Η ισπανική νομοθεσία για τον υπολογισμό των συντάξεων γήρατος των εργαζομένων μερικής απασχόλησης αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης εφόσον αποδειχθεί ότι θέτει σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση τις γυναίκες εργαζομένους
Προσωρινό κείμενο
ΑΠΟΦΑΣΗ του ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)
της 8ης Μαΐου 2019 (*)
«Προδικαστική παραπομπή – Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως – Οδηγία 79/7/ΕΟΚ – Άρθρο 4 – Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω φύλου – Έμμεση διάκριση – Εργασία με μειωμένο ωράριο – Υπολογισμός της συντάξεως γήρατος»
Στην υπόθεση C-161/18,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal Superior de Justicia de Castilla y León (ανώτερο δικαστήριο Καστίλλης και Λεόν, Ισπανία) με απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 27 Φεβρουαρίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης
Violeta Villar Láiz
κατά
Instituto Nacional de la Seguridad Social (INSS),
Tesorería General de la Seguridad Social (TGSS),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),
συγκείμενο από τους A. Prechal (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, F. Biltgen, J. Malenovský, C. G. Fernlund και L. S. Rossi, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe
γραμματέας: L. Carrasco Marco, διοικητική υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 10ης Ιανουαρίου 2019,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η V. Villar Láiz, εκπροσωπούμενη από την R. M. Gil López, abogada,
– το Instituto Nacional de la Seguridad Social (INSS) και το Tesorería General de la Seguridad Social (TGSS), εκπροσωπούμενα από τις A. Alvarez Moreno και G. Guadaño Segovia, letradas,
– η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. Aguilera Ruiz και τη V. Ester Casas,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις S. Pardo Quintillán και C. Valero,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) και του άρθρου 4 της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Violeta Villar Láiz και, αφετέρου, των Instituto Nacional de la Seguridad Social (INSS) [Εθνικού Ιδρύματος Κοινωνικής Ασφαλίσεως (INSS), Ισπανία] και Tesorería General de la Seguridad Social (TGSS) [Γενικού Ταμείου Κοινωνικής Ασφαλίσεως (TGSS), Ισπανία] σχετικά με τον υπολογισμό της συντάξεως γήρατος της πρώτης.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
Η οδηγία 79/7
3 Το άρθρο 1 της οδηγίας 79/7 ορίζει τα εξής:
«Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στην προοδευτική εφαρμογή, στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως και των άλλων στοιχείων κοινωνικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 3, της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, η οποία καλείται στο εξής “αρχή της ίσης μεταχειρίσεως”.»
4 Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας έχει ως εξής:
«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται:
α) στα νομικά συστήματα που εξασφαλίζουν προστασία κατά των ακολούθων κινδύνων:
[…]
– γήρατος,
[…]».
5 Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:
«Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε συσχετισμό ιδίως με την οικογενειακή κατάσταση και ιδιαίτερα όσον αφορά:
– το πεδίο εφαρμογής των συστημάτων και τους όρους πρόσβασης στα συστήματα αυτά,
– την υποχρέωση καταβολής εισφορών και τον υπολογισμό των εισφορών,
– τον υπολογισμό των παροχών, συμπεριλαμβανομένων των προσαυξήσεων λόγω συζύγου και προστατευομένου προσώπου και τις προϋποθέσεις διαρκείας και διατηρήσεως του δικαιώματος επί των παροχών.»
Η οδηγία 2006/54/ΕΚ
6 Η αιτιολογική σκέψη 30 της οδηγίας 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης (ΕΕ 2006, L 204, σ. 23), έχει ως εξής:
«Η έγκριση κανόνων σχετικά με το βάρος αποδείξεως διαδραματίζει σημαντικό ρόλο για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Όπως έκρινε το Δικαστήριο, θα πρέπει να προβλεφθεί ότι το βάρος αποδείξεως μετακυλίεται στον εναγόμενο όταν τεκμαίρεται διάκριση, με εξαίρεση στην περίπτωση διαδικασίας όπου εναπόκειται στο δικαστήριο ή άλλο αρμόδιο εθνικό φορέα να διερευνήσει τα πραγματικά περιστατικά. Είναι πάντως αναγκαίο να διευκρινισθεί ότι η εκτίμηση των γεγονότων από τα οποία μπορεί να τεκμαρθεί η ύπαρξη άμεσης ή έμμεσης διάκρισης εξακολουθεί να υπάγεται στην αρμοδιότητα των αρμόδιων εθνικών φορέων σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή την εθνική πρακτική. Επιπλέον, τα κράτη μέλη δύνανται, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, να θεσπίζουν αποδεικτικούς κανόνες ευνοϊκότερους για τον ενάγοντα.»
7 Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας ορίζει τα εξής:
«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
[…]
β) “έμμεση διάκριση”: όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική θέτει σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση πρόσωπα ενός φύλου σε σύγκριση με πρόσωπα του άλλου φύλου, εκτός αν αυτή η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικώς από νόμιμο στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του εν λόγω στόχου είναι πρόσφορα και αναγκαία·
[…]».
Το ισπανικό δίκαιο
8 Το άρθρο 209, παράγραφος 1, του Ley General de la Seguridad Social (γενικού νόμου περί κοινωνικής ασφαλίσεως), υπό την κωδικοποιημένη μορφή του που εγκρίθηκε με το Real Decreto Legislativo 8/2015 (βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 8/2015), της 30ής Οκτωβρίου 2015 (BOE αριθ. 261, της 31ης Οκτωβρίου 2015, σ. 103291, και διορθωτικό σε BOE αριθ. 36, της 11ης Φεβρουαρίου 2016, σ. 10898, στο εξής: LGSS), προβλέπει τα εξής:
«Το βασικό ποσό της συντάξεως γήρατος είναι το πηλίκο της διαιρέσεως διά του τριακόσια πενήντα των βάσεων εισφοράς του ενδιαφερομένου κατά τους τριακόσιους τελευταίους μήνες πριν τον μήνα που προηγήθηκε της επελεύσεως του κινδύνου […]».
