμενο της εν λόγω διαδικασίας επανιδιωτικοποίησης να είναι σε θέση να εξασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας που υπέχει η εν λόγω εταιρία αερομεταφορών και
– απαίτηση με την οποία επιβάλλεται στον εν λόγω αγοραστή να διατηρήσει την έδρα και την πραγματική διοίκηση της εν λόγω εταιρίας αερομεταφορών στο οικείο κράτος μέλος, εφόσον η μεταφορά της κύριας εγκατάστασης της εταιρίας εκτός του κράτους μέλους αυτού θα συνεπαγόταν για την εταιρία την απώλεια των δικαιωμάτων μεταφοράς που της παρέχουν διμερείς συμφωνίες μεταξύ του εν λόγω κράτους μέλους και τρίτων χωρών με τις οποίες αυτό διατηρεί ιδιαίτερους ιστορικούς, πολιτιστικούς και κοινωνικούς δεσμούς, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.
Το άρθρο 49 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στο να περιλαμβάνεται στη συγγραφή υποχρεώσεων η απαίτηση να εξασφαλίσει ο αγοραστής της εν λόγω συμμετοχής τη διατήρηση και την ανάπτυξη του υφιστάμενου εθνικού επιχειρησιακού κόμβου (hub).
Επί των δικαστικών εξόδων
84 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:
1) Η οδηγία 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά, έχει την έννοια ότι δεν εφαρμόζεται κατά την εξέταση του αν είναι σύμφωνες με το δίκαιο της Ένωσης απαιτήσεις σχετικές με τις δραστηριότητες εταιρίας αερομεταφορών, οι οποίες επιβάλλονται στον αγοραστή ειδικής συμμετοχής στο κεφάλαιο της εταιρίας αυτής, και ιδίως η απαίτηση που του επιβάλλει να εκπληρώνει υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας, καθώς και να διατηρεί και να αναπτύσσει τον εθνικό επιχειρησιακό κόμβο (hub) της εταιρίας αυτής.
2) Το άρθρο 49 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στο να περιλαμβάνονται στη συγγραφή υποχρεώσεων που διέπουν τους όρους στους οποίους υπόκειται διαδικασία επανιδιωτικοποίησης εταιρίας αερομεταφορών:
– απαίτηση με την οποία επιβάλλεται στον αγοραστή της συμμετοχής που αποτελεί το αντικείμενο της εν λόγω διαδικασίας επανιδιωτικοποίησης να είναι σε θέση να εξασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας που υπέχει η εν λόγω εταιρία αερομεταφορών και
– απαίτηση με την οποία επιβάλλεται στον εν λόγω αγοραστή να διατηρήσει την έδρα και την πραγματική διοίκηση της εν λόγω εταιρίας αερομεταφορών στο οικείο κράτος μέλος, εφόσον η μεταφορά της κύριας εγκατάστασης της εταιρίας εκτός του κράτους μέλους αυτού θα συνεπαγόταν για την εταιρία την απώλεια των δικαιωμάτων μεταφοράς που της παρέχουν διμερείς συμφωνίες μεταξύ του εν λόγω κράτους μέλους και τρίτων χωρών με τις οποίες αυτό διατηρεί ιδιαίτερους ιστορικούς, πολιτιστικούς και κοινωνικούς δεσμούς, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.
Το άρθρο 49 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στο να περιλαμβάνεται στη συγγραφή υποχρεώσεων η απαίτηση να εξασφαλίσει ο αγοραστής της εν λόγω συμμετοχής τη διατήρηση και την ανάπτυξη του υφιστάμενου εθνικού επιχειρησιακού κόμβου (hub).
(υπογραφές)