Το Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ επιβεβαιώνει την ακυρότητα του σήματος της Ένωσης της adidas το οποίο συνίσταται σε τρεις παράλληλες λωρίδες που είναι τοποθετημένες προς πάσα κατεύθυνση
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο πενταμελές τμήμα)
της 19ης Ιουνίου 2019 (*)
«Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διαδικασία για την κήρυξη ακυρότητας – Εικονιστικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που απεικονίζει τρεις παράλληλες λωρίδες – Απόλυτος λόγος ακυρότητας – Έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα κτηθέντος διά της χρήσεως – Άρθρο 7, παράγραφος 3, και άρθρο 52, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 [νυν άρθρο 7, παράγραφος 3, και άρθρο 59, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001] – Μορφή χρήσεως που δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη – Μορφή που διαφέρει από τη μορφή υπό την οποία καταχωρίστηκε το σήμα ως προς ορισμένες μη αμελητέες παραλλαγές – Αντίστροφος χρωματικός συνδυασμός»
Στην υπόθεση T-307/17,
adidas AG, με έδρα το Herzogenaurach (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τις I. Fowler και I. Junkar, solicitors,
προσφεύγουσα,
υποστηριζόμενη από
τη Marques, με έδρα το Leicester (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενη από τον M. Treis, δικηγόρο,
παρεμβαίνουσα,
κατά
Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενου από την M. Rajh και από τον H. O’Neill,
καθού,
αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών του EUIPO και παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου:
Shoe Branding Europe BVBA, με έδρα το Oudenaarde (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τον J. Løje, δικηγόρο,
με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του τετάρτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 7ης Μαρτίου 2017 (υπόθεση R 1515/2016-2), σχετικά με διαδικασία για την κήρυξη ακυρότητας σήματος μεταξύ της Shoe Branding Europe και της adidas,
ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο πενταμελές τμήμα),
συγκείμενο από τους S. Gervasoni, πρόεδρο, L. Madise, R. da Silva Passos, K. Kowalik-Bańczyk (εισηγήτρια) και C. Mac Eochaidh, δικαστές,
γραμματέας: E. Hendrix, διοικητικός υπάλληλος,
έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Μαΐου 2017,
έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως του EUIPO που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 10 Αυγούστου 2017,
έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως της παρεμβαίνουσας που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 12 Ιουλίου 2017,
έχοντας υπόψη τη διάταξη της 5ης Δεκεμβρίου 2017 με την οποία επετράπη στη Marques να παρέμβει υπέρ της προσφεύγουσας,
έχοντας υπόψη το υπόμνημα παρεμβάσεως της Marques που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Ιανουαρίου 2018,
έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Φεβρουαρίου 2018,
έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις του EUIPO που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Φεβρουαρίου 2018,
έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις της παρεμβαίνουσας που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Φεβρουαρίου 2018,
κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 24ης Ιανουαρίου 2019,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
I. Ιστορικό της διαφοράς
1 Στις 18 Δεκεμβρίου 2013 η προσφεύγουσα, adidas AG, κατέθεσε αίτηση καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενώπιον του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε [και έχει πλέον αντικατασταθεί από τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1)].
2 Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση παρατίθεται κατωτέρω:
3 Στην αίτηση καταχωρίσεως, το σήμα χαρακτηρίζεται ως εικονιστικό σήμα και περιγράφεται ως εξής:
«Το σήμα αποτελείται από τρεις παράλληλες λωρίδες ίσου πλάτους και ίσης απόστασης μεταξύ τους που είναι τοποθετημένες στο προϊόν προς πάσα κατεύθυνση.»
4 Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του σήματος εμπίπτουν στην κλάση 25 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, της 15ης Ιουνίου 1957, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Ενδύματα· υποδήματα· είδη πιλοποιίας».
5 Το σήμα καταχωρίστηκε στις 21 Μαΐου 2014 με τον αριθμό 12442166.
6 Στις 16 Δεκεμβρίου 2014 η παρεμβαίνουσα, Shoe Branding Europe BVBA, υπέβαλε αίτηση κηρύξεως ακυρότητας του επίμαχου σήματος, βάσει του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρου 59, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2017/1001), σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού (νυν άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001).
7 Στις 30 Ιουνίου 2016 το τμήμα ακυρώσεων δέχθηκε την αίτηση κηρύξεως ακυρότητας που είχε υποβάλει η παρεμβαίνουσα, με το σκεπτικό ότι το επίμαχο σήμα στερούνταν παντελώς διακριτικού χαρακτήρα, τόσο εγγενούς όσο και κτηθέντος διά της χρήσεως.
8 Στις 18 Αυγούστου 2016 η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του EUIPO, δυνάμει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρων 66 έως 71 του κανονισμού 2017/1001), κατά της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεων. Με την προσφυγή αυτή, η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε τη διαπίστωση περί ελλείψεως εγγενούς διακριτικού χαρακτήρα του επίμαχου σήματος, αλλά, αντιθέτως, υποστήριξε ότι το σήμα είχε αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 3, και του άρθρου 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρου 7, παράγραφος 3, και άρθρου 59, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001).
9 Με απόφαση της 7ης Μαρτίου 2017 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το δεύτερο τμήμα προσφυγών του EUIPO απέρριψε την προσφυγή.
10 Καταρχάς, το τμήμα προσφυγών επισήμανε ότι το επίμαχο σήμα είχε καταχωριστεί εγκύρως ως εικονιστικό σήμα (σημείο 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εν συνεχεία, επιβεβαίωσε την εκτίμηση του τμήματος ακυρώσεων ότι το σήμα αυτό στερούνταν εγγενούς διακριτικού χαρακτήρα (σημείο 22 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τέλος, εξέτασε τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα και έκρινε ότι αυτή δεν είχε αποδείξει ότι το εν λόγω σήμα είχε αποκτήσει, σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως (σημείο 69 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατά συνέπεια, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το επίμαχο σήμα είχε καταχωριστεί κατά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 και ότι, ως εκ τούτου, έπρεπε να κηρυχθεί άκυρο (σημείο 72 της προσβαλλομένης αποφάσεως).
II. Αιτήματα των διαδίκων
11 Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την ένωση Marques (στο εξής: παρεμβαίνουσα ένωση), ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
– να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·
– να καταδικάσει το EUIPO και την παρεμβαίνουσα στα δικαστικά έξοδα.
12 Το EUIPO ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
– να απορρίψει την προσφυγή·
– να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα·
– να υποχρεώσει την παρεμβαίνουσα ένωση να φέρει τα δικά της δικαστικά έξοδα.
13 Η παρεμβαίνουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
– να απορρίψει την προσφυγή·
– να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.
III. Σκεπτικό
14 Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, προβάλλει έναν και μόνο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού, καθώς και με τις αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας.
15 Ο λόγος αυτός μπορεί να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει δύο σκέλη, στο μέτρο που η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, πρώτον, ότι το τμήμα προσφυγών κακώς απέρριψε πλείονα αποδεικτικά στοιχεία με την αιτιολογία ότι αφορούσαν σημεία άλλα από το επίμαχο σήμα και, δεύτερον, ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως δεχόμενο ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι το επίμαχο σήμα είχε αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα κατόπιν της χρήσεώς του στο έδαφος της Ένωσης.
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
16 Αφενός, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, δεν γίνονται δεκτά για καταχώριση τα σήματα που στερούνται διακριτικού χαρακτήρα. Δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού (νυν άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001), ο απόλυτος αυτός λόγος απαραδέκτου εφαρμόζεται ακόμη και αν συντρέχει μόνο σε ορισμένο τμήμα της Ένωσης. Ωστόσο, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, ο ως άνω λόγος δεν αποκλείει την καταχώριση σήματος εφόσον αυτό, σε σχέση με τα προϊόντα για τα οποία έχει ζητηθεί η καταχώρισή του, έχει αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσεως που του έχει γίνει.
17 Αφετέρου, κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης κηρύσσεται άκυρο, κατόπιν αιτήσεως που υποβάλλεται στο EUIPO, αν το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν καταχωρίστηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 του ίδιου κανονισμού. Εντούτοις, δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, όταν η καταχώριση του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης έγινε κατά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ έως δʹ, του εν λόγω κανονισμού, το σήμα αυτό δεν μπορεί να κηρυχθεί άκυρο, αν, λόγω της χρήσεως που του έγινε, απέκτησε, μετά την καταχώρισή του, διακριτικό χαρακτήρα για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία καταχωρίστηκε.
18 Επομένως, από το άρθρο 7, παράγραφος 3, και από το άρθρο 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 προκύπτει ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας κηρύξεως ακυρότητας, η έλλειψη εγγενούς διακριτικού χαρακτήρα ενός καταχωρισμένου σήματος δεν συνεπάγεται την ακυρότητα του επίμαχου σήματος αν αυτό έχει αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα κατόπιν της χρήσεώς του, είτε πριν την καταχώρισή του, είτε μεταξύ της καταχωρίσεώς του και της ημερομηνίας της καταθέσεως της αιτήσεως κηρύξεως ακυρότητας [πρβλ. απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2017, bet365 Group κατά EUIPO – Hansen (BET 365), T-304/16, EU:T:2017:912, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
19 Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι ο διακριτικός χαρακτήρας σήματος, είτε είναι εγγενής είτε αποκτήθηκε διά της χρήσεως, σημαίνει ότι το σήμα αυτό είναι ικανό να λειτουργήσει ως προσδιοριστικό της προελεύσεως του προϊόντος, για το οποίο ζητείται η καταχώριση, από συγκεκριμένη επιχείρηση και, επομένως, να διακρίνει το προϊόν αυτό από τα προϊόντα άλλων επιχειρήσεων (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 4ης Μαΐου 1999, Windsurfing Chiemsee, C‑108/97 και C-109/97, EU:C:1999:230, σκέψη 46, και της 18ης Ιουνίου 2002, Philips, C-299/99, EU:C:2002:377, σκέψη 35).
20 Ο διακριτικός χαρακτήρας, είτε είναι εγγενής ή είτε έχει αποκτηθεί διά της χρήσεως, πρέπει να εκτιμάται, αφενός, σε σχέση με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία ζητείται η καταχώριση και, αφετέρου, σε σχέση με την αντίληψη που σχηματίζει συναφώς το ενδιαφερόμενο κοινό (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 18ης Ιουνίου 2002, Philips, C-299/99, EU:C:2002:377, σκέψεις 59 και 63, και της 12ης Φεβρουαρίου 2004, Koninklijke KPN Nederland, C-363/99, EU:C:2004:86, σκέψεις 34 και 75).
21 Εν προκειμένω, το ενδιαφερόμενο κοινό όσον αφορά τα προϊόντα για τα οποία καταχωρίστηκε το επίμαχο σήμα, ήτοι τα ενδύματα, τα υποδήματα και τα είδη πιλοποιίας, αποτελείται από το σύνολο των δυνητικών καταναλωτών των εν λόγω προϊόντων στην Ένωση, δηλαδή τόσο το ευρύ κοινό όσο και το εξειδικευμένο κοινό.
22 Τα δύο σκέλη του μοναδικού λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα πρέπει να εξεταστούν ακριβώς υπό το πρίσμα των ανωτέρω στοιχείων.
2. Επί του πρώτου σκέλους, το οποίο αφορά την αδικαιολόγητη απόρριψη ορισμένων αποδεικτικών στοιχείων
23 Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα ένωση, προσάπτει στο τμήμα προσφυγών ότι δεν έκανε δεκτά πλείονα αποδεικτικά στοιχεία με την αιτιολογία ότι αφορούσαν σημεία άλλα από το επίμαχο σήμα. Κατά την άποψή της, η αιτιολογία αυτή στηρίζεται, πρώτον, σε εσφαλμένη ερμηνεία του επίμαχου σήματος και, δεύτερον, σε εσφαλμένη εφαρμογή του «κανόνα περί επιτρεπόμενων παραλλαγών». Οι δύο αυτές αιτιάσεις πρέπει να εξεταστούν κατά σειρά.
1. Επί της πρώτης αιτιάσεως, η οποία αφορά εσφαλμένη ερμηνεία του επίμαχου σήματος
24 Στο πλαίσιο της πρώτης αιτιάσεως, η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα ένωση, υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών, εκτιμώντας ότι η αίτηση καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος αφορούσε συγκεκριμένες μόνο διαστάσεις του και, ειδικότερα, συγκεκριμένη αναλογία μεταξύ του ύψους και του πλάτους του, ερμήνευσε εσφαλμένως το εν λόγω σήμα. Ειδικότερα, το επίμαχο σήμα απεικονίζει ένα «σχέδιο επιφανείας» το οποίο μπορεί να αναπαραχθεί σε διαστάσεις και αναλογίες που διαφέρουν αναλόγως των προϊόντων επί των οποίων τίθεται. Συγκεκριμένα, οι τρεις παράλληλες λωρίδες ίσης μεταξύ τους αποστάσεως οι οποίες συνθέτουν το επίμαχο σήμα είναι δυνατόν να επιμηκυνθούν ή να συντομευθούν με διάφορους τρόπους, μεταξύ άλλων διά της τοποθετήσεώς τους σε διαγώνια φορά. Η προσφεύγουσα, στηριζόμενη στις κατευθυντήριες γραμμές του EUIPO για τις πρακτικές εξετάσεως και στην απορρέουσα εξ αυτών δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, προσθέτει ότι δύναται να προβάλει ότι το επίμαχο σήμα αποτελεί σήμα μοτίβου μολονότι το σήμα αυτό καταχωρίστηκε ως εικονιστικό σήμα.
