ΔΕΕ – Απόφαση στην υπόθεση C-492/17 Südwestrundfunk κατά Tilo Rittinger κ.λπ – Η εισφορά υπέρ της γερμανικής ραδιοτηλεοράσεως είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης

 

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

 

της 13ης Δεκεμβρίου 2018 (*)

 

«Προδικαστική παραπομπή – Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ – Δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί – Χρηματοδότηση – Ρύθμιση κράτους μέλους η οποία υποχρεώνει κάθε ενήλικο που είναι κάτοχος οικίας στο εθνικό έδαφος να καταβάλλει εισφορά στους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς»

 

Στην υπόθεση C‑492/17,

 

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Landgericht Tübingen (ειρηνοδικείο Tübingen, Γερμανία) με απόφαση της 3ης Αυγούστου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 11 Αυγούστου 2017, στο πλαίσιο της δίκης

 

Südwestrundfunk

 

κατά

 

Tilo Rittinger,

 

Patrick Wolter,

 

Harald Zastera,

 

Dagmar Fahner,

 

Leyla Sofan,

 

Marc Schulte,

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

 

συγκείμενο από τους T. von Danwitz, πρόεδρο του έβδομου τμήματος, ασκούντα καθήκοντα προέδρου του τέταρτου τμήματος, K. Jürimäe (εισηγήτρια), Κ. Λυκούργο, E. Juhász και C. Vajda, δικαστές,

 

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona

 

γραμματέας: K. Malacek, διοικητικός υπάλληλος,

 

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 4ης Ιουλίου 2018,

 

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

 

–        η Südwestrundfunk, εκπροσωπούμενη από τον H. Kube, Hochschullehrer,

 

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και J. Möller,

 

–        η Σουηδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις A. Falk, H. Shev, C. Meyer‑Seitz, L. Zettergren και A. Alriksson,

 

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις K. Blanck-Putz, K. Herrmann και C. Valero καθώς και από τον G. Braun,

 

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018,

 

εκδίδει την ακόλουθη

 

Απόφαση

 

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 49, 107 και 108 ΣΛΕΕ, του άρθρου 11 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) και του άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), καθώς και των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

 

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Südwestrundfunk (στο εξής: SWR), ενός περιφερειακού ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού δημοσίου δικαίου, και των Tilo Rittinger, Patrick Wolter, Harald Zastera, Marc Schulte καθώς και της Layla Sofan και της Dagmar Fahner σχετικά με εκτελεστούς τίτλους εκδοθέντες από την SWR περί εισπράξεως από τους ανωτέρω της μη καταβληθείσας εισφοράς υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως.

 

 Το νομικό πλαίσιο

 

 Το δίκαιο της Ένωσης

 

 Ο κανονισμός (ΕΚ) 659/1999

 

3        Το άρθρο 1 του κανονισμού 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1), προέβλεπε:

 

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

 

α)      “ενίσχυση”: κάθε μέτρο το οποίο πληροί όλα τα κριτήρια που καθορίζονται στο άρθρο [107] παράγραφος 1 της Συνθήκης [ΛΕΕ]·

 

β)      “υφιστάμενη ενίσχυση”:

 

i)      […] όλες οι ενισχύσεις οι οποίες υφίσταντο πριν από την έναρξη ισχύος της συνθήκης στο οικείο κράτος μέλος, δηλαδή καθεστώτα ενισχύσεων και ατομικές ενισχύσεις που είχαν τεθεί σε εφαρμογή πριν, και εφαρμόζονται ακόμη έπειτα, από την έναρξη ισχύος της συνθήκης·

 

ii)      κάθε εγκεκριμένη ενίσχυση, δηλαδή τα καθεστώτα ενισχύσεων και οι ατομικές ενισχύσεις που έχουν εγκριθεί από την Επιτροπή ή από το Συμβούλιο·

 

[…]

 

γ)      “νέα ενίσχυση”: κάθε ενίσχυση, δηλαδή τα καθεστώτα ενισχύσεων και οι ατομικές ενισχύσεις, οι οποίες δεν αποτελούν υφιστάμενη ενίσχυση, καθώς και οι μεταβολές υφιστάμενων ενισχύσεων·

 

[…]».

 

4        O κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 καταργήθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9). Ο τελευταίος αυτός κανονισμός περιέχει τους ίδιους ορισμούς με εκείνους που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως.

 

 Ο κανονισμός (ΕΚ) 794/2004

 

5        Το άρθρο 4 του κανονισμού 794/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, για την εφαρμογή του κανονισμού 659/1999 (ΕΕ 2004, L 140, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2005, L 25, σ. 74), με τίτλο «Απλουστευμένη διαδικασία κοινοποίησης για ορισμένες μεταβολές υφιστάμενων ενισχύσεων», ορίζει τα εξής:

 

«1.      Για τους σκοπούς του άρθρου 1, στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999, νοείται ως μεταβολή υφιστάμενης ενίσχυσης κάθε αλλαγή, πλην των τροποποιήσεων καθαρά τυπικού ή διοικητικού χαρακτήρα, που δεν είναι ικανή να επηρεάσει την εκτίμηση του συμβιβάσιμου του εκάστοτε μέτρου ενίσχυσης με την κοινή αγορά, ωστόσο, η αύξηση του αρχικού προϋπολογισμού ενός υφιστάμενου καθεστώτος ενισχύσεων κατά ποσοστό έως 20 % δεν λογίζεται ως μεταβολή υφιστάμενης ενίσχυσης.

 

2.      Οι ακόλουθες μεταβολές υφιστάμενων ενισχύσεων κοινοποιούνται με το έντυπο απλουστευμένης κοινοποίησης που παρατίθεται στο παράρτημα II:

 

α)      αυξήσεις του προϋπολογισμού εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων οι οποίες υπερβαίνουν το 20 %·

 

β)      παράταση της ισχύος υφιστάμενου και εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων για χρονικό διάστημα έως έξι έτη, με ή χωρίς αύξηση του προϋπολογισμού·

 

γ)      τροποποίηση επί το αυστηρότερο των προϋποθέσεων εφαρμογής εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων, μείωση της έντασης της ενίσχυσης ή μείωση των επιλέξιμων δαπανών.

 

Η Επιτροπή καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ούτως ώστε να εκδίδει απόφαση για τις ενισχύσεις που της κοινοποιούνται με το έντυπο απλουστευμένης κοινοποίησης εντός μηνός.

 

[…]»

 

 Το γερμανικό δίκαιο

 

6        Τα Länder συνήψαν, στις 31 Αυγούστου 1991, τη Staatsvertrag für Rundfunk und Telemedien [(κρατική σύμβαση περί ραδιοτηλεοράσεως και μέσων τηλεματικής (GBI. 1991, σ. 745)], η οποία τροποποιήθηκε εσχάτως με την 19. Rundfunkänderungsstaatsvertrag (19η τροποποιητική κρατική σύμβαση), της 3ης Δεκεμβρίου 2015 (GBI. 2016, σ. 126) (στο εξής: κρατική σύμβαση περί ραδιοτηλεοράσεως). Το άρθρο 12 της συμβάσεως αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Κατάλληλη χρηματοδότηση, αρχή της κατανομής των χρηματοδοτικών πόρων», έχει ως εξής:

 

«(1) Η χρηματοδότηση της δημόσιας ραδιοτηλεοράσεως πρέπει να της παρέχει τη δυνατότητα να εκπληρώνει την αποστολή που της έχει ανατεθεί από το Σύνταγμα και τον νόμο· ειδικότερα, πρέπει να εγγυάται την ύπαρξη και την ανάπτυξη της δημόσιας ραδιοτηλεοράσεως.