9 Η όγδοη μεταβατική διάταξη του LGSS ορίζει τα εξής:
«[…] Από 1ης Ιανουαρίου 2016, το βασικό ποσό της συντάξεως γήρατος είναι το πηλίκο της διαιρέσεως διά του διακόσια εξήντα έξι των βάσεων εισφοράς κατά τους διακόσιους είκοσι οκτώ τελευταίους μήνες πριν από τον μήνα που προηγήθηκε της επελεύσεως του κινδύνου […]».
10 Το άρθρο 210, παράγραφος 1, του LGSS προβλέπει τα εξής:
«Το ποσό της συντάξεως γήρατος καθορίζεται διά της εφαρμογής στο βασικό ποσό, υπολογιζόμενο σύμφωνα με τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου, των ακόλουθων ποσοστών:
a) 50 % για τα δεκαπέντε πρώτα έτη καταβολής εισφορών·
b) Από το δέκατο έκτο έτος, κάθε επιπλέον μήνας καταβολής εισφορών συνεπάγεται την εφαρμογή ποσοστού που ανέρχεται, μεταξύ του πρώτου και του διακοσιοστού τεσσαρακοστού ογδόου μήνα, στο 0,19 % και, για κάθε μήνα μετά τον διακοσιοστό τεσσαρακοστό όγδοο, στο 0,18 %, χωρίς το ποσοστό που εφαρμόζεται στο βασικό ποσό να υπερβαίνει το 100 % […]
[…]».
11 Όσον αφορά το έτος 2016, κατά την ένατη μεταβατική διάταξη του LGSS, από το δέκατο έκτο έτος, κάθε επιπλέον μήνας καταβολής εισφορών συνεπάγεται την εφαρμογή ποσοστού ύψους 0,21 % μεταξύ του πρώτου και του 163ου μήνα και εν συνεχεία ύψους 0,19 % για τον καθένα από τους 83 επόμενους μήνες, μέχρι του ανωτάτου ορίου του 100 %.
12 Τα άρθρα 245 έως 248 του LGSS θεσπίζουν τους κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται στους εργαζομένους που απασχολούνται με μειωμένο ωράριο για τους σκοπούς της χορηγήσεως των οικονομικών παροχών του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως.
13 Το άρθρο 245 του LGSS, που φέρει τον τίτλο «Κοινωνική προστασία», ορίζει τα εξής:
«1. Η κοινωνική προστασία που απορρέει από τις συμβάσεις εργασίας μερικής απασχόλησης διέπεται από την αρχή της εξομοιώσεως του εργαζομένου μερικής απασχόλησης με τον εργαζόμενο πλήρους απασχόλησης […]
2. Οι κανόνες του παρόντος τμήματος εφαρμόζονται στους εργαζομένους με σύμβαση μερικής απασχόλησης, σύμβαση αναπληρώσεως (relevo) μερικής απασχόλησης και σύμβαση διακοπτόμενης απασχολήσεως αορίστου χρόνου (fijo-discontinuo), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 12 και 16 του κωδικοποιημένου κειμένου του Ley del Estatuto de los Trabajadores [(νόμου περί εργατικού κώδικα)], οι οποίοι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του γενικού καθεστώτος, περιλαμβανομένων και των εργαζομένων που απασχολούνται με σύμβαση μερικής απασχόλησης ή με σύμβαση fijo-discontinuo οι οποίοι υπάγονται στο ειδικό καθεστώς των οικιακών βοηθών.»
14 Το άρθρο 246 του LGSS, που φέρει τον τίτλο «Εισφορές», προβλέπει τα εξής:
«1. Η βάση εισφοράς στην κοινωνική ασφάλιση και η βάση υπολογισμού των ποσών που καταβάλλονται μαζί με τις εισφορές αυτές είναι πάντοτε μηνιαία και συνίσταται στις αποδοχές που πράγματι έλαβε ο εργαζόμενος βάσει των δεδουλευμένων ωρών, τόσο εντός του κανονικού ωραρίου όσο και με υπερωριακή εργασία.
2. Η κατ’ αυτόν τον τρόπο καθοριζόμενη βάση εισφοράς δεν μπορεί να είναι κατώτερη των ποσών που καθορίζονται με κανονιστική ρύθμιση.
3. Για τις ώρες υπερωριακής εργασίας καταβάλλονται εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως υπολογιζόμενες επί των αυτών βάσεων και συντελεστών με τις ώρες εργασίας εντός του κανονικού ωραρίου.»
15 Το άρθρο 247 του LGSS, για τον υπολογισμό των περιόδων καταβολής εισφορών, προβλέπει τα εξής:
«Προς απόδειξη των περιόδων καταβολής εισφορών που είναι αναγκαίες για τη θεμελίωση δικαιώματος σε συνταξιοδοτικές παροχές, παροχές μόνιμης αναπηρίας, θανάτου και επιζώντων, προσωρινής αναπηρίας, μητρότητας και πατρότητας, ισχύουν οι ακόλουθοι κανόνες:
a) Οι διάφορες περίοδοι κατά τις οποίες ο εργαζόμενος ήταν ασφαλισμένος δυνάμει συμβάσεως μερικής απασχόλησης λαμβάνονται υπόψη ανεξαρτήτως της διάρκειας του ωραρίου εργασίας που πραγματοποιούνταν σε καθεμία από τις περιόδους αυτές.