25 Το EUIPO και η παρεμβαίνουσα αντικρούουν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.
26 Προκειμένου να δοθεί απάντηση στην επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας και της παρεμβαίνουσας ενώσεως, πρέπει, πρώτον, να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 4 του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρου 4 του κανονισμού 2017/1001), σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να αποτελέσει οποιοδήποτε σημείο επιδεκτικό γραφικής παραστάσεως, υπό την προϋπόθεση ότι το σημείο αυτό είναι ικανό να διακρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες ορισμένης επιχειρήσεως από εκείνα άλλων επιχειρήσεων.
27 Δεύτερον, πρέπει να επισημανθεί ότι η καταχώριση μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο βάσει και εντός των ορίων της αιτήσεως καταχωρίσεως που έχει υποβληθεί στο EUIPO από τον αιτούντα. Επομένως, το EUIPO δεν δύναται να λάβει υπόψη τα χαρακτηριστικά εκείνα του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση που δεν μνημονεύονται στην αίτηση καταχωρίσεως ή στα συνοδευτικά της έγγραφα [βλ. απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2015, Jaguar Land Rover κατά ΓΕΕΑ (Σχήμα αυτοκινήτου), T-629/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:878, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
28 Συναφώς, τα χαρακτηριστικά ενός σήματος πρέπει να εκτιμώνται με γνώμονα πλείονα στοιχεία.
29 Καταρχάς, δυνάμει του κανόνα 1, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και του κανόνα 3, παράγραφοι 2 και 5, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1995, L 303, σ. 1) [νυν άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και άρθρο 3, παράγραφοι 6 έως 8, και παράγραφος 3, στοιχεία βʹ και στʹ, του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/626 της Επιτροπής, της 5ης Μαρτίου 2018, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του κανονισμού 2017/1001 και για την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού 2017/1431 (ΕΕ 2018, L 104, σ. 37)], όταν ζητείται η προστασία ορισμένης γραφικής παραστάσεως ή ενός συγκεκριμένου χρώματος, η αίτηση καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να περιλαμβάνει τη γραφική παράσταση, κατά περίπτωση με χρώμα, του οικείου σήματος.
30 Η απαίτηση της γραφικής παραστάσεως έχει ως λειτουργία, μεταξύ άλλων, να προσδιορίζει το σήμα αυτό καθαυτό, ώστε να καθορίζεται το ακριβές αντικείμενο της προστασίας που παρέχει το καταχωρισμένο σήμα στον δικαιούχο του (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2002, Sieckmann, C-273/00, EU:C:2002:748, σκέψη 48, και της 24ης Ιουνίου 2004, Heidelberger Bauchemie, C-49/02, EU:C:2004:384, σκέψη 27). Επομένως, εναπόκειται στον δικαιούχο του σήματος να καταθέσει γραφική παράσταση του σήματος ακριβώς αντίστοιχη προς το αντικείμενο της προστασίας της οποίας επιθυμεί να τύχει. Αφ’ ης στιγμής καταχωριστεί το σήμα, ο δικαιούχος του δεν μπορεί να ζητήσει προστασία ευρύτερη από εκείνη που παρέχει η εν λόγω γραφική παράσταση [πρβλ. απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2017, Red Bull κατά EUIPO – Optimum Mark (Συνδυασμός κυανού και ασημί χρώματος), T-101/15 και T-102/15, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αναίρεση, EU:T:2017:852, σκέψη 71].
31 Περαιτέρω, ο κανόνας 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2868/95 προβλέπει ότι η αίτηση καταχωρίσεως μπορεί να «περιλαμβάνει περιγραφή του σήματος». Επομένως, στην περίπτωση που στην αίτηση καταχωρίσεως περιλαμβάνεται περιγραφή, η τελευταία πρέπει να εξετάζεται μαζί με τη γραφική παράσταση (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2017, Συνδυασμός κυανού και ασημί χρώματος, T-101/15 και T-102/15, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αναίρεση, EU:T:2017:852, σκέψη 79).
32 Τέλος, το EUIPO οφείλει επίσης να εξετάζει τον διακριτικό χαρακτήρα του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση υπό το πρίσμα της κατηγορίας σήματος που έχει επιλέξει ο αιτών στην αίτησή του καταχωρίσεως (πρβλ. διάταξη της 21ης Ιανουαρίου 2016, Enercon κατά ΓΕΕΑ, C-170/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:53, σκέψεις 29, 30 και 32).
33 Τρίτον, επισημαίνεται ότι, σε αντίθεση με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2017/1431 της Επιτροπής, της 18ης Μαΐου 2017, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του κανονισμού 207/2009 (ΕΕ 2017, L 205, σ. 39) (ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό 2018/626), ούτε ο κανονισμός 207/2009 ούτε ο κανονισμός 2868/95, που ίσχυαν κατά την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως κηρύξεως ακυρότητας, αναφέρουν τα «σήματα μοτίβου», ούτε εξάλλου «τα εικονιστικά σήματα», ως ιδιαίτερες κατηγορίες σημάτων.
34 Εντούτοις, πριν ακόμη από την έναρξη ισχύος του εκτελεστικού κανονισμού 2017/1431, το Γενικό Δικαστήριο είχε αναγνωρίσει ότι σήμα το οποίο προσδιοριζόταν ως εικονιστικό σήμα μπορούσε να συνίσταται σε σειρά στοιχείων τα οποία επαναλαμβάνονται κατά τακτό τρόπο [πρβλ. απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2016, Birkenstock Sales κατά EUIPO (Αναπαράσταση σχεδίου με διασταυρούμενες κυματοειδείς γραμμές), T-579/14, EU:T:2016:650, σκέψεις 43, 49, 53 και 62]. Επομένως, έως την έναρξη της ισχύος του εκτελεστικού κανονισμού 2017/1431, ένα σήμα μοτίβου μπορούσε να καταχωριστεί ως εικονιστικό σήμα, εφόσον συνίστατο σε μια εικόνα [πρβλ. απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2012, Fraas κατά ΓΕΕΑ (Σχέδιο σε γκρι ανοιχτό, γκρι σκούρο, μπεζ, κόκκινο σκούρο και καφετί χρώμα), T-326/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:436, σκέψη 56].
35 Εν προκειμένω, συμφώνως προς την αίτηση καταχωρίσεως, το επίμαχο σήμα καταχωρίστηκε ως εικονιστικό σήμα και βάσει της γραφικής παραστάσεως και της περιγραφής που παρατίθενται στις σκέψεις 2 και 3 ανωτέρω.
36 Στο σημείο 38 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών ερμήνευσε το επίμαχο σήμα ως εξής:
«Το σήμα συνίσταται σε τρεις κάθετες μαύρες και παράλληλες λεπτές λωρίδες σε λευκό φόντο, των οποίων το ύψος είναι κατά πέντε περίπου φορές μεγαλύτερο από το πλάτος τους. Το σήμα έχει σχετικώς λίγα χαρακτηριστικά: σχέση ύψους/πλάτους (περίπου 5 προς 1), ίσης αποστάσεως λευκό διάστημα μεταξύ των μαύρων λωρίδων και παράλληλη φορά των λωρίδων.»
37 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ως άνω ερμηνεία του επίμαχου σήματος αντιστοιχεί επακριβώς στη γραφική παράσταση βάσει της οποίας καταχωρίστηκε το σήμα αυτό. Ειδικότερα, το τμήμα προσφυγών ορθώς επισήμανε ότι υφίστατο αναλογία περίπου 5 προς 1 μεταξύ του συνολικού ύψους και του συνολικού πλάτους του επίμαχου σήματος. Εξάλλου, το τμήμα προσφυγών ορθώς έλαβε υπόψη το ίδιο πλάτος, αφενός, των τριών παράλληλων μαύρων λωρίδων και, αφετέρου, των δύο λευκών διαστημάτων που χωρίζουν τις λωρίδες αυτές.
38 Ωστόσο, η προσφεύγουσα βάλλει κατά της ως άνω ερμηνείας του επίμαχου σήματος, υποστηρίζοντας, αφενός, ότι ένα εικονιστικό σήμα μπορεί να καταχωριστεί χωρίς μνεία των διαστάσεών του ή των αναλογιών του (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 10ης Ιουλίου 2014, Apple, C-421/13, EU:C:2014:2070, σκέψεις 19 και 27) και, αφετέρου, ότι το επίμαχο σήμα αποτελεί σήμα μοτίβου. Υπό τις συνθήκες αυτές, η λειτουργία της γραφικής παραστάσεως του επίμαχου σήματος συνίσταται απλώς και μόνο στην παρουσίαση σχεδίου αποτελούμενου από τρεις παράλληλες λωρίδες ίσης μεταξύ τους αποστάσεως, χωρίς να προεξοφλεί το μήκος των λωρίδων ή τον τρόπο με τον οποίο είναι κομμένες.
39 Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.
40 Πρώτον, διαπιστώνεται ότι, μολονότι το τμήμα προσφυγών προέβη, με την προσβαλλόμενη απόφαση, σε χαρακτηρισμό του επίμαχου σήματος λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές αναλογίες των διαφόρων στοιχείων που συνθέτουν το σήμα αυτό, όπως το τελευταίο είχε απεικονιστεί στην αίτηση καταχωρίσεως, εντούτοις δεν προσδιόρισε το επίμαχο σήμα κάνοντας μνεία των διαστάσεων στις οποίες το εν λόγω σήμα, σφαιρικώς εξεταζόμενο, θα μπορούσε να αναπαραχθεί επί των επίμαχων προϊόντων. Επομένως, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η ερμηνεία του επίμαχου σήματος από το τμήμα προσφυγών δεν αναιρεί το γεγονός ότι η κατοχύρωση του σήματος αυτού δεν ζητήθηκε για συγκεκριμένες διαστάσεις.
41 Δεύτερον, η προσφεύγουσα παραδέχεται ότι το επίμαχο σήμα εγκύρως καταχωρίστηκε ως εικονιστικό σήμα. Όπως, όμως, προκύπτει από τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 30 ανωτέρω, ένα εικονιστικό σήμα καταρχήν καταχωρίζεται στις αναλογίες που εμφανίζονται στη γραφική του παράσταση. Η διαπίστωση αυτή δεν μπορεί να ανατραπεί από την απόφαση της 10ης Ιουλίου 2014, Apple (C-421/13, EU:C:2014:2070, σκέψεις 19 και 27), την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα. Συγκεκριμένα, με την εν λόγω απόφαση απλώς διαπιστώθηκε ότι ένα σχέδιο μπορεί να καταχωριστεί ως σήμα ακόμη και στην περίπτωση που δεν έχει γίνει μνεία σχετική με το μέγεθος και τις αναλογίες του αντικειμένου που απεικονίζει. Αντιθέτως, από την απόφαση αυτή δεν προκύπτει ότι είναι δυνατή η καταχώριση σήματος χωρίς να έχουν προσδιοριστεί οι αναλογίες του σημείου αυτού καθαυτό.
42 Τρίτον, η προσφεύγουσα ατελέσφορα υποστηρίζει ότι το σήμα αυτό δεν αποτελεί σύνηθες εικονιστικό σήμα, αλλά σήμα μοτίβου του οποίου οι αναλογίες δεν είναι αμετάβλητες.
43 Συναφώς, καταρχάς, ούτε από τη γραφική παράσταση του επίμαχου σήματος ούτε από την περιγραφή του προκύπτει ότι το σήμα αυτό συνίσταται σε σειρά στοιχείων τα οποία επαναλαμβάνονται κατά τακτό τρόπο.
44 Περαιτέρω, ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι το αντικείμενο της προστασίας την οποία παρέχει το επίμαχο σήμα συνίσταται στη χρήση τριών παράλληλων λωρίδων ίσης μεταξύ τους αποστάσεως, ανεξαρτήτως του μήκους τους ή του τρόπου με τον οποίο είναι κομμένες, δεν τεκμηριώνεται από κανένα συγκεκριμένο στοιχείο. Πράγματι, αφενός, ο ισχυρισμός αυτός τελεί σε αντίφαση με τη γραφική παράσταση του επίμαχου σήματος, η οποία απεικονίζει ένα σημείο που εμφανίζει αναλογία περίπου 5 προς 1 μεταξύ του συνολικού του ύψους και του συνολικού του πλάτους και που έχει ορθογώνιο σχήμα, οι τρεις δε λωρίδες που το συνθέτουν είναι κομμένες σε ορθή γωνία. Αφετέρου, ο εν λόγω ισχυρισμός δεν επιβεβαιώνεται από την περιγραφή του επίμαχου σήματος, η οποία περιορίζεται στην υπόμνηση ότι το σήμα αυτό αποτελείται από «τρεις παράλληλες λωρίδες ίσου πλάτους και ίσης απόστασης μεταξύ τους» και στη διευκρίνιση ότι οι λωρίδες αυτές μπορούν να «είναι τοποθετημένες στο προϊόν προς πάσα κατεύθυνση», χωρίς να αναφέρει ότι το μήκος των λωρίδων θα μπορούσε να τροποποιηθεί ή ότι οι λωρίδες θα μπορούσαν να είναι κομμένες σε διαγώνια φορά.