 

(2) Η αρχή της κατανομήςτων χρηματοδοτικών πόρων μεταξύ των περιφερειακών ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του συστήματος χρηματοδοτήσεως της [Arbeitsgemeinschaft der Rundfunkanstalten der Bundesrepublik Deutschland (ARD)]· εξασφαλίζει ιδίως στους οργανισμούς Saarländischer Rundfunk (Ραδιοτηλεόραση του ομόσπονδου κράτους του Ζάαρ) και Radio Bremen (Ραδιόφωνο της Βρέμης) τη δυνατότητα να ανταποκρίνονται δεόντως στις αποστολές τους. Το ύψος των κατανεμόμενων χρηματοδοτικών πόρων και η προσαρμογή τους στην εισφορά υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως καθορίζονται από τη Rundfunkfinanzierungsstaatsvertrag (κρατική σύμβαση περί χρηματοδοτήσεως της ραδιοτηλεοράσεως).»

 

7        Κατά το άρθρο 13 της 19ης κρατικής συμβάσεως περί ραδιοτηλεοράσεως, με τίτλο «Χρηματοδότηση»:

 

«Η δημόσια ραδιοτηλεόραση χρηματοδοτείται μέσω της εισφοράς υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως, των εσόδων από διαφημίσεις και λοιπών εσόδων· η βασική πηγή χρηματοδοτήσεως είναι η εισφορά υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως. Στο πλαίσιο της αποστολής της, η δημόσια ραδιοτηλεόραση δεν μπορεί να προτείνει προγράμματα ή προσφορές επί πληρωμή· […]».

 

8        Το άρθρο 14 της συμβάσεως αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Χρηματοδοτικές ανάγκες της δημόσιας ραδιοτηλεοράσεως», ορίζει τα εξής:

 

«(1) Οι χρηματοδοτικές ανάγκες της δημόσιας ραδιοτηλεοράσεως εξετάζονται και υπολογίζονται τακτικά από την unabhängige Kommission zur Überprüfung und Ermittlung des Finanzbedarfs der Rundfunkanstalten (Ανεξάρτητη Επιτροπή Ελέγχου και Υπολογισμού των Χρηματοδοτικών Αναγκών των Ραδιοτηλεοπτικών Οργανισμών) σύμφωνα με τις αρχές της οικονομίας και της αποτελεσματικότητας, λαμβανόμενων επίσης υπόψη των δυνατοτήτων εξορθολογισμού, επί τη βάση των αναγκών που κοινοποιούνται από τους περιφερειακούς ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς οι οποίοι έχουν συνενωθεί στο πλαίσιο της ARD, από τη [Zweites Deutsches Fernsehen (ZDF)] και από τον οργανισμό δημοσίου δικαίου «Deutschlandradio».

 

(2) Οι χρηματοδοτικές ανάγκες εξετάζονται και αξιολογούνται ειδικότερα με βάση τα ακόλουθα στοιχεία:

 

1.      την εξακολούθηση σε ανταγωνιστικό πλαίσιο των υφιστάμενων ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων καθώς και τα τηλεοπτικά προγράμματα όλων των ομόσπονδων κρατών που επιτρέπονται από την κρατική σύμβαση (ανάγκες που συνδέονται με την εξακολούθηση της λειτουργίας),

 

2.      τα νέα ραδιοτηλεοπτικά προγράμματα που επιτρέπονται σύμφωνα με το δίκαιο των ομόσπονδων κρατών [Länder], τη συμμετοχή στις νέες τεχνικές δυνατότητες μεταδόσεως στην παραγωγή και τη μετάδοση ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων, καθώς και τη δυνατότητα οργανώσεως νέων μορφών μεταδόσεως (ανάγκες που συνδέονται με την ανάπτυξη),

 

3.      την εξέλιξη του κόστους εν γένει και την εξέλιξη του κόστους ειδικώς στον τομέα των μέσων ενημερώσεως,

 

4.      την εξέλιξη των εσόδων που προέρχονται από την εισφορά, των εσόδων από διαφημίσεις και των λοιπών εσόδων,

 

5.      την τοποθέτηση, τον τοκισμό και τη σύμφωνη προς τον προορισμό τους χρησιμοποίηση των πλεονασμάτων που προκύπτουν όταν το συνολικό ετήσιο ποσό των εσόδων που πραγματοποιούν οι περιφερειακοί ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί οι οποίοι έχουν συνενωθεί στο πλαίσιο της ARD, της ZDF ή της Deutschlandradio υπερβαίνει το σύνολο των δαπανών για την εκπλήρωση της αποστολής τους.

 

[…]

 

(4)      Η εισφορά καθορίζεται από την κρατική σύμβαση.»

 

9        Το ομόσπονδο κράτος της Βάδης-Βυρτεμβέργης (Γερμανία), με τον baden-württembergisches Gesetz zur Geltung des Rundfunkbeitragsstaatsvertrags (νόμο της Βάδης-Βυρτεμβέργης, περί της εφαρμογής της κρατικής συμβάσεως περί εισφοράς υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως), της 18ης Οκτωβρίου 2011, όπως τροποποιήθηκε εσχάτως με το άρθρο 4 της 19ης τροποποιητικής κρατικής συμβάσεως, της 3ης Δεκεμβρίου 2015 (στο εξής: νόμος περί εισφοράς υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως), εφήρμοσε την κρατική σύμβαση περί εισφοράς υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως η οποία προέβλεψε την κατάργηση του πρώην τέλους στις 31 Δεκεμβρίου 2012 υπέρ της εισφοράς αυτής. Ο εν λόγω νόμος καθορίζει το καθεστώς που διέπει την είσπραξη της εισφοράς αυτής, της οποίας η καταβολή κατέστη υποχρεωτική για τους υποκείμενους σε αυτήν από 1ης Ιανουαρίου 2013. Το άρθρο της 1 προβλέπει:

 

«Σκοπός της εισφοράς υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως είναι να διασφαλίζεται η επαρκής χρηματοδότηση της λειτουργίας της δημόσιας ραδιοτηλεοράσεως, κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 1, της κρατικής συμβάσεως περί ραδιοτηλεοράσεως καθώς και των υπηρεσιών που απαριθμούνται στο άρθρο 40 της συμβάσεως αυτής.»

 

10      Το άρθρο 2 του νόμου περί εισφοράς υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως, που επιγράφεται «Εισφορά υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως που καταβάλλεται στον ιδιωτικό τομέα», ορίζει τα εξής:

 

«(1) Στον ιδιωτικό τομέα, κάθε οικία βαρύνεται με εισφορά υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως, για την καταβολή της οποίας υπόχρεος είναι ο κάτοχός της (οφειλέτης της εισφοράς).

 

(2)      1Ως κάτοχος οικίας νοείται κάθε ενήλικο πρόσωπο που διαμένει το ίδιο σε αυτήν. 2Τεκμαίρεται ότι είναι κάτοχος οικίας το πρόσωπο που:

 

1.      έχει δηλώσει ως κατοικία του την οικία αυτή σύμφωνα με τις διατάξεις περί δημοτολογίου, ή

 

2.      αναγράφεται ως μισθωτής σε μισθωτήριο συμβόλαιο που αφορά την εν λόγω οικία.

 

[…]

 

(3)      1Εάν οφειλέτες της εισφοράς είναι περισσότερα πρόσωπα, τα πρόσωπα αυτά ευθύνονται εις ολόκληρον για την καταβολή της σύμφωνα με το άρθρο 44 του Abgabenordnung (φορολογικού κώδικα). […]

 

(4)      Η εισφορά υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως δεν οφείλεται από τους οφειλέτες οι οποίοι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2 του Gesetz zu dem Wiener Übereinkommen vom 18. April 1961 über diplomatische Beziehungen (νόμου περί της Συμβάσεως της Βιέννης της 18ης Απριλίου 1961 περί διπλωματικών σχέσεων), της 6ης Αυγούστου 1964 (BGBl. 1964 II σ. 957) ή άλλων ισοδύναμων διατάξεων, απολαύουν προνομίων.»