Για τον σκοπό αυτό, ο συντελεστής μειώσεως για την εργασία με μειωμένο ωράριο, ο οποίος καθορίζεται με βάση το αναλογικό ποσοστό του πραγματοποιούμενου μειωμένου ωραρίου σε σχέση με το ωράριο εργασίας ενός συγκρίσιμου εργαζομένου πλήρους απασχόλησης, εφαρμόζεται στην περίοδο ασφάλισης που πραγματοποιήθηκε βάσει συμβάσεως μερικής απασχόλησης, το δε γινόμενο είναι ο αριθμός ημερών για τις οποίες θεωρείται ότι πράγματι έχουν καταβληθεί εισφορές σε κάθε περίοδο.
Κατά περίπτωση, στον αριθμό ημερών που προκύπτει από τον υπολογισμό αυτό προστίθενται οι ημέρες καταβολής εισφορών υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, το δε άθροισμα αποτελεί το σύνολο των ημερών καταβολής εισφορών που λαμβάνονται υπόψη για την πρόσβαση στις παροχές.
b) Αφού καθοριστεί ο αριθμός των αποδεικνυόμενων ημερών καταβολής εισφορών, πρέπει να υπολογιστεί ο συνολικός συντελεστής μειώσεως για την εργασία με μειωμένο ωράριο, ο οποίος αντιστοιχεί στο αναλογικό ποσοστό που αντιπροσωπεύει τον αριθμό ημερών εργασίας για τις οποίες έχουν αποδεικνύεται ότι έχουν καταβληθεί εισφορές, σύμφωνα με τις διατάξεις του στοιχείου a ανωτέρω, σε σχέση με το σύνολο των ημερών ασφάλισης καθ’ όλη τη διάρκεια του επαγγελματικού βίου του εργαζομένου. […]
c) Η ελάχιστη περίοδος καταβολής εισφορών που απαιτείται από τους εργαζομένους μερικής απασχόλησης για καθεμία από τις οικονομικές παροχές για τις οποίες προβλέπεται μια τέτοια περίοδος προκύπτει με γενική εφαρμογή στην οικεία περίοδο του κατά το στοιχείο b συνολικού συντελεστή μειώσεως για την εργασία με μειωμένο ωράριο.
Στις περιπτώσεις στις οποίες, για την πρόσβαση στην αντίστοιχη οικονομική παροχή, απαιτείται να περιλαμβάνεται μέρος ή το σύνολο της απαραίτητης ελάχιστης περιόδου καταβολής εισφορών σε ορισμένο χρονικό διάστημα, ο συνολικός συντελεστής μειώσεως για την εργασία με μειωμένο ωράριο εφαρμόζεται προκειμένου να καθοριστεί η απαιτούμενη περίοδος καταβολής εισφορών. Το χρονικό διάστημα στο οποίο πρέπει να περιλαμβάνεται η απαιτούμενη περίοδος είναι, εν πάση περιπτώσει, το γενικώς καθοριζόμενο για την επίμαχη παροχή.»
16 Το άρθρο 248 του LGSS, που φέρει τον τίτλο «Ύψος των οικονομικών παροχών», ορίζει τα εξής:
«1. Ο καθορισμός του βασικού ποσού των οικονομικών παροχών διέπεται από τους εξής κανόνες:
a) Το βασικό ποσό των συνταξιοδοτικών παροχών και των παροχών μόνιμης αναπηρίας υπολογίζεται σύμφωνα με τον γενικό κανόνα.
[…]
2. Για τον υπολογισμό των συντάξεων γήρατος και μόνιμης αναπηρίας από κοινή νόσο, οι περίοδοι για τις οποίες δεν ίσχυε υποχρέωση καταβολής εισφορών λαμβάνονται υπόψη για την ελάχιστη βάση εισφοράς από τις εκάστοτε ισχύουσες, σύμφωνα με τον αριθμό ωρών που προβλέπονταν στη σύμβαση εργασίας.
3. Για τον καθορισμό του ποσού των συντάξεων γήρατος και μόνιμης αναπηρίας από μη επαγγελματική νόσο, ο αριθμός ημερών καταβολής εισφορών που υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 247, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, προσαυξάνεται διά […] της εφαρμογής συντελεστή ύψους 1,5, ενώ ο αριθμός ημερών που προκύπτει κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν μπορεί να υπερβαίνει την περίοδο απασχόλησης με μειωμένο ωράριο.
Το ποσοστό που εφαρμόζεται στο οικείο βασικό ποσό καθορίζεται σύμφωνα με τη γενική κλίμακα στην οποία παραπέμπει το άρθρο 210, παράγραφος 1, με την ακόλουθη εξαίρεση:
[…]».
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
17 Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η V. Villar Láiz ζήτησε από το INSS να της καταβάλει σύνταξη γήρατος.
18 Το INSS χορήγησε στη V. Villar Láiz σύνταξη γήρατος από την 1η Οκτωβρίου 2016, το δε ύψος της συντάξεως υπολογίστηκε διά πολλαπλασιασμού του βασικού ποσού επί συντελεστή μειώσεως 53 %, με τον οποίο λαμβανόταν υπόψη το γεγονός ότι η ενδιαφερομένη είχε εργαστεί με μειωμένο ωράριο για σημαντικό μέρος του επαγγελματικού της βίου.