45 Τέλος, μολονότι αληθεύει ότι, πριν από την έναρξη ισχύος του εκτελεστικού κανονισμού 2017/1431, οι κατευθυντήριες γραμμές του EUIPO για τις πρακτικές εξετάσεως προέβλεπαν ότι «τα σήματα που απεικονίζουν μοτίβο [ήταν σ]ύμφωνα με τις πρακτικές του [EUIPO] “[εικονιστικά σήματα]”», εντούτοις, δεν έδιδαν στα σήματα μοτίβου αυτά ορισμό διαφορετικό από εκείνον που απορρέει από τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 34 ανωτέρω. Πράγματι, οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές διευκρίνιζαν ότι «ένα [εικονιστικό σήμα] μπορ[ούσε] να θεωρηθεί σήμα-μοτίβο όταν αποτελ[ούνταν] από ένα σύνολο στοιχείων τα οποία επαναλαμβάνονται τακτικά».
46 Υπό τις συνθήκες αυτές, συνάγεται το συμπέρασμα ότι το επίμαχο σήμα αποτελεί σύνηθες εικονιστικό σήμα, και όχι σήμα μοτίβου. Ως εκ τούτου, αφενός, το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη κατά την ερμηνεία του επίμαχου σήματος και, αφετέρου, η προσφεύγουσα δεν μπορεί βασίμως να επικαλεστεί, εν πάση περιπτώσει, την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προκειμένου να αμφισβητήσει την ερμηνεία αυτή.
47 Επομένως, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.
2. Επί της δεύτερης αιτιάσεως, η οποία αφορά εσφαλμένη εφαρμογή του «κανόνα περί επιτρεπόμενων παραλλαγών
48 Στο πλαίσιο της δεύτερης αιτιάσεως, η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα ένωση, διατείνεται ότι το τμήμα προσφυγών προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή του «κανόνα περί επιτρεπόμενων παραλλαγών». Ορίζει τον κανόνα αυτό ως τον κανόνα κατά τον οποίο η χρήση σήματος υπό μορφή που διαφοροποιείται ως προς στοιχεία τα οποία δεν μεταβάλλουν τον διακριτικό χαρακτήρα του σήματος στην καταχωρισμένη μορφή του θεωρείται επίσης χρήση του εν λόγω σήματος. Υποστηρίζει ότι, σε αντίθεση με όσα δέχθηκε το τμήμα προσφυγών, το σύνολο των εγγράφων που προσκόμισε αφορούν μορφές χρήσεως του επίμαχου σήματος στο πλαίσιο των οποίων δεν μεταβάλλεται ο διακριτικός χαρακτήρας του σήματος αυτού. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω μορφές χρήσεως πρέπει να ληφθούν υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί αν το επίμαχο σήμα απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα.
49 Πριν εξεταστεί η ορθότητα της ως άνω αιτιάσεως, πρέπει προηγουμένως να προσδιοριστεί η έννοια της «χρήσεως» του σήματος, η οποία περιλαμβάνεται στο άρθρο 7, παράγραφος 3, και στο άρθρο 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009.
1) Επί του όρου «χρήση» του σήματος κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 3, και του άρθρου 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009
50 Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα ένωση, φρονεί ότι η έννοια της χρήσεως του σήματος κατά το άρθρο 7, παράγραφος 3, και το άρθρο 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 πρέπει να ερμηνεύεται κατά τον ίδιο τρόπο με την έννοια της ουσιαστικής χρήσεως του σήματος κατά το άρθρο 15, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού (νυν άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001), η οποία περιλαμβάνει, σε ορισμένες περιπτώσεις, τη χρήση του σήματος υπό μορφές που διαφέρουν από τη μορφή υπό την οποία καταχωρίστηκε.
51 Το EUIPO και η παρεμβαίνουσα αντικρούουν την ως άνω ερμηνεία. Φρονούν ότι η έννοια της «χρήσεως» κατά το άρθρο 7, παράγραφος 3, και το άρθρο 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 είναι στενότερη από την έννοια της «ουσιαστικής χρήσεως» κατά το άρθρο 15, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού. Κατά την άποψή τους, προκειμένου να αποδειχθεί ότι ένα σήμα έχει αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα, ο δικαιούχος του σήματος δύναται μόνο να στηριχθεί στη χρήση του σήματος όπως αυτό καταχωρίστηκε. Μόνον επουσιώδεις παραλλαγές θα μπορούσαν να γίνουν δεκτές.
52 Θα πρέπει να διευκρινιστεί αν, όσον αφορά τις μορφές χρήσεως ενός σήματος οι οποίες μπορούν να ληφθούν υπόψη, η έννοια της «χρήσεως» του σήματος κατά το άρθρο 7, παράγραφος 3, και το άρθρο 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 πρέπει να ερμηνεύεται κατά τον ίδιο τρόπο με την έννοια της «ουσιαστικής χρήσεως» κατά το άρθρο 15, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού.
53 Συναφώς, είναι χρήσιμο να υπομνησθεί ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 18, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2017/1001) ορίζει ότι ουσιαστική χρήση καταχωρισμένου σήματος συνιστά επίσης «[η] χρήση του σήματος […] υπό μορφή που διαφέρει ως προς στοιχεία τα οποία δεν μεταβάλλουν τον διακριτικό χαρακτήρα του σήματος στην καταχωρισμένη του μορφή». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ένα καταχωρισμένο σήμα πρέπει να θεωρείται ότι αποτελεί αντικείμενο ουσιαστικής χρήσεως εφόσον αποδεικνύεται η χρήση του σήματος αυτού υπό μορφή ελαφρώς διαφορετική από εκείνη με την οποία καταχωρίστηκε (απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, Il Ponte Finanziaria κατά ΓΕΕΑ, C-234/06 P, EU:C:2007:514, σκέψη 86).
54 Σημειώνεται ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, αποφεύγοντας να απαιτήσει πλήρη συμβατότητα μεταξύ της μορφής με την οποία χρησιμοποιείται το σήμα στο εμπόριο και εκείνης με την οποία καταχωρίστηκε, επιδιώκει να παράσχει στον δικαιούχο του σήματος, στο πλαίσιο της εμπορικής εκμεταλλεύσεως του σήματός του, τη δυνατότητα να επιφέρει παραλλαγές οι οποίες, χωρίς να μεταβάλλουν τον διακριτικό του χαρακτήρα, επιτρέπουν την καλύτερη προσαρμογή του στις απαιτήσεις εμπορίας και διαφημίσεως των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών (αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 2012, Rintisch, C-553/11, EU:C:2012:671, σκέψη 21, και της 18ης Ιουλίου 2013, Specsavers International Healthcare κ.λπ., C-252/12, EU:C:2013:497, σκέψη 29).
55 Σε αντίθεση, όμως, με το άρθρο 15, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, το άρθρο 7, παράγραφος 3, και το άρθρο 52, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού δεν προβλέπουν ρητώς τη δυνατότητα χρήσεως του σήματος υπό μορφές που διαφέρουν από τη μορφή με την οποία το σήμα υποβλήθηκε προς καταχώριση και, κατά περίπτωση, καταχωρίστηκε.
56 Η διαφορά αυτή του γράμματος των διατάξεων που μνημονεύονται στη σκέψη 55 ανωτέρω εξηγείται από τη διαφορετική λογική στην οποία στηρίζονται. Πράγματι, το άρθρο 15, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 εφαρμόζεται μόνον επί σημάτων που είναι ήδη καταχωρισμένα και των οποίων ο διακριτικός χαρακτήρας δεν αμφισβητείται. Επομένως, το άρθρο αυτό καθιστά δυνατή τη διατήρηση της προστασίας του σήματος μέσω της αποδείξεως της χρήσεώς του, ενδεχομένως υπό ορισμένες μορφές που διαφέρουν από τη μορφή με την οποία καταχωρίστηκε. Αντιθέτως, το άρθρο 7, παράγραφος 3, και το άρθρο 52, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού στηρίζονται στην εκτίμηση ότι η χρήση, αντιστοίχως, σημείου το οποίο εγγενώς δεν έχει διακριτικό χαρακτήρα και σήματος το οποίο κακώς καταχωρίστηκε παρά την έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, να καταστήσει δυνατή την καταχώριση ή τη διατήρηση της καταχωρίσεως του εν λόγω σημείου ή του εν λόγω σήματος. Με άλλα λόγια, το άρθρο 15, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 έχει ως αφετηριακό σημείο την καταχώριση του σήματος και συνεπάγεται τη μεταγενέστερη εξέταση της χρήσεώς του, ενώ το άρθρο 7, παράγραφος 3, και το άρθρο 52, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού έχουν ως αφετηριακό σημείο τη χρήση ορισμένου σημείου προκειμένου να επιτευχθεί, κατά περίπτωση, η καταχώρισή του ή η διατήρηση της καταχωρίσεώς του.
57 Γεγονός πάντως παραμένει ότι η μνημονευθείσα στη σκέψη 54 ανωτέρω ανάγκη να υποστεί το σήμα ορισμένες παραλλαγές στο πλαίσιο της εμπορικής του εκμεταλλεύσεως ισχύει επίσης για το χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου το σήμα αυτό αποκτά, κατά περίπτωση, διακριτικό χαρακτήρα κατόπιν της χρήσεώς του, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 3, και του άρθρου 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009.
58 Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το κριτήριο της χρήσεως δεν μπορεί να εκτιμάται υπό το πρίσμα στοιχείων που διαφέρουν αναλόγως του αν το ζητούμενο είναι να διαπιστωθεί αν το κριτήριο αυτό μπορεί πράγματι να θεμελιώσει δικαιώματα σε σχέση με σήμα ή να διασφαλίσει τη διατήρηση τέτοιων δικαιωμάτων. Αν η προστασία ενός σημείου ως σήματος είναι δυνατόν να επιτευχθεί μέσω ορισμένης χρήσεως του σημείου τούτου, αυτή η ίδια μορφή χρήσεως πρέπει να είναι ικανή να διασφαλίσει τη διατήρηση της εν λόγω προστασίας. Επομένως, όσον αφορά τις μορφές χρήσεως, οι απαιτήσεις που ισχύουν όσον αφορά τη διαπίστωση της ουσιαστικής χρήσεως ενός σήματος είναι ανάλογες προς εκείνες που ισχύουν προκειμένου να μπορεί ένα σημείο, διά της χρήσεως, να αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα προς τον σκοπό της καταχωρίσεώς του (απόφαση της 18ης Απριλίου 2013, Colloseum Holding, C-12/12, EU:C:2013:253, σκέψεις 33 και 34· πρβλ., επίσης κατ’ αναλογίαν, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Nestlé, C-353/03, EU:C:2005:61, σημείο 24).
59 Από τα ανωτέρω έπεται ότι οι μορφές χρήσεως ενός σήματος περί των οποίων κάνει λόγο το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, συμπεριλαμβανομένων των μορφών που διαφέρουν μόνον ως προς στοιχεία «τα οποία δεν μεταβάλλουν τον διακριτικό χαρακτήρα του σήματος [αυτού]», πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνον προκειμένου να ελέγχεται αν το εν λόγω σήμα έχει αποτελέσει αντικείμενο ουσιαστικής χρήσεως κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, αλλά και προκειμένου να διαπιστώνεται αν το οικείο σήμα απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσεώς του, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 3, και του άρθρου 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009.
60 Είναι αληθές ότι, στο πλαίσιο του άρθρου 7, παράγραφος 3, και του άρθρου 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, δεν είναι ενδεδειγμένο να γίνεται λόγος για μεταβολή του διακριτικού χαρακτήρα πριν ακόμη διαπιστωθεί αν το σήμα απέκτησε ή όχι τέτοιο χαρακτήρα.
61 Έχει, όμως, κριθεί ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 αφορά τις περιπτώσεις στις οποίες η χρησιμοποιούμενη στο εμπόριο μορφή του σημείου διαφέρει μόνον ως προς αμελητέα στοιχεία από τη μορφή υπό την οποία το σημείο αυτό καταχωρίστηκε, με αποτέλεσμα οι δύο μορφές να μπορούν να θεωρηθούν συνολικώς αντίστοιχες μεταξύ τους [πρβλ. αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 2015, LTJ Diffusion κατά ΓΕΕΑ – Arthur και Aston (ARTHUR & ASTON), T-83/14, EU:T:2015:974, σκέψη 18 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2016, hyphen κατά EUIPO – Skylotec (Αναπαράσταση πολυγώνου), T-146/15, EU:T:2016:469, σκέψη 27].
62 Υπό τις συνθήκες αυτές και όπως ορθώς υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η έννοια της χρήσεως του σήματος κατά το άρθρο 7, παράγραφος 3, και το άρθρο 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 πρέπει να ερμηνεύεται ως αναφερόμενη όχι μόνο στη χρήση του σήματος υπό τη μορφή με την οποία υποβλήθηκε προς καταχώριση και, κατά περίπτωση, καταχωρίστηκε, αλλά και στη χρήση του σήματος υπό μορφές που διαφέρουν μόνο ως προς ορισμένες αμελητέες παραλλαγές από τη μορφή αυτή και, ως εκ τούτου, μπορούν να θεωρηθούν συνολικώς αντίστοιχες προς την τελευταία.
63 Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι το τμήμα προσφυγών, κατ’ ουσίαν, εφάρμοσε το κριτήριο που μνημονεύθηκε στη σκέψη 61 ανωτέρω. Συγκεκριμένα, το τμήμα προσφυγών έκανε μνεία του άρθρου 15, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 (σημείο 30 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και διευκρίνισε ότι η διάταξη αυτή επιτρέπει να λαμβάνεται υπόψη η χρήση σημείου που διαφέρει μόνο ως προς αμελητέα στοιχεία από την καταχωρισμένη μορφή του και ότι, επομένως, τα δύο σημεία μπορούν να θεωρηθούν συνολικώς αντίστοιχα μεταξύ τους (σημείο 32 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επισήμανε επίσης ότι, καταρχήν, δεν είναι αναγκαίο, για την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού, το σήμα να προσκομιστεί, στο πλαίσιο των αποδεικτικών στοιχείων, ακριβώς όπως έχει καταχωριστεί (σημείο 69 της προσβαλλομένης αποφάσεως).