 

11      Κατά το άρθρο 10 του νόμου περί εισφοράς υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως:

 

«(1) Τα έσοδα από την εισφορά υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως περιέρχονται στον περιφερειακό ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό και, κατά το μέτρο που ορίζεται στην Rundfunkfinanzierungsstaatsvertrag (κρατική σύμβαση περί χρηματοδοτήσεως της ραδιοτηλεοράσεως), στη [ZDF], στην Deutschlandradio καθώς και στον Landesmedienanstalt (Περιφερειακό Οργανισμό των Μέσων Ενημερώσεως), στην περιφέρεια των οποίων ευρίσκεται ο τόπος της κατοικίας ή των εγκαταστάσεων του οφειλέτη της εισφοράς ή ο τόπος ταξινομήσεως του οχήματος.

 

[…]

 

(5)      1Το ποσό των μη καταβληθεισών εισφορών υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως προσδιορίζεται από τον αρμόδιο περιφερειακό ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό. […]

 

(6)      Οι εκδιδόμενες για τις μη καταβληθείσες εισφορές βεβαιωτικές πράξεις εκτελούνται μέσω της διαδικασίας διοικητικής εκτελέσεως. […]

 

(7)      1Κάθε περιφερειακός ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός αναλαμβάνει τις αποστολές που του ανατίθενται βάσει της παρούσας κρατικής συμβάσεως καθώς και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που σχετίζονται με αυτές εν όλω ή εν μέρει μέσω της Υπηρεσίας των Περιφερειακών Δημόσιων Ραδιοτηλεοπτικών Οργανισμών που λειτουργεί στο πλαίσιο μιας δημοσίου δικαίου ενώσεως δήμων και κοινοτήτων χωρίς ικανότητα δικαίου. 2Ο Περιφερειακός Ραδιοτηλεοπτικός Οργανισμός έχει την εξουσία να αναθέτει σε τρίτους συγκεκριμένες δραστηριότητες συνδεόμενες με την είσπραξη της εισφοράς υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως και τον εντοπισμό των οφειλετών και να ρυθμίζει αναλυτικά τα επιμέρους ζητήματα μέσω κανονιστικής αποφάσεως σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 2. […]»

 

12      Δεδομένου ότι οι ρυθμίσεις των επιμέρους ζητημάτων της διοικητικής διαδικασίας εισπράξεως («Beitreibung») εμπίπτουν και στην αρμοδιότητα των ομόσπονδων κρατών, το ομόσπονδο κράτος της Βάδης Βυρτεμβέργης εξέδωσε συναφώς, στις 12 Μαρτίου 1974, τονVerwaltungsvollstreckungsgesetz für Baden-Württemberg, Landesverwaltungsvollstreckungsgesetz (νόμο της Βάδης‑Βυρτεμβέργης περί της διαδικασίας διοικητικής εκτελέσεως).

 

 Οι διαφορές της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

 

13      Οι ανακόπτοντες της κύριας δίκης είναι οφειλέτες της εισφοράς υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως («Rundfunkbeitrag») οι οποίοι δεν την έχουν καταβάλει εν όλω ή εν μέρει.

 

14      Το 2015 και το 2016, η SWR, ως αρμόδιος περιφερειακός οργανισμός, κοινοποίησε στους οφειλέτες της εν λόγω εισφοράς εκτελεστούς τίτλους προκειμένου να εισπράξει τα μη καταβληθέντα ποσά για το χρονικό διάστημα μεταξύ Ιανουαρίου του 2013 και τέλους του 2016.

 

15      Δεδομένου ότι οι οφειλέτες της εισφοράς αυτής συνέχισαν να μην καταβάλουν την εν λόγω εισφορά, η SWR προέβη, βάσει των τίτλων αυτών, στην αναγκαστική είσπραξη της απαιτήσεώς της.

 

16      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι οι οφειλέτες αυτοί άσκησαν ανακοπή ενώπιον του κατά τόπον αρμόδιου δικαστηρίου, ήτοι του Amtsgericht Reutlingen (ειρηνοδικείου Reutlingen, Γερμανία), του Amtsgericht Tübingen (ειρηνοδικείου Tübingen, Γερμανία) και του Amtsgericht Calw (ειρηνοδικείου Calw, Γερμανία), κατά της κατ’ αυτών στρεφόμενης διαδικασίας εισπράξεως.

 

17      Το Amtsgericht Tübingen (ειρηνοδικείο Tübingen) δέχθηκε τις τρεις ανακοπές που είχαν ασκηθεί ενώπιόν του από τους ενδιαφερόμενους οφειλέτες. Οι δε ασκηθείσες ενώπιον του Amtsgericht Reutlingen (ειρηνοδικείου Reutlingen) και του Amtsgericht Reutlingen Calw (ειρηνοδικείου Calw) ανακοπές απορρίφθηκαν.

 

18      Όπως προκύπτει από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, όλοι οι διάδικοι των οποίων οι ανακοπές απορρίφθηκαν άσκησαν έφεση, ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, κατά των απορριπτικών αποφάσεων που τους αφορούν.

 

19      Το εν λόγω δικαστήριο, το οποίο συνεκδίκασε τις υποθέσεις αυτές, επισημαίνει ότι οι διαφορές της κύριας δίκης αφορούν, κατ’ ουσίαν, ζητήματα του δικαίου της εκτελέσεως ανεξόφλητων απαιτήσεων, αλλά φρονεί ότι τα ζητήματα αυτά συνδέονται στενά με τις διατάξεις του εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου.

 

20      Το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι οι διατάξεις της εν λόγω νομοθεσίας αντιβαίνουν στο δίκαιο της Ένωσης.

 

21      Πρώτον, το εν λόγω δικαστήριο αναφέρει ότι η γερμανική δημόσια ραδιοτηλεόραση χρηματοδοτείται εν μέρει από την εισφορά υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως. Η εισφορά αυτή πρέπει, κατ’ αρχήν, να εξοφλείται επί ποινή προστίμου από οποιοδήποτε ενήλικο πρόσωπο διαμένει στη Γερμανία και, στο ομόσπονδο κράτος της Βάδης-Βυρτεμβέργης, καταβάλλεται μεταξύ άλλων στους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς SWR και ZDF. Η εν λόγω εισφορά συνιστά κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, υπέρ των εν λόγω ραδιοτηλεοπτικών φορέων που θα έπρεπε να έχει κοινοποιηθεί στην Επιτροπή βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

 