19 Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι το εν λόγω βασικό ποσό προκύπτει από τον μέσο όρο των βάσεων εισφοράς, οι οποίες υπολογίζονται με βάση τους μισθούς που πράγματι ελήφθησαν για τις δεδουλευμένες ώρες και για τους οποίους καταβλήθηκαν εισφορές επί ορισμένα έτη πριν από τη συνταξιοδότηση.
20 Η V. Villar Láiz ζήτησε να εφαρμοστεί, για τον υπολογισμό του ποσού της συντάξεώς της γήρατος, συντελεστής 80,04 %, ούτως ώστε οι περίοδοι εργασίας της με μειωμένο ωράριο να ληφθούν υπόψη κατά τον ίδιο τρόπο ως εάν επρόκειτο για περιόδους πλήρους απασχόλησης.
21 Επειδή το αίτημα αυτό απορρίφθηκε, η V. Villar Láiz προσέφυγε ενώπιον του Juzgado de lo Social αριθ. 4 του Valladolid (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου εργατικών και κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών αριθ. 4 του Valladolid, Ισπανία). Η ενδιαφερομένη υποστήριζε ότι η διαφορετική μεταχείριση την οποία εισήγε η εθνική νομοθεσία συνεπαγόταν έμμεση διάκριση λόγω φύλου, δεδομένου ότι η πλειονότητα των εργαζομένων μερικής απασχόλησης ήταν γυναίκες.
22 Με απόφαση της 30ής Ιουνίου 2017, το Juzgado de lo Social no 4 de Valladolid (πρωτοβάθμιο δικαστήριο εργατικών και κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών αριθ. 4 του Valladolid) απέρριψε την προσφυγή με το σκεπτικό ότι η διαφορετική μεταχείριση των εργαζομένων μερικής απασχόλησης κατά τον υπολογισμό της συντάξεως γήρατος δεν συνιστά δυσμενή διάκριση, δεδομένου ότι ο εφαρμοζόμενος τύπος έχει σκοπό να προσαρμόσει τον υπολογισμό στις καταβληθείσες εισφορές, σύμφωνα με την αρχή pro rata temporis.
23 Η V. Villar Láiz άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.
24 Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι το σύστημα υπολογισμού της συντάξεως γήρατος καθιερώθηκε κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως αριθ. 61/2013 του Tribunal Constitucional (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Ισπανία) της 14ης Μαρτίου 2013. Στην απόφαση αυτή, το Tribunal Constitucional (Συνταγματικό Δικαστήριο), λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Νοεμβρίου 2012, Elbal Moreno (C-385/11, EU:C:2012:746), κήρυξε αντισυνταγματικό το προγενέστερο σύστημα, το οποίο ελάμβανε υπόψη, για τους σκοπούς της προσβάσεως στη σύνταξη γήρατος, τις περιόδους εργασίας με μειωμένο ωράριο κατ’ αναλογίαν προς τον χρόνο εργασίας πλήρους απασχόλησης, εφαρμόζοντας όμως πολλαπλασιαστή ύψους 1,5. Βάσει του συστήματος αυτού, εάν ο κατ’ αυτόν τον τρόπο υπολογιζόμενος χρόνος εργασίας δεν υπερέβαινε τα δεκαπέντε έτη, ο εργαζόμενος δεν είχε πρόσβαση σε σύνταξη γήρατος. Με τη μεταρρύθμιση που επέφερε, ο νομοθέτης τροποποίησε το σύστημα προσβάσεως στη σύνταξη γήρατος, εισάγοντας ταυτόχρονα, για τον υπολογισμό του ποσού της συντάξεως, συντελεστή μειώσεως για τους εργαζομένους που έχουν εργαστεί με μειωμένο ωράριο.
25 Κατά γενικό κανόνα, το ποσό της συντάξεως αντιστοιχεί στο βασικό ποσό, που προκύπτει από τον μέσο όρο των βάσεων εισφοράς των ετών πριν από τη συνταξιοδότηση, πολλαπλασιαζόμενο επί ορισμένο ποσοστό που καθορίζεται με βάση τον αριθμό των ετών καταβολής εισφορών.
26 Όσον αφορά ειδικότερα τους εργαζομένους μερικής απασχόλησης, ο τρόπος υπολογισμού του ποσοστού αυτού καθορίζεται στο άρθρο 247 του LGSS. Από το εν λόγω άρθρο προκύπτει ότι οι περίοδοι εργασίας με μειωμένο ωράριο λαμβάνονται υπόψη όχι πλήρως αλλά αναλογικώς προς τον μερικό χαρακτήρα τους, διά της εφαρμογής συντελεστή μειώσεως που αντιστοιχεί στο ποσοστό το οποίο αντιπροσωπεύει το μειωμένο ωράριο του εργαζομένου σε σχέση με το ωράριο ενός συγκρίσιμου εργαζομένου πλήρους απασχόλησης.
27 Τέλος, κατά το άρθρο 248, παράγραφος 3, του LGSS, ο αριθμός ημερών καταβολής εισφορών ο οποίος καθορίζεται βάσει του υπολογισμού αυτού προσαυξάνεται διά της εφαρμογής συντελεστή ύψους 1,5, ενώ ο αριθμός ημερών που προκύπτει κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν μπορεί να υπερβαίνει τις ημέρες για τις οποίες έχουν πράγματι καταβληθεί εισφορές.