2) Επί της εφαρμογής του «κανόνα περί επιτρεπόμενων παραλλαγών»
64 Η προσφεύγουσα προσάπτει στο τμήμα προσφυγών ότι δεν έλαβε υπόψη τον «κανόνα περί επιτρεπόμενων παραλλαγών», εκτιμώντας, κακώς, πρώτον, ότι, σε περίπτωση εξαιρετικά απλού σήματος, έστω και μια ελαφρά παραλλαγή θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια τη σημαντική μεταβολή των χαρακτηριστικών του σήματος όπως καταχωρίστηκε, δεύτερον, ότι η χρήση του επίμαχου σήματος υπό τη μορφή αντίστροφου χρωματικού συνδυασμού μετέβαλλε οπωσδήποτε τον διακριτικό χαρακτήρα του σήματος αυτού, τρίτον, ότι ορισμένα από τα αποδεικτικά στοιχεία εμφάνιζαν ένα σημείο αποτελούμενο από δύο λωρίδες αντί τριών και, τέταρτον, ότι η χρήση κεκλιμένων λωρίδων μετέβαλλε τον διακριτικό χαρακτήρα του εν λόγω σήματος.
65 Το EUIPO και η παρεμβαίνουσα αντικρούουν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.
66 Προκαταρκτικώς, πρέπει να επισημανθεί ότι η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας βάλλει, κατ’ ουσίαν, κατά του μέρους εκείνου της προσβαλλομένης αποφάσεως με το οποίο το τμήμα προσφυγών εξέτασε αν το επίμαχο σήμα περιλαμβανόταν ή όχι στα αποδεικτικά στοιχεία που είχε προσκομίσει η προσφεύγουσα (σημεία 29 έως 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τα αποδεικτικά στοιχεία αυτά συνίστανται, στην πλειονότητά τους, σε εικόνες προερχόμενες από καταλόγους ή λοιπό διαφημιστικό υλικό, στις οποίες εμφανίζονται προϊόντα που φέρουν διάφορα σημεία.
67 Μετά το πέρας της ως άνω εξετάσεως, το τμήμα προσφυγών, όπως προηγουμένως και το τμήμα ακυρώσεων, έκρινε ότι το μεγαλύτερο μέρος των εγγράφων που είχε προσκομίσει η προσφεύγουσα δεν είχαν σχέση με το επίμαχο σήμα αυτό καθαυτό, αλλά με άλλα σημεία τα οποία διέφεραν ουσιωδώς από το εν λόγω σήμα (βλ., μεταξύ άλλων, σημεία 33, 42 και 69 της προσβαλλομένης αποφάσεως)
68 Ειδικότερα, στα σημεία 39, 40 και 43 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών παρέθεσε τα ακόλουθα παραδείγματα αποδεικτικών στοιχείων τα οποία, κατά την κρίση του, δεν ήταν ικανά να αποδείξουν τη χρήση του επίμαχου σήματος:
69 Ακριβώς υπό το πρίσμα των ανωτέρω στοιχείων θα πρέπει να εξεταστούν οι τέσσερις αιτιάσεις που προβάλλει η προσφεύγουσα κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. ανωτέρω σκέψη 64) και, στη συνέχεια, να κριθεί αν ορθώς το τμήμα προσφυγών δεν έκανε δεκτά τα έγγραφα που είχε προσκομίσει η προσφεύγουσα.
1) Επί της συνεκτιμήσεως του εξαιρετικά απλού χαρακτήρα του επίμαχου σήματος
70 Το τμήμα προσφυγών χαρακτήρισε το επίμαχο σήμα «εξαιρετικά απλό», στο μέτρο που το σήμα αυτό είχε σχετικώς λίγα χαρακτηριστικά και συνίστατο σε τρεις παράλληλες μαύρες γραμμές σε σχήμα ορθογωνίου εντός λευκού φόντου (σημεία 37, 38 και 69 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Έκρινε ότι, λαμβανομένης υπόψη της εξαιρετικής απλότητας του επίμαχου σήματος, έστω και μια ελαφρά παραλλαγή θα είχε ως συνέπεια τη σημαντική μεταβολή των χαρακτηριστικών του σήματος όπως είχε καταχωριστεί (σημείο 69 της προσβαλλομένης αποφάσεως).
71 Συναφώς, αφενός, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί τον εξαιρετικά απλό χαρακτήρα του επίμαχου σήματος.
72 Αφετέρου, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, στην περίπτωση εξαιρετικά απλού σήματος, ακόμη και ελαφρές τροποποιήσεις στο σήμα αυτό είναι ικανές να αποτελέσουν μη αμελητέες παραλλαγές, με αποτέλεσμα η τροποποιημένη μορφή να μην μπορεί να θεωρηθεί συνολικώς αντίστοιχη προς την καταχωρισμένη μορφή του εν λόγω σήματος. Πράγματι, όσο απλούστερο είναι το σήμα, τόσο πιο εύκολα μειώνεται η ικανότητά του να έχει διακριτικό χαρακτήρα και τόσο πιο εύκολα τυχόν τροποποίηση του εν λόγω σήματος είναι ικανή να επηρεάσει ένα από τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του και, κατά τον τρόπο αυτό, να αλλοιώσει την αντίληψη που έχει το ενδιαφερόμενο κοινό για το συγκεκριμένο σήμα (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2016, Αναπαράσταση πολυγώνου, T-146/15, EU:T:2016:469, σκέψεις 33 και 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
73 Επομένως, το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη λαμβάνοντας υπόψη τον εξαιρετικά απλό χαρακτήρα του επίμαχου σήματος.
2) Επί των συνεπειών του αντίστροφου χρωματικού συνδυασμού
74 Το τμήμα προσφυγών διευκρίνισε ότι το επίμαχο σήμα, μολονότι συνίστατο σε τρεις μαύρες λωρίδες εντός λευκού φόντου, μπορούσε εντούτοις να γίνει δεκτό ότι αντιστοιχούσε, κατ’ ουσίαν, σε «τρεις έγχρωμες λωρίδες σε φωτεινότερο φόντο» (σημείο 38 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Αντιθέτως, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη, μεταξύ άλλων, τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία ο χρωματικός συνδυασμός ήταν αντίστροφος, δηλαδή εκείνα στα οποία εμφανίζονταν λευκές (ή ανοιχτόχρωμες) λωρίδες σε μαύρο (ή σκούρο) φόντο (σημεία 38 και 42 της προσβαλλομένης αποφάσεως).
75 Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα ένωση, φρονεί ότι, σε αντίθεση προς όσα έκρινε το τμήμα προσφυγών, η χρήση του επίμαχου σήματος υπό τη μορφή αντίστροφου χρωματικού συνδυασμού δεν μεταβάλλει τον διακριτικό χαρακτήρα του εν λόγω σήματος. Ειδικότερα, το επίμαχο σήμα είχε καταχωριστεί σε ασπρόμαυρη μορφή και χωρίς να έχει ζητηθεί η κατοχύρωση συγκεκριμένου χρώματος. Κατά συνέπεια, η χρήση του σήματος αυτού σε διάφορους συνδυασμούς χρωμάτων που τηρούν την αρχική οπτική αντίθεση μεταξύ των τριών λωρίδων και του φόντου συνιστά χρήση του σήματος αυτού κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 3, και του άρθρου 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009.
76 Συναφώς, διαπιστώνεται ότι το επίμαχο σήμα είναι εικονιστικό σήμα που δεν περιέχει κανένα λεκτικό στοιχείο και διαθέτει λίγα μόνο χαρακτηριστικά (σκέψη 36 ανωτέρω). Ένα από τα χαρακτηριστικά αυτά είναι η χρήση τριών μαύρων λωρίδων σε λευκό φόντο. Το χαρακτηριστικό αυτό δημιουργεί μια συγκεκριμένη οπτική αντίθεση μεταξύ, αφενός, των τριών μαύρων λωρίδων και, αφετέρου, του λευκού φόντου καθώς και των λευκών διαστημάτων που χωρίζουν αυτές τις λωρίδες.
77 Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένης υπόψη ιδίως της εξαιρετικής απλότητας του επίμαχου σήματος και της σημασίας του χαρακτηριστικού που περιγράφεται στη σκέψη 76 ανωτέρω, η αντιστροφή του χρωματικού συνδυασμού, έστω και με διατήρηση μιας ισχυρής οπτικής αντιθέσεως μεταξύ των τριών λωρίδων και του φόντου, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αμελητέα παραλλαγή σε σχέση με την καταχωρισμένη μορφή του επίμαχου σήματος.
78 Επομένως, το τμήμα προσφυγών βασίμως δεν έκανε δεκτά τα αποδεικτικά στοιχεία που απεικόνιζαν όχι το επίμαχο σήμα, αλλά διαφορετικά σημεία συνιστάμενα σε τρεις λευκές (ή ανοιχτόχρωμες) λωρίδες εντός μαύρου (ή σκούρου) φόντου.
79 Το ως άνω συμπέρασμα, το οποίο αφορά, μεταξύ άλλων, όλες τις εικόνες που παρατίθενται στη σκέψη 68 ανωτέρω, με εξαίρεση δύο εικόνες στις οποίες εμφανίζονται τρεις παράλληλες λωρίδες μαύρου χρώματος στενά συνδεδεμένες με λογότυπο που συνίσταται στη λέξη «adidas», δεν μπορεί να κλονιστεί από τα λοιπά επιχειρήματα της προσφεύγουσας και της παρεμβαίνουσας ενώσεως.
80 Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσέγγιση που ακολούθησε το τμήμα προσφυγών αντιφάσκει προς εκείνη στην οποία έχουν στηριχθεί ορισμένα εθνικά δικαστήρια, ιδίως δύο γερμανικά δικαστήρια και ένα γαλλικό δικαστήριο. Τα δικαστήρια αυτά δέχθηκαν ότι η αντιστροφή του χρωματικού συνδυασμού δεν είχε καμία συνέπεια.
81 Συναφώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι το σύστημα των σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ένα αυτοτελές σύστημα, το οποίο αποτελείται από το δικό του σύνολο κανόνων και επιδιώκει τους δικούς του σκοπούς, η δε εφαρμογή του είναι ανεξάρτητη κάθε εθνικού συστήματος (απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2007, Develey κατά ΓΕΕΑ, C-238/06 P, EU:C:2007:635, σκέψη 65). Κατά συνέπεια, το επίμαχο σήμα πρέπει να εκτιμηθεί μόνο με βάση τη σχετική νομοθεσία της Ένωσης και οι αποφάσεις που έχουν εκδώσει εθνικά δικαστήρια δεν μπορούν εν πάση περιπτώσει να κλονίσουν τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως [διάταξη της 22ας Οκτωβρίου 2014, Repsol YPF κατά ΓΕΕΑ, C-466/13 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:2331, σκέψη 90· πρβλ., επίσης, απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2008, Lego Juris κατά ΓΕΕΑ, Mega Brands (Κόκκινο τούβλο Lego), T-270/06, EU:T:2008:483, σκέψη 91].
82 Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσέγγιση που ακολούθησε το τμήμα προσφυγών την περιάγει σε «ανυπέρβλητη δυσκολία» λόγω του συμπεράσματος στο οποίο κατέληξε το δεύτερο τμήμα προσφυγών με την απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2013 (adidas και Shoe Branding Europe BBVA, υπόθεση R 1208/2012-2, σημείο 78). Επισημαίνει ότι, με την απόφαση αυτή, το δεύτερο τμήμα προσφυγών έκρινε ότι άλλο σήμα της προσφεύγουσας, που απεικόνιζε λευκές λωρίδες σε μαύρο φόντο, έπρεπε να τεθεί ως είχε επί του προϊόντος, και συγκεκριμένα με τη μορφή μαύρου ορθογωνίου που περιείχε λευκές λωρίδες. Κατά την άποψή της, από τον συνδυασμό της εν λόγω αποφάσεως και της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν δύναται στην πράξη να στηριχθεί ούτε στις μορφές χρήσεως που συνίστανται σε τρεις μαύρες λωρίδες εντός λευκού φόντου ούτε σε εκείνες που συνίστανται σε τρεις λευκές λωρίδες εντός μαύρου φόντου.