22      Συναφώς, το εν λόγω δικαστήριο υπογραμμίζει ότι το προηγούμενο ραδιοτηλεοπτικό τέλος, που οφειλόταν λόγω της κατοχής δέκτη, τροποποιήθηκε ουσιωδώς την 1η Ιανουαρίου 2013 μετά την έναρξη ισχύος της υποχρεώσεως καταβολής της εισφοράς υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως, καθώς αυτή οφείλεται πλέον από κάθε κάτοχο οικίας. Υπενθυμίζει ότι το καθεστώς χρηματοδοτήσεως της δημόσιας ραδιοτηλεοράσεως στη Γερμανία αξιολογήθηκε από την Επιτροπή, στο πλαίσιο της διαρκούς εξετάσεως των καθεστώτων ενισχύσεων που υφίστανται στα κράτη μέλη, βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Προκύπτει, συναφώς, από τη δικογραφία την οποία έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο ότι, στο πλαίσιο της αποφάσεως της Επιτροπής, της 24ης Απριλίου 2007, [C(2007) 1761 τελικό, σχετικά με την κρατική ενίσχυση E 3/2005 (ex CP 2/2003, CP 232/2002, CP 43/2003, CP 243/2004 και CP 195/2004) – Die Finanzierung der öffentlich-rechtichen Rundfunkanstalten in Deutschland (ARD/ZDF)] (στο εξής: απόφαση της 24ης Απριλίου 2007), που αφορά το καθεστώς αυτό, η Επιτροπή θεώρησε ότι η εισφορά υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως έπρεπε να χαρακτηρισθεί ως υφιστάμενη ενίσχυση. Επίσης, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, λόγω των ουσιαστικών αλλαγών που επήλθαν με τον νόμο περί εισφοράς υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως στη χρηματοδότηση της ραδιοτηλεοράσεως, το νέο σύστημα χρηματοδοτήσεως θα έπρεπε να έχει κοινοποιηθεί. Επιπλέον, η κρατική ενίσχυση που προέκυψε δεν ήταν συμβατή με την εσωτερική αγορά, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

 

23      Δεύτερον, η εισφορά υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως είναι αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης, καθόσον το προϊόν της εισφοράς αυτής χρησιμοποιείται για να χρηματοδοτήσει τη δημιουργία ενός νέου συστήματος ψηφιακής επίγειας μεταδόσεως, ήτοι του DVB-T2, το οποίο δεν προβλέπεται ότι θα μπορεί να χρησιμοποιείται από αλλοδαπούς ραδιοτηλεοπτικούς φορείς. Κατά το αιτούν δικαστήριο, η κατάσταση είναι παρεμφερής με εκείνη της υποθέσεως επί της οποίας εξεδόθη η απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2011, Γερμανία κατά Επιτροπής (C‑544/09 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:584), σχετικά με τη μετάβαση από την τεχνολογία της αναλογικής μεταδόσεως σε αυτήν της ψηφιακής μεταδόσεως.

 

24      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εισφορά πρέπει στην πραγματικότητα να εξομοιωθεί με φόρο προοριζόμενο για ορισμένο σκοπό («Zwecksteuer»). Το γεγονός ότι το ραδιοτηλεοπτικό τέλος που επιβαλλόταν προηγουμένως αντικαταστάθηκε από εισφορά υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως η οποία έχει προσωπικό χαρακτήρα αποτέλεσε θεμελιώδη μεταβολή του συστήματος χρηματοδοτήσεως της δημόσιας ραδιοτηλεοράσεως. Ως εκ τούτου, σε αντίθεση με το προηγούμενο σύστημα χρηματοδοτήσεως, η καταβολή της εισφοράς αυτής δεν συνεπάγεται κάποια ατομική αντιπαροχή για τους οφειλέτες της. Το σύνολο του ενήλικου πληθυσμού που έχει στην κατοχή του οικία στη Γερμανία συμβάλλει ως εκ τούτου στη χρηματοδότηση της δημόσιας ραδιοτηλεοράσεως, όπως συμβαίνει με τη φορολογία. Πρόκειται για κρατική ως επί το πλείστον χρηματοδότηση, κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου, όπως διαμορφώθηκε με την απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2007, Bayerischer Rundfunk κ.λπ. (C‑337/06, EU:C:2007:786). Το ισχύον καθεστώς της εισφοράς συνιστά ως εκ τούτου παράνομη ενίσχυση για την εισαγωγή του συστήματος DVB-T2, η οποία χρηματοδοτείται μέσω των φόρων.

 

25      Τρίτον, οι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς απολαύουν, χάρη στην εν λόγω νομοθεσία, ορισμένων πλεονεκτημάτων, που δεν διαθέτουν οι ιδιωτικοί ραδιοτηλεοπτικοί φορείς, τα οποία συνιστούν οικονομικό πλεονέκτημα και, δεδομένου του γενικού χαρακτήρα της υποχρεώσεως προς καταβολή της εισφοράς υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως, κρατική ενίσχυση. Τα πλεονεκτήματα αυτά έγκεινται ιδίως στις διατάξεις που κατά παρέκκλιση από το κοινό δίκαιο παρέχουν τη δυνατότητα στους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς να εκδίδουν οι ίδιοι τους εκτελεστούς τίτλους που απαιτούνται για την αναγκαστική εκτέλεση των οφειλών. Αυτός ο τρόπος εκδόσεως των εκτελεστών τίτλων είναι ταχύτερος, απλούστερος και λιγότερο δαπανηρός από την κίνηση δικαστικής διαδικασίας για την είσπραξη των απαιτήσεων. Επιπλέον, επάγεται ορισμένα μειονεκτήματα για τους χρήστες, δεδομένου ότι οι δυνατότητές τους να ασκήσουν ανακοπή και να ζητήσουν τη διενέργεια δικαστικού ελέγχου πριν από την έκδοση του εκτελεστού τίτλου και πριν από την εκτέλεση αίρονται ή περιορίζονται σε πολύ μεγάλο βαθμό.

 

26      Τέταρτον, ο νόμος περί εισφοράς υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως και ιδίως τα άρθρα 2 και 3, θίγει την ελευθερία της πληροφορήσεως που κατοχυρώνεται στο άρθρο 11 του Χάρτη και στο άρθρο 10 της ΕΣΔΑ. Η εισφορά υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως έχει σκοπίμως σχεδιασθεί ως εμπόδιο για την πρόσβαση σε οποιαδήποτε πληροφορία μεταδίδεται μέσω δορυφόρου, καλωδιακά ή μέσω δικτύου κινητής τηλεφωνίας. Η εισφορά υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως οφείλεται από τους ιδιώτες, ανεξαρτήτως του κατά πόσον αυτοί επωφελούνται όντως των προγραμμάτων των δημοσίων ραδιοτηλεοπτικών φορέων.

 

27      Πέμπτον, κατά το αιτούν δικαστήριο, η εισφορά υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως είναι αντίθετη προς την ελευθερία εγκαταστάσεως. Συνιστά επίσης προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και συνεπάγεται δυσμενή διάκριση έναντι των γυναικών. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η εισφορά οφείλεται ανά οικία, ανεξαρτήτως του αριθμού των προσώπων που κατοικούν σε αυτήν, με αποτέλεσμα το ποσό της εν λόγω εισφοράς που πρέπει να καταβάλλει το ενήλικο πρόσωπο να ποικίλλει σημαντικά ανάλογα με τον αριθμό των προσώπων ανά νοικοκυριό. Οι μονογονεϊκές οικογένειες, ως επί το πλείστον γυναικών, βρίσκονται σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τους ενήλικους που συγκατοικούν.