28 Κατά το αιτούν δικαστήριο, εξ αυτού συνάγεται ότι, στην περίπτωση περιόδων εργασίας με μειωμένο ωράριο, το ισπανικό δίκαιο έχει, ως επί το πλείστον, δυσμενείς συνέπειες για τους εργαζομένους μερικής απασχόλησης σε σχέση με τους εργαζομένους πλήρους απασχόλησης, μόνο δε σε ορισμένες περιπτώσεις, οι οποίες αποτελούν τη μειοψηφία, είναι οι συνέπειες αυτές ουδέτερες, όταν ο συντελεστής μειώσεως για την εργασία με μειωμένο ωράριο είναι ανώτερος ή ίσος με τα δύο τρίτα της εργασίας με πλήρες ωράριο.
29 Συνεπώς, το σύστημα υπολογισμού της συντάξεως είναι διπλά επιζήμιο στην περίπτωση της εργασίας με μειωμένο ωράριο. Ειδικότερα, πέραν του γεγονότος ότι ο μισθός του εργαζομένου μερικής απασχόλησης και, κατά συνέπεια, το εφαρμοστέο βασικό ποσό είναι χαμηλότερα από εκείνα του εργαζομένου πλήρους απασχόλησης, το σύστημα αυτό μειώνει, αναλογικώς προς τον μερικό χαρακτήρα του χρόνου εργασίας, την περίοδο καταβολής εισφορών που λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό του ποσοστού που εφαρμόζεται επί του βασικού ποσού.
30 Το αιτούν δικαστήριο τονίζει όμως ότι ο επιζήμιος χαρακτήρας του εθνικού συστήματος υπολογισμού της συντάξεως γήρατος σε περίπτωση εργασίας με μειωμένο ωράριο θίγει ιδίως τις γυναίκες, διότι, σύμφωνα με την Instituto Nacional de Estadística (Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, Ισπανία), κατά το πρώτο τρίμηνο του 2017, το 75 % των εργαζομένων μερικής απασχόλησης ήταν γυναίκες.
31 Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι οι επίμαχες στην κύρια δίκη διατάξεις εισάγουν έμμεση διάκριση λόγω φύλου, αντιβαίνουσα στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7 και στο άρθρο 21 του Χάρτη. Ειδικότερα, οι επίμαχες εθνικές διατάξεις δεν φαίνονται να ανταποκρίνονται σε θεμιτό σκοπό κοινωνικής πολιτικής ή, πάντως, δεν τελούν σε αναλογία προς έναν τέτοιο σκοπό.
32 Το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι είναι αδύνατον να ερμηνευτεί ο LGSS κατά τρόπο που να συνάδει προς το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7. Συναφώς, διευκρινίζει εξάλλου ότι, βάσει της νομολογίας του Tribunal Constitucional (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Ισπανία), ένα ισπανικό δικαστήριο δεν μπορεί να αφήσει ανεφάρμοστη εθνική νομοθεσία όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη παρά μόνον εφόσον υποβάλει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο ή προκαταρκτικό ερώτημα συνταγματικότητας στο Tribunal Constitucional (Συνταγματικό Δικαστήριο).
33 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal Superior de Justicia de Castilla y León (ανώτερο δικαστήριο Καστίλλης και Λεόν) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Κατά το ισπανικό δίκαιο, για να υπολογιστεί η σύνταξη γήρατος πρέπει να εφαρμοστεί επί του βασικού ποσού που υπολογίζεται βάσει των μισθών των τελευταίων ετών συντελεστής ο οποίος αναλογεί στον αριθμό ετών καταβολής εισφορών καθ’ όλη τη διάρκεια του εργασιακού βίου. Αντιτίθεται το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας [79/7] σε ρύθμιση του εσωτερικού δικαίου, όπως αυτή των άρθρων 247, στοιχείο a, και 248, παράγραφος 3, του [LGSS], που μειώνει τον αριθμό των ετών που υπολογίζονται για την εφαρμογή του συντελεστή σε περίπτωση περιόδων εργασίας μερικής απασχολήσεως; Επιτάσσει το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας [79/7] τον υπολογισμό του αριθμού των ετών καταβολής εισφορών που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του εφαρμοστέου για τον υπολογισμό της συντάξεως γήρατος συντελεστή κατά τον ίδιο τρόπο για τους εργαζομένους πλήρους απασχολήσεως και για τους εργαζομένους μερικής απασχολήσεως;
2) Αντιβαίνει ρύθμιση του εσωτερικού δικαίου όπως η επίμαχη εν προκειμένω επίσης στο άρθρο 21 του [Χάρτη], ούτως ώστε να υποχρεούται το εθνικό δικαστήριο να διασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα του Χάρτη αφήνοντας ανεφάρμοστες τις επίμαχες νομοθετικές διατάξεις του εσωτερικού δικαίου, χωρίς να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη κατάργησή τους δια της νομοθετικής οδού ή μέσω οποιασδήποτε άλλης συνταγματικής διαδικασίας;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου ερωτήματος
34 Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε νομοθεσία κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, κατά την οποία το ποσό της ανταποδοτικής συντάξεως γήρατος εργαζομένου μερικής απασχόλησης υπολογίζεται με πολλαπλασιασμό ενός βασικού ποσού, το οποίο καθορίζεται με βάση τις πράγματι ληφθείσες αποδοχές και τις πράγματι καταβληθείσες εισφορές, επί ποσοστό το οποίο συναρτάται προς τη διάρκεια της περιόδου καταβολής εισφορών, εφόσον επί της περιόδου αυτής εφαρμόζεται συντελεστής μειώσεως ο οποίος ισούται με τον λόγο μεταξύ του μειωμένου ωραρίου που έχει συμπληρωθεί πράγματι και του ωραρίου που συμπληρώνεται από συγκρίσιμο εργαζόμενο πλήρους απασχόλησης, η δε περίοδος αυτή προσαυξάνεται διά της εφαρμογής συντελεστή ύψους 1,5.