83 Συναφώς, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, για λόγους ασφαλείας δικαίου και χρηστής διοικήσεως, η εξέταση κάθε αιτήσεως κηρύξεως ακυρότητας πρέπει να είναι αυστηρή και πλήρης προκειμένου να αποφεύγεται το ενδεχόμενο να εξακολουθούν να είναι καταχωρισμένα σήματα ως μη όφειλαν. Η εξέταση αυτή πρέπει να διενεργείται κατά συγκεκριμένη περίπτωση. Ειδικότερα, η καταχώριση σημείου ως σήματος εξαρτάται από ειδικά κριτήρια, τα οποία έχουν εφαρμογή στο πλαίσιο των πραγματικών περιστάσεων κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως και τα οποία χρησιμεύουν για να εξακριβωθεί αν για το επίμαχο σημείο ισχύει κάποιος από τους λόγους απαραδέκτου (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 10ης Μαρτίου 2011, Agencja Wydawnicza Technopol κατά ΓΕΕΑ, C-51/10 P, EU:C:2011:139, σκέψη 77). Επομένως, στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς, η προσφεύγουσα δεν μπορεί λυσιτελώς να προβάλει τις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει για την ίδια μια άλλη απόφαση του EUIPO σχετικά με σημείο διαφορετικό από το επίμαχο σήμα. Επιπροσθέτως, πρέπει να υπομνησθεί ότι η απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2013, αν υποτεθεί ότι έχει το περιεχόμενο και τις συνέπειες που της προσδίδει η προσφεύγουσα, ακυρώθηκε με την απόφαση της 21ης Μαΐου 2015, adidas κατά ΓΕΕΑ – Shoe Branding Europe (Δύο παράλληλες ρίγες επί υποδήματος) (T-145/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:303).
84 Τρίτον, η προσφεύγουσα στηρίζεται σε διάφορες αποφάσεις με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η χρήση ορισμένων σημάτων σε διάφορους συνδυασμούς χρωμάτων, συμπεριλαμβανομένου του αντίστροφου χρωματικού συνδυασμού, δεν μετέβαλλε τον διακριτικό χαρακτήρα των σημάτων αυτών. Πάντως, δεδομένου ότι πρόκειται για κατά περίπτωση κρίσεις και λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 83 ανωτέρω, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να ευδοκιμήσει στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς. Κατά μείζονα λόγο, δεδομένου ότι πρόκειται για διαφορετικό ζήτημα, η προσφεύγουσα δεν δύναται να στηριχθεί σε άλλες αποφάσεις με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η αντιστροφή του χρωματικού συνδυασμού δεν απέκλειε τη δυνατότητα, σε ορισμένες περιπτώσεις, δύο αντιπαρατιθέμενα σήματα να θεωρηθούν παρόμοια για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001).
85 Τέταρτον, η προσφεύγουσα και η παρεμβαίνουσα ένωση υποστηρίζουν ότι η προσέγγιση του τμήματος προσφυγών, και συγκεκριμένα η συνεκτίμηση του βαθμού απλότητας ή πολυπλοκότητας του σήματος και η διαπίστωση ότι, στην περίπτωση που ο χρωματικός συνδυασμός είναι αντίστροφος, το χρησιμοποιούμενο σημείο δεν μπορεί να θεωρηθεί αντίστοιχο προς την καταχωρισμένη μορφή του σήματος, είναι αντίθετη προς την αρχή, που εξαγγέλλεται με το άρθρο 4 του κανονισμού 207/2009, ότι όλα τα σημεία που είναι δεκτικά γραφικής παραστάσεως μπορούν, καταρχήν, να αποτελέσουν σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά την άποψή τους, η προσέγγιση αυτή έχει ως αποτέλεσμα ορισμένα σημεία, όπως εκείνα που συνίστανται σε μοτίβο ή εκείνα που έχουν μεν καταχωριστεί σε ασπρόμαυρο χρώμα, στη συνέχεια όμως χρησιμοποιούνται υπό διάφορες μορφές και με ποικίλα χρώματα, αποκλείονται αυτομάτως από την προστασία της οποίας απολαύουν τα σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
86 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το γράμμα του άρθρου 4 του κανονισμού 207/2009, τα σημεία περί των οποίων κάνει λόγο η διάταξη αυτή μπορούν να αποτελέσουν σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης μόνον υπό την προϋπόθεση ότι είναι ικανά, από τη φύση τους, να διακρίνουν τα προϊόντα μιας επιχειρήσεως από τα προϊόντα άλλων επιχειρήσεων. Επιπλέον, η προσέγγιση του τμήματος προσφυγών στο πλαίσιο της οποίας διερεύνησε, λαμβάνοντας υπόψη τα καθαυτό χαρακτηριστικά του επίμαχου σήματος, αν τούτο απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως, δεν αποτελεί, καταρχήν, εμπόδιο για την καταχώριση ορισμένων κατηγοριών σημείων ως σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επομένως, η προσέγγιση αυτή δεν είναι αντίθετη προς το άρθρο 4 του κανονισμού 207/2009.
87 Πέμπτον, η προσφεύγουσα και η παρεμβαίνουσα ένωση υποστηρίζουν ότι η προσέγγιση του τμήματος προσφυγών θα μπορούσε να έχει υπέρμετρες συνέπειες για τους δικαιούχους σημάτων. Εξηγούν ότι, αν η προσέγγιση αυτή επιβεβαιωνόταν, οι δικαιούχοι σημάτων θα είχαν δυσκολίες να αποδείξουν ότι τα σήματά τους, ιδίως εκείνα που τίθενται επί ενδυμάτων, έχουν αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως, με αποτέλεσμα να είναι στην πράξη υποχρεωμένοι να μεριμνούν συστηματικά για την καταχώριση όλων των σημάτων τους σε αντίστροφους χρωματικούς συνδυασμούς καθώς και σε διάφορους συνδυασμούς χρωμάτων.
88 Εντούτοις, αφενός, πρέπει να υπομνησθεί ότι τα τμήματα προσφυγών υποχρεούνται να εφαρμόζουν τις διατάξεις του κανονισμού 207/2009 και, ειδικότερα, να απορρίπτουν ή να ακυρώνουν την καταχώριση σημάτων στερούμενων διακριτικού χαρακτήρα, ανεξαρτήτως των προβλημάτων που θα μπορούσαν να συνεπάγονται τέτοιες αποφάσεις για τους δικαιούχους σημάτων. Αφετέρου, το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 απηχεί έναν σκοπό γενικού συμφέροντος ο οποίος συμπίπτει, καταφανώς, με τη βασική λειτουργία του σήματος, που είναι να εγγυάται στον καταναλωτή ή στον τελικό χρήστη την ταυτότητα καταγωγής του προϊόντος ή της υπηρεσίας που προσδιορίζεται από το σήμα, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να διακρίνει, χωρίς κίνδυνο συγχύσεως, το εν λόγω προϊόν ή την εν λόγω υπηρεσία από αυτά που έχουν άλλη προέλευση (αποφάσεις της 16ης Σεπτεμβρίου 2004, SAT.1 κατά ΓΕΕΑ, C-329/02 P, EU:C:2004:532, σκέψη 27, και της 8ης Μαΐου 2008, Eurohypo κατά ΓΕΕΑ, C-304/06 P, EU:C:2008:261, σκέψη 56). Λαμβανομένου υπόψη αυτού του σκοπού γενικού συμφέροντος, οι συνέπειες που έχει για τους δικαιούχους σημάτων η εφαρμογή των διατάξεων του κανονισμού 207/2009 δεν μπορούν να χαρακτηριστούν υπέρμετρες. Επομένως, η προσέγγιση που ακολούθησε το τμήμα προσφυγών δεν ήταν ασυμβίβαστη με την αρχή της αναλογικότητας.
3) Επί των εικόνων στις οποίες εμφανίζονται δύο μαύρες λωρίδες σε λευκό φόντο
89 Το τμήμα προσφυγών επισήμανε ότι σε ορισμένες από τις εικόνες που προσκόμισε η προσφεύγουσα εμφανίζονταν σημεία τα οποία στην πραγματικότητα περιλάμβαναν όχι τρεις, αλλά δύο μόνο παράλληλες μαύρες (ή σκούρες) λωρίδες που δημιουργούσαν οπτική αντίθεση με λευκό (ή ανοιχτόχρωμο) φόντο (σημεία 39, 41 και 42 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η διαπίστωση αυτή αφορά, μεταξύ άλλων, τις εννέα πρώτες εικόνες που παρατίθενται στη σκέψη 68 ανωτέρω.
90 Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την ως άνω διαπίστωση του τμήματος προσφυγών. Κατά την άποψή της, αφενός, το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε αντίφαση καθόσον συνήγαγε το ανωτέρω συμπέρασμα μόνο για ένα μέρος των προσκομισθεισών εικόνων. Αφετέρου, στις επίμαχες εικόνες εμφανίζονται σημεία που περιέχουν όχι δύο μαύρες (ή σκούρες) λωρίδες σε λευκό (ή ανοιχτόχρωμο) φόντο, αλλά τρεις λευκές (ή ανοιχτόχρωμες) λωρίδες σε μαύρο (ή σκούρο) φόντο.
91 Συναφώς, παρατηρείται ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ότι στις επίμαχες εικόνες εμφανίζονται στην πραγματικότητα σημεία συνιστάμενα σε τρεις λευκές (ή ανοιχτόχρωμες) λωρίδες εντός μαύρου (ή σκούρου) φόντου, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι οι εικόνες αυτές αναπαριστούν χρήσεις του επίμαχου σήματος υπό μορφές στις οποίες ο χρωματικός συνδυασμός είναι αντίστροφος. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, τα επίμαχα έγγραφα πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να μην γίνουν δεκτά για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 77 και 78 ανωτέρω.
92 Κατά συνέπεια, το ότι ενδεχομένως το τμήμα προσφυγών κακώς θεώρησε ότι σε ορισμένες εικόνες εμφανίζονταν σημεία συνιστάμενα σε δύο μαύρες (ή σκούρες) λωρίδες εντός λευκού (ή ανοιχτόχρωμου) φόντου δεν ασκεί επιρροή επί της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως.
4) Επί των εικόνων στις οποίες εμφανίζονται κεκλιμένες λωρίδες
93 Όσον αφορά τη δέκατη εικόνα που παρατίθεται στη σκέψη 68 ανωτέρω, το τμήμα προσφυγών επισήμανε ότι, μολονότι στην εικόνα αυτή εμφανιζόταν ένας αθλητής με ένδυμα που έφερε σήμα με τρεις λωρίδες, οι λωρίδες ήταν κεκλιμένες υπό γωνία η οποία διέφερε από εκείνη που ήταν χαρακτηριστική του επίμαχου σήματος στην καταχωρισμένη μορφή του (σημείο 41 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι, στην περίπτωση αυτή, είχαν παύσει να τηρούνται οι «διαστάσεις» του επίμαχου σήματος (σημείο 42 της προσβαλλομένης αποφάσεως).
94 Η προσφεύγουσα δεν δέχεται ότι είναι δυνατόν να μη ληφθούν υπόψη ορισμένες εικόνες με μόνη αιτιολογία ότι οι απεικονιζόμενες σε αυτές λωρίδες είναι κεκλιμένες. Υποστηρίζει ότι οι λωρίδες τίθενται επί προϊόντων τα οποία φορούν αθλητές και ότι, κατά συνέπεια, η κλίση τους και η κατεύθυνσή τους εξαρτώνται από την κίνηση των αθλητών, καθώς και από τη δίπλωση και την παρουσίαση των προϊόντων. Για να καταστήσει σαφέστερη την επιχειρηματολογία της, η προσφεύγουσα παραθέτει με το δικόγραφο της προσφυγής της τέσσερις εικόνες στις οποίες εμφανίζονται αθλητές εν κινήσει με ενδύματα που φέρουν σήμα αποτελούμενο από τρεις παράλληλες λωρίδες, οι οποίες δεν είναι κάθετες αλλά κεκλιμένες.
95 Στο πλαίσιο αυτό, αφενός, επισημαίνεται ότι στην εικόνα που μνημονεύθηκε στη σκέψη 93 ανωτέρω και που δεν έγινε δεκτή από το τμήμα προσφυγών εμφανίζεται σημείο με αντίστροφο χρωματικό συνδυασμό. Το ίδιο ισχύει και για τις τέσσερις εικόνες που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 94 ανωτέρω, στις οποίες στηρίχθηκε η προσφεύγουσα. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι πέντε επίμαχες εικόνες πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να μη γίνουν δεκτές για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 77 και 78 ανωτέρω.
96 Αφετέρου, η προσφεύγουσα δεν προσδιορίζει καμία εικόνα περιλαμβάνουσα σήμα με τρεις λωρίδες βάσει του κανονικού χρωματικού συνδυασμού, η οποία να μην έγινε δεκτή ή να μην ελήφθη υπόψη από το τμήμα προσφυγών με την αιτιολογία και μόνον ότι οι απεικονιζόμενες λωρίδες ήταν κεκλιμένες.
97 Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν μπορεί λυσιτελώς να προσάψει στο τμήμα προσφυγών ότι διαπίστωσε ότι σε ορισμένες εικόνες οι απεικονιζόμενες λωρίδες ήταν κεκλιμένες.
5) Συμπέρασμα σχετικά με την εφαρμογή του «κανόνα περί επιτρεπόμενων παραλλαγών»
98 Η προσφεύγουσα δεν διατυπώνει καμία άλλη μομφή κατά της διενεργηθείσας από το τμήμα προσφυγών εξετάσεως των διαφόρων εικόνων που η ίδια προσκόμισε, ιδίως εκείνων που παρατίθενται στη σκέψη 68 ανωτέρω.
99 Ειδικότερα, αφενός, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί την απόρριψη από το τμήμα προσφυγών των τεσσάρων τελευταίων εικόνων που παρατίθενται στη σκέψη 68 ανωτέρω. Στις εικόνες αυτές εμφανίζονται σύνθετα σημεία αποτελούμενα τόσο από λογότυπο που συνίσταται στην επωνυμία «adidas» όσο και από ένα εικονιστικό στοιχείο που περιλαμβάνει τρεις λωρίδες εντός τριγώνου, εντός τριφυλλιού ή εντός στρογγυλού σχήματος. Εξάλλου, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα ρητώς παραδέχθηκε ότι οι εικόνες αυτές δεν ασκούσαν επιρροή.