 

28      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Landgericht Tübingen (ειρηνοδικείο Tübingen, Γερμανία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

 

«1)      Είναι ο [νόμος περί εισφοράς υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως] ασύμβατος προς το δίκαιο της Ένωσης, διότι η επιβαλλόμενη βάσει αυτού εισφορά, κατ’ αρχήν από την 1η Ιανουαρίου 2013, σε κάθε ενήλικο που κατοικεί στο γερμανικό ομόσπονδο κράτος της Βάδης-Βυρτεμβέργης άνευ προϋποθέσεων υπέρ των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών SWR και ZDF, συνιστά ενίσχυση αντιβαίνουσα στο δίκαιο της Ένωσης, που ευνοεί αποκλειστικά αυτούς τους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς έναντι των ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών σταθμών; Έχουν τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ την έννοια ότι ο νόμος περί εισφοράς υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως έχρηζε της εγκρίσεως της Επιτροπής και ελλείψει εγκρίσεως είναι ανίσχυρος;

 

2)       Έχουν τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ την έννοια ότι καταλαμβάνουν τη θεσπισθείσα με τον νόμο περί εισφοράς υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως ρύθμιση, κατά την οποία σε κάθε ενήλικο που κατοικεί στη Βάδη-Βυρτεμβέργη επιβάλλεται κατ’ αρχήν άνευ προϋποθέσεων εισφορά υπέρ αποκλειστικώς κρατικών/δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών σταθμών, διότι η εισφορά αυτή περικλείει αντιβαίνουσα στο δίκαιο της Ένωσης ευνοϊκή ενίσχυση για τον τεχνικό αποκλεισμό ραδιοτηλεοπτικών σταθμών από κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεδομένου ότι οι εισφορές χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία ενός ανταγωνιστικού τρόπου μεταδόσεως (μονοπώλιο για το DVB-T2), του οποίου η χρησιμοποίηση από αλλοδαπούς ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς δεν προβλέπεται; Έχουν τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ την έννοια ότι καταλαμβάνουν επίσης όχι άμεσες χρηματικές παροχές, αλλά και άλλα συναφή από οικονομικής απόψεως πλεονεκτήματα (δικαίωμα εκδόσεως εκτελεστών τίτλων, εξουσία προς ανάληψη δράσεως τόσο ως οικονομική επιχείρηση όσο και ως διοικητική αρχή, βελτίωση της θέσεως κατά τον υπολογισμό των χρεών);

 

3)       Συνάδει προς την επιταγή της ίσης μεταχειρίσεως και προς την απαγόρευση προνομιακών ενισχύσεων η δυνάμει εθνικού νόμου, όπως αυτού της Βάδης-Βυρτεμβέργης περί της εισφοράς υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως, προνομιακή μεταχείριση ενός γερμανικού ραδιοτηλεοπτικού σταθμού οργανωμένου κατά το δημόσιο δίκαιο και υπό μορφή δημοσίας αρχής, συγχρόνως όμως ανταγωνιζόμενου στην αγορά διαφημίσεων με ιδιωτικούς σταθμούς, η οποία συνίσταται στο γεγονός ότι δεν υποχρεούται, όπως οι ιδιώτες ανταγωνιστές, να προσφύγει στα τακτικά δικαστήρια για να μπορέσει να εισπράξει τις έναντι των τηλεθεατών απαιτήσεις του προτού προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση, αλλά μπορεί ο ίδιος, άνευ της μεσολαβήσεως δικαστηρίου, να εκδώσει εκτελεστό τίτλο παρέχοντα εξίσου δικαίωμα αναγκαστικής εκτελέσεως;

 

4)      Συνάδει προς το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 4 του Χάρτη […] η πρόβλεψη κράτους μέλους, σε εθνικό νόμο προερχόμενο από το ομόσπονδο κράτος της Βάδης-Βυρτεμβέργης, ότι ένας τηλεοπτικός σταθμός, ο οποίος έχει τη μορφή διοικητικής αρχής, μπορεί να απαιτεί εισφορά για τη χρηματοδότηση αυτού ακριβώς του σταθμού από κάθε ενήλικο που κατοικεί στη ζώνη εκπομπής υπό την απειλή επιβολής προστίμου, ανεξαρτήτως του εάν έχει καν συσκευή λήψεως ή χρησιμοποιεί μόνον άλλους, δηλαδή αλλοδαπούς ή άλλους, ιδιωτικούς σταθμούς;

 

5)       Συνάδει ο [νόμος περί εισφοράς υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως], ιδίως τα άρθρα 2 και 3, με την επιταγή της ίσης μεταχειρίσεως και την επιταγή της απαγορεύσεως των διακρίσεων του δικαίου της Ένωσης, όταν για την εισφορά που πρέπει να πληρωθεί από κάθε κάτοικο άνευ προϋποθέσεων προς χρηματαδότηση ενός δημοσίου ραδιοτηλεοπτικού σταθμού επιβαρύνεται μια μονογονεϊκή οικογένεια κατά κεφαλή με το πολλαπλάσιο αυτού που οφείλει ένα μέλος κοινής κατοικίας στο πλαίσιο συγκατοικήσεως; Έχει η [οδηγία 2004/113/ΕΚ του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2004, για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στην πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες και την παροχή αυτών (ΕΕ 2004, L 373, σ. 37),] την έννοια ότι καταλαμβάνει επίσης την επίμαχη εισφορά και ότι αρκεί και η έμμεση δυσμενής διάκριση, όταν με βάση τα αντικειμενικά δεδομένα το 90 % των γυναικών επιβαρύνεται υψηλότερα;

 

6)       Συνάδει ο [νόμος περί εισφοράς υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως], ιδίως τα άρθρα 2 και 3, με την επιταγή της ίσης μεταχειρίσεως και την επιταγή της απαγορεύσεως των διακρίσεων του δικαίου της Ένωσης, όταν η εισφορά που πρέπει να πληρωθεί από κάθε κάτοικο άνευ προϋποθέσεων προς χρηματοδότηση ενός δημοσίου ραδιοτηλεοπτικού σταθμού είναι, στην περίπτωση προσώπων που χρειάζονται δεύτερη κατοικία για επαγγελματικούς λόγους, διπλάσια από ό,τι άλλων επαγγελματιών;

 

7)       Συνάδει ο [νόμος περί εισφοράς υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως], ιδίως τα άρθρα 2 και 3, με την επιταγή της ίσης μεταχειρίσεως, την επιταγή της απαγορεύσεως των διακρίσεων και με την ελευθερία εγκαταστάσεως του δικαίου της Ένωσης, όταν η εισφορά που πρέπει να πληρωθεί από κάθε κάτοικο άνευ προϋποθέσεων προς χρηματοδότηση ενός δημοσίου ραδιοτηλεοπτικού σταθμού διαμορφώνεται από απόψεως προσώπων κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ο Γερμανός που έχει την ίδια δυνατότητα λήψεως και κατοικεί σε ελάχιστη απόσταση από τα σύνορα με γειτονικό κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης οφείλει αποκλειστικά λόγω της τοποθεσίας της κατοικίας την εισφορά, πλην όμως ο Γερμανός που κατοικεί πέραν των συνόρων δεν οφείλει καμία εισφορά, ομοίως δε επιβαρύνεται με την εισφορά και ο αλλοδαπός πολίτης της Ένωσης, ο οποίος πρέπει να εγκατασταθεί για επαγγελματικούς λόγους σε ελάχιστη απόσταση πέραν των εσωτερικών συνόρων της Ένωσης, όχι όμως ο κατοικών σε ελάχιστη απόσταση προ των συνόρων πολίτης της Ένωσης, ακόμη και όταν αμφότεροι δεν ενδιαφέρονται για τη λήψη του γερμανικού ραδιοτηλεοπτικού σταθμού;»

 

 Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

 

29      Η SWR υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με τους εφαρμοστέους εθνικούς δικονομικούς κανόνες, το αιτούν δικαστήριο, που είναι μονομελές, όφειλε να διαβιβάσει τις δικογραφίες σε πολυμελή δικαστικό σχηματισμό του αιτούντος δικαστηρίου και, επομένως, δεν έχει εξουσία να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ.

 

30      Συναφώς, αρκεί να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 267, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, όταν ένα ζήτημα που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως ανακύπτει σε υπόθεση η οποία εκκρεμεί ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους, το δικαστήριο αυτό δύναται, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, να ζητήσει από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού.