35 Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας απαγορεύει κάθε διάκριση που βασίζεται στο φύλο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τον υπολογισμό των κοινωνικοασφαλιστικών παροχών.
36 Συναφώς, διαπιστώνεται καταρχάς ότι εθνική νομοθεσία όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη δεν εισάγει άμεση διάκριση λόγω φύλου εφόσον εφαρμόζεται αδιακρίτως στους άνδρες και στις γυναίκες εργαζόμενους.
37 Σχετικά με το ζήτημα αν μια τέτοια νομοθεσία εισάγει έμμεση διάκριση, υπενθυμίζεται ότι η έννοια αυτή πρέπει να νοηθεί, στο πλαίσιο της οδηγίας 79/7, κατά τον ίδιο τρόπο όπως και στο πλαίσιο της οδηγίας 2006/54 [πρβλ. απόφαση της 26ης Ιουνίου 2018, MB (Αλλαγή φύλου και σύνταξη γήρατος), C-451/16, EU:C:2018:492, σκέψη 34]. Από το δε άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2006/54 προκύπτει ότι συνιστά διάκριση που βασίζεται εμμέσως στο φύλο η περίπτωση στην οποία μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική θέτει σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση πρόσωπα ενός φύλου σε σύγκριση με πρόσωπα του άλλου φύλου, εκτός αν η ως άνω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικώς από νόμιμο στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του εν λόγω στόχου είναι πρόσφορα και αναγκαία.
38 Η ύπαρξη μιας τέτοιας ιδιαίτερα μειονεκτικής μεταχείρισης μπορεί να διαπιστωθεί, ιδίως, αν αποδειχθεί ότι νομοθεσία όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη επηρεάζει δυσμενώς σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό προσώπων ενός φύλου σε σύγκριση με πρόσωπα του άλλου φύλου (πρβλ. απόφαση της 14ης Απριλίου 2015, Cachaldora Fernández, C-527/13, EU:C:2015:215, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να εκτιμήσει εάν τούτο συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης.
39 Για την περίπτωση που, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, ο εθνικός δικαστής διαθέτει στατιστικά στοιχεία, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η καλύτερη μέθοδος συγκρίσεως συνίσταται στη σύγκριση μεταξύ, αφενός, των αντίστοιχων ποσοστών εργαζομένων που θίγονται ή όχι από τον επίμαχο κανόνα στο πλαίσιο του ανδρικού εργατικού δυναμικού και, αφετέρου, των ίδιων ποσοστών στο πλαίσιο του γυναικείου εργατικού δυναμικού. Δεν αρκεί να ληφθεί υπόψη ο αριθμός των θιγομένων προσώπων, δεδομένου ότι ο αριθμός αυτός εξαρτάται από τον αριθμό των εν ενεργεία εργαζομένων σε ολόκληρο το κράτος μέλος καθώς και από την κατανομή ανδρών και γυναικών εργαζομένων στο εν λόγω κράτος μέλος (πρβλ. απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 1999, Seymour-Smith και Perez, C‑167/97, EU:C:1999:60, σκέψη 59).
40 Συναφώς, εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να εκτιμήσει κατά πόσον τα προσκομισθέντα ενώπιόν του στατιστικά στοιχεία, που απεικονίζουν την κατάσταση του εργατικού δυναμικού, είναι έγκυρα και μπορούν να ληφθούν υπόψη, δηλαδή αν, κατά κύριο λόγο, δεν αντικατοπτρίζουν καθαρά τυχαία ή συγκυριακά φαινόμενα και είναι, γενικότερα, σημαντικά (πρβλ. απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 1999, Seymour-Smith και Perez, C-167/97, EU:C:1999:60, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
41 Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι οι επίμαχες στην κύρια δίκη εθνικές διατάξεις έχουν ως επί το πλείστον δυσμενείς συνέπειες για τους εργαζομένους μερικής απασχόλησης σε σχέση με τους εργαζομένους πλήρους απασχόλησης. Μόνο σε λίγες περιπτώσεις οι διατάξεις αυτές δεν έχουν τέτοιες συνέπειες, χάρη στο αμβλυντικό μέτρο με το οποίο ο αριθμός ημερών καταβολής εισφορών των εργαζομένων μερικής απασχόλησης προσαυξάνεται διά της εφαρμογής συντελεστή ύψους 1,5.
42 Εξάλλου, από τα στατιστικά στοιχεία τα οποία μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, κατά το πρώτο τρίμηνο του 2017, η Ισπανία αριθμούσε 15 906 700 μισθωτούς εργαζομένους, εκ των οποίων 8 332 000 ήταν άνδρες και 7 574 600 γυναίκες. Κατά το ίδιο διάστημα, ο αριθμός των εργαζομένων μερικής απασχόλησης ανερχόταν στους 2 460 200 (15,47 % των μισθωτών εργαζομένων), εκ των οποίων 613 700 ήταν άνδρες (7,37 % των ανδρών μισθωτών εργαζομένων) και 1 846 500 ήταν γυναίκες (24,38 % των γυναικών μισθωτών εργαζομένων). Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι, κατά το εν λόγω διάστημα, περίπου το 75 % των εργαζομένων μερικής απασχόλησης ήταν γυναίκες.