100 Αφετέρου, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι ορισμένες εικόνες συνίστανται σε φωτογραφίες υποδημάτων επί των οποίων έχει τεθεί σημείο αποτελούμενο από τρεις παράλληλες λωρίδες ανοικτού χρώματος, σαφώς πλατύτερες και μικρότερες σε ύψος από εκείνες που συνθέτουν το επίμαχο σήμα στην καταχωρισμένη του μορφή και κομμένες διαγωνίως. Τούτο ισχύει, μεταξύ άλλων, για τις τρεις εικόνες υποδημάτων που παρατίθενται στη σκέψη 68 ανωτέρω και δεν έγιναν δεκτές με τα σημεία 41 και 42 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πέραν, όμως, του ότι, στην περίπτωση αυτή, δεν έχει τηρηθεί ο χρωματικός συνδυασμός, η ταυτόχρονη τροποποίηση του πλάτους και του μήκους των λωρίδων καθώς και ο τρόπος κατά τον οποίο είναι κομμένες επηρεάζει ουσιωδώς πλείονα χαρακτηριστικά του επίμαχου σήματος, όπως περιγράφηκαν στη σκέψη 36 ανωτέρω.
101 Ειδικότερα, οι εικόνες που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 99 και 100 ανωτέρω αφορούν μορφές χρήσεως που διαφέρουν από τη μορφή υπό την οποία καταχωρίστηκε το επίμαχο σήμα. Οι διαπιστωθείσες διαφορές συνιστούν μη αμελητέες παραλλαγές, με αποτέλεσμα οι επίμαχες μορφές χρήσεως να μην μπορούν να θεωρηθούν συνολικώς αντίστοιχες προς την καταχωρισμένη μορφή του επίμαχου σήματος.
102 Εξάλλου, μολονότι η προσφεύγουσα επικαλέστηκε, ιδίως κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τη δυνατότητα χρήσεως του επίμαχου σήματος υπό μορφές οι οποίες δεν τηρούν την αναλογία περίπου 5 προς 1 που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 36 και 37 ανωτέρω, από την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών απέρριψε μορφές χρήσεως του επίμαχου σήματος για τον λόγο και μόνον ότι δεν τηρούσαν την ως άνω αναλογία.
103 Υπό τις συνθήκες αυτές, το συμπέρασμα του τμήματος προσφυγών ότι τα σημεία που εμφανίζονταν στη μεγάλη πλειονότητα των εικόνων διέφεραν ουσιωδώς από την καταχωρισμένη μορφή του επίμαχου σήματος δεν ενέχει πλάνη. Επομένως, ορθώς το τμήμα προσφυγών δεν έκανε δεκτές τις εικόνες αυτές με την αιτιολογία ότι αφορούσαν σημεία άλλα από το επίμαχο σήμα. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν μπορεί βασίμως να προβάλει παράβαση του «κανόνα περί επιτρεπόμενων παραλλαγών».
104 Επομένως, η δεύτερη αιτίαση και, κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του μοναδικού λόγου ακυρώσεως στο σύνολό του, πρέπει να απορριφθούν.
3. Επί του δευτέρου σκέλους, το οποίο αφορά πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά την κτήση διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως
105 Στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως δεχόμενο ότι αυτή δεν είχε αποδείξει ότι το επίμαχο σήμα είχε αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα κατόπιν της χρήσεώς του εντός της Ένωσης.
106 Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι προσκόμισε πολυάριθμα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία πρέπει να εκτιμηθούν σφαιρικώς και ανεξαρτήτως του χρώματος, του μήκους και της κλίσεως των απεικονιζόμενων λωρίδων. Από τα αποδεικτικά στοιχεία αυτά προκύπτει η εντατική χρήση του «σήματος που αποτελείται από τρεις παράλληλες λωρίδες […] ίσης απόστασης μεταξύ τους» καθώς και το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο κοινό αναγνωρίζει το σήμα αυτό και ότι θα το αντιλαμβάνεται ως προσδιορίζον τα προϊόντα της προσφεύγουσας. Η απόδειξη αυτή αφορά το σύνολο του εδάφους της Ένωσης, τούτο δε ακόμη και αν ληφθούν υπόψη μόνο τα υποβληθέντα έγγραφα στα οποία το επίμαχο σήμα εμφανίζεται με την καταχωρισμένη μορφή του.
107 Πρέπει, ευθύς εξαρχής, να επισημανθεί ότι, για να αποδείξει ότι το επίμαχο σήμα απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να στηριχθεί σε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία εμφανίζεται ένα σήμα αποτελούμενο από τρεις παράλληλες λωρίδες ίσης μεταξύ τους αποστάσεως. Πράγματι, από την απάντηση που δόθηκε στο πρώτο σκέλος του λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι λυσιτελή αποδεικτικά στοιχεία είναι μόνον εκείνα στα οποία το επίμαχο σήμα εμφανίζεται με την καταχωρισμένη μορφή του ή, άλλως, υπό μορφές συνολικώς αντίστοιχες, με αποτέλεσμα να αποκλείονται εκείνες οι μορφές χρήσεως στις οποίες ο χρωματικός συνδυασμός είναι αντίστροφος ή δεν έχουν τηρηθεί άλλα ουσιώδη χαρακτηριστικά του επίμαχου σήματος.
108 Υπό τις συνθήκες αυτές πρέπει, σε ένα πρώτο στάδιο, να ελεγχθεί αν το τμήμα προσφυγών προέβη σε ορθή εκτίμηση της λυσιτέλειας των διαφόρων αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε ενώπιόν του η προσφεύγουσα προκειμένου να αποδείξει ότι το επίμαχο σήμα είχε χρησιμοποιηθεί και είχε αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα. Σε ένα δεύτερο στάδιο, θα πρέπει να εξεταστεί, βάσει του συνόλου των προσκομισθέντων στοιχείων, αν ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι δεν υπήρξε τέτοια απόδειξη σε σχέση με τη γεωγραφική περιοχή που πρέπει να ληφθεί υπόψη, ήτοι με το έδαφος της Ένωσης.
1. Επί της λυσιτέλειας των αποδεικτικών στοιχείων
109 Κατά πάγια νομολογία, προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον ένα σήμα έχει αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεώς του, μπορούν να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, το μερίδιο της αγοράς που αναλογεί στο σήμα, η ένταση, η γεωγραφική έκταση και η διάρκεια της χρήσεως του σήματος αυτού, το μέγεθος των επενδύσεων στις οποίες έχει προβεί η επιχείρηση για την προώθησή του, το ποσοστό των ενδιαφερομένων κύκλων που αναγνωρίζει, χάρη στο σήμα, το προϊόν ως προερχόμενο από συγκεκριμένη επιχείρηση, καθώς και οι δηλώσεις εμπορικών και βιομηχανικών επιμελητηρίων ή άλλων επαγγελματικών ενώσεων (αποφάσεις της 4ης Μαΐου 1999, Windsurfing Chiemsee, C-108/97 και C-109/97, EU:C:1999:230, σκέψη 51, και της 18ης Ιουνίου 2002, Philips, C-299/99, EU:C:2002:377, σκέψη 60).
110 Επομένως, το μερίδιο αγοράς που αναλογεί στο σήμα, όπως και το μερίδιο στον όγκο των διαφημίσεων για την αγορά των οικείων προϊόντων που αντιπροσωπεύουν οι αναληφθείσες διαφημιστικές επενδύσεις για την προώθηση του σήματος μπορούν να αποτελούν ενδείξεις ασκούσες επιρροή στην εκτίμηση του ζητήματος αν το σήμα αυτό απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως (απόφαση της 22ας Ιουνίου 2006, Storck κατά ΓΕΕΑ, C-25/05 P, EU:C:2006:422, σκέψεις 76 και 77).
111 Τα στοιχεία που μνημονεύονται στις σκέψεις 109 και 110 ανωτέρω αποτελούν αντικείμενο σφαιρικής εκτιμήσεως (αποφάσεις της 4ης Μαΐου 1999, Windsurfing Chiemsee, C-108/97 και C-109/97, EU:C:1999:230, σκέψη 49, και της 7ης Ιουλίου 2005, Nestlé, C-353/03, EU:C:2005:432, σκέψη 31).
112 Αν, βάσει τέτοιων στοιχείων, οι ενδιαφερόμενοι κύκλοι ή, τουλάχιστον, σημαντικό τμήμα τους αναγνωρίζουν, χάρη στο σήμα, το προϊόν ως προερχόμενο από συγκεκριμένη επιχείρηση, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι πληρούται η προϋπόθεση που θέτει το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 για την καταχώριση του σήματος (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 4ης Μαΐου 1999, Windsurfing Chiemsee, C-108/97 και C-109/97, EU:C:1999:230, σκέψη 52).
113 Εν προκειμένω, τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα μπορούν να καταταγούν σε διάφορες κατηγορίες, και συγκεκριμένα, πρώτον, στις εικόνες περί των οποίων έγινε ήδη λόγος κατά την εξέταση του πρώτου σκέλους του λόγου ακυρώσεως, δεύτερον, στα στοιχεία αναφορικά με τον κύκλο εργασιών και με τις δαπάνες μάρκετινγκ και διαφημίσεως, τρίτον, στις έρευνες αγοράς και, τέταρτον, στα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία.
1) Επί των εικόνων
114 Τα πορίσματα της εξετάσεως των εικόνων που προσκόμισε η προσφεύγουσα κλονίζουν σε μεγάλο βαθμό τη βαρύτητα των στοιχείων αυτών.
115 Συγκεκριμένα, πρώτον, από την εξέταση του πρώτου σκέλους του λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών ορθώς δεν έκανε δεκτές, στη μεγάλη πλειονότητά τους, τις εικόνες που είχε προσκομίσει ενώπιον του EUIPO η προσφεύγουσα, με την αιτιολογία ότι οι εικόνες αυτές, ιδίως δε εκείνες που παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση, αφορούσαν σημεία τα οποία δεν ήταν συνολικώς αντίστοιχα προς την καταχωρισμένη μορφή του επίμαχου σήματος.
116 Είναι αληθές ότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 106 ανωτέρω, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι προσκόμισε, μεταξύ άλλων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, «πολυάριθμα» αποδεικτικά στοιχεία στα οποία το επίμαχο σήμα εμφανίζεται «επακριβώς» ή «με την εξαίρεση ελάχιστων διαφορών» στις ίδιες «διαστάσεις» με εκείνες που έχει η καταχωρισμένη μορφή του εν λόγω σήματος.
117 Εντούτοις, από τα προσκομισθέντα έγγραφα που έχουν περιληφθεί στο παράρτημα του δικογράφου της προσφυγής δεν προκύπτει ότι περιλαμβάνουν σημαντικό αριθμό αποδεικτικών στοιχείων που απεικονίζουν σημεία συνολικώς αντίστοιχα προς την καταχωρισμένη μορφή του επίμαχου σήματος. Υπενθυμίζεται συναφώς, αφενός, ότι η προσφεύγουσα προσκόμισε ενώπιον του EUIPO αποδεικτικά στοιχεία εκτάσεως περίπου 12 000 σελίδων και, αφετέρου, ότι τόσο το τμήμα ακυρώσεων όσο και το τμήμα προσφυγών της προσήψε ότι δεν είχε προσκόμισε στοιχεία αποδεικνύοντα τη χρήση του επίμαχου σήματος αυτού καθαυτό. Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η προσφεύγουσα δεν προσδιόρισε ποιες από τις εικόνες που είχε προσκομίσει κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του EUIPO καθιστούν δυνατή την απόδειξη της χρήσεως του διεκδικούμενου σήματος υπό την καταχωρισμένη μορφή του ή υπό μορφές συνολικώς αντίστοιχές της.
118 Δεύτερον, επισημαίνεται ότι σε ορισμένες από τις εικόνες που δεν έγιναν δεκτές από το τμήμα προσφυγών –εκ των οποίων οι τρεις πρώτες εικόνες που παρατίθενται στη σκέψη 68 ανωτέρω– εμφανίζεται σήμα με τρεις λωρίδες που έχει τεθεί επί αθλητικών σακιδίων, τα οποία δεν ανήκουν στα επίμαχα προϊόντα. Επομένως, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 20 ανωτέρω, τέτοια αποδεικτικά στοιχεία δεν είναι, εν πάση περιπτώσει, λυσιτελή.
119 Τρίτον, μολονότι είναι αληθές ότι ορισμένες εικόνες που προσκόμισε η προσφεύγουσα αντιστοιχούν στο επίμαχο σήμα και είναι, επομένως, ικανές να αποδείξουν ορισμένη χρήση του σήματος αυτού, εντούτοις δεν παρέχουν, ελλείψει οποιουδήποτε άλλου στοιχείου, καμία ένδειξη ως προς τη σημασία και τη διάρκεια της χρήσεως αυτής, ούτε ως προς τον αντίκτυπο που είχε η εν λόγω χρήση στον τρόπο με τον οποίο το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται το επίμαχο σήμα. Κατά συνέπεια, οι εν λόγω εικόνες δεν αποδεικνύουν ότι η ως άνω χρήση ήταν επαρκής ώστε σημαντικό τμήμα του ενδιαφερόμενου κοινού να μπορεί να αναγνωρίζει, χάρη στο σήμα, το προϊόν ως προερχόμενο από συγκεκριμένη επιχείρηση.