 

31      Στο πλαίσιο αυτό, είναι σκόπιμο να επισημανθεί ότι η λειτουργία του συστήματος συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, το οποίο καθιερώνεται με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, καθώς και η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης επιτάσσουν να έχει το εθνικό δικαστήριο την ευχέρεια να υποβάλει στο Δικαστήριο, σε όποιο στάδιο της διαδικασίας το κρίνει σκόπιμο, οποιοδήποτε προδικαστικό ερώτημα εκτιμά ότι είναι αναγκαίο (βλ., συναφώς, απόφαση της 4ης Ιουνίου 2015, Kernkraftwerke Lippe-Ems, C‑5/14, EU:C:2015:354, σκέψη 35 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

 

32      Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να εξακριβώνει αν η απόφαση περί παραπομπής έχει εκδοθεί σύμφωνα με τους οργανωτικούς και δικονομικούς κανόνες του εθνικού δικαίου (διάταξη της 6ης Σεπτεμβρίου 2018, Di Girolamo, C‑472/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:684, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

 

33      Επομένως, η επιχειρηματολογία της SWR περί μη τηρήσεως των εθνικών κανόνων που διέπουν την οργάνωση των δικαστηρίων δεν μπορεί να εμποδίσει το αιτούν δικαστήριο να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ.

 

34      Επομένως, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.

 

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 

 Επί του παραδεκτού των ερωτημάτων

 

35      Η SWR και η Γερμανική Κυβέρνηση ισχυρίζονται, κατ’ ουσίαν, ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης που ζητεί το αιτούν δικαστήριο δεν έχει, στην πλειονότητα των τεθέντων ερωτημάτων, καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο των διαφορών της κύριας δίκης και ότι το τεθέν πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως. Μόνον τα ζητήματα που αφορούν τα προνόμια της δημόσιας ραδιοτηλεοράσεως περί αναγκαστικής εκτελέσεως είναι κρίσιμα εν προκειμένω.

 

36      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων την οποία προβλέπει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της δικαστικής αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβαλλόμενα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται κατ’ αρχήν να απαντήσει (απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Persidera, C‑112/16, EU:C:2017:597, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

 

37      Εντούτοις, το Δικαστήριο αδυνατεί να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα υποβληθέν από εθνικό δικαστήριο όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία ενός κανόνα δικαίου της Ένωσης, την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο, δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν (απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2008, Centro Europa 7, C‑380/05, EU:C:2008:59, σκέψη 53).

 

38      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι προϋπόθεση για να παρασχεθεί χρήσιμη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης είναι να έχει τηρήσει αυστηρά το εθνικό δικαστήριο τις σχετικές με το περιεχόμενο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως απαιτήσεις που προβλέπονται ρητώς στο άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, διάταξη την οποία οφείλει να γνωρίζει το αιτούν δικαστήριο (απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Persidera, C‑112/16, EU:C:2017:597, σκέψη 27). Οι απαιτήσεις αυτές υπενθυμίζονται, εξάλλου, με τις συστάσεις του Δικαστηρίου προς τα εθνικά δικαστήρια σχετικά με την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων (ΕΕ 2018, C 257, σ. 1).

 

39      Επομένως, είναι απολύτως αναγκαίο, όπως ορίζει το άρθρο 94, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως να εκθέτει τους λόγους που οδήγησαν το αιτούν δικαστήριο να υποβάλει ερωτήματα ως προς την ερμηνεία ή το κύρος συγκεκριμένων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, καθώς και τη σχέση που το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι υφίσταται μεταξύ των διατάξεων αυτών και της εφαρμοστέας στην κύρια δίκη εθνικής νομοθεσίας. Είναι επίσης απολύτως αναγκαίο, όπως προβλέπει το άρθρο 94, στοιχείο αʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως να περιλαμβάνει, τουλάχιστον, έκθεση των πραγματικών στοιχείων επί των οποίων στηρίζονται τα υποβαλλόμενα ερωτήματα. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι απαιτήσεις αυτές ισχύουν όλως ιδιαιτέρως στον τομέα του ανταγωνισμού, ο οποίος χαρακτηρίζεται από περίπλοκες πραγματικές και νομικές καταστάσεις (απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Persidera, C‑112/16, EU:C:2017:597, σκέψεις 28 και 29).

 

40      Εν προκειμένω, πρώτον, με το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, το Δικαστήριο ως προς την ερμηνεία των άρθρων 107 και 108 ΣΛΕΕ, προκειμένου να κρίνει αν η τροποποίηση του καθεστώτος χρηματοδοτήσεως της γερμανικής ραδιοτηλεοράσεως βάσει του νόμου περί εισφοράς υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως έπρεπε να κοινοποιηθεί στην Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και δη αν τα εν λόγω άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ αντιτίθενται σε ένα τέτοιο καθεστώς.

 

41      Αφενός, αντιθέτως προς ό,τι προβάλλουν η SWR και η Γερμανική Κυβέρνηση, το γεγονός ότι οι υποθέσεις της κύριας δίκης αφορούν την είσπραξη της εισφοράς υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως δεν αποκλείει το ενδεχόμενο το αιτούν δικαστήριο να χρειαστεί να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει την έννοια της ενισχύσεως του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, προκειμένου ιδίως να διαπιστώσει αν αυτή η εισφορά υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως θα έπρεπε ή όχι να υποβληθεί στη διαδικασία προηγουμένου ελέγχου του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, και, ενδεχομένως, να εξακριβώσει αν το συγκεκριμένο κράτος μέλος συμμορφώθηκε με την υποχρέωση αυτή.

 

42      Πράγματι, από το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ συνάγεται ότι τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να εγγυώνται στα υποκείμενα δικαίου ότι θα συναχθούν, κατά το εθνικό τους δίκαιο, όλες οι συνέπειες παραβάσεως της διατάξεως αυτής, όσον αφορά τόσο το κύρος των πράξεων εκτελέσεως όσο και την ανάκτηση της χρηματικής στηρίξεως που χορηγήθηκε κατά παράβαση της διατάξεως αυτής ή τυχόν προσωρινών μέτρων (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1996, SFEI κ.λπ., C‑39/94, EU:C:1996:285, σκέψεις 39 και 40, της 16ης Απριλίου 2015, Τράπεζα Eurobank Ergasias, C‑690/13, EU:C:2015:235, σκέψη 52, καθώς και της 11ης Νοεμβρίου 2015, Klausner Holz Niedersachsen, C‑505/14, EU:C:2015:742, σκέψεις 23 και 24).

 

43      Περαιτέρω, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο όλα τα σχετικά με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνευτικά στοιχεία στα οποία μπορεί να στηριχθεί για να εκτιμήσει κατά πόσον ένα εθνικό μέτρο συμβιβάζεται με το δίκαιο αυτό, προκειμένου να εκδώσει απόφαση επί της υποθέσεως η οποία του έχει υποβληθεί. Στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, ειδικότερα, μπορεί να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία στα οποία μπορεί να στηριχθεί για να εκτιμήσει κατά πόσον εθνικό μέτρο μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 10ης Ιουνίου 2010, Fallimento Traghetti del Mediterraneo, C‑140/09, EU:C:2010:335, σκέψη 24) ή, εφόσον παρίσταται ανάγκη, αν το μέτρο αυτό συνιστά υφιστάμενη ή νέα ενίσχυση (βλ., συναφώς, απόφαση της 19ης Μαρτίου 2015, OTP Bank, C‑672/13, EU:C:2015:185, σκέψη 60).

 

44      Ως εκ τούτου, σε σχέση με το αντικείμενο των διαφορών των κύριων δικών, τα τρία πρώτα προδικαστικά ερωτήματα δεν είναι προδήλως αλυσιτελή, διότι αφορούν την ερμηνεία των άρθρων 107 και 108 ΣΛΕΕ.