43 Πλην όμως η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, από το σύνολο των φακέλων συντάξεων γήρατος τους οποίους το INSS επεξεργάστηκε, εκδίδοντας τελικώς θετική απόφαση, κατά το διάστημα 2014-2017, στο πλαίσιο των οποίων ελήφθησαν υπόψη περίοδοι εργασίας και καταβολής εισφορών μερικής απασχόλησης βάσει του συνολικού δείκτη για την εργασία με μειωμένο ωράριο, περίπου το 60 % αφορούσε γυναίκες και το 40 % άνδρες.
44 Πάντως, υπογραμμίζεται ότι, όσον αφορά την ομάδα των εργαζομένων τους οποίους θίγουν ειδικώς οι επίμαχες στην κύρια δίκη εθνικές διατάξεις, από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία προκύπτει ότι, για το 65 % των εργαζομένων μερικής απασχόλησης, ήτοι για αυτούς που έχουν εργαστεί, κατά μέσο όρο, επί λιγότερο από τα δύο τρίτα του κανονικού ωραρίου ενός εργαζομένου πλήρους απασχόλησης, ο συντελεστής μειώσεως που εφαρμόζεται επί του βασικού ποσού είναι χαμηλότερος από εκείνον που εφαρμόζεται επί του βασικού ποσού των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης. Συνεπώς, οι εργαζόμενοι με μειωμένο χρόνο μερικής απασχόλησης υφίστανται μειονέκτημα εξαιτίας της εφαρμογής του εν λόγω συντελεστή μειώσεως.
45 Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει κατά πόσον τα στοιχεία αυτά είναι έγκυρα, αντιπροσωπευτικά και σημαντικά. Συναφώς, υπενθυμίζεται ιδίως ότι η διαλαμβανόμενη στη σκέψη 39 της παρούσας αποφάσεως σύγκριση πρέπει εν προκειμένω να αφορά, ως ομάδα εργαζομένων που πράγματι θίγονται από την επίμαχη στην κύρια δίκη νομοθεσία, την ομάδα εργαζομένων με μειωμένο χρόνο μερικής απασχόλησης.
46 Εξάλλου, όπως προκύπτει επίσης από την αιτιολογική σκέψη 30 της οδηγίας 2006/54, αρμόδια για την εκτίμηση των γεγονότων από τα οποία μπορεί να τεκμαρθεί η ύπαρξη έμμεσης διακρίσεως είναι τα εθνικά δικαστήρια, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή την εθνική πρακτική που μπορούν να προβλέπουν, ειδικότερα, ότι η έμμεση διάκριση μπορεί να αποδεικνύεται με κάθε αποδεικτικό μέσο και όχι μόνο βάσει στατιστικών στοιχείων (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Απριλίου 2012, Meister, C-415/10, EU:C:2012:217, σκέψη 43).
47 Σε περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο, βάσει των προσκομισθέντων στατιστικών στοιχείων και, ενδεχομένως, άλλων κρίσιμων στοιχείων, καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία θέτει σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση τις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες, μια τέτοια νομοθεσία θα αντιβαίνει στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7, εκτός αν δικαιολογείται από αντικειμενικούς παράγοντες άσχετους προς οποιαδήποτε διάκριση που βασίζεται στο φύλο.
48 Αυτό θα συμβαίνει εάν τα επιλεγέντα μέσα ανταποκρίνονται σε θεμιτό σκοπό της κοινωνικής πολιτικής του κράτους μέλους για τη νομοθεσία του οποίου πρόκειται, είναι κατάλληλα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τη νομοθεσία αυτή σκοπού και αναγκαία προς τούτο (πρβλ. απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2012, Elbal Moreno, C-385/11, EU:C:2012:746, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
49 Συναφώς, το INSS και η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι η αναλογική μείωση της συντάξεως γήρατος σε περίπτωση εργασίας με μειωμένο ωράριο αποτελεί την έκφραση ενός γενικού σκοπού κοινωνικής πολιτικής που επιδιώκεται από τον εθνικό νομοθέτη, εφόσον η διόρθωση αυτή έχει ουσιώδη σημασία στο πλαίσιο ενός ανταποδοτικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως. Ειδικότερα, μια τέτοια μείωση επιβάλλεται βάσει των αρχών της ανταποδοτικότητας και της ισότητας μεταξύ των εργαζομένων μερικής και πλήρους απασχόλησης, δικαιολογείται δε αντικειμενικώς από το ότι, στην περίπτωση της εργασίας με μειωμένο ωράριο, η σύνταξη αποτελεί το αντάλλαγμα παροχής εργασίας και συμμετοχής στο σύστημα οι οποίες είναι λιγότερο σημαντικές.
50 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι απλώς και μόνον το γεγονός ότι ποσά συντάξεων γήρατος αναπροσαρμόζονται σύμφωνα με την αρχή pro rata temporis, προκειμένου να ληφθεί υπόψη το μειωμένο ωράριο εργασίας του εργαζομένου μερικής απασχόλησης σε σχέση με το ωράριο εργασίας του εργαζομένου πλήρους απασχόλησης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης (πρβλ. διάταξη της 17ης Νοεμβρίου 2015, Plaza Bravo, C-137/15, EU:C:2015:771, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
51 Πάντως, το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι μέτρο το οποίο συνεπάγεται μείωση του ποσού της συντάξεως γήρατος ενός εργαζομένου κατά τρόπο υπερβαίνοντα την αναλογική συνεκτίμηση των περιόδων μερικής απασχόλησης του εργαζομένου αυτού δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δικαιολογούμενο αντικειμενικώς από το γεγονός ότι, στην περίπτωση αυτή, η σύνταξη συνιστά την αντιπαροχή μιας λιγότερο σημαντικής παροχής εργασίας (απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2003, Schönheit και Becker, C-4/02 και C-5/02, EU:C:2003:583, σκέψη 93).