2) Επί των στοιχείων αναφορικά με τον κύκλο εργασιών και με τις δαπάνες μάρκετινγκ και διαφημίσεως
120 Η προσφεύγουσα προσκόμισε ενώπιον του EUIPO, μεταξύ άλλων, ένορκη δήλωση με το «σήμα adidas» ή με το «σήμα με τις τρεις λωρίδες», η οποία περιλάμβανε, σε σχέση με το σύνολο των 28 κρατών μελών της Ένωσης, στοιχεία αναφορικά με τον κύκλο εργασιών της επιχειρήσεως που διηύθυνε η προσφεύγουσα, καθώς και με το ύψος των δαπανών μάρκετινγκ και διαφημίσεως που πραγματοποίησε η επιχείρηση αυτή. Στην ένορκη δήλωση διευκρινίζεται ότι τα προϊόντα που πωλεί η επιχείρηση φέρουν, σχεδόν στο σύνολό τους, το «σήμα με τις τρεις λωρίδες» και ότι το εν λόγω σήμα εμφανίζεται στη μεγάλη πλειονότητα των διαφημιστικών μέσων που χρησιμοποιεί. Η δήλωση αυτή παρέχει επίσης στοιχεία ως προς τα μερίδια αγοράς που αναλογούν στο «σήμα adidas» εντός ορισμένων κρατών μελών, και συγκεκριμένα στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Πολωνία και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Επιπλέον, συνοψίζει τις δραστηριότητες χορηγίας της προσφεύγουσας στο πλαίσιο αθλητικών εκδηλώσεων και αγώνων.
121 Όπως και το τμήμα ακυρώσεων, το τμήμα προσφυγών αναγνώρισε ότι τα αριθμητικά στοιχεία που περιλαμβάνονταν στην ένορκη δήλωση ήταν «εντυπωσιακά» (σημείο 46 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Συναφώς, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η προσφεύγουσα εκμεταλλεύτηκε εντατικά και επί μακρό χρονικό διάστημα ορισμένα εμπορικά σήματά της εντός της Ένωσης και πραγματοποίησε σημαντικές επενδύσεις για την προώθησή τους.
122 Εντούτοις, το τμήμα προσφυγών ορθώς επισήμανε ότι δεν ήταν δυνατόν να αποδειχθεί σύνδεσμος μεταξύ των αριθμητικών στοιχείων που παρέσχε η προσφεύγουσα και του επίμαχου σήματος ούτε μεταξύ των στοιχείων αυτών και των επίμαχων προϊόντων (σημεία 46 και 70 της προσβαλλομένης αποφάσεως).
123 Πράγματι, τα αριθμητικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα αφορούν το σύνολο της δραστηριότητας της επιχειρήσεως, αδιακρίτως προϊόντων και σημάτων. Επομένως, στα στοιχεία αυτά περιλαμβάνεται, αφενός, η πώληση και η προώθηση μη σχετικών προϊόντων, όπως τα αθλητικά σακίδια (βλ. σκέψη 118 ανωτέρω), και, αφετέρου, η πώληση και η προώθηση προϊόντων που φέρουν αποκλειστικώς και μόνο σημεία διαφορετικά από το επίμαχο σήμα.
124 Επιπλέον, τα περισσότερα παραδείγματα δραστηριοτήτων αθλητικού μάρκετινγκ και διαφημιστικών μέσων που είχε παραθέσει η προσφεύγουσα ενώπιον του EUIPO και επαναλαμβάνονται στο δικόγραφο της προσφυγής ή περιλαμβάνονται στο παράρτημα του δικογράφου αυτού αναπαριστούν σημεία με τρεις λωρίδες τα οποία, λόγω ιδίως του αντίστροφου χρωματικού συνδυασμού, δεν είναι συνολικώς αντίστοιχα προς την καταχωρισμένη μορφή του επίμαχου σήματος.
125 Υπό τις συνθήκες αυτές, τα στοιχεία αναφορικά με τον κύκλο εργασιών και με τις δαπάνες μάρκετινγκ και διαφημίσεως δεν αποδεικνύουν ότι το επίμαχο σήμα χρησιμοποιήθηκε και απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεώς του.
3) Επί των ερευνών αγοράς
126 Η προσφεύγουσα προσκόμισε ενώπιον του EUIPO 23 έρευνες αγοράς που εκπονήθηκαν μεταξύ 1983 και 2011 στη Γερμανία, στην Εσθονία, στην Ισπανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία, στις Κάτω Χώρες, στη Ρουμανία, στη Φινλανδία, στη Σουηδία και στο Ηνωμένο Βασίλειο.
127 Το τμήμα προσφυγών δέχθηκε, κατ’ ουσίαν, ότι πολλές από τις έρευνες αγοράς που προσκόμισε η προσφεύγουσα, στο μέτρο που δεν αφορούσαν το επίμαχο σήμα όπως είχε καταχωριστεί, δεν ασκούσαν επιρροή στην απόδειξη του κατά πόσον το επίμαχο σήμα είχε αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα κατόπιν της χρήσεώς του στο έδαφος των προαναφερθέντων κρατών μελών (σημεία 48 έως 50 της προσβαλλομένης αποφάσεως).
128 Συναφώς, οι έρευνες αγοράς που προσκόμισε η προσφεύγουσα ενώπιον του EUIPO πρέπει να καταταγούν σε δύο κατηγορίες.
129 Πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η αναιρεσείουσα μνημονεύει ρητώς και προσκομίζει εκ νέου πέντε έρευνες αγοράς που εκπονήθηκαν μεταξύ 2009 και 2011 στη Γερμανία, στην Εσθονία, στην Ισπανία, στη Γαλλία και στη Ρουμανία. Οι έρευνες αγοράς αυτές διενεργήθηκαν κατ’ εφαρμογήν της ίδιας μεθοδολογίας και βάσει γραφικής παραστάσεως πανομοιότυπης με εκείνη που παρατέθηκε στη σκέψη 2 ανωτέρω. Στο πλαίσιο των εν λόγω ερευνών κατέστη δυνατόν να καθοριστεί, βάσει ερωτηματολογίου, ένας «βαθμός διακρισιμότητας» του επίμαχου σήματος, ο οποίος ορίστηκε ως το ποσοστό εκείνο των ερωτηθέντων που αντιλαμβάνεται το εν λόγω σήμα ως προερχόμενο από μία και μόνο επιχείρηση, όταν αυτό χρησιμοποιείται σε σχέση με αθλητικά ενδύματα ή με αθλητικό εξοπλισμό. Όπως προκύπτει από τα πορίσματα των ερευνών αγοράς αυτών, ο βαθμός διακρισιμότητας είναι, για μεν το ευρύ κοινό, 57 % στη Γερμανία, 48,3 % στην Εσθονία, 47,1 % στην Ισπανία, 52,0 % στη Γαλλία και 30,6 % στη Ρουμανία. Για δε το εξειδικευμένο κοινό που αγοράζει ή χρησιμοποιεί, ή που είναι πιθανό να αγοράσει ή να χρησιμοποιήσει, αθλητικά ενδύματα ή αθλητικό εξοπλισμό, ο βαθμός διακρισιμότητας είναι υψηλότερος, και συγκεκριμένα 63,5 % στη Γερμανία, 52,4 % στην Εσθονία, 62,7 % στην Ισπανία, 62,7 % στη Γαλλία και 43,2 % στη Ρουμανία.
130 Επομένως, από τις πέντε έρευνες αγοράς που μνημονεύονται στη σκέψη 129 ανωτέρω προκύπτει, αφενός, ότι αφορούν τη χρήση του επίμαχου σήματος υπό την καταχωρισμένη μορφή του και, αφετέρου, περιλαμβάνουν ακριβή μέτρηση του τρόπου με τον οποίο το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται το σήμα αυτό. Εξάλλου, ούτε το τμήμα προσφυγών ούτε το EUIPO ούτε η παρεμβαίνουσα αμφισβήτησαν τη μεθοδολογία που εφαρμόστηκε για τη διενέργεια των επίμαχων ερευνών αγοράς. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω έρευνες αγοράς αποτελούν, καταρχήν, λυσιτελή στοιχεία για την απόδειξη του κατά πόσον το επίμαχο σήμα απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα κατόπιν της χρήσεώς του.
131 Ωστόσο, επισημαίνεται ότι, κατά την εκπόνηση των πέντε ερευνών αγοράς που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 129 ανωτέρω, οι συμμετέχοντες είχαν προηγουμένως ερωτηθεί αν είχαν ήδη συναντήσει το σήμα αυτό σε σχέση με αθλητικά ενδύματα ή με αθλητικό εξοπλισμό. Λαμβανομένης υπόψη της επιμονής της προσφεύγουσας όσον αφορά τη χρήση του επίμαχου σήματος στο πλαίσιο αθλητικών εκδηλώσεων και αγώνων, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να διευκόλυνε η διατύπωση του προκαταρκτικού αυτού ερωτήματος, στον νου των ερωτηθέντων, τον συσχετισμό του επίμαχου σήματος με συγκεκριμένη επιχείρηση. Υπό τις συνθήκες αυτές, η σημασία, σε σχέση με τα επίμαχα προϊόντα, των ερευνών αγοράς που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 129 ανωτέρω μετριάζεται.
132 Δεύτερον, παρατηρείται ότι, στα δικόγραφά της, η προσφεύγουσα κάνει απλώς αναφορά σε άλλες 18 έρευνες αγοράς που είχε προσκομίσει ενώπιον του EUIPO και επισημαίνει ότι το τμήμα προσφυγών τις απέρριψε κατόπιν συνοπτικής εξετάσεως.
133 Διαπιστώνεται, πάντως, ότι οι ως άνω 18 έρευνες αγοράς διενεργήθηκαν σε σχέση με σημεία που δεν είναι συνολικώς αντίστοιχα προς την καταχωρισμένη μορφή του επίμαχου σήματος, ιδίως λόγω του αντίστροφου χρωματικού συνδυασμού ή λόγω της τροποποιήσεως άλλων ουσιωδών χαρακτηριστικών του επίμαχου σήματος, όπως είναι ο αριθμός των λωρίδων.
134 Ειδικότερα, ορισμένες μελέτες, οι οποίες εκπονήθηκαν στη Γερμανία το 1983, στην Ισπανία το 1986, το 1991, το 2008 και το 2009, στη Γαλλία το 2011, στην Ιταλία το 2009, στη Φινλανδία το 2005, στη Σουηδία το 2003 και στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1995, αφορούν σημεία αποτελούμενα από δύο, τρεις ή τέσσερις παράλληλες λωρίδες που έχουν τεθεί επί υποδημάτων. Οι λωρίδες αυτές, των οποίων το μήκος, το πλάτος και το χρώμα ποικίλλουν, έχουν πάντοτε συγκεκριμένη θέση πάνω στο υπόδημα και είναι κομμένες διαγωνίως (βλ., παραδείγματος χάρη, τις τρεις εικόνες που παρατίθενται στη σκέψη 68 ανωτέρω και μνημονεύθηκαν στη σκέψη 100 ανωτέρω).
135 Άλλες έρευνες αγοράς, οι οποίες εκπονήθηκαν στη Γερμανία το 2001 και το 2004, στην Ισπανία το 1995, στην Ιταλία το 2004 και το 2009 και στις Κάτω Χώρες το 2004, αφορούν σήματα συνιστάμενα σε δύο ή τρεις λευκές λωρίδες που έχουν τεθεί επί ενδυμάτων μαύρου χρώματος. Η έρευνα που εκπονήθηκε στις Κάτω Χώρες το 2004 αφορά επίσης σήματα συνιστάμενα σε δύο μαύρες λωρίδες που έχουν τεθεί επί ενδυμάτων λευκού χρώματος. Επιπλέον, πολλές από τις εν λόγω έρευνες αφορούν την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως την οποία συνεπάγεται η χρήση των απεικονιζόμενων σημείων, και όχι την κτήση, από τα σημεία αυτά, διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως.
136 Τέλος, ορισμένες έρευνες αγοράς, οι οποίες εκπονήθηκαν το 1984 στη Γερμανία και το 1991 στην Ισπανία, είχαν ως αντικείμενο όχι τη γραφική παράσταση ενός εικονιστικού σήματος, αλλά αποκλειστικώς και μόνον τις λέξεις «τρεις λωρίδες» στη γερμανική και στην ισπανική γλώσσα.
137 Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα δεν μπορεί βασίμως να προσάψει στο τμήμα προσφυγών ότι δεν έκανε δεκτές τις 18 έρευνες αγοράς που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 132 έως 136 ανωτέρω.
4) Επί των λοιπών αποδεικτικών στοιχείων
138 Η προσφεύγουσα προσκόμισε επίσης πολυάριθμα άλλα αποδεικτικά στοιχεία ενώπιον του EUIPO και, στη συνέχεια, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, και ιδίως αποφάσεις εθνικών δικαστηρίων ή ακόμη αποσπάσματα από τον Τύπο σχετικά με τη φήμη του «σήματός της με τις τρεις λωρίδες».
139 Εντούτοις, στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα δεν κάνει ρητή και σαφή αναφορά σε αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία. Ειδικότερα, δεν προσδιορίζει ποιες αποφάσεις εθνικών δικαστηρίων και ποια αποσπάσματα από τον Τύπο ασκούν επιρροή ώστε να μπορούν να κλονίσουν την εκτίμηση του τμήματος προσφυγών όσον αφορά την κτήση διακριτικού χαρακτήρα από το επίμαχο σήμα.