 

45      Αφετέρου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με το πρώτο σκέλος του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, ειδικότερα, σχετικά με τη συμβατότητα της επίμαχης εισφοράς υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως με τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ, στο μέτρο που η εισφορά αυτή συνεπάγεται την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως για τη δημιουργία του συστήματος μεταδόσεως σύμφωνα με το πρότυπο DVB-T 2, το οποίο δεν προβλέπεται ότι μπορεί να χρησιμοποιείται από τους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη της Ένωσης.

 

46      Εντούτοις, στην απόφαση περί παραπομπής δεν περιέχονται τα αναγκαία πραγματικά ή νομικά στοιχεία που θα παρείχαν στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να δώσει χρήσιμη απάντηση στα συναφή ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου. Ειδικότερα, μολονότι το δικαστήριο αυτό εκθέτει ότι η εισφορά υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως κατέστησε δυνατή τη χρηματοδότηση του εν λόγω συστήματος προς αποκλειστικό όφελος των ραδιοτηλεοπτικών φορέων της Γερμανίας, δεν διευκρινίζει τους όρους χρηματοδοτήσεως του εν λόγω συστήματος ούτε τους λόγους για τους οποίους άλλοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς θα αποκλειστούν από τη χρήση του ίδιου συστήματος.

 

47      Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος είναι απαράδεκτο. Αντιθέτως, το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα είναι παραδεκτά.

 

48      Δεύτερον, με το τέταρτο, το πέμπτο, το έκτο και το έβδομο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο σχετικά με την ερμηνεία του δικαιώματος στην ελευθερία εκφράσεως και πληροφορήσεως, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 11 του Χάρτη και στο άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, των διατάξεων της οδηγίας 2004/113, των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων καθώς και της ελευθερίας εγκαταστάσεως.

 

49      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το αιτούν δικαστήριο δεν παρέχει εντούτοις καμία εξήγηση σχετικά με τον συσχετισμό που κάνει μεταξύ των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης τις οποίες θεωρεί ότι αφορούν τα ερωτήματα αυτά και τις διαφορές της κύριας δίκης. Ειδικότερα, δεν παρέσχε κανένα συγκεκριμένο στοιχείο από το οποίο να μπορεί να συναχθεί ότι τα εμπλεκόμενα στην κύρια δίκη πρόσωπα βρίσκονται σε μια από τις καταστάσεις που περιγράφουν τα εν λόγω ερωτήματα.

 

50      Πάντως, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ο λόγος για τον οποίο ζητείται η έκδοση μιας προδικαστικής αποφάσεως δεν έγκειται στη διατύπωση συμβουλευτικών γνωμών επί γενικών ή υποθετικών ζητημάτων, αλλά στην αδήριτη ανάγκη αποτελεσματικής επιλύσεως μιας ένδικης διαφοράς που αφορά το δίκαιο της Ένωσης (βλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Tele2 Sverige και Watson κ.λπ., C‑203/15 και C‑698/15, EU:C:2016:970, σκέψη 130 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

 

51      Ως εκ τούτου, το τέταρτο, το πέμπτο, το έκτο και το έβδομο προδικαστικό ερώτημα τα οποία υποβλήθηκαν είναι απαράδεκτα.

 

52      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω στοιχείων, μόνον το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το δεύτερο σκέλος του δευτέρου ερωτήματος και το τρίτο ερώτημα είναι παραδεκτά.

 

 Επί της ουσίας

 

 Επί του πρώτου ερωτήματος

 

53      Πρέπει να υπομνησθεί, εισαγωγικώς, ότι, όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 45 των προτάσεών του, δεν αμφισβητείται ότι η θέσπιση του νόμου περί εισφοράς υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως τροποποιεί μια υφιστάμενη ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 659/1999.

 

54      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 659/1999 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η τροποποίηση του καθεστώτος χρηματοδοτήσεως της δημόσιας ραδιοτηλεοράσεως ενός κράτους μέλους η οποία, όπως η επίμαχη της κύριας δίκης, συνίσταται στην αντικατάσταση ενός ραδιοτηλεοπτικού τέλους που οφείλεται λόγω της κατοχής συσκευής οπτικοακουστικής λήψεως, από εισφορά υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως που οφείλεται ιδίως λόγω της κατοχής οικίας ή επαγγελματικής εγκαταστάσεως, συνιστά τροποποίηση υφιστάμενης ενισχύσεως, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η οποία πρέπει να κοινοποιηθεί στην Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

 

55      Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτη ημιπερίοδος, του κανονισμού 794/2004 προβλέπει ότι, για τους σκοπούς του άρθρου 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 659/1999, νοείται ως μεταβολή υφιστάμενης ενισχύσεως κάθε αλλαγή, πλην των τροποποιήσεων καθαρά τυπικού ή διοικητικού χαρακτήρα, που δεν είναι ικανή να επηρεάσει την εκτίμηση της συμβατότητας του εκάστοτε μέτρου ενισχύσεως με την κοινή αγορά. Συναφώς, το άρθρο 4, παράγραφος 1, δεύτερη ημιπερίοδος, του κανονισμού 794/2004 ορίζει ότι η αύξηση του αρχικού προϋπολογισμού ενός υφιστάμενου καθεστώτος ενισχύσεων κατά ποσοστό έως 20 % δεν λογίζεται ως μεταβολή υφιστάμενης ενισχύσεως.

 

56      Προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, πρέπει επομένως να εξακριβωθεί κατά πόσον ο νόμος περί εισφοράς υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως, στον βαθμό που τροποποιεί τη γενεσιουργό αιτία της υποχρεώσεως καταβολής της εισφοράς που έχει ως σκοπό τη χρηματοδότηση της δημόσιας ραδιοτηλεοράσεως στη Γερμανία, προβλέποντας ότι αυτή δεν οφείλεται πλέον λόγω της κατοχής ενός δέκτη, αλλά λόγω, ιδίως, της διαμονής σε οικία, συνιστά μεταβολή υφιστάμενης ενισχύσεως, υπό την έννοια των διατάξεων που παρατίθενται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως.

 

57      Το ερώτημα αυτό συνίσταται εν τέλει στη διευκρίνιση του ζητήματος εάν η έκδοση του νόμου περί εισφοράς υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως συνεπάγεται ουσιώδη μεταβολή της υφιστάμενης ενισχύσεως, η οποία αποτέλεσε το αντικείμενο της αποφάσεως της 24ης Απριλίου 2007 ή εάν ο νόμος αυτός περιορίζεται σε μια καθαρά τυπικού ή διοικητικού χαρακτήρα τροποποίηση που δεν είναι ικανή να επηρεάσει τη συμβατότητα του μέτρου ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά.

 

58      Όπως υποστήριξαν η SWR, η Γερμανική και η Σουηδική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή με τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν στο Δικαστήριο και όπως προκύπτει, εξάλλου, από τα στοιχεία της δικογραφίας που έχει στη διάθεση το Δικαστήριο, η αντικατάσταση του ραδιοτηλεοπτικού τέλους από την εισφορά υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως περιορίζεται σε τροποποίηση της υφιστάμενης ενισχύσεως που αποτέλεσε το αντικείμενο της αποφάσεως της 24ης Απριλίου 2007, η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί ουσιώδης.

 

59      Πράγματι, η μεταβολή της γενεσιουργού αιτίας της καταβολής της εισφοράς υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως δεν επηρέασε τα συστατικά στοιχεία του συστήματος χρηματοδοτήσεως της δημόσιας ραδιοτηλεοράσεως στη Γερμανία, όπως αυτά εκτιμήθηκαν από την Επιτροπή στο πλαίσιο της αποφάσεως της 24ης Απριλίου 2007.