52 Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία περιλαμβάνει δύο στοιχεία ικανά να μειώσουν το ποσό των συντάξεων γήρατος των εργαζομένων μερικής απασχόλησης. Πρώτον, το βασικό ποσό της συντάξεως γήρατος καθορίζεται σε συνάρτηση με τις βάσεις εισφοράς, οι οποίες αποτελούνται από τις αποδοχές που πράγματι ελήφθησαν βάσει των δεδουλευμένων ωρών. Εξ αυτού συνάγεται ότι το εν λόγω βασικό ποσό είναι, για τον εργαζόμενο μερικής απασχόλησης, χαμηλότερο από το βασικό ποσό ενός συγκρίσιμου εργαζομένου πλήρους απασχόλησης. Δεύτερον, ενώ το εν λόγω βασικό ποσό πολλαπλασιάζεται επί ορισμένο ποσοστό που εξαρτάται από τον αριθμό ημερών καταβολής εισφορών, στον ως άνω αριθμό ημερών επιβάλλεται συντελεστής μειώσεως ο οποίος ισούται με τον λόγο μεταξύ του μειωμένου ωραρίου το οποίο έχει πράγματι συμπληρώσει ο οικείος εργαζόμενος και του ωραρίου που συμπληρώνεται από συγκρίσιμο εργαζόμενο πλήρους απασχόλησης.
53 Ασφαλώς, το δεύτερο αυτό στοιχείο απαμβλύνεται από το ότι, κατά το άρθρο 248, παράγραφος 3, του LGSS, ο αριθμός ημερών καταβολής εισφορών που προκύπτει κατόπιν της εφαρμογής του συντελεστή μειώσεως προσαυξάνεται διά της εφαρμογής συντελεστή ύψους 1,5.
54 Υπογραμμίζεται όμως ότι ήδη το πρώτο στοιχείο, δηλαδή το γεγονός ότι το βασικό ποσό είναι, για τον εργαζόμενο μερικής απασχόλησης, ως αντιπαροχή μιας λιγότερο σημαντικής παροχής εργασίας, χαμηλότερο από το βασικό ποσό ενός συγκρίσιμου εργαζομένου πλήρους απασχόλησης, είναι ικανό να καταστήσει δυνατή την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού που συνίσταται, ιδίως, στη διαφύλαξη του ανταποδοτικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως.
55 Επομένως, το να εφαρμόζεται επιπροσθέτως συντελεστής μειώσεως για την εργασία με μειωμένο ωράριο βαίνει πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού και συνεπάγεται για την ομάδα των εργαζομένων που έχουν εργαστεί με μειωμένο χρόνο μερικής απασχόλησης, ήτοι επί λιγότερο από τα δύο τρίτα μιας συγκρίσιμης εργασίας με πλήρες ωράριο, μείωση του ποσού της συντάξεως γήρατος υπερβαίνουσα εκείνη που θα προέκυπτε από την απλή pro rata temporis συνεκτίμηση του ωραρίου εργασίας τους.
56 Υπό τις συνθήκες αυτές, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε νομοθεσία κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, κατά την οποία το ποσό της ανταποδοτικής συντάξεως γήρατος ενός εργαζομένου μερικής απασχόλησης υπολογίζεται με πολλαπλασιασμό ενός βασικού ποσού, το οποίο καθορίζεται με βάση τις πράγματι ληφθείσες αποδοχές και τις πράγματι καταβληθείσες εισφορές, επί ποσοστό το οποίο συναρτάται προς τη διάρκεια της περιόδου καταβολής εισφορών, εφόσον επί της περιόδου αυτής εφαρμόζεται συντελεστής μειώσεως ο οποίος ισούται με τον λόγο μεταξύ του μειωμένου ωραρίου που έχει συμπληρωθεί πράγματι και του ωραρίου που συμπληρώνεται από συγκρίσιμο εργαζόμενο πλήρους απασχόλησης, η δε περίοδος αυτή προσαυξάνεται διά της εφαρμογής συντελεστή ύψους 1,5, στο μέτρο που η εν λόγω νομοθεσία θέτει σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση τις γυναίκες εργαζομένους σε σχέση με τους άνδρες εργαζομένους.
Επί του δευτέρου ερωτήματος
57 Δεδομένης της απαντήσεως στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.
Επί των δικαστικών εξόδων
58 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε νομοθεσία κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, κατά την οποία το ποσό της ανταποδοτικής συντάξεως γήρατος ενός εργαζομένου μερικής απασχόλησης υπολογίζεται με πολλαπλασιασμό ενός βασικού ποσού, το οποίο καθορίζεται με βάση τις πράγματι ληφθείσες αποδοχές και τις πράγματι καταβληθείσες εισφορές, επί ποσοστό το οποίο συναρτάται προς τη διάρκεια της περιόδου καταβολής εισφορών, εφόσον επί της περιόδου αυτής εφαρμόζεται συντελεστής μειώσεως ο οποίος ισούται με τον λόγο μεταξύ του μειωμένου ωραρίου που έχει συμπληρωθεί πράγματι και του ωραρίου που συμπληρώνεται από συγκρίσιμο εργαζόμενο πλήρους απασχόλησης, η δε περίοδος αυτή προσαυξάνεται διά της εφαρμογής συντελεστή ύψους 1,5, στο μέτρο που η εν λόγω νομοθεσία θέτει σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση τις γυναίκες εργαζομένους σε σχέση με τους άνδρες εργαζομένους.
(υπογραφές)