140 Είναι αληθές ότι, στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα επικαλείται, αφενός, δύο αποφάσεις γερμανικών δικαστηρίων και, αφετέρου, μια απόφαση γαλλικού δικαστηρίου η οποία επικυρώθηκε κατ’ έφεση. Οι αποφάσεις αυτές, περί των οποίων έγινε λόγος στη σκέψη 80 ανωτέρω και οι οποίες περιλαμβάνονται στο παράρτημα A.8 του δικογράφου της προσφυγής, αναγνώρισαν τη φήμη και, συνεπώς, τον διακριτικό χαρακτήρα των σημάτων της προσφεύγουσας, καθώς και την ουσιαστική χρήση τους.
141 Ωστόσο, επισημαίνεται, αφενός, ότι οι αποφάσεις των δύο γερμανικών δικαστηρίων κάνουν γενικώς λόγο για τα «σήματα με τις τρεις λωρίδες» της προσφεύγουσας και, αφετέρου, ότι η απόφαση του γαλλικού δικαστηρίου εκδόθηκε σχετικά με σήμα συνιστάμενο σε τρεις λευκές λωρίδες που είχαν τεθεί επί υποδήματος και δημιουργούσαν οπτική αντίθεση με μαύρο φόντο. Κατά συνέπεια, οι αποφάσεις αυτές, δεδομένου ότι δεν αφορούν μορφές χρήσεως που μπορούν να θεωρηθούν αντίστοιχες προς την καταχωρισμένη μορφή του επίμαχου σήματος, είναι αλυσιτελείς για την εκτίμηση του κατά πόσον το σήμα αυτό απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως.
2. Επί της αποδείξεως της χρήσεως του επίμαχου σήματος και της κτήσεως διακριτικού χαρακτήρα σε ολόκληρη την Ένωση
142 Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001), το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει ενιαίο χαρακτήρα και παράγει τα ίδια αποτελέσματα σε ολόκληρη την Ένωση.
143 Από τον ενιαίο χαρακτήρα του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκύπτει ότι, προκειμένου να γίνει δεκτό για καταχώριση, ένα σημείο πρέπει να έχει διακριτικό χαρακτήρα, εγγενή ή αποκτηθέντα διά της χρήσεως, σε ολόκληρη την Ένωση (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Société des Produits Nestlé κ.λπ. κατά Mondelez UK Holdings & Services, C-84/17 P, C-85/17 P και C-95/17 P, EU:C:2018:596, σκέψη 68).
144 Επομένως, όσον αφορά ένα σήμα που στερείται εγγενούς διακριτικού χαρακτήρα στο σύνολο των κρατών μελών, η καταχώρισή του βάσει της διατάξεως αυτής είναι δυνατή μόνον εάν αποδεικνύεται ότι απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως σε ολόκληρο το έδαφος της Ένωσης (βλ. απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Société des Produits Nestlé κ.λπ. κατά Mondelez UK Holdings & Services, C-84/17 P, C-85/17 P και C-95/17 P, EU:C:2018:596, σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
145 Μολονότι είναι αληθές ότι η κτήση από ένα σήμα διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως πρέπει να αποδεικνύεται για το τμήμα της Ένωσης στο οποίο το σήμα αυτό δεν έχει εγγενή διακριτικό χαρακτήρα, θα ήταν υπερβολικό να απαιτείται να αποδειχθεί η κτήση αυτή για κάθε κράτος μέλος μεμονωμένα (βλ. απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Société des Produits Nestlé κ.λπ. κατά Mondelez UK Holdings & Services, C-84/17 P, C-85/17 P και C-95/17 P, EU:C:2018:596, σκέψη 77 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
146 Πράγματι, καμία διάταξη του κανονισμού 207/2009 δεν επιβάλλει να αποδεικνύεται με χωριστά αποδεικτικά στοιχεία η κτήση διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως σε κάθε μεμονωμένο κράτος μέλος. Επομένως, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο τα αποδεικτικά στοιχεία για την κτήση, από συγκεκριμένο σημείο, διακριτικού χαρακτήρα διά της χρήσεως να ασκούν επιρροή όσον αφορά περισσότερα κράτη μέλη ή και ολόκληρη την Ένωση (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Société des Produits Nestlé κ.λπ. κατά Mondelez UK Holdings & Services, C-84/17 P, C-85/17 P και C-95/17 P, EU:C:2018:596, σκέψη 80).
147 Ειδικότερα, οι οικονομικοί φορείς ενδέχεται, για ορισμένα προϊόντα και υπηρεσίες, να έχουν συγκεντρώσει περισσότερα από ένα κράτη μέλη εντός του ιδίου δικτύου διανομής και να αντιμετωπίζουν τα κράτη μέλη αυτά, όσον αφορά ιδίως τις εμπορικές τους στρατηγικές, σαν να συνιστούν μία και μόνη εθνική αγορά. Στην περίπτωση αυτή, τα αποδεικτικά στοιχεία περί της χρήσεως ενός σημείου εντός μιας τέτοιας διασυνοριακής αγοράς ενδέχεται να ασκούν επιρροή για όλα τα οικεία κράτη μέλη (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Société des Produits Nestlé κ.λπ. κατά Mondelez UK Holdings & Services, C-84/17 P, C‑85/17 P και C-95/17 P, EU:C:2018:596, σκέψη 81).
148 Το ίδιο ισχύει όταν, λόγω της γεωγραφικής, πολιτιστικής ή γλωσσικής εγγύτητας μεταξύ δύο κρατών μελών, το ενδιαφερόμενο κοινό του πρώτου έχει επαρκή γνώση των προϊόντων ή των υπηρεσιών που προσφέρονται στην εθνική αγορά του δευτέρου (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Société des Produits Nestlé κ.λπ. κατά Mondelez UK Holdings & Services, C-84/17 P, C-85/17 P και C-95/17 P, EU:C:2018:596, σκέψη 82).
149 Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι, μολονότι δεν είναι αναγκαίο –προκειμένου ένα σήμα που στερείται εγγενούς διακριτικού χαρακτήρα στο σύνολο των κρατών μελών της Ένωσης να μπορεί να καταχωριστεί βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009– να αποδειχθεί, για κάθε μεμονωμένο κράτος μέλος, ότι το σήμα αυτό απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως, τα προσκομιζόμενα στοιχεία πρέπει πάντως να επιτρέπουν την απόδειξη της κτήσεως τέτοιου διακριτικού χαρακτήρα στο σύνολο των κρατών μελών της Ένωσης (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Société des Produits Nestlé κ.λπ. κατά Mondelez UK Holdings & Services, C-84/17 P, C-85/17 P και C‑95/17 P, EU:C:2018:596, σκέψη 83). Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τη διατήρηση της καταχωρίσεως ενός σήματος βάσει του άρθρου 52, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού.
150 Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι το επίμαχο σήμα στερείται εγγενούς διακριτικού χαρακτήρα σε ολόκληρη την Ένωση. Επομένως, ορθώς το τμήμα προσφυγών εξέτασε αν το εν λόγω σήμα είχε αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα για το ενδιαφερόμενο κοινό στο σύνολο του εδάφους της Ένωσης (βλ. σημείο 22 της προσβαλλομένης αποφάσεως).
151 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα και τα οποία εξετάστηκαν στις σκέψεις 114 έως 141 ανωτέρω, τα μόνα που είναι, ως ένα βαθμό, λυσιτελή είναι οι πέντε έρευνες αγοράς που αναλύθηκαν στις σκέψεις 129 έως 131 ανωτέρω.
152 Ωστόσο, οι ως άνω έρευνες εκπονήθηκαν σε πέντε μόνο κράτη μέλη και, ως εκ τούτου, σε ένα τμήμα μόνο του εδάφους της Ένωσης.
153 Εντούτοις, η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα ένωση, επικαλείται τη νομολογία κατά την οποία ουδόλως απαιτείται τα ίδια είδη αποδεικτικών στοιχείων να παρέχονται σε σχέση με κάθε κράτος μέλος [αποφάσεις της 28ης Οκτωβρίου 2009, BCS κατά ΓΕΕΑ – Deere (Συνδυασμός πράσινου και κίτρινου χρώματος), T-137/08, EU:T:2009:417, σκέψη 39, και της 15ης Δεκεμβρίου 2016, Mondelez UK Holdings & Services κατά EUIPO – Société des Produits Nestlé (Σχήμα πλάκας σοκολάτας), T-112/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:735, σκέψη 126]. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι προσκόμισε, για κάθε κράτος μέλος, άλλα έγγραφα που αφορούν, μεταξύ άλλων, τον κύκλο εργασιών και το ύψος των επενδύσεων που πραγματοποίησε με σκοπό την προώθηση του επίμαχου σήματος. Τα έγγραφα αυτά αποδεικνύουν ότι το επίμαχο σήμα χρησιμοποιείται με παρόμοιο τρόπο στα διάφορα κράτη μέλη και, ως εκ τούτου, ότι οι εθνικές αγορές όλων των κρατών μελών είναι συγκρίσιμες. Επομένως, εκτιμώμενα σφαιρικώς, τα διάφορα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα αποδεικνύουν ότι το επίμαχο σήμα έχει αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως σε ολόκληρο το έδαφος της Ένωσης.
154 Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.
155 Πράγματι, αφενός, η προσφεύγουσα δεν προσδιορίζει κανένα λυσιτελές αποδεικτικό στοιχείο εκτός από τις πέντε έρευνες αγοράς που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 129 και 151 ανωτέρω. Κατά συνέπεια, δεν αποδεικνύει ότι προσκόμισε λυσιτελή αποδεικτικά στοιχεία σε σχέση με τα 23 κράτη μέλη που δεν καλύπτονται από τις εν λόγω έρευνες αγοράς.
156 Αφετέρου, απλώς και μόνο η προσκόμιση των στοιχείων αναφορικά με τον κύκλο εργασιών και με τις δαπάνες μάρκετινγκ και διαφημίσεως, τα οποία συνελέγησαν ανά κράτος μέλος, δεν αρκεί προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη ενός ή περισσότερων διακρατικών αγορών αποτελούμενων από διάφορα κράτη μέλη. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ότι, είτε λόγω της οργανώσεως των δικτύων διανομής και των εμπορικών στρατηγικών των οικονομικών φορέων, είτε λόγω των γνώσεων του ενδιαφερόμενου κοινού, οι εθνικές αγορές των 23 κρατών μελών που δεν καλύπτονται από τις έρευνες αγοράς που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 129 και 151 ανωτέρω είναι συγκρίσιμες με τις εθνικές αγορές των πέντε κρατών μελών στα οποία εκπονήθηκαν οι έρευνες αυτές. Επιπλέον, μολονότι η προσφεύγουσα, προκειμένου να αποδείξει τη χρήση του επίμαχου σήματος, προβάλλει το γεγονός ότι είναι χορηγός αθλητικών διοργανώσεων ευρωπαϊκής και διεθνούς εμβέλειας, εντούτοις ούτε ισχυρίζεται ούτε αποδεικνύει, βάσει του επιχειρήματος αυτού που αφορά τη δραστηριότητά της ως χορηγού, ότι οι αγορές των διαφόρων κρατών μελών είναι συγκρίσιμες.
157 Κατά συνέπεια, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι είναι στην πλήρη τους έκταση λυσιτελή, τα πορίσματα των πέντε ερευνών αγοράς που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 129 και 151 ανωτέρω δεν καθιστούν δυνατή την εξαγωγή συμπερασμάτων για το σύνολο των κρατών μελών ούτε μπορούν να συμπληρωθούν και να επιβεβαιωθούν, όσον αφορά τα κράτη μέλη που δεν καλύπτονται από τις εν λόγω έρευνες, από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα.
158 Υπό τις συνθήκες αυτές, τα διάφορα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα, ακόμη και αν εκτιμηθούν σφαιρικώς, δεν αποδεικνύουν τη χρήση του επίμαχου σήματος στο σύνολο του εδάφους της Ένωσης και, αφετέρου, δεν αρκούν, εν πάση περιπτώσει, προκειμένου να αποδειχθεί ότι, κατόπιν της χρήσεως αυτής, το εν λόγω σήμα κατέστη ικανό, στο σύνολο του εδάφους αυτού, να λειτουργήσει ως προσδιοριστικό των προϊόντων για τα οποία καταχωρίστηκε και, επομένως, να τα διακρίνει από τα προϊόντα άλλων επιχειρήσεων.
159 Επομένως, το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε αποδείξει ότι το επίμαχο σήμα είχε αποκτήσει, σε ολόκληρο το έδαφος της Ένωσης, διακριτικό χαρακτήρα κατόπιν της χρήσεώς του.
160 Ως εκ τούτου, το δεύτερο σκέλος του λόγου ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του πρέπει να απορριφθούν.
161 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.
IV. Επί των δικαστικών εξόδων
162 Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα.
163 Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να υποχρεωθεί να φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν το EUIPO και η παρεμβαίνουσα, σύμφωνα με τα σχετικά αιτήματά τους.
164 Επιπλέον, κατά το άρθρο 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο παρεμβαίνων θα φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Εν προκειμένω, η παρεμβαίνουσα ένωση θα φέρει τα δικαστικά έξοδά της.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο πενταμελές τμήμα)
αποφασίζει:
1) Απορρίπτει την προσφυγή.
2) Η adidas AG φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) και η Shoe Branding Europe BVBA.
3) Η Marques φέρει τα δικαστικά έξοδά της.
Gervasoni |
Madiseda |
da Silva Passos |
Kowalik-Bańczyk |
Mac Eochaidh |
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 19 Ιουνίου 2019.
(υπογραφές)