 

60      Ως εκ τούτου, πρώτον, δεν αμφισβητείται ότι ο νόμος περί εισφοράς υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως δεν τροποποίησε τον επιδιωκόμενο από το καθεστώς χρηματοδοτήσεως της δημόσιας ραδιοτηλεοράσεως στη Γερμανία σκοπό, δεδομένου ότι η εισφορά υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως, όπως και το ραδιοτηλεοπτικό τέλος το οποίο αντικαθιστά, εξακολουθεί να προορίζεται για τη χρηματοδότηση της δημόσιας ραδιοτηλεοράσεως.

 

61      Δεύτερον, δεν αμφισβητείται επίσης ότι ο κύκλος των δικαιούχων του καθεστώτος αυτού είναι ο αυτός με εκείνον που υπήρχε προηγουμένως.

 

62      Τρίτον, δεν προκύπτει από τα στοιχεία που προσκομίσθηκαν στην ενώπιον του Δικαστηρίου συζήτηση ότι ο νόμος περί εισφοράς υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως τροποποίησε την αποστολή δημόσιας υπηρεσίας που έχει ανατεθεί στους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς ή τις δραστηριότητες αυτών των ραδιοτηλεοπτικών φορέων που μπορούν να επιδοτούνται από την εισφορά υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως.

 

63      Τέταρτον, ο νόμος περί εισφοράς υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως τροποποίησε τη γενεσιουργό αιτία της εισφοράς αυτής.

 

64      Ωστόσο, αφενός, όπως εξέθεσε ιδίως η SWR, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, η επίμαχη στην κύρια δίκη τροποποίηση αφορούσε κυρίως τον σκοπό της απλουστεύσεως των προϋποθέσεων εισπράξεως της εισφοράς υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως, σε ένα πλαίσιο εξελίξεως των τεχνολογιών που επιτρέπουν τη λήψη των προγραμμάτων των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων.

 

65      Αφετέρου, όπως υποστήριξαν η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, με τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν στο Δικαστήριο, και όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 55 των προτάσεών του, η αντικατάσταση του ραδιοτηλεοπτικού τέλους από την εισφορά υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως δεν οδήγησε σε σημαντική αύξηση της αντισταθμίσεως που εισπράττουν οι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς για την κάλυψη των δαπανών που συνδέονται με τις αποστολές δημόσιας υπηρεσίας που τους έχουν ανατεθεί.

 

66      Υπό τις συνθήκες αυτές, υπό το πρίσμα των στοιχείων της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, δεν αποδεικνύεται ότι ο νόμος περί εισφοράς υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως οδήγησε σε ουσιαστική τροποποίηση του καθεστώτος χρηματοδοτήσεως της δημόσιας ραδιοτηλεοράσεως στη Γερμανία ώστε να απαιτείται η κοινοποίηση του σχετικού νομοσχεδίου στην Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

 

67      Κατόπιν των προεκτεθέντων, η απάντηση που προσήκει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα είναι ότι το άρθρο 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 659/1999 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η τροποποίηση του καθεστώτος χρηματοδοτήσεως της δημόσιας ραδιοτηλεοράσεως ενός κράτους μέλους η οποία, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, συνίσταται στην αντικατάσταση ενός ραδιοτηλεοπτικού τέλους που οφείλεται λόγω της κατοχής συσκευής οπτικοακουστικής λήψεως από εισφορά υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως, που οφείλεται ιδίως λόγω της κατοχής οικίας ή επαγγελματικής εγκαταστάσεως, δεν συνιστά τροποποίηση υφιστάμενης ενισχύσεως, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η οποία πρέπει να κοινοποιηθεί στην Επιτροπή βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

 

 Επί του δευτέρου σκέλους του δευτέρου ερωτήματος και επί του τρίτου ερωτήματος

 

68      Με το δεύτερο σκέλος του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος και με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία παρέχει στον δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα ορισμένες εξουσίες κατά παρέκκλιση από το κοινό δίκαιο που του επιτρέπουν να διενεργεί ο ίδιος την αναγκαστική εκτέλεση για απαιτήσεις από οφειλόμενες εισφορές υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως.

 

69      Συναφώς, όπως υπογράμμισαν τόσο η SWR όσο και η Γερμανική Κυβέρνηση, με τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν στο Δικαστήριο, τα προνόμια δημόσιας εξουσίας των οποίων απολαύουν οι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς σχετικά με την είσπραξη του ραδιοτηλεοπτικού τέλους ελήφθησαν υπόψη από την Επιτροπή κατά τον έλεγχό της του συστήματος χρηματοδοτήσεως της δημόσιας ραδιοτηλεοράσεως, και ειδικότερα του εν λόγω τέλους, στο πλαίσιο της αποφάσεως της 24ης Απριλίου 2007. Υπό το πρίσμα της αποφάσεως αυτής, τα εν λόγω προνόμια, που αποσκοπούν ακριβώς στην είσπραξη του εν λόγω τέλους, πρέπει να θεωρηθούν ως αναπόσπαστο τμήμα της υφιστάμενης ενισχύσεως την οποία το τέλος αυτό συνιστά.

 

70      Πάντως, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 87 των προτάσεών του, ο νόμος περί εισφοράς υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως δεν επέφερε καμία τροποποίηση στα προνόμια αυτά.

 

71      Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο νόμος περί εισφοράς υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως δεν δύναται να επηρεάσει την εκτίμηση στην οποία προέβη η Επιτροπή στο πλαίσιο της αποφάσεως της 24ης Απριλίου 2007, όσον αφορά τα εν λόγω προνόμια.

 

72      Επιπλέον, όπως παρατήρησε η Επιτροπή στις γραπτές της παρατηρήσεις και όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 84 των προτάσεών του, τα προνόμια δημόσιας εξουσίας των οποίων απολαύουν οι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς σχετικά με την είσπραξη του ραδιοτηλεοπτικού τέλους είναι εγγενή προς τις αποστολές τους δημόσιας υπηρεσίας.

 

73      Επομένως, στο δεύτερο σκέλος του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία παρέχει στον δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό κατά παρέκκλιση από το κοινό δίκαιο ορισμένες εξουσίες που του επιτρέπουν να διενεργεί ο ίδιος την αναγκαστική εκτέλεση για απαιτήσεις από οφειλόμενες εισφορές υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως.

 

 Επί των δικαστικών εξόδων

 

74      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)      Το άρθρο 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου [108 ΣΛΕΕ], έχει την έννοια ότι η τροποποίηση του καθεστώτος χρηματοδοτήσεως της δημόσιας ραδιοτηλεοράσεως ενός κράτους μέλους η οποία, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, συνίσταται στην αντικατάσταση ενός ραδιοτηλεοπτικού τέλους που οφείλεται λόγω της κατοχής συσκευής οπτικοακουστικής λήψεως από εισφορά υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως, που οφείλεται ιδίως λόγω της κατοχής οικίας ή επαγγελματικής εγκαταστάσεως, δεν συνιστά τροποποίηση υφιστάμενης ενισχύσεως, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η οποία πρέπει να κοινοποιηθεί στην Επιτροπή βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

 

2)      Τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία παρέχει στον δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό κατά παρέκκλιση από το κοινό δίκαιο ορισμένες εξουσίες που του επιτρέπουν να διενεργεί ο ίδιος την αναγκαστική εκτέλεση για απαιτήσεις από οφειλόμενες εισφορές υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως.

 

(υπογραφές)

 

*